Ζούμε στον αιώνα των ιών, όπως έχει παραστατικά αποκαλέσει τον αιώνα μας ο καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος. Είμαστε συνεπώς υποχρεωμένοι να επανεπεξεργαστούμε όλες τις όψεις οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης υπό νέο πρίσμα. Η Πολιτική οικονομία της πανδημίας πετυχαίνει έναν άθλο: να αποτυπώσει με ευσύνοπτο τρόπο όλες τις διαστάσεις της πανδημίας. Αλλά και κάτι ακόμα περισσότερο: με αφορμή την πανδημία προσεγγίζει μεγάλα ζητήματα της εποχής μας που υπερβαίνουν τη συζήτηση περί Covid-19.
Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι πολύ ευρύτερο από ό,τι αποδίδει ο τίτλος του. Μέσα σε 150 σελίδες συμπυκνώνει προβλήματα φιλοσοφίας και επιστημολογίας της υγείας, διεθνούς πολιτικής και οικονομικών της υγείας, τις ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις της πανδημίας, ζητήματα κοινωνικού ελέγχου και δικαιωμάτων, την αξιολόγηση των παρεμβάσεων που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα αλλά, σε τελική ανάλυση, και μια συνεκτική πρόταση για τη συνολική διαχείριση των καινοφανών διακινδυνεύσεων τις οποίες μας επιφυλάσσει ο αιώνας των ιών. Πρωτίστως είναι ένα κείμενο που με διεπιστημονική προσέγγιση αποδεικνύει ότι τη μόνη σοβαρή απάντηση στις πανδημίες και επιδημίες αποτελεί η πρόταξη της δημόσιας υγείας.
Κατάσταση ανάγκης
Η πανδημία ανακαθόρισε την έννοια και τη λειτουργία της κυριαρχίας και της κατάστασης ανάγκης. Η υγειονομική κρίση και οι βιοπολιτικές ρυθμίσεις που τη συνόδευσαν συμπυκνώνουν τον πολιτικό χρόνο. Έτσι ανακύπτει εκ νέου το ερώτημα ποιος αποφασίζει υπό συνθήκες κατάστασης ανάγκης, το οποίο απασχολεί υπό τας γραμμάς τους συγγραφείς. Κάτω από την επιφάνεια κάθε «ομαλότητας» κοχλάζουν δυνάμεις που κάποτε εκρήγνυνται, διαψεύδοντας όσους διαβεβαίωναν ότι η ομαλότητα αποτελεί μια αναντίστρεπτη πραγματικότητα.
Στο βιβλίο χρησιμοποιούνται ως προθέματα στο πρώτο και στο τέταρτο κεφάλαιο δύο ορισμοί της κυριαρχίας: Ο κλασικός ορισμός του Καρλ Σμιτ ότι «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Και η παράφραση που χρησιμοποιεί ο Μισέλ Φουκώ, ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την υγεία και την ασθένεια μιας κοινωνίας». Επιτρέψτε μου εδώ να δώσω έναν τρίτο ορισμό, παραφράζοντας τους δύο προηγούμενους, με αφορμή όσα ζούμε στην πανδημία Covid-19. Σύμφωνα με τον ορισμό που προτείνω είναι ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για τη ζωή και την υγεία μιας κοινωνίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», όπου βέβαια η κατάσταση ανάγκης είναι η πανδημία, η απειλή της ζωής και της υγείας, οι περιορισμοί των ατομικών ελευθεριών, καθώς και αυτό που αποκαλούν οι συγγραφείς στο βιβλίο «φαύλο κύκλο των επιπτώσεων στην οικονομία από την πανδημία».
Οι έννοιες της κατάστασης ανάγκης και των έκτακτων συνθηκών, που καθιστούν επιβεβλημένη την προσφυγή σε εξαιρετικά μέτρα, κατέκλυσαν τον δημόσιο λόγο ήδη από την πρώτη φάση της πανδημίας. Ωστόσο, σήμερα, η κατάσταση ανάγκης για την αντιμετώπιση της πανδημίας στην πλειονότητα των κρατών δεν λαμβάνει τη μορφή κατάστασης εξαίρεσης με το νόημα που της προσδίδουν ο Σμιτ και ο Αγκάμπεν. Εκτός από τα αυταρχικά καθεστώτα και τις ανελεύθερες, αδύναμες δημοκρατίες, όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η κατάσταση ανάγκης εισάγεται με τους όρους που προβλέπονται συνταγματικά και το δίκαιο επιτελεί τον εξαιρετικό του ρόλο ακολουθώντας συγκεκριμένους νομικούς τύπους για να υποδεχθεί την έκτακτη συνθήκη.
Όπως αναλύεται στο βιβλίο, η εξέλιξη της πανδημίας Covid-19 συνιστά μια δοκιμασία για την υγεία του πληθυσμού, την κοινωνική συνοχή, τον κόσμο των ιδεών και των πεποιθήσεων και την κατάσταση ισορροπίας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό τίθενται τρία μεγάλα διλήμματα: Το πρώτο αφορά την έκταση και την ένταση των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλονται στον πληθυσμό για λόγους δημόσιας υγείας. Το δεύτερο αφορά τη θεμελίωση των κρίσιμων αποφάσεων, τα αρμόδια όργανα και την αντιμετώπιση των ψευδοεπιστημονικών ισχυρισμών που προκαλούν σύγχυση στον πληθυσμό. Το τρίτο δίλημμα αφορά τη στάθμιση του υγειονομικού οφέλους έναντι του οικονομικού κόστους που προκαλούν τα περιοριστικά μέτρα (σελ. 41).
Η βιοπολιτική της πανδημίας θεμελιώνεται σε δυο εκ πρώτης όψεως αντιφατικές διαστάσεις: αφενός στην κοινωνική αποστασιοποίηση, τον εγκλεισμό, την αποφυγή της σωματικής επαφής, την απαγόρευση των συναθροίσεων, τους ασφυκτικούς περιορισμούς του δημόσιου χώρου. Αφετέρου, στην επιτήρηση κάθε κίνησης, την άρση της ιδιωτικότητας, την ορατότητα κάθε στιγμής του ανθρώπινου βίου. Η σύζευξη των δύο διαστάσεων δεν είναι, ωστόσο, καινοφανής. Αυτό που έχει μεταβληθεί είναι τα νέα τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποιούνται.
Ούτε οι πρωτοπόροι της νεωτερικής βιοπολιτικής του 18ου αιώνα, ούτε καν ο Μισέλ Φουκώ που πρώτος την ανέλυσε με εξαιρετική διαύγεια στα τέλη της δεκαετίας του 1970, θα μπορούσαν να φανταστούν τα τεχνολογικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η βιοπολιτική της ύστερης νεωτερικότητας.
Η διαχείριση της πανδημίας Covid-19 αποτελεί μια σοβαρή δοκιμασία της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην πολιτική εξουσία. Ο τεχνοκρατικός - υγειονομικός λόγος με τον οποίο περιενδύονται οι πολιτικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί μεν εύλογη επιλογή, όμως αποτυπώνει ταυτόχρονα την κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής. Η αποπολιτικοποίηση των κρατικών αποφάσεων και η τεχνοκρατική τους νομιμοποίηση δεν είναι απότοκες μόνο της υγειονομικής κρίσης, αλλά ενδημούν εδώ και δεκαετίες στο πλαίσιο των μεταδημοκρατικών μετασχηματισμών.
Σε συνθήκες πανδημίας, οι βιοπολιτικές ρυθμίσεις θεμελιώνονται στον αποϊδεολογικοποιημένο τεχνοκρατικό λόγο. Έτσι, στη μεταδημοκρατία, οι βιοπολιτικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποφασίζονται χωρίς να καταλείπονται ευρέα περιθώρια αποκλίσεων από τον τεχνοκρατικό λόγο. Άλλωστε, όσοι ηγέτες κρατών αγνόησαν τις υποδείξεις των επιδημιολόγων και των εμπειρογνωμόνων δημόσιας υγείας, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπόρις Τζόνσον και ο Ζαΐχ Μπολσονάρο, υπέστησαν δεινές πολιτικές ήττες και, ιδίως, επιδείνωσαν με τις αποφάσεις τους τις υγειονομικές συνθήκες.
Παγκοσμιοποίηση και δημόσια υγεία
Οι συγγραφείς διατυπώνουν καίριες παρατηρήσεις για πληθώρα ζητημάτων που τέθηκαν όχι μόνο την τελευταία διετία, αλλά τουλάχιστον από τις αρχές του αιώνα που διανύουμε. Θα περιοριστώ σε τρία σημεία. Καταρχάς στο ερώτημα αν οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας της χώρας υπήρξαν επαρκώς προετοιμασμένες για τη διαχείριση του Covid-19. Η απάντηση των συγγραφέων είναι αρνητική. Οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας αποδείχθηκαν ανέτοιμες και η εμπλοκή τους ήταν περιορισμένη. Αυτό το έλλειμμα έγινε ιδιαίτερα εμφανές, όπως επισημαίνουν, από τη «δυσκολία επίτευξης μιας ελεγχόμενης μεταβατικής περιόδου χωρίς μείζονα προβλήματα και σοβαρές επιπτώσεις από την ενδημική παρουσία του κορωνοϊού» (σ. 132).
Στο βιβλίο αναδεικνύεται η σημασία της προστασίας, της πρόληψης και της προαγωγής υγείας με μέτρα και παρεμβάσεις δημόσιας υγείας. Η φωνή των συγγραφέων πρέπει να ακουστεί από την πολιτεία: η απάντηση στον Covid-19 έχει αρχή και τέλος την αξιοποίηση κλασικών εργαλείων δημόσιας υγείας, όπως η αποστασιοποίηση και ο εμβολιασμός. Το μήνυμα είναι σαφές. Χρειάζεται μία εκ βάθρων αναδιαρρύθμιση των κέντρων βάρους του συστήματος υγείας, αναδεικνύοντας τον ρόλο της δημόσιας υγείας.
Το δεύτερο κρίσιμο σημείο αφορά τις απαντήσεις της παγκόσμιας κοινότητας στην πανδημία Covid-19. Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, παρά τις επιδημίες που εκδηλώθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια (Η1Ν1, SARS, MERS, Ebola), σε καμία χώρα του κόσμου δεν υπήρξε ίχνος αναμονής και προετοιμασίας για να αντιμετωπιστεί ένα ανάλογο συμβάν. Η εξήγηση που δίνουν είναι ότι δεν είχε δοθεί η οφειλόμενη προτεραιότητα στη δημόσια υγεία και ιδίως στην επιδημιολογική επιτήρηση και στην πρόληψη νοσημάτων με τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου, με γνώμονα τις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης.
Η προτροπή τους να εστιάσει η διεθνής επιστημονική και πολιτική συζήτηση σε ζητήματα υγειονομικής ασφάλειας και διεθνούς συνεργασίας στον τομέα τη δημόσιας υγείας έχει βαρύνουσα σημασία, όπως και η υπόδειξή τους για τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς οργανισμού για την παγκόσμια ασφάλεια. Οι προτάσεις αυτές προσκρούουν, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, «στην αντίσταση του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος που υπερασπίζεται το μονοτεχνικό παράδειγμα της ιατρικής περίθαλψης και αγνοεί τη δημόσια υγεία» (σελ. 142).
Το τρίτο σημείο έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Οι συγκρούσεις που φωτίζονται στις σελίδες του βιβλίου είναι πολλαπλές και διασταυρούμενες. Η υγεία απέναντι στην οικονομία, ο πολιτικός λόγος απέναντι στον τεχνοκρατικό, η νοσοκομειοκεντρική προσέγγιση έναντι της δημόσιας υγείας, οι νεοκεϋνσιανές απέναντι στις νεομονεταριστικές αντιλήψεις, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα επιμέρους κρατών και εταιρειών που παράγουν και εμπορεύονται ιατροφαρμακευτικό υλικό.
Αυτός ο πόλεμος πολλαπλών διαστάσεων, όπως τον αποκαλούν οι συγγραφείς, ανάμεσα στις επιχειρήσεις, τις πολιτικές τάσεις και τα κράτη, με κίνητρο το οικονομικό κέρδος, τη γεωπολιτική επιρροή και την πολιτική ισχύ, μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις, κινητοποιώντας πόρους για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μπορεί να οδηγήσει όμως και σε επίταση των συγκρούσεων με αρνητικά αποτελέσματα.
Η πανδημία επιβεβαιώνει με τον πιο πειστικό τρόπο ότι απαιτούνται νέοι υπερεθνικοί και κρατικοί θεσμοί για να καταστεί εφικτή μια καλύτερη κοινωνία. Το πρώτο βήμα είναι η συνειδητοποίηση ότι απέναντι στα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα υπάρχει πληθώρα εναλλακτικών δυνατοτήτων, η επιλογή των οποίων προϋποθέτει μεγάλου εύρους συλλογικές δράσεις.
Στο βιβλίο δεν προτείνονται μόνο μεγάλη έκτασης παρεμβάσεις στα συστήματα υγείας και στη διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπιση των κινδύνων που μας επιφυλάσσει ο αιώνας των ιών, με επίκεντρο τη δημόσια υγεία, αλλά μια νέα οπτική γωνία, ένας νέος τρόπος κατανόησης και εξήγησης των πολύπλευρων πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών συγκρούσεων που αναδεύτηκαν μέσα από την πανδημία. Αυτή είναι ίσως η σπουδαιότερη διάσταση του βιβλίου.