Σύνδεση συνδρομητών

Το άγνωστο μυθιστόρημα

Τετάρτη, 29 Μαρτίου 2023 12:57
Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αίγινα το 1931. Ο Ανήφορος είναι το πρώτο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε έναν ιδιαίτερα φροντισμένο και καλαίσθητο τόμο (με την εξαιρετική εργασία του Γιάννη Καρλόπουλου, υπεύθυνου για την καλλιτεχνική διεύθυνση, τόσο στο εξώφυλλο όσο και στο εσωτερικό, στο σώμα του κειμένου, και τη σημαντική συνδρομή του Φιλήμονα Πατσάκη, υπεύθυνου εκδοτικού σχεδιασμού της Διόπτρας, και της Βίκυς Κατσαρού, επιμελήτριας της έκδοσης).
Μουσείο Καζαντζάκη
Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αίγινα το 1931. Ο Ανήφορος είναι το πρώτο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε έναν ιδιαίτερα φροντισμένο και καλαίσθητο τόμο (με την εξαιρετική εργασία του Γιάννη Καρλόπουλου, υπεύθυνου για την καλλιτεχνική διεύθυνση, τόσο στο εξώφυλλο όσο και στο εσωτερικό, στο σώμα του κειμένου, και τη σημαντική συνδρομή του Φιλήμονα Πατσάκη, υπεύθυνου εκδοτικού σχεδιασμού της Διόπτρας, και της Βίκυς Κατσαρού, επιμελήτριας της έκδοσης).

Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, Διόπτρα, Αθήνα 2022, σελ. 280.

Μείζον λογοτεχνικό γεγονός του 2022 αποτελεί η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος Ο Ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη. Ενός άγνωστου μυθιστορήματος που γράφτηκε στο Κέιμπριτζ το καλοκαίρι του 1946 και, ενώ αρχικά προοριζόταν για το διεθνές κοινό, η έκδοση και η επιτυχία του Αλέξη Ζορμπά στα αγγλικά πιθανόν έκανε τον συγγραφέα να αλλάξει τα σχέδιά του. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του και γιατί διαβάζεται από τους σημερινούς αναγνώστες. [ΤΒJ]

Το άγνωστο ώς σήμερα μυθιστόρημα γράφεται στο Κέιμπριτζ το καλοκαίρι του 1946, όταν ο Καζαντζάκης βρίσκεται στην Αγγλία μετά από πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου και πρόταση να λάβει μέρος σε σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών του BBC.[1] Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος ανήκει στη συλλογή των αυτογράφων του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά της Κρήτης και μεταγράφεται για πρώτη φορά από τον Νίκο Μαθιουδάκη και την Παρασκευή Βασιλειάδη, οι οποίοι και το παρουσιάζουν σε ανακοίνωσή τους στο ΣΤ’ Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών στο Λουντ το 2018. Ο Μαθιουδάκης και η Βασιλειάδη, άλλωστε, υπογράφουν τον κατατοπιστικό πρόλογο[2] και το χορταστικό επίμετρο[3] που συνοδεύουν την έκδοση του μυθιστορήματος από τη Διόπτρα, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για τις συνθήκες συγγραφής του, την πλοκή, τους χαρακτήρες, το χειρόγραφο, τα γλωσσικά και υφολογικά στοιχεία του κειμένου, τους πιθανούς λόγους της συγγραφής και της αποσιώπησής του. Επιπρόσθετα, στα δύο παραπάνω κείμενά τους αλλά και στη γραπτή μορφή της εισήγησής τους στο Συνέδριο του Λουντ,[4] οι δύο μελετητές προβαίνουν σε διακειμενικές συσχετίσεις με άλλα έργα του Καζαντζάκη (το προγενέστερο Ταξιδεύοντας. Αγγλία και τα μεταγενέστερα Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Αναφορά στον Γκρέκο), καταγράφουν τις έντονες σαιξπηρικές απηχήσεις που εντοπίζονται στον Ανήφορο και υπογραμμίζουν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που διαπερνούν το μυθιστόρημα (το ταξίδι του Καζαντζάκη στην Αγγλία το 1946, την ομιλία του στον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC για τον Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, την έκκλησή του στους διανοούμενους της υφηλίου για την ίδρυση μιας «Διεθνούς του Πνεύματος» και την εμπειρία του από την περιοδεία του στην Κρήτη το καλοκαίρι του 1945, με την ιδιότητα του μέλους της Κυβερνητικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Γερμανικών Ωμοτήτων).

 

Ένα βιβλίο για τους ξένους

Ο Ανήφορος διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες, που φέρουν τους τίτλους «Κρήτη», «Αγγλία», «Μοναξιά». Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Κοσμάς, ένας διανοούμενος που επιστρέφει στη γενέτειρά του, στο Ηράκλειο της Κρήτης (Μεγάλο Κάστρο στο μυθιστόρημα), μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (στον οποίο ο ίδιος συμμετείχε ως αεροπόρος), συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, την εβραία Νοεμή, που φέρει το βάρος του Ολοκαυτώματος. Η χήρα μητέρα του Κοσμά και η βασανισμένη ανύπαντρη αδερφή του υποδέχονται τη νεοφερμένη αλλόφυλη νύφη με καχυποψία σε ένα σπίτι όπου πέφτει ο βαρύς ίσκιος του νεκρού πατέρα, ενώ το νεαρό ζευγάρι επισκέπτεται τον ετοιμοθάνατο παππού του Κοσμά στην ενδοχώρα του νησιού, σε ένα σπίτι όπου συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια και οι φίλοι του γέροντα για να τον αποχαιρετίσουν. Όταν το ζευγάρι επιστρέφει στο Μεγάλο Κάστρο, η Νοεμή αποκαλύπτει στον Κοσμά ότι είναι έγκυος και εκείνος παίρνει την απόφαση να ταξιδέψει μόνος του στο Λονδίνο, όπου συναντιέται με εξέχοντες πνευματικούς ανθρώπους της Αγγλίας, προσπαθώντας –εις μάτην– να τους πείσει για την ίδρυση μιας «Διεθνούς του Πνεύματος», που θα υπηρετήσει το όραμα μιας παγκόσμιας ειρήνης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία, ο Κοσμάς βλέπει τον Λιούης, παλιό φίλο και συμπολεμιστή του στις αερομαχίες της Αφρικής, επισκέπτεται μουσεία και θέατρα του Λονδίνου και ταξιδεύει μαζί με μια νεαρή μαχητική Ιρλανδέζα σε βιομηχανικές πόλεις όπως το Μάντσεστερ, το Μπέρμινχαμ και το Λίβερπουλ, ενώ ανταλλάσσει επιστολές με τη Νοεμή, που αρχικά προσπαθεί να προσαρμοστεί στην ατμόσφαιρα του κρητικού σπιτιού αλλά τελικά αυτοκτονεί μη μπορώντας να ατενίσει με αισιοδοξία το μέλλον της και το μέλλον του αγέννητου παιδιού της. Μετά την είδηση του θανάτου της γυναίκας του, ο Κοσμάς απομονώνεται στο Στράτφορντ-απόν-Αίιβον, γενέτειρα του Σαίξπηρ, και, μετά τη γνωριμία του με μια κοπέλα, βλέπει το πρόσωπό του να παραμορφώνεται από ένα αποκρουστικό έκζεμα και πληροφορείται από το γιατρό ότι πάσχει από την ψυχοσωματικής φύσεως «νόσο των ασκητών» και ότι η πλέον σίγουρη θεραπεία είναι η αφοσίωσή του στη γραφή. Πράγματι ο ήρωας λυτρώνεται γράφοντας την πνευματική του εξομολόγηση, το μετακομμουνιστικό του πιστεύω, που θα φέρει τον τίτλο Ασκητική.

Όταν καταπιάνεται με τη συγγραφή του Ανήφορου, το καλοκαίρι του 1946, ο Καζαντζάκης έχει ολοκληρώσει τη συγγραφή του Ζορμπά, ο οποίος δεν έχει ακόμη εκδοθεί στην Ελλάδα ούτε έχει κυκλοφορήσει στο εξωτερικό. Η στόχευσή του στη διεθνή αναγνώριση της πνευματικής του συνεισφοράς μέσω του Ανήφορου, όπως υπογραμμίζουν οι Μαθιουδάκης και Βασιλειάδη, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο συγγραφέας «ολοκληρώνοντας το νέο του μυθιστόρημα, σκοπεύει να μεταφραστεί απευθείας στα αγγλικά, προκειμένου να εκδοθεί στην Αμερική και να προωθηθεί σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο κοινό»[5] και αναθέτει τη μετάφραση τόσο του μυθιστορήματος όσο και της Ασκητικής, την οποία σκοπεύει να ενσωματώσει στο τέλος του Ανήφορου, στην αφοσιωμένη του φίλη και συνοδοιπόρο Έλλη Λαμπρίδη. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι ένα τόσο φιλόδοξο μυθιστόρημα γράφεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα στους τρεις καλοκαιρινούς μήνες του 1946 (κάτι που εν μέρει δικαιολογείται από το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι του προέρχεται από το Ταξιδεύοντας. Αγγλία), ενώ στη συγγραφή του Ζορμπά ο Καζαντζάκης αφιερώνει σχεδόν δύο χρόνια (Αύγουστος 1941-Μάιος 1943). Άλλο αξιοπρόσεκτο στοιχείο, είναι, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι ο Ανήφορος είναι η τρίτη «προγραμματισμένη» απόπειρα του συγγραφέα να κατακτήσει τη διεθνή φήμη, μετά τα μυθιστορήματα Τόντα Ράμπα και Ο Βραχόκηπος, τα οποία γράφονται απευθείας στη γαλλική γλώσσα κατά τη δεκαετία του ’30 (ή πέμπτη απόπειρα, εάν συμπεριλάβουμε και τα χαμένα και γραμμένα στα γαλλικά “Kapétan Élia” και “Mon père”, προδρόμους του Καπετάν Μιχάλη). Και τα τρία αυτά μυθιστορήματα όχι τυχαία, κατά τη γνώμη μου, έχουν υβριδικό χαρακτήρα, ενώ το σχόλιο των Μαθιουδάκη και Βασιλειάδη για τον ειδολογικό προσδιορισμό του Ανήφορου («Ένα υβριδικό, θα τολμούσαμε να πούμε, πεζογράφημα, μεταξύ μύθου και ιστορίας, (αυτο-)βιογραφίας και χρονογραφήματος, το οποίο αφενός αφομοιώνει πραγματικά γεγονότα, φορώντας τους επιδέξια τον λογοτεχνικό μανδύα, και αφετέρου μεταπλάθει διαφορετικά είδη λογοτεχνικής γραφής»)[6] αρμόζει και στα άλλα δύο. Και τα τρία έργα ενσωματώνουν αποσπάσματα από προγενέστερα δοκιμιακά και ταξιδιωτικά κείμενα του Καζαντζάκη, ο οποίος αγωνίζεται να τα εντάξει στις μάλλον προσχηματικές πλοκές και είναι φανερό ότι πειραματίζεται, προβαίνοντας σε μια μείξη, σε μια σύνθεση των λογοτεχνικών ειδών: στο Τόντα-Ράμπα περιλαμβάνονται εκτενή αποσπάσματα από το Τι είδα στη Ρουσία (μετέπειτα Ταξιδεύοντας. Ρουσία),[7] στον Βραχόκηπο εντάσσονται τμήματα από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από την Ιαπωνία και την Κίνα (που δημοσιεύονται αρχικά το 1935 στην εφημερίδα Ακρόπολις και αποτελούν τον πυρήνα του βιβλίου Ταξιδεύοντας Β’. Ιαπωνία-Κίνα, που εκδίδεται το 1938), καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Ασκητικής, ενώ στον Ανήφορο εντοπίζεται ένα τμήμα του Ταξιδεύοντας. Αγγλία καθώς και η πρόθεση του συγγραφέα να εντάξει ολόκληρη την Ασκητική στο τέλος του μυθιστορήματος.

Άμεσα συνδεδεμένη με την ενσωμάτωση ταξιδιωτικών κειμένων του Καζαντζάκη στα τρία παραπάνω πεζογραφήματα είναι και η κυρίαρχη ιδέα του ταξιδιού, που δεν περιορίζεται στον άξονα της γεωγραφικής μετακίνησης, αλλά λαμβάνει συμβολικές διαστάσεις ταξιδιού αυτογνωσίας, ενδοσκόπησης και ιδεολογικού επαναπροσδιορισμού για τους τρεις άρρενες χαρακτήρες (τον Γερανό στο Τόντα-Ράμπα, τον Αφηγητή στον Βραχόκηπο, τον Κοσμά στον Ανήφορο), οι οποίοι δεν μένουν σε μια «τουριστική» ενατένιση, αλλά επιχειρούν μια ουσιαστική διείσδυση στην ιστορία, την κουλτούρα και τη νοοτροπία των χωρών που επισκέπτονται. 

Και τα τρία μυθιστορήματα τοποθετούνται σε κομβικές στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας του εικοστού αιώνα. Το Τόντα-Ράμπα εκτυλίσσεται στα 1927, με οκτώ χαρακτήρες προερχόμενους από διάφορες χώρες της υφηλίου που φθάνουν στη Σοβιετική Ένωση πρώτα για να παραστούν σε ένα ανατολικό συνέδριο στο Αστραχάν και ύστερα για να παρακολουθήσουν τη μεγάλη παρέλαση που πραγματοποιείται στη Μόσχα για να εορταστούν τα δέκα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο Βραχόκηπος τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του 1930 στην Ιαπωνία και στην Κίνα, λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Σινοϊαπωνικού Πολέμου, με έναν Ευρωπαίο που συναναστρέφεται άντρες και γυναίκες και των δύο αντίπαλων χωρών σε μιαν επώδυνη και πολύπλοκη εσωτερική αναζήτηση στην Άπω Ανατολή. Και στον Ανήφορο η πλοκή τοποθετείται στην Αγγλία και στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Κρήτη, το 1946, αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στην αρχή τόσο του Ελληνικού Εμφυλίου όσο και του Ψυχρού Πολέμου.

Επιπρόσθετα, και στα τρία πεζογραφήματα, οι κεντρικοί ανδρικοί χαρακτήρες είναι σοβαροί διανοούμενοι ταγμένοι στην υπηρεσία ενός μεγάλου σκοπού. Ο Γερανός του Τόντα-Ράμπα, ο αφηγητής του Βραχόκηπου και ο Κοσμάς του Ανήφορου είναι περσόνες του ίδιου του Καζαντζάκη, απηχώντας την άποψή του –κυρίαρχη στο σύνολο σχεδόν του έργου του– ότι ο συγγραφέας είναι πνευματικός ταγός, διαμορφωτής συνειδήσεων, με έντονη μεσσιανική διάθεση.[8] Αυτή άλλωστε η άποψη έχει ήδη εκφραστεί πολύ νωρίτερα, μέσα από το παράδειγμα του Ορέστη, ήρωα του πρώιμου καζαντζακικού μυθιστορήματος Σπασμένες ψυχές, που τοποθετείται στο Παρίσι του 1909: ο νεαρός έλληνας φοιτητής που ξετυλίγει στους αδιάφορους και μικρόνοες συμπατριώτες του τη θεωρία του για μια μεγάλη πνευματική επανάσταση της οποίας θα ηγηθεί ο ίδιος, είναι πρόδρομος του Κοσμά, που ξεδιπλώνει στους απαθείς άγγλους διανοούμενους την αγωνία του για την τύχη του μεταπολεμικού κόσμου και εκθέτει τον προβληματισμό του αναφορικά με το χρέος του πνευματικού ανθρώπου να βάλει τάξη στο χάος και να διατυπώσει «το νέο παγκόσμιο σύνθημα, που θα δώσει ενότητα, δηλαδή αρμονία στο νου και στην καρδιά του ανθρώπου» (σ. 168).[9]

 

Πόλεμος και ειρήνη

Ο Κοσμάς του Ανήφορου, ωστόσο, διαφέρει ουσιαστικά από όλους τους παραπάνω ήρωες, όπως διαφέρει και από το Αφεντικό, τον άτολμο διανοούμενο στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ως προς το γεγονός ότι, μόνος αυτός, κατορθώνει να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ θεωρίας και πράξης: όχι μόνο προσπαθεί να αναλάβει πρωτοβουλία για την ενεργοποίηση των πνευματικών ανθρώπων και τη συστράτευσή τους στον υψηλό σκοπό της ουσιαστικής συναδέλφωσης των λαών και της «τακτοποίησης» του μεταπολεμικού χάους, αλλά, το σημαντικότερο, στην κρίσιμη ιστορική συγκυρία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, επιλέγει να εγκαταλείψει τα χαρτιά και τα βιβλία του και να καταταγεί ως αεροπόρος, ανταποκρινόμενος στο αυστηρό «κάλεσμα» της Κρήτης. Με τα λόγια του Καζαντζάκη:

Παράτησε την ήσυχη ζωή του, έκλεισε τα βιβλία του και τα χερόγραφα και μπάρκαρε για την Αίγυπτο. Έγινε αεροπόρος, έπαιζε τη ζωή του, γιατί ντράπηκε. Περνούσε πάνω από την Κρήτη, την έβλεπε από το αεροπλάνο, άπλωνε το χέρι, τη χαιρετούσε. «Να, παίζω τη ζωή μου», της φώναζε, «μη με μαλώνεις! Παράτησα τον ίσκιο, τρώγω κρέας!» (σ. 59).

Ο Κοσμάς κουβαλά πάντα μαζί του τον Όμηρο, όπως το Αφεντικό του Ζορμπά κουβαλά τον Δάντη,[10] και προσπαθεί να βρει παρηγοριά στους στίχους του (σ. 151), αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί ότι μέσα στη δίνη του μεταπολεμικού εφιάλτη η λογοτεχνία δεν είναι αρκετή ή, εν πάση περιπτώσει, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού προηγείται η ενημέρωση από τις εφημερίδες:

Αυτός που άλλη φορά έκανε μήνες ν’ αγγίξει εφημερίδα, τώρα κάθε πρωί περιμένει ανυπόμονα να διαβάσει το δελτίο αυτού του άρρωστου κόσμου να δει πώς πέρασε τη νύχτα του κι αν είναι καλύτερα… Ο Όμηρος, ο Ντάντες, ο Σαίξπηρ, οι τρεις αγαπημένοι του θεοί, έμεναν στο ράφι και περίμεναν να σωθούμε πρώτα, να ζήσουμε πρώτα κι ύστερα να ’ρθουν αυτοί να δώσουν νόημα κι ομορφιά στη ζωή μας (σ. 153).

Ωστόσο, αυτός ο ίδιος Κοσμάς, δεν απαρνιέται ποτέ τη μαγική δύναμη της λέξης, συσχετίζοντάς τη τόσο με το δημιουργό όσο και με τον αναγνώστη (σ. 100), ενώ στο τέλος του μυθιστορήματος ανακτά την ψυχική γαλήνη του επιστρέφοντας στη λυτρωτική διαδικασία της γραφής, η οποία ισοδυναμεί με παραμυθία, τακτοποίηση της σκέψης του συγγραφέα, τακτοποίηση του εξωτερικού κόσμου, νοηματοδότηση των λεπτομερειών και αρμονική ένταξή τους στο σύνολο (σ. 250). Επιπλέον, μέσα από τις σελίδες του Ανήφορου, αποπειράται να αποτίσει φόρο τιμής στον Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω (σ. 207-210) και στον Σαίξπηρ (σ. 219-236): στον Μπέρναρντ Σω αναγνωρίζει τρία διαδοχικά πρόσωπα, τον Επαναστάτη, τον Προφήτη και τον γερο-Παππού, «που κρατά από το χέρι την αιώνια παλίμπαιδα, την Ανθρωπότητα, και την οδηγάει μέσα από το δάσος» (σ. 209), ενώ αργότερα περιπλανιέται στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, θυμάται τις γυναίκες της ζωής του και τις φάσεις της δημιουργικής του πορείας και μνημονεύει στίχους από το εικοστό ένατο σονέτο του και αποσπάσματα από τα έργα του Άμλετ, Η Τρικυμία, Όπως σας αρέσει.[11]       

Το βασικό γυναικείο πρόσωπο του μυθιστορήματος, η Πολωνοεβραία Νοεμή, είναι μια εξιδανικευμένη μορφή, μελαγχολική και μονίμως θλιμμένη, που κουβαλά το τραύμα της εξόντωσης των μελών της οικογένειάς της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και, παρά τις γενναίες προσπάθειές της και τη στήριξη του Κοσμά, αδυνατεί να εγκλιματιστεί στις συνθήκες του μεταπολεμικού κόσμου και στο τραχύ, σχεδόν νοσηρό, περιβάλλον της κρητικής οικογένειας του συζύγου της. Απολύτως αφοσιωμένη στον Κοσμά, που την παντρεύεται αφού τη σώζει από αυτοκτονία στην Ιερουσαλήμ, όχι μόνο δεν τον αποθαρρύνει να την αφήσει στην Κρήτη για να πάει στο Λονδίνο, αλλά τον προτρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του ενώπιον της ανθρωπότητας που κινδυνεύει («Κάθε ψυχή που νιώσει πως ο κόσμος χάνεται, έχει υποχρέωση να βάλει το στήθος της μπροστά, να κάμει ό,τι μπορεί για να τον σώσει. Έχει πια ευθύνη», σ. 102). Αξιοσημείωτο είναι ότι η ηρωίδα, πριν από το γάμο της με τον Κοσμά, βαφτίζεται χριστιανή και παίρνει το όνομα «Χρυσούλα»: πρόκειται για το όνομα που έχει και η ηρωίδα του μυθιστορήματος Σπασμένες ψυχές, που επίσης χαρακτηρίζεται από την άδολη αφοσίωσή της στον αγαπημένο της Ορέστη.

Ένας δεύτερος γυναικείος χαρακτήρας αρκετά ενδιαφέρων είναι αυτός της Ιρλαντέζας, την οποία ο Κοσμάς γνωρίζει στη συνάντηση με τους επιφανείς Βρετανούς πνευματικούς ανθρώπους. Η γυναίκα, που ονομάζεται Έλσα (ίσως φόρος τιμής στην Έλσα Λάνγκε, μια Γερμανίδα με την οποία συνδέεται ο Καζαντζάκης το 1923) είναι η μόνη από τη συντροφιά των διανοούμενων που συμμερίζεται τις ανησυχίες του Κοσμά αναφορικά με την ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου στον ζοφερό μεταπολεμικό κόσμο και αναλαμβάνει να τον ξεναγήσει στις «μαύρες πολιτείες» (σ. 184) της Αγγλίας. Φλογερή υπέρμαχος της ίδρυσης μιας «Ψυχικής Διεθνούς», ονειρεύεται μια σύνθεση ανάμεσα σε «έναν κομμουνισμό όχι υλιστικό και στενοκέφαλο» (σ. 177) και «έναν χριστιανισμό που να μετατοπίζει τη βασιλεία των ουρανών στη γης ετούτη» (σ. 177).

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία του Ανήφορου είναι η έμφαση που δίνεται στο σθένος των Κρητικών κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μέσω του χαρακτήρα του Μανολιού, του χωρικού που οδηγεί τη Νοεμή και τον Κοσμά στο χωριό του ετοιμοθάνατου παππού: εμφανίζεται να λαμβάνει μέρος στην Αντίσταση, να είναι μεταξύ αυτών που πραγματοποιούν την απαγωγή του γερμανού στρατηγού Κράιπε (σ. 62), να μοιράζει την προίκα της αδερφής του στους Άγγλους «για να ντυθούν και να σκεπαστούν» (σ. 63) και να σκίζει την τιμητική διάκριση που λαμβάνει από τους Άγγλους για τη συμμετοχή του στον αντιφασιστικό αγώνα («Για το παλιόχαρτο αυτό εγώ δούλεψα μαθές; Εγώ δούλεψα για την ιστορία», σ. 63).

Ταυτόχρονα, το οδοιπορικό του Κοσμά και της Νοεμή στην ενδοχώρα του νησιού αποτυπώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα τραγικά αποτελέσματα της ναζιστικής θηριωδίας: το ζευγάρι αντικρίζει ερειπωμένα χωριά, καμένα σπίτια, γκρεμισμένες εκκλησίες, κατεστραμμένα σχολεία, ξεκληρισμένες οικογένειες, μαυροντυμένες μητέρες. Οι ηλικιωμένοι Κρητικοί υπενθυμίζουν τις κτηνώδεις πράξεις των γερμανών κατακτητών («Όλα μας τα πήραν και μας τα ’καψαν οι σκύλοι οι Γερμανοί», σ. 65) και εκφράζουν την απογοήτευσή τους από το ελληνικό κράτος, που δεν έχει προχωρήσει στην αποκατάσταση των ζημιών («Κοιμούμαστε στις σπηλιές το χειμώνα, μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών μας το καλοκαίρι. Έρχουνται μηχανικοί, κάνουν σχέδια, φεύγουν, έρχουνται άλλοι. Βαρεθήκαμε πια!», σ. 65-66).

Ο Καζαντζάκης δεν παραλείπει να αναφερθεί στον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο που μαστίζει την Ελλάδα την περίοδο που γράφει τον Ανήφορο, μέσα από τις σκέψεις του Κοσμά, ο οποίος «συλλογίζουνταν πιο πέρα την Ελλάδα, σπαραγμένη κι αυτή, γεμάτη χαλάσματα κι ανθρώπους μαυροφορεμένους κι αδερφικό αδάμαστο μίσος» (σ. 113), αλλά και τον λόγο της Ιρλαντέζας, η οποία θυμάται το θάνατο του άγγλου συζύγου της στα Δεκεμβριανά και τις τύψεις του για το γεγονός ότι, ως βρετανός αεροπόρος σε υπηρεσία, ήταν αναγκασμένος να σκοτώνει Έλληνες (σ. 175). Ταυτόχρονα γίνεται λόγος για το χωρισμό του μεταπολεμικού κόσμου σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα και για την αρχή της ψυχροπολεμικής περιόδου (σ. 113). Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσπάθεια του ανθρώπου να διεκδικήσει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης αντιμετωπίζεται εξ ορισμού με καχυποψία. Όπως γράφει ο Κοσμάς σε επιστολή του στη Νοεμή, «στη σημερινή κρίσιμη ιστορική στιγμή, όπου οι δυο κόσμοι πάνοπλοι συγκρούονται με τόση μοιραία αναγκαιότητα, το να ’σαι λεύτερος θεωρείται ύποπτο κι επικίντυνο» (σ. 124). Η στάση αυτή του Κοσμά, η νηφάλια και «αθόλωτη» (σ. 124) ενατένιση του εμφύλιου σπαραγμού και της διπολικής μεταπολεμικής πραγματικότητας, προαναγγέλλει τον χαρακτήρα του παπα-Γιάνναρου, του πρωταγωνιστή του μεταγενέστερου καζαντζακικού μυθιστορήματος Οι αδερφοφάδες, που διατηρεί το ελεύθερο φρόνημά του και προσπαθεί απεγνωσμένα να συμβιβάσει εθνικόφρονες και κομμουνιστές σε ένα ορεινό χωριό στα χρόνια του Εμφυλίου.

Αισθητή είναι και η απειλή του πυρηνικού ολέθρου: εντοπίζονται αναφορές στη ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945 και στις πυρηνικές δοκιμές που πραγματοποιούνται στην ατόλη Μπικίνι το 1946 (σ. 153). Οι μνείες αυτές συσχετίζονται με το εφιαλτικό όνειρο που βλέπει ο Κοσμάς, με τον πελώριο γορίλα που κρατά αναμμένο δαυλό και βάζει φωτιά σε μια μεγάλη πολιτεία, η οποία μάλλον είναι το Λονδίνο (σ. 151)· ο γορίλας αυτός δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο, στα χέρια του οποίου ο Θεός εμπιστεύθηκε μεγάλη δύναμη (σ. 154), αλλά εκείνος δεν διαθέτει την απαιτούμενη ηθική ωριμότητα ώστε να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη για το καλό του κόσμου (σ. 167).

Από αφηγηματολογικής πλευράς, είναι αξιοσημείωτη, για μιαν ακόμη φορά στο καζαντζακικό έργο, η ένταξη των παρέμβλητων ή εντιθέμενων ειδών, τα οποία, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Μπαχτίν,[12] εντάσσονται στην οντότητα του μυθιστορήματος, διατηρώντας τη γλωσσική και υφολογική ιδιαιτερότητά τους: στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι εκτενείς επιστολές που ανταλλάσσουν ο Κοσμάς και η Νοεμή (σ. 123-127, 142-149, 178-182, 186-195, 204-205), το σύντομο γράμμα της μητέρας του Κοσμά (σ. 214-215), το «μικρό φραντσέζικο τραγούδι του 12ου αιώνα» (σ. 188-189), το αφιερωμένο στον Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω κείμενο που εκφωνεί ο Κοσμάς στον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC (σ. 207-210).  

 

Στη σκιά του Ζορμπά

Οι λόγοι που ωθούν τον Καζαντζάκη να μην προχωρήσει στην έκδοση του Ανήφορου παραμένουν ένα μυστήριο. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η επιθυμία του συγγραφέα να κατακτήσει τη διεθνή αναγνώριση γίνεται πραγματικότητα με την έκδοση του μυθιστορήματος Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1946, λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής του Ανήφορου, και σχεδόν αμέσως αρχίζει να μεταφράζεται και να κυκλοφορεί σε όλες τις χώρες της υφηλίου, σημειώνοντας παντού θρίαμβο·[13] ίσως λοιπόν η μετάφραση του Ανήφορου και η έκδοσή του στο εξωτερικό παύει να αποτελεί προτεραιότητα για τον Καζαντζάκη, που, ενθαρρυμένος από την υποδοχή του Ζορμπά, αφοσιώνεται στο σχεδιασμό και στη συγγραφή νέων μυθιστορημάτων. Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι το τελικό αποτέλεσμα του Ανήφορου ενδεχομένως δεν τον ικανοποιεί αισθητικά ή/και ιδεολογικά και γι’ αυτό προτιμά να εντάξει την ιστορία του Κοσμά και της Νοεμή στο μεταγενέστερο μυθιστόρημα, Ο Καπετάν Μιχάλης, που αποτελεί και αυτό μια κραυγή ελευθερίας, αλλά σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, αφού η πλοκή τοποθετείται στην Κρητική Επανάσταση του 1889 και οι γερμανοί κατακτητές του Ανήφορου αντικαθίστανται από τους Τούρκους (κατά τη γνώμη μου, πάντως, στον Καπετάν Μιχάλη η ιστορία του νεαρού ζεύγους εντάσσεται αργά και ίσως όχι τόσο οργανικά στην πλοκή και ο διανοούμενος Κοσμάς μεταμορφώνεται πολύ απότομα από εκπρόσωπο του δυτικού κοσμοπολιτισμού και ορθολογισμού σε ένθερμο πατριώτη που πεθαίνει πολεμώντας τους Τούρκους στο πλευρό του θείου του·[14] αντίθετα, στον Ανήφορο, ο Κοσμάς έχει ήδη εκπληρώσει το χρέος του προς την Ελλάδα και την Κρήτη στη διάρκεια του  Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου –έχει πολεμήσει ως αεροπόρος στην Αίγυπτο– και, στην προσπάθειά του να αναλάβει δράση απέναντι στην παγκόσμια μεταπολεμική δυστυχία, επιστρέφει, μετά την αποτυχημένη απόπειρά του να κινητοποιήσει τους άγγλους διανοούμενους, στο πιο ουσιαστικό «όπλο» που διαθέτει ως άνθρωπος του πνεύματος, στη γραφή). Ένας επιπλέον αποτρεπτικός παράγοντας θα μπορούσε να είναι –τουλάχιστον ως προς την προοπτική μιας ελληνικής έκδοσης– το γεγονός ότι η πρώτη έκδοση του Ταξιδεύοντας. Αγγλία (1941) ήταν εξαιρετικά πρόσφατη το 1946 και το ελληνικό κοινό και ιδίως οι λογοτεχνικοί κύκλοι θα αναγνώριζαν εύκολα ότι η ενότητα του Ανήφορου με τον τίτλο «Αγγλία» και ένα μέρος της ενότητας «Μοναξιά» αναπαράγουν, συχνά αυτολεξεί και ενίοτε με μικρές αλλαγές, προσθήκες ή παραλείψεις, εκτενή τμήματα του ταξιδιωτικού βιβλίου (για παράδειγμα, η πρώτη επιστολή που απευθύνει ο Κοσμάς στη Νοεμή, ενώ βρίσκεται εν πτήσει προς την Αγγλία –σ. 123-127–, είναι σχεδόν πιστή αντιγραφή του «Προλόγου» του Ταξιδεύοντας. Αγγλία,[15] με προσθήκη μιας φράσης, που τονίζει πόσο διαφορετικά, πόσο ανέμελα ήταν τα ταξίδια του ήρωα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο·[16] παρομοίως, η επίσκεψη του Κοσμά στο Χάιντ Παρκ και η περιγραφή των πάσης φύσεως ρητόρων –σ. 130-133– αναπαράγει αντίστοιχο απόσπασμα του ταξιδιωτικού βιβλίου, με παράλειψη, όμως, φράσεων που θίγουν την επεκτατική πολιτική της Αγγλίας στην Ιρλανδία και στην Ινδία[17]).

Το βέβαιο είναι ότι ο Καζαντζάκης υπογράφει με τον Ανήφορο ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματά του, με σαφές αντιμιλιταριστικό μήνυμα, έναν καθρέφτη των ανησυχιών και των προβληματισμών του κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο που τον βρίσκει πιο ευαισθητοποιημένο πολιτικά και κοινωνικά από ποτέ (το 1945 ηγείται ενός μικρού –και βραχύβιου– σοσιαλιστικού κόμματος, της «Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης»· τον Νοέμβριο του 1945 διορίζεται υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη, αλλά τρεις μήνες αργότερα παραιτείται· τον Μάρτιο του 1946 ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο η τραγωδία του Καποδίστριας, αιχμηρό σχόλιο πάνω στον εμφύλιο σπαραγμό[18]). Ο μελετητής ή ο φανατικός αναγνώστης του Καζαντζάκη θα μπει στην παιγνιώδη διαδικασία να αναγνωρίσει πώς διαπλέκονται και πώς λειτουργούν ως σύνολο επεισόδια και πρόσωπα γνώριμά του από άλλα έργα του συγγραφέα. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό θα χαρεί τη γραφή του Καζαντζάκη, θα απολαύσει τις περιγραφές του κρητικού και του αγγλικού τοπίου, θα συγκινηθεί από την τραγωδία της Νοεμή και την ειλικρινή ιδεολογική αγωνία του Κοσμά –και κατ’ επέκταση του συγγραφέα–, θα θεωρήσει επίκαιρη την αποτύπωση της ερεβώδους κατάστασης της ανθρωπότητας, καθώς από το 1946 δεν έχουν αλλάξει και πολλά:

Δυσπιστίες, μίση, καμιά συνεννόηση, οι λαοί ανήσυχοι, πεινασμένοι, αδικημένοι, πληθυσμοί μετατοπίζουνταν ζητώντας γη για να ριζώσουν, πνίγουνταν η φωνή της ελευτερίας, ξυπνούσε πάλι το χτήνος στα σωθικά του ανθρώπου κι ετοιμάζουνταν πάλι να χιμήξει… (σ. 153).

Ο αναγνώστης θα βρει παρηγοριά στα γεμάτα ελπίδα λόγια του ήρωα για τη νίκη του ανθρώπου επί της ύλης και την κατάκτηση της ελευθερίας:

Υπάρχει µια λαχτάρα στα στήθη του ανθρώπου, που καµιά δύναµη του πονηρού δε µπορεί να την πνίξει· μια λαχτάρα ν’ ανέβουµε απάνω από τα χτηνώδη ένστιχτα, να νικήσουµε την ύλη, δηλαδή τη σκλαβιά, και να γίνουμε ελεύτεροι. Αυτή η κραυγή της ελευτερίας είναι το αθάνατο που έχει ο θνητός άνθρωπος µέσα του. (σ. 169)

  

[1] Για πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το ταξίδι αυτό του Καζαντζάκη στην Αγγλία (και το ταξίδι του 1939), βλ. Afroditi Athanasopoulou, “England in the Writings of Nikos Kazantzakis (1939, 1946)”, in Liana Giannakopoulou and E. Kostas Skordyles (eds.), Culture and Society in Crete. From Kornaros to Kazantzakis, Cambridge Scholars Publishing, Newcastle Upon Tyne 2017, σ. 77-102.

[2] Νίκος Μαθιουδάκης, Παρασκευή Βασιλειάδη, «Πρόλογος», στο Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, Διόπτρα, Αθήνα 2022, σ. 11-17.

[3] Νίκος Μαθιουδάκης, Παρασκευή Βασιλειάδη, «Επίμετρο. Ο Ανήφορος του Καζαντζάκη», στο Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, Διόπτρα, Αθήνα 2022, σ. 253-277.

[4] Νίκος Μαθιουδάκης, Παρασκευή Βασιλειάδη, «Ανήφορος: ένα άγνωστο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη», στο Β. Σαμπατακάκης (επιμ.), Ο ελληνικός κόσμος σε περιόδους κρίσης και ανάκαμψης, 1204-2018/ The Greek World in Periods of Crisis and Recovery, 1204-2018, Πρακτικά του ΣΤ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018/ Proceedings of the 6th European Congress of Modern Greek Studies, Lund, 4-7 October 2018, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ), Αθήνα 2020, σ. 125-155.

[5] Μαθιουδάκης, Βασιλειάδη, «Επίμετρο. Ο Ανήφορος του Καζαντζάκη», ό.π., σ. 267.

[6] Στο ίδιο, σ. 271.

[7] Για την ενσωμάτωση του ταξιδιωτικού υλικού στο Τόντα-Ράμπα, βλ. Σ. Ν. Φιλιππίδης, «Ο Τόντα-Ράμπα του Καζαντζάκη: ένα πειραματικό μυθιστόρημα;», στο Κώστας Μουτζούρης (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης: Σαράντα χρόνια από το θάνατό του, Χανιά, 1-2 Νοεμβρίου 1997: Πεπραγμένα Επιστημονικού Διημέρου, Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων, Χανιά 1998, σ. 261-276.

[8] Βλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις του Αλέξη Ζήρα, «Νίκος Καζαντζάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Δ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1992, σ. 126-209: 131-132.

[9] Όλες οι παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες του μυθιστορήματος Ο Ανήφορος τίθενται εντός παρενθέσεως και αντιστοιχούν στην έκδοση: Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, Διόπτρα, Αθήνα 2022.

[10] Για τη Θεία Κωμωδία του Δάντη ως ένα από τα βασικά διακείμενα στον Ζορμπά, βλ. Μιχαήλ Πασχάλης, «Η κυοφορία του Ζορμπά και οι τέσσερις μαίες του: Όμηρος, Πλάτωνας, Δάντης και Σαίξπηρ», Νέα Εστία, τόμ. 162, τχ. 1806 (Δεκέμβριος 2007), σ. 1114-1191· Μιχαήλ Πασχάλης, Νίκος Καζαντζάκης: Από τον Όμηρο στον Σαίξπηρ. Μελέτες για τα κρητικά μυθιστορήματα, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών Ηράκλειο 2015, σ. 23-130.

[11] Για διεξοδική παρουσίαση αυτών των διακειμενικών αναφορών του Καζαντζάκη στον Σαίξπηρ βλ. Μαθιουδάκης, Βασιλειάδη, «Ανήφορος: ένα άγνωστο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη», ό.π., σ. 136-141.

[12] Μιχαήλ Μπαχτίν, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Πλέθρον, Αθήνα 1980, σ. 182-183.

[13] Αναλυτικά για την κριτική υποδοχή του Ζορμπά στην Ελλάδα και το εξωτερικό, βλ. Θανάσης Αγάθος, Από το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά στο Zorba the Greek, Αιγόκερως, Αθήνα 2007, σ. 15-90.

[14] Πβ. τις ανάλογες παρατηρήσεις του Peter Bien: «Λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι ο Καζαντζάκης  εγκατέλειψε τον Κοσμά στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου […] δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε βαθιά και να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του με τρόπο που θα μας επιτρέψει να νοιαστούμε για τις κρίσεις ταυτότητας που έχει στο τέλος του έργου» (Peter Bien, «Ο Καπετάν Μιχάλης. Ένα ατελές έπος», στο βιβλίο του Καζαντζάκης. Η πολιτική του πνεύματος, Τόμος B', απόδοση στα ελληνικά Αθανάσιος Κ. Κατσικερός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σ. 450-476: 462). Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Τζιόβας υποστηρίζει σχετικά με τη σκιαγράφηση του Κοσμά στον Καπετάν Μιχάλη ότι για τη γρήγορη μετάλλαξη του χαρακτήρα το έδαφος προλειαίνεται από άλλους χαρακτήρες λογίων όπως ο Τίτυρος, ο Ιδομενέας και ο Χατζησάββας, μέσω των οποίων εκφράζεται η αντίθεση μεταξύ πράξης και συγγραφής (Δημήτρης Τζιόβας, «Η ποιητική της αντριγιάς: Λογοτεχνικό είδος και ατομική ταυτότητα στον Καπετάν Μιχάλη», στο βιβλίο του Ο άλλος εαυτός: ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, μτφρ. Άννα Ρόζενμπεργκ, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 319-361: 336). Και ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης τονίζει ότι ο Κοσμάς διαφοροποιείται από τους άλλους διανοούμενους του Καπετάν Μιχάλη, «καθώς οδηγείται –με τη θυσία του στη μάχη– σε μια σφαίρα ανώτερης ηθικής και πνευματικής στάθμης» (Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, «Ο Καπετάν Μιχάλης ενάντια στις δωρικές του καταβολές», στο Έρη Σταυροπούλου, Θανάσης Αγάθος (επιμ.), Nίκος Kαζαντζάκης. Παραμορφώσεις, Παραλείψεις, Mυθοποιήσεις, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2011, σ. 233-245: 237).

[15] Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας. Αγγλία, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, χ.χ., σ. 7-13 (1η έκδοση: Πυρσός, Αθήνα 1941).

[16] «Τότε ταξίδευα για να δω, να χαρώ την επιφάνεια του κόσμου, τα χρώματα, τις μυρωδιές, τη βουή του, τη γέψη του, να τον αγγίξω και να ταΐσω τις πέντε μου αίστησες και να φύγω. Και να επιστρατέψω ύστερα τις λέξες και να σώσω τα όσα χάρηκα, στερεώνοντάς τα στο χαρτί» (Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, ό.π., σ. 123).

[17] Πρόκειται για τις φράσεις: «Ένας Ιρλανδός βρίζει την αγγλική Κυβέρνηση και ζητάει να λευτερωθεί όλη η Ιρλανδία» και «Είμαστε 350 εκατομμύρια ψυχές, έχουμε ένα μεγάλο πολιτισμό, πιο παλιό και πιο μεγάλο από το δικό σας, γιατί μας τυραννάτε; Φτάνει πια!» – η δεύτερη φράση εκφέρεται από έναν φθισικό Ινδό φοιτητή. Βλ. Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας. Αγγλία, ό.π., σ. 21. 

[18] Αναλυτικά για την τραγωδία Καποδίστριας και τις θυελλώδεις αντιδράσεις που προκαλεί η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1946, βλ. Κυριακή Πετράκου, «Καποδίστριας: ένα ανεπίδοτο μήνυμα», στο βιβλίο της Ο Καζαντζάκης και το θέατρο, Μίλητος, Αθήνα 2005, σ. 397-426.

Θανάσης Αγάθος

Αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Από το "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" στο "Zorba the Greek" (2007), Η εποχή του μυθιστορήματος (2014), Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενοπούλου (2016), Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο (2017), Ο Άγγελος Τερζάκης και ο κινηματογράφος (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.