Σύνδεση συνδρομητών

Η αγωνία της ταυτότητας στην κλασική Αθήνα

Πέμπτη, 27 Απριλίου 2023 11:22
Ο Οιδίπους και η Σφίγγα, εσωτερικό αττικού ερυθρόμορφου κύλικα, περ. 470 π.Χ.
Μουσεία του Βατικανού
Ο Οιδίπους και η Σφίγγα, εσωτερικό αττικού ερυθρόμορφου κύλικα, περ. 470 π.Χ.

Ευφημία Δ. Καρακάντζα, Ποιος είμαι; Ταυτότητα και πόλις στον Οιδίποδα Τύραννο. Μία νέα ερμηνεία της σοφόκλειας τραγωδίας, μετάφραση από τα αγγλικά: Πελαγία Μαρκέτου), Ινστιτούτο του βιβλίου-Καρδαμίτσα, Αθήνα 2022, 312 σελ.

Μπορεί να διατυπωθεί μια νέα ερμηνευτική πρόταση, όταν για τον Οιδίποδα Τύραννο, το  διαχρονικό αριστούργημα του Σοφοκλή (χρονολογείται περίπου στο 425 π.Χ.) έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα δεκάδες πέρα από τις παραδοσιακά φιλολογικές, μοντέρνες και μεταμοντέρνες αναγνώσεις; Κι όμως, η Ευφημία Καρακάντζα με σθένος οργανώνει διεξοδικά την επιχειρηματολογία της, μέσα από τη συζήτηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, μεταμοντέρνων κυρίως κριτικών θεωριών αλλά όχι μόνο, και εστιάζει στο πολύ γοητευτικό και κρίσιμο ζήτημα της αγωνιώδους αναζήτησης της ταυτότητας του ήρωα.[1] (Τεύχος 139)

Ο ήρωας που ονοματοδοτήθηκε από το γεγονός της σωματικής του βλάβης κατά την έκθεσή του στον Κιθαιρώνα, με το τρύπημα των ποδιών του, αγνοεί ποιος πραγματικά είναι, μέχρι την πτώση του και τη συνειδητή αυτοτύφλωσή του. Από άγνοια είναι πατροκτόνος και αιμομίκτης, αυτός ο κατά άλλα με υψηλές ηθικές απαιτήσεις ικανός αξιολογητής των καταστάσεων (σελ. 258), που με οξυδερκή νου ξέρει να ξεδιαλύνει δυσεπίλυτα αινίγματα!

Η Ευφημία Καρακάντζα, με νηφάλια επαγωγική σκέψη, αναδεικνύει μέσα από ένα μεγάλο φάσμα δημοσιεύσεων τη διευρυμένη έννοια της ταυτότητας στην κλασική Ελλάδα, ταυτότητας κατεξοχήν πολιτικής και πέρα από τη γενεαλογία, που ορίζεται από τον δημόσιο χώρο και την «κίνησή» μας μέσα σε αυτόν, τη σχέση και τη θέση της συνομιλίας μας με τους άλλους, το κύρος και το σεβασμό που αποπνέουμε. Η ανάλυση των δικτύων των συνομιλιών,[2] που με μεγάλη μαεστρία οργανώνει σταδιακά ο Σοφοκλής γύρω από τον ήρωά του (με τον Τειρεσία, την Ιοκάστη, τον Κορίνθιο αγγελιοφόρο και τον δούλο του Λαΐου), ανασυγκροτεί κυριολεκτικά με σασπένς την πολυπλοκότητα του (νέου) αφηγήματος του βίου του πρωταγωνιστή. Το αφήγημα του Οιδίποδα, όμως, με την ελλιπή συνοχή του, δυσκολεύει πολύ τον ήρωα να κατανοήσει την πορεία του. Η ασυνέχεια προκαλεί σύγχυση όχι μόνο στο «τι είναι», αλλά και στο «τι έγινε» και στο «πώς έφτασε ώς εδώ» (σελ. 77-78).

Η Ευφημία Καρακάντζα αναλύει εξίσου μεθοδικά πώς ο Σοφοκλής πήρε έναν λαϊκό μύθο, διαδεδομένο σε πολλούς πολιτισμούς, και τον μεταμόρφωσε σε βαθύ ποιητικό στοχασμό για την ταυτότητα, η άγνοια της οποίας συνεπάγεται κίνδυνο για τη θέση του υποκειμένου μέσα στην πόλη του (σελ. 27).

 

Πολιτική ανάγνωση του Οιδίποδα

Συνοπτικά η ιδέα της Ευφημίας Καρακάντζα συνιστά μια πολιτική ανάγνωση του Οιδίποδα, με επίκεντρο το αυτόνομο υποκείμενο μέσα σε μια αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία, όπως την έχει ορίσει στο έργο του ο Κορνήλιος Καστοριάδης.[3] Η επιλεκτική συνομιλία με το έργο του Καστοριάδη (σελ. 23-27, 47-53) προσφέρει εντέλει μια ανανεωμένη ανάγνωση στην κατανόηση του Οιδίποδα, καθώς μπολιάζεται με τις αντιλήψεις του για το ρόλο και την «ποιητική» δυναμική της αττικής τραγωδίας. Στο εισαγωγικό πρώτο μέρος, η Ευφημία Καρακάντζα αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στον ὑψίπολιν και ἄπολιν (σελ. 21-27),[4] και υπογραμμίζει τη διχοτομία που υφίσταται σε όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή, χαρακτηριστική του βλέμματός του για την αθηναϊκή πραγματικότητα της εποχής του. Ο ποιητής, μέγας γνώστης των ανθρώπινων παθών, κατέχει καλά την ταλάντωση του ατόμου ανάμεσα στο κακό και το αγαθό, και τις συνέπειες στη ζωή της πόλης από τη διπλή αυτή ροπή. Ο ιδανικός πολίτης, ο ὑψίπολις, απολαμβάνει τη θετική εκτίμηση του δημόσιου χώρου και λόγου, τηρώντας τους νόμους των ανθρώπων και τη θεία δικαιοσύνη. Αντίθετα, εκείνος που πράττει ενάντια στο δίκαιο θεών και ανθρώπων πρέπει να αποβάλλεται από την πόλη, να καθίσταται ἄπολις, παρίας, απόρριμμα κοινωνικό και πολιτικό.[5]

H θεατρική τέχνη είναι ένα δυναμικό μέσο που επιτρέπει στους πολίτες ως ακροατές και θεατές να συμμετέχουν ως ισότιμα μέλη μιας κοινωνίας στον «φανταστικό» διάλογο (σελ. 253, 257), για τα φλέγοντα ζητήματα της πόλης (π.χ. της ταυτότητας, της συγγένειας, της πολιτικής αφοσίωσης, των θρησκευτικών κυρώσεων), όπως με πάθος αναπτύσσεται ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος, τα οποία ζουν ακραίες καταστάσεις και διλήμματα. Το πολύ σημαντικό με την Αθήνα είναι ότι η εκάστοτε πολιτική ιδεολογία μπορεί να επαναπροσδιορίζεται κάθε φορά, εφόσον η κοινωνία είναι αυτόνομη (νομοθετεί η ίδια και τίποτα δεν της επιβάλλεται ως υπέρτερη αρχή), και ο δήμος είναι αυτόδικος (απονέμει ο ίδιος δικαιοσύνη) και αυτοτελής (αυτοκυβερνάται). Το πολιτικό σώμα που παρακολουθεί τις παραστάσεις στο θέατρο του Διονύσου καθορίζεται από αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά. Οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες (πάλι κατά τον Καστοριάδη) είναι το γνώρισμα που συγκροτεί τη συνοχή της κοινωνίας, ενώ δίνει τη δυνατότητα στον σύμπαντα δήμο να μεταρρυθμίζει την πολιτική πραγματικότητα στην οποία ζει. Για να θεσπιστεί ή να αλλάξει ένας θεσμός, πρέπει οι πολίτες πρώτα να φανταστούν πώς θα είναι μια κοινωνία με έναν συγκεκριμένο νόμο ή με μια μεταρρύθμιση ενός ισχύοντος, και μια τέτοια σύλληψη δεν είναι άμοιρη της αντίληψης που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους, τι σημαίνει ουσιαστικά να είναι κανείς πολίτης της Αθήνας, τι του επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Η αναμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας προϋποθέτει ως πράξη σε μια αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία, όπως είναι η Αθήνα, τη διαρκή φαντασιακή αναθεώρησή της. Ο Αθηναίος της κλασικής περιόδου διακατέχεται από έντονη διάθεση πειραματισμού, καινοτομίας και τόλμης (σελ. 46). Πάλι υπό το πρίσμα της θεώρησης του Καστοριάδη, που υποστηρίζει ότι η τραγωδία, ως καθαρά πνευματικό δημιούργημα της αθηναϊκής δημοκρατίας, είναι ένας από τους μηχανισμούς ελέγχου, διόρθωσης και αυτοσυγκράτησής της, γίνεται κατανοητό γιατί οι μεγάλοι τραγικοί εστιάζουν και στοχάζονται πάνω στις περιπτώσεις άμετρης αλαζονείας, με λόγια, συμπεριφορές, σκέψεις που ερμηνεύονται ως ύβρις. Η τραγωδία διαμεσολαβεί στη διαβούλευση για την αξιοπιστία των υφιστάμενων θεσμών (π.χ. της εγκατάλειψης του νεκρού σώματος του προδότη της πόλεως, ως έσχατης ατιμωτικής κύρωσης). Η συμβολή της τραγωδίας στη φαντασιακή αναθεώρηση είναι δυναμική και γόνιμη και τα προς συζήτηση προβλήματα κατατείνουν με πάθος σε μια υψηλότερη έννοια της δικαιοσύνης. Με το ανέβασμα μιας τραγωδίας, οι επίδικες και αντίρροπες διαδικασίες της αποδιάρθρωσης και της επούλωσης των τραυμάτων αναπαρίστανται στο πεδίο του φαντασιακού, όπου δοκιμάζονται πιθανές λύσεις της κρίσης, τις οποίες το κοινό στη διάρκεια της παράστασης μπορεί με συμπάθεια να φανταστεί και να κρίνει.

Ο Οιδίποδας αποκαλύπτεται στο τέλος, ως το μίασμα της πόλης, καταλήγει άπολις, άστεγος και άπορος, αποκλεισμένος από τις δημόσιες και τις ιδιωτικές τελετές (σελ. 100). Το ολέθριο σκηνικό του λοιμού, στην αρχή του έργου, καθιστά ορατή και χειροπιαστή τη μόλυνση που προκαλεί η άγνοια της ταυτότητάς του (σελ. 164). Καταλήγει απόβλητος κοινωνικά και αυτό εξαρχής υποδείκνυαν τα στιγματισμένα πόδια του, σύμβολο της στρεβλής «τελετουργίας» της ονοματοδοσίας, της έκθεσης και της απόρριψής του (σελ. 96-99). Οι αρετές και τα ελαττώματα του Οιδίποδα θα μπορούσαν ίσως να συγκριθούν με αυτά των Αθηναίων (σελ. 167):

μεγαλοπρεπής ρώμη, πίστη στη δράση, θάρρος, ταχύτητα στις αποφάσεις και στη δράση, σε συνδυασμό με την προσεκτική σκέψη, την ευφυΐα, την αυτοπεποίθηση, την προσαρμοστικότητα και την ευελιξία, την αφοσίωση στην πόλη.

 

Όχι μονοσήμαντες ερμηνείες

Ανάμεσα στις βαρύνουσες αναφορές της μελέτης είναι η έμφαση στο ανοικτό τέλος του δράματος και στην αποφυγή κάθε μονοσήμαντης ερμηνείας. Αξιοπρόσεκτη είναι και η αναφορά στον Πιερ Βιντάλ-Νακέ (σελ. 167-168), για τις εύκολες και μάλλον αφελείς αντιστοιχίσεις ανάμεσα στα ιστορικά γεγονότα της εποχής και στο έργο του Σοφοκλή: «ο καθρέφτης είναι θρυμματισμένος, και μέσα στα αναρίθμητα θραύσματά του ο αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας διαθλάται σε πλήθος εικόνων που συχνά δεν αναγνωρίζονται καν ότι αντιστοιχούν σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα». Η Ευφημία Καρακάντζα υποστηρίζει ότι η «αντιστοιχία ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και το τραγικό έργο είναι λεπτή και περίτεχνη, αναφέρεται σε κώδικες, σκέψεις και συμπεριφορές, σε δομές πολιτισμικών παραδοχών, σε συλλογικές έννοιες για τον εαυτό και την ταυτότητα. Σε οποιοδήποτε έργο τέχνης, και η τραγωδία είναι κορυφαίο παράδειγμα, βλέπουμε αντιστροφές και στρεβλώσεις, ανατροπές και αναδιατάξεις της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας της εποχής της. Η αρχαιοελληνική τραγωδία στην ίδια την ουσία της είναι από μόνη της ένα οριακό πέρασμα, και μελετάει την καταστροφή κάθε περιοριστικού ορίου». Η διατύπωση αυτή αξίζει, κατά τη γνώμη μου, να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί, μήπως και εκλείψουν οι τόσες ρηχές και βλακώδεις σκηνικές προσεγγίσεις της εποχής μας, που προκύπτουν από τη σύγχρονη αδυναμία των λογής «εμπλεκομένων» για μια ουσιαστική κατανόηση της φύσης του κάθε λογοτεχνικού έργου!

Πολύ σημαντικές είναι επίσης, και οι παρατηρήσεις γύρω από το κοινωνικό βλέμμα και την αυτοτύφλωση[6] του Οιδίποδα (σελ. 205, 211-215), που τον καθιστά απόβλητο μέσα στα όρια της δικής του πόλης:

Δεν αντέχει ούτε να βλέπει τους ανθρώπους που ντρόπιασε, ούτε να τον βλέπουν […] τα εγκλήματά του θα καθρεπτίζονται στα μάτια των άλλων και έτσι θα εκδραματίζονται ξανά οι επαίσχυντες πράξεις του. Η ντροπή όταν είναι ορατή γίνεται κατά κάποιον τρόπο υλική, αποκτώντας μια σωματική ποιότητα. […] Ο πολιτισμικά διαμορφωμένος τρόπος με τον οποίον βλέπεις και σε βλέπουν εντάσσεται στη διερεύνηση της πολιτισμικά κατασκευασμένης έννοιας του βλέμματος […] βλέπουμε τους άλλους με έναν ιδεολογικά διαμορφωμένο τρόπο και σε ανταπόδοση δεχόμαστε το βλέμμα των άλλων.[7]

Ιδιαίτερα εμπνευσμένη είναι τέλος, και η καταληκτήρια ανάγνωση και σύνδεση της ποιητικής εικόνας του πετραίου ταύρου, με την απόλυτη απομόνωση και εγκατάλειψη του Οιδίποδα (σελ. 266-269): «[γ]ιατί περιπλανιέται μέσα στα άγρια δάση, στις σπηλιές και τους βράχους ο ταύρος, δυστυχισμένος, μόνος του μακριά με το σακατεμένο του πόδι».

Να κλείσω λέγοντας πως, ενώ πρόκειται για μια επισταμένη μελέτη της σπουδαίας τραγωδίας, η ματιά της Ευφημίας Καρακάντζα διαπνέεται από ένα ιδιαίτερο σύγχρονο ρίγος, ας μου επιτραπεί ο προσωπικός τόνος, που πηγάζει ίσως από την ιδιοσυγκρασία της και τις αυθεντικές κοινωνικές της ευαισθησίες.[8]

Η έγκριτη μετάφραση της Πελαγίας Μαρκέτου μεταφέρει σε λόγο καλό ελληνικό το αγγλικό κείμενο.

  

[1] Η ταυτότητα του Οιδίποδα δεν υπήρξε παρά σε ελάχιστα δημοσιεύματα το κεντρικό θέμα. Τέθηκε κυρίως  από τον Cameron, αλλά με τελείως διαφορετική οπτική (Cameron, A., 1968, The Identity of Oedipus the King: Five Essays on the Oedipus Tyrannus, Νέα Υόρκη). Επίσης Επίσης, βλ. Euben, J. P., 1990, “Identity and the Oedipus Tyrannus” στου ιδίου The Tragedy of Political Theory: Τhe Road Not Taken, 96-129, Πρίνστον, Νιου Τζέρσεϊ· καθώς και Dugdale, E., 2015, “Who named me? Identity and status in Oedipus TyrannusAmerican Journal of Philology, 136: 421-445 (το τελευταίο αφορά στο status των έκθετων βρεφών).   

[2] Για τη συγκρότηση της ταυτότητας οριζόμενη –εκτός από τη γενεαλογία– και από την κίνηση των ατόμων στον δημόσιο χώρο, το κύρος και τον σεβασμό που προκαλεί, καθώς επίσης και τη συγκρότηση του εαυτού στα δίκτυα των συνομιλιών, βλ. κυρίως το βιβλίο του Taylor, C., 1989, The Sources of the Self. The Making of the Modern Identity, Κέιμπριτζ ΜΑ.   

[3] Στο κλασικό βιβλίο του Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Αθήνα 1985 (πρωτότυπη γαλλική έκδοση 1975). 

[4] Η αντίθεση μεταξύ ὑψιπόλιδος και ἀπόλιδος έχει αναλυθεί από τη συγγραφέα και σε άλλο δημοσίευμά της: 2011, “Polis anatomy: reflecting on the polis structures in Sophoclean tragedy” Classics Ireland 18: 21-55.

[5] Εδώ ταιριάζει ωραία η αντίληψη του κοινωνικά απόβλητου ο οποίος έχει στιγματιστεί με σωματικό σημάδι, έτσι ώστε να καταφαίνεται η «επικινδυνότητά» του (βλ. το κλασικό βιβλίο του Goffman, E., 1968, Stigma. Notes on the Management of Spoiled Identity, Λονδίνο). Ο Οιδίποδας με τα σημαδεμένα του πόδια είναι ένα έξοχο παράδειγμα. Στο πρόσφατο βιβλίο μου Κατηφείη και Όνειδος. Ταπεινωμένοι και Καταφρονεμένοι Νεκροί (Αθήνα ΤΑΠΑ 2020) εξετάζω τα «υλικά» σημάδια στιγματισμένων νεκρών, η ατιμωτική διαδικασία εκτέλεσης των οποίων μαρτυρείται και κατά τον ενταφιασμό τους, καθώς φέρουν ακόμη τα δεσμά τους (140-172).     

[6]  Πρβ.      ΟΙ. ἦ καὶ γεγηθὼς ταῦτ᾽ ἀεὶ λέξειν δοκεῖς;

              ΤΕ. εἴπερ τί γ᾽ ἔστὶ τῆς ἀληθείας σθένος.

370       ΟΙ. ἀλλ᾽ ἔστι, πλὴν σοί· σοὶ δὲ τοῦτ᾽ οὐκ ἔστ᾽, ἐπεὶ

                    τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄμματ᾽ εἶ.

              ΤΕ. σὺ δ᾽ ἄθλιός γε ταῦτ᾽ ὀνειδίζων, ἃ σοὶ

                     οὐδεὶς ὃς οὐχὶ τῶνδ᾽ ὀνειδιεῖ τάχα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αυτοτύφλωση του Οιδίποδα προ-οικονομείται με θαυμαστό τρόπο και δύναμη, αν γυρίσει κανείς στους παραπάνω στίχους (368-373). Ο Οιδίποδας αμφισβητεί το κύρος της αλήθειας του Τειρεσία με τρόπο προσβλητικό και καθολικό: «Εσύ δεν έχεις κύρος κανένα· είσαι τυφλός στ᾽ αυτιά, στα μάτια και στο νου», και ο μάντης του αντιγυρίζει με την επαναληπτική χρήση του ρήματος ονειδίζω του πλέον κοφτερού και απειλητικού για την απώλεια του κλέους και της τιμής στον αρχαίο κόσμο: «Και συ πανάθλιος που την τυφλότητά μου περιγελάς. Με τη δική σου γρήγορα ο κόσμος θα γελάει!».

[7] Η ερμηνεία αυτή είναι μπολιασμένη –παραδόξως– από τις σύγχρονες κινηματογραφικές σπουδές και τη μελέτη του κοινωνικού φύλου.

[8] Η μελέτη της Ευφημίας Καρακάντζα μπορεί θαυμάσια να συνδυαστεί με τη μνημειακή σε όγκο πληροφοριών και περιεκτικότητα φιλολογικού σχολιασμού  δημοσίευση των Βερτουδάκη Β., και Παπαθωμά, Α., Βασιλιάς και Φαρμακός. Η τραγωδία Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, Αθήνα 2020. 

Δημήτριος Μποσνάκης

Καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Βιβλία του: Ανέκδοτες Επιγραφές της Κω. Επιτύμβια μνημεία και όροι (2008), Eνθετταλίζεσθαι. Tεχνοτροπία και ιδεολογία των θεσσαλικών επιτυμβίων αναγλύφων του 5ου και 4ου αι. π.Χ. (2013), Το Ασκληπιείο της Κω. Το μνημείο και η επιγραφική συλλογή (2014), Κατηφείη και Όνειδος. Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι νεκροί (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.