Θα ήταν αδιέξοδο να αναλωθεί κανείς στην ατέρμονη συζήτηση για τον ρόλο των προσώπων στην ιστορία. Στην πολιτική ιστορία, η επιρροή τους μπορεί να είναι πράγματι κομβική. Περισσότερο ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει η προσπάθεια ένταξης των προσώπων στο ιστορικό τους πλαίσιο, η εξέταση του κατά πόσον βρίσκονταν σε διάδραση με ευρύτερες κοινωνικές τάσεις και ποιες. Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, το πολιτικό πρόσωπο δεν εξετάζεται απομονωμένο από το περιβάλλον του· μετατρέπεται σε μελέτη περίπτωσης που βοηθά στην κατανόηση των μεγαλύτερων ροπών της πολιτικής κοινότητας. Μια ανάλυση αυτού του είδους, αυτονόητα, διευκολύνεται σημαντικά όταν το εξεταζόμενο πρόσωπο διακρίνεται για μια ευκρινή ιδεολογική τοποθέτηση και για στοχασμό πάνω στην ιστορία στην οποία το ίδιο εντάσσεται: η ιδεολογική διάσταση επιτρέπει, σε τελική ανάλυση, να διαπιστωθεί η συνέπεια, προσωπική και πολιτική, του δρώντος. Μια τέτοια αποτίμηση θα επιχειρηθεί, στο άρθρο αυτό, για την περίπτωση του Αναστάσιου Πεπονή μέσα από τα δύο σχετικά βιβλία του.
Δύο βιβλία
Ας ξεκινήσουμε από την προσωπική του ματιά. Ήταν το 1970, μέσα στη χούντα, που εισέφερε την «προσωπική μαρτυρία» του για τη δράση του στην Αντίσταση του 1941-44, την εποχή του εμφυλίου πολέμου και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Ο χρόνος είναι κομβικής σημασίας: η ίδια η συγγραφή ήταν και μια πράξη αντίστασης προς τη χούντα. Έτσι, πρόκειται ταυτόχρονα για ένα πολιτικό βιβλίο, που εισφέρει στοιχεία πολύτιμα για τις στάσεις της γενιάς της Αντίστασης του 1941-44 απέναντι στις μεταγενέστερες εξελίξεις και την ύψιστη ταπείνωση της δικτατορίας. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Πεπονής, το βιβλίο άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του «νοερά μέσα σε τέσσερις τοίχους, με τέσσερα βήματα μπρος, τέσσερα πίσω», δηλαδή ως κρατούμενος.
Ο Πεπονής είχε από την αρχή αναμειχθεί στην αντίσταση, μαθητής ακόμη του Γυμνασίου. Ξεκίνησε από τον κύκλο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, βασικό σημείο αναφοράς της προοδευτικής νεολαίας της εποχής εκείνης, με διαβάσματα όπως την Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά, αλλά και χωρίς να αγνοεί τη μαρξιστική θεωρία. Οι επαφές του περιλάμβαναν νέους με ανάλογες αναζητήσεις, μεταξύ τους τον Νίκο Βλασσόπουλο, τον Γεώργιο Κουμάντο, τον Ανδρέα Μιχαηλίδη-Νουάρο και άλλους. Αρχικά, ήρθε ένα σύντομο πέρασμα από το ΕΑΜ, το οποίο όμως γρήγορα τον απογοήτευσε με τον διχαστικό του λόγο και τις επιθέσεις (μόνον ρητορικές ακόμη) σε άλλες αντιστασιακές ομάδες. Ακολούθησε η έκδοση του αντιστασιακού εντύπου Μαχητής, η ένταξη στην ΠΕΑΝ στις αρχές του 1943 και η δουλειά στην έκδοση της παράνομης εφημερίδας της οργάνωσης, της Δόξας. Αναμείχθηκε επίσης στον φοιτητικό ΕΣΑΣ (Εθνικός Σύνδεσμος Ανωτάτων Σχολών). Εκεί τον βρήκε η έκρηξη του κατοχικού εμφυλίου, που στην αντιστασιακή Αθήνα βιώθηκε πρωτίστως με τη δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου από το ΕΑΜ την 1η Φεβρουαρίου 1944. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης, ο Πεπονής ήταν ένα από τα μέλη της μη ΕΑΜικής αντίστασης που στοχοποιήθηκαν από το ΕΑΜ σε επίπεδο προσωπικό. Ο ίδιος, στο βιβλίο του, δεν αποκρύπτει την αντιπαλότητά του με το ΕΑΜ και τις μεθόδους του για σπίλωση των άλλων αντιστασιακών, αλλά πάντως δείχνει έντονα την διάθεσή του, ήδη τότε, για μια πιο ενωτική πορεία, η οποία δεν υλοποιήθηκε με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου ομιλεί για τις απογοητεύσεις που βίωσε αυτή η γενιά τα χρόνια του εμφυλίου, από τη δραστηριότητα της εποχής που αναιρούσε όλες τις προηγούμενές της προσπάθειες. Ακόμη και μετά τον εμφύλιο, μια πρόσκαιρη αναλαμπή των ελπίδων του Πεπονή ήρθε με την κάθοδο του Νικολάου Πλαστήρα στην πολιτική, όταν μάλιστα ο ίδιος ο Πεπονής ηγήθηκε της νεολαίας της ΕΠΕΚ, αλλά η εκτέλεση του Μπελογιάννη και οι εσωτερικές έριδες του Κέντρου που υποβοήθησαν την εκλογική νίκη του Παπάγου τον απογοήτευσαν και πάλι.
Το δεύτερο βιβλίο του, αναμνήσεις από την περίοδο 1961-81, γραμμένο το 2001, είναι ένα πιο «κλασικό» κείμενο απομνημονευμάτων ενός προσώπου που ήδη είχε αναδειχθεί ως κορυφαίος πολιτικός, και του οποίου κάποιες από τις βασικές επιδιώξεις είχαν πλέον δικαιωθεί. Αυτό το αίσθημα της δικαίωσης αναδύεται ειδικά στην τελευταία σελίδα, όπου γίνεται αναφορά στην εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1981. Ήταν, τονίζει ο Πεπονής, μια «νίκη αλλιώτικη, ολότελα διαφορετική από αυτές που είχαν προηγηθεί» (και αναφέρει τις νίκες του Κέντρου το 1950-51 και το 1964). Επειδή, σε τελική ανάλυση, ήταν μια νίκη που δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί όπως οι προηγούμενες, είτε από την εσωστρέφεια και τις εσωτερικές αντιπαλότητες του χώρου είτε από εξωτερικά κέντρα εξουσίας όπως το Στέμμα.
Ξεκινά απότομα το βιβλίο αυτό, με τις σχέσεις του Πεπονή με τον Γεώργιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς και την ανάληψη ευθυνών από μέρους του στην κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου το 1964. Ανέλαβε καθήκοντα γενικού διευθυντή στο Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), θέση από την οποία, όπως σημειώνει, μετακινήθηκε οριστικά στην πολιτική. Αναφέρεται στο έργο του στο ΕΙΡ, αλλά και στην κρίσιμη αντιπαράθεσή του, τις ώρες της «αποστασίας» το καλοκαίρι του 1965, με τη νέα κυβέρνηση και με το Στέμμα. Ο Πεπονής ανήκε στη νεότερη γενιά της Ενώσεως Κέντρου που τάχθηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου και έζησε τη ριζοσπαστικοποίηση των χρόνων του δεύτερου ανένδοτου αγώνα το 1965-66. Ομιλεί επίσης για την εμπειρία της δικτατορίας, την ανάμειξή του στην αντιχουντική αντίσταση, τη σύλληψή του, τη δίκη του στο Έκτακτο Στρατοδικείο, τη νέα σύλληψη και την εκτόπισή του, την πολλαπλή δράση του, παρ’ όλα αυτά, εναντίον της χούντας, τις νέες συλλήψεις του το 1973 και την κράτησή του στην ΕΣΑ. Μετά τη χούντα, ήταν μεταξύ των ιδρυτικών και ηγετικών στελεχών της Κίνησης Νέων Πολιτικών Δυνάμεων. Επιζητούσε τη μεταδιδακτορική πολιτική έκφραση εκείνων των δυνάμεων που είχαν κοινή αντιδικτατορική στάση και ιστορικό βάθος κοινών σοσιαλδημοκρατικών αναζητήσεων. Ο Πεπονής περιγράφει τη συνεργασία με την Ένωση Κέντρου, την επίμονη αναζήτηση της ενότητας της Κεντροαριστεράς, την τελική ένταξη στο ΠΑΣΟΚ.
Μια (ενιαία) πορεία
Δεν είναι όμως μόνον η κατάθεση της προσωπικής του μαρτυρίας. Η περίπτωση του Πεπονή είναι σημαντική επειδή, ενώ αφορά μεν έναν κορυφαίο πολιτικό, δεν είναι μοναχική: αντανακλά τις εμπειρίες και την πορεία πολλών ακόμη ανθρώπων της γενιάς του που άφησαν έντονο πολιτικό αποτύπωμα στην ελληνική ιστορία.
Η γενιά του Πεπονή απέκτησε πολιτική συνείδηση σε μια τραγική εποχή, μέσα στην Κατοχή. Κατά τρόπο ειρωνικό, όμως, η σπαρακτική εμπειρία της Κατοχής, είχε και μια, υπό κάποια έννοια, απελευθερωτική λειτουργία στη σκέψη τους. Τα παλαιά πολιτικά κόμματα και ο παρωχημένος Εθνικός Διχασμός τους είχαν μείνει αδρανή από το 1936 και συνέχισαν να είναι τέτοια το 1941-44. Τούτο σήμαινε ότι εκείνη η γενιά ανέπτυξε τις αναζητήσεις της χωρίς τα βάρη του παλαιού πολιτικού συστήματος. Άλλοι βρέθηκαν στις ομάδες του Κανελλόπουλου, του Γεωργίου Παπανδρέου, του Κωνσταντίνου Τσάτσου· άλλοι στο ΕΑΜ· ορισμένοι, όπως ο Πεπονής, αναζήτησαν μια εντελώς νέα κατεύθυνση, μια σοσιαλδημοκρατική προοπτική. Η έμφαση που δίνει στην Προσωπική μαρτυρία στις συναφείς ιδεολογικές διακηρύξεις είναι ενδεικτική. Ωστόσο, αυτή η πρώιμη σοσιαλδημοκρατική απόπειρα προσέκρουσε στον εμφύλιο πόλεμο. Είναι αλήθεια ότι και οι φιλελεύθεροι συνεθλίβησαν μέσα στις εντάσεις του εμφυλίου, αλλά εκείνοι τουλάχιστον μπόρεσαν να ανακάμψουν αργότερα, έστω και μέσα στις μετεμφυλιακές επιβαρύνσεις. Αλλά οι σοσιαλδημοκρατικές αναζητήσεις δέχθηκαν μοιραίο πλήγμα: ο σοσιαλισμός ήταν ιδέα πολύ δημοφιλής στα χρόνια της αντίστασης, αλλά όχι μετά τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο του 1946-49· η φαινομενική «συγγένεια» του σοσιαλισμού με τον κομμουνισμό και η ένταση της αντικομμουνιστικής προδιάθεσης ευρύτερων λαϊκών μαζών κατέστησαν την επίκληση του σοσιαλισμού εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Είναι ενδεικτικό ότι ο πολιτικός σχηματισμός του Γ. Παπανδρέου, το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, διατήρησε τον τίτλο του στην κοινοβουλευτική του παρουσία, αλλά στις μετεμφυλιακές εκλογές του 1950 και του 1951 απέφυγε το κρίσιμο επίθετο, και κατέβηκε ως «Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου». Δεν ήταν όμως μόνον ο πολιτικός λόγος: το εγχείρημα της δημιουργίας μιας σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής ήταν πολύ νέο και θα ήταν έτσι κι αλλιώς δύσκολο σε μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία· το κλίμα του εμφυλίου πολέμου δημιουργούσε τεράστια εμπόδια για την ανάδυσή του, καθώς νομιμοποιούσε παράγοντες που το αναιρούσαν, όπως τα παίγνια μηδενικού αθροίσματος, τον ακραίο διχασμό, την έλλειψη ανεκτικότητας.
Έτσι, ο Πεπονής, όπως και συνοδοιπόροι του (π.χ. ο Γ.-Α. Μαγκάκης, ο Γ. Μυλωνάς και άλλοι), ουσιαστικά αποσύρθηκαν εθελούσια από την πολιτική μετά τον εμφύλιο, ειδικά όταν φάνηκε η αποτυχία της τελευταίας τους προσπάθειας να συγκροτηθεί μια ενεργός και δυναμική Κεντροαριστερά, στην ΕΠΕΚ, υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Αλλά γι’ αυτό η δημιουργία της Ενώσεως Κέντρου το 1961, που έφερνε στο προσκήνιο την προοπτική της ενότητας του χώρου αλλά και της αναζήτησης μιας κεντροαριστερής προοπτικής, τους ενεργοποίησε εκ νέου. Αυτό αντανακλά το «κενό» των ετών 1952-1961 που εμφανίζεται και στα βιβλία του Πεπονή. Κατόπιν, η κυβερνητική θητεία της Ενώσεως Κέντρου, η σύγκρουση με τα Ανάκτορα, η χούντα διατήρησαν αυτή την κινητοποίηση. Μετά τη χούντα, πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στην Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις, ως μέλη των Νέων Δυνάμεων, κατόπιν στην ΕΔΗΚ, με τις νέες μεγάλες περιπέτειές της λόγω της κατάρας που έπληττε αυτόν τον χώρο από παλιά, δηλαδή της έλλειψης ενότητας. Στο τέλος, οι περισσότεροι βρέθηκαν, όχι χωρίς κάποιες επιφυλάξεις, στο ΠΑΣΟΚ του 1981.
Αλλά αυτή η κεντροαριστερή/σοσιαλδημοκρατική τάση έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πολιτική ιστορία και μετά το 1981. Ο Πεπονής, μαζί με τον Μαγκάκη, τον Ι. Αλευρά και όλη την (ετερογενή) κεντρογενή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ υπήρξαν δύναμη που ενέργησε ως καταλύτης ώστε το κόμμα και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου να μετριάσουν τις υπέρμετρα ριζοσπαστικές και αντιδυτικές διακηρύξεις· να αποδεχθεί το ΠΑΣΟΚ τη δυτική επιλογή της χώρας· να μετεξελιχθεί σε μια δύναμη του ευρωπαϊκού δημοκρατικού σοσιαλισμού. Παράλληλα, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, Πεπονής και Μαγκάκης, ήδη από τη δεκαετία του 1970 είχαν υποστηρίξει ένθερμα την αναγνώριση και της ΕΑΜικής αντίστασης (την οποία, παρά τη σύγκρουση μαζί της σε θεμελιώδη πράγματα, δείχνει πόσο σέβεται ο Πεπονής στο πρώτο βιβλίο του). Και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, από κορυφαίες πλέον δημόσιες θέσεις, στήριξαν –ας σημειωθεί: μαζί με τον Π. Κανελλόπουλο– την επίσημη αναγνώρισή της ως πράξη ιστορικής δικαιοσύνης. Δεν ήταν μόνο το ΑΣΕΠ που αναδεικνύει τη συμβολή του Πεπονή στη σύγχρονη διοίκηση και πολιτική κουλτούρα, αν και η δική του δημιουργία θα αρκούσε καθαυτή να τον τοποθετήσει στις κορυφαίες θέσεις της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Ο ρόλος του ήταν διαπλαστικός σε μεγάλα πράγματα, που καθόρισαν το μέλλον του έθνους.
Συμπεράσματα
Δεν χρειάζεται –και δεν χρειάζεται ούτε στον ίδιο τον Πεπονή– μια απόπειρα εξιδανίκευσης του προσώπου του. Η επισήμανση του ρόλου του στην πολιτική ιστορία δεν συνεπάγεται ότι είναι αναγκαίο να αποδεχθεί ο αναγνώστης όλες τις ερμηνείες που προτείνει στα βιβλία του. Μπορούμε σήμερα, πάνω από δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, να τον προσεγγίσουμε απελευθερωμένοι από τις εντάσεις της δικής του εποχής, επομένως να προσπαθήσουμε να τον εντάξουμε στη μεγάλη εικόνα της ελληνικής ιστορίας. Είναι όμως μια βασική διαπίστωση ότι η συνέπεια σε μια βαθιά ιδεολογική πίστη, στη μετριοπάθεια, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, στον θεμελιώδη στόχο της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης του έθνους κυριαρχούσε στη σκέψη του και καθόριζε την πολιτική του δράση. Αυτή η συνέπεια αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου ως βασικό κριτήριο για μια συνολική αποτίμηση. Είχαν, αυτός και η γενιά του, τις δικές τους αφετηρίες, εμπειρίες και στόχους. Έδωσαν τον δικό τους αγώνα και, όπως πάντοτε συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, σε κάποια πράγματα νίκησαν, σε κάποια όχι· αν και, στο τέλος, πιστεύω, δικαιούνταν να βλέπει την πορεία του με μια σχετική ικανοποίηση.