Σύνδεση συνδρομητών

Αν είχαμε κόσμο αρκετό και χρόνο…* Διαβάζοντας τα δοκίμια του Ρόδη Ρούφου

Δευτέρα, 17 Οκτωβρίου 2022 23:41
1968, Λονδίνο. Στο σπίτι της εξόριστης εκδότριας της Καθημερινής, Ελένης Βλάχου.
Αρχείο οικογένειας Ρόδη Ρούφου
1968, Λονδίνο. Στο σπίτι της εξόριστης εκδότριας της Καθημερινής, Ελένης Βλάχου.

Ρόδης Ρούφος, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2018, 264 σελ.

Ποιος να το ’λεγε πως 50 χρόνια μετά τον θάνατο του Ρόδη Ρούφου μια νέα τρομακτική έκφανση της περσόνας του Αλάριχου θα έκανε την εμφάνισή της και πάλι στην περιοχή μας. Βέβαια, ο συγγραφέας τού αρκετά γνωστού (πια) δοκιμίου Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, μας είχε προειδοποιήσει: χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση και αγώνας για να μην επικρατήσει ο καταστροφέας του πολιτισμού που αδιάκοπα επιστρέφει.

Το κείμενο αυτό, το οποίο χρειάστηκε σχεδόν έξι δεκαετίες για να φτάσει στο αναγνωστικό κοινό του (από το 1963 που πρωτοδημοσιεύτηκε ώς την επανέκδοσή του το 2013), χρησιμοποιεί συμβολικά την ιστορική μορφή του Αλάριχου, του πρώτου πορθητή της Ρώμης και εμβληματικού καταστροφέα του «αρχαίου κόσμου», για να μιλήσει για τη διαχρονική διαπάλη ανάμεσα στις δυνάμεις του πολιτισμού και της βαρβαρότητας. Θα τολμούσα να πω ότι είναι ένα από τα πιο πολύτιμα δοκίμια της σύγχρονης γραμματείας μας, καθώς θέτει τη συζήτηση αυτού του θεμελιώδους ζητήματος, σε ένα πεδίο (ασυνήθιστο για την Ελλάδα, αν όχι και σπάνιο παγκοσμίως) μακριά από ιδεολογικές απλουστεύσεις, τη μεροληψία του γράφοντος ή εύκολες ηθικολογικές ρετσέτες του είδους «είμαστε από τη σωστή πλευρά της ιστορίας».

Σήμερα, δυστυχώς, με τον εξανδραποδισμό της Ουκρανίας και το σοβαρό ενδεχόμενο κλιμάκωσης των πολεμικών συγκρούσεων μέχρι και του αδιανόητου της χρήσης πυρηνικών όπλων και της ολικής καταστροφής του κόσμου, το δοκίμιο αυτό γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο.

Αλλά και πέρα από την άμεση επικαιρότητα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα ενδιαφέρον, τόσο από την πλευρά της κριτικής όσο και από το αναγνωστικό κοινό, για το έργο τού Ρούφου, σα να έχει λυθεί μια άτυπη κατάσταση αποσιώπησης εκείνου που, μάλλον μπερδεμένα, αναφέρεται ως «μη-εαμική» λογοτεχνία.

Δεδομένης της μακράς χρονικής απόστασης που μας χωρίζει από τα έργα και τις ημέρες του Ρόδη Ρούφου, και δεδομένου ότι για περίπου σαράντα χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του (1972, στα 48 χρόνια του) το όνομα αυτού του σημαντικού συγγραφέα είχε ουσιαστικά ξεχαστεί, θα ήταν, νομίζω, χρήσιμο να παραθέσουμε κάποια πραγματολογικά και βιογραφικά στοιχεία για την κατανόηση της προσωπικότητάς του προτού επιχειρήσουμε μια κριτική αποτίμηση του έργου του, εστιάζοντας κυρίως στα δοκίμιά του.

Γεννημένος το 1924, ο Ρόδης Ρούφος ανήκε σ’ εκείνη την ηλικιακή ομάδα των νέων που ο Απρίλιος του 1941 τους βρίσκει έφηβους ακόμα και η απελευθέρωση μόλις εικοσάχρονους. Κοινωνικά ανήκε στην ολιγάριθμη ομάδα μιας πνευματικά καλλιεργημένης αθηναϊκής αστικής τάξης, που κατοικούσε ανάμεσα στους στύλους του Ολυμπίου Διός και τον Ευαγγελισμό.

Αυτό ίσως πρέπει να εξειδικευτεί λίγο περισσότερο: πρόκειται για άτομα που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σ’ αυτό το «άστυ», σε οικογένειες που δεν παρέπεμπαν σε κάποιο «χωριό», οι νέοι αυτοί είχαν τα μάτια τους στραμμένα προς την Ευρώπη και, γνώστες τριών ή και περισσοτέρων γλωσσών, ήταν σε θέση να διαβάσουν στο πρωτότυπο τα έργα του «δυτικού πνεύματος». Παρακινημένοι από εμπνευσμένους δασκάλους διαβάζουν και διαλέγονται, έχοντας ήδη στα 18 ή τα 19 τους μια εντυπωσιακή εποπτεία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας.

Την εμπειρία του από τα πρώτα φοιτητικά χρόνια, από το 1942 ώς το 1944, ο Ρούφος την περιγράφει στο μυθιστόρημά του Η Ρίζα του Μύθου, που εκδίδεται το 1954 (με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ρ. Προβελέγγιος) και αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας Χρονικό μιας Σταυροφορίας. Το πρώτο αυτό μέρος διαιρείται σε τρεις ενότητες, η πρώτη από τις οποίες επιγράφεται «Τέλος Εφηβείας». Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Ο Αγώνας για το Όνειρο», δεσπόζει η μορφή του Μιχαήλ, που παραπέμπει σ’ ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Κίτσο Μαλτέζο-Μακρυγιάννη, τον φυσικό ηγέτη της ομάδας, τον «Αγαπημένο των Θεών», όπως επιγράφεται η τρίτη ενότητα – και στον οποίο είναι αφιερωμένο όλο το βιβλίο.

Η χαρισματική φυσιογνωμία αυτού του νέου (γεννημένου το 1921), που πρωταγωνιστεί και στο μυθιστόρημα Τειχομαχία του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, φυσιογνωμία που δύσκολα μπαίνει σε καλούπια, καθώς πέρασε από την ΕΟΝ τα τελευταία μαθητικά του χρόνια, στο ΕΑΜ[1] τα πρώτα χρόνια στη Νομική Σχολή κι από κει στη δεξιά αντιστασιακή οργάνωση ΡΑΝ[2] το 1943, σημάδεψε μια μικρή ομήγυρη φίλων, κυρίως αποφοίτων του σχολείου Μακρή, που βρίσκονταν αρχικά στη «σφαίρα επιρροής» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ενώ ο θάνατός του, από τα πυρά της ΟΠΛΑ την 1η Φεβρουαρίου 1944, ενέτεινε την αντι-εαμική τους στάση.

 

Οι αριστερές επικρίσεις

Η καταγραφή της εποχής εκείνης με τρόπο λογοτεχνικό, αλλά με τη μορφή ενός «χρονικού», η περιγραφή γεγονότων μόλις δέκα χρόνια αργότερα, δηλαδή ακόμα πολύ νωπών –γεγονότων, μάλιστα, που προμήνυαν την εμφύλια σύρραξη η οποία δεν είχε ακόμα ουσιαστικά κοπάσει– οδηγούσε την κριτική να εξετάσει σε πρώτο επίπεδο την πολιτική τοποθέτηση του συγγραφέα και των ηρώων του και, συχνά από την πλευρά της Αριστεράς, να συναρτήσει την λογοτεχνική ποιότητα του έργου από την τοποθέτηση αυτή.

Μια τέτοια προσέγγιση συναντάμε στην κριτική για τη Ρίζα του Μύθου και την Τειχομαχία, σε ένα άρθρο που δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1955, όπου, αφού προσδιοριστούν κοινωνικοπολιτικά οι συγγραφείς ως «οι μπλαζέ των ιδεών», «οι εστέτ», «τα καλόπαιδα» της άρχουσας τάξης, που θα έφταναν να συμμαχήσουν και με το διάβολο εναντίον της Αριστεράς, διαβάζουμε συμπερασματικά: «Λοιπόν και η Ρίζα του Μύθου και η Τειχομαχία είναι βιβλία καλογραμμένα. Το ύφος τους είναι μετρημένο και λιτό, οι συλλογισμοί αρκετά διαυγείς, η ευαισθησία στη σύλληψη ψυχολογικών αποχρώσεων, ιδιαίτερα στο πρώτο, αρκετά ακονισμένη. Ο κ. Π. είναι πιο βαθύς, ενώ ο κ. Φ. σε αντίμετρο πιο μετρημένος και πιο ειλικρινής. Η κάποια τάση προς τα σύμβολα που κουβαλάει από την ποίηση ο κ. Φ. δεν είναι κυρίαρχη και πετυχαίνει προς το τέλος του βιβλίου του σημαντική υποβολή. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρόκειται για καλά μυθιστορήματα ή χρονικά. Αντίθετα μάλιστα είναι κακά μυθιστορήματα και δεν μπορούσε παρά να ήταν τέτοια»[3]. Κι αυτό γιατί οι συγγραφείς είναι αυτοί που είναι, κοινωνικά ανήκουν στη «χρυσή νεολαία» και πολιτικά είναι «φανατισμένοι αντιδραστικοί». Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται και θεωρητικά στην κατακλείδα του άρθρου: είναι κακά τα μυθιστορήματα αυτά «γιατί και τα δύο αποτελούν την επιβεβαίωση της βασικής αλήθειας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ότι είναι αδύνατο μια όχι αληθινή ιδέα να γεννήσει ένα αληθινό έργο τέχνης, όποια κι αν είναι τα προσόντα του καλλιτέχνη»[4].

Αυτή η άποψη είναι απόλυτα κατανοητή μέσα στο πλαίσιο της εποχής, αν αναλογιστεί κανείς το είδος της αντιπαράθεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, αλλά και την περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα στο χώρο της Αριστεράς. Χαρακτηριστικό αυτής της ατμόσφαιρας είναι ότι στο ίδιο τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης δημοσιεύονται απόψεις για τον Καβάφη, όπου γίνεται λόγος για σεξουαλική διαστροφή, και διατυπώνεται η κρίση «ότι το ξεστράτισμα από την υγιή ευαισθησία, το ξεστράτισμα του ενστίκτου είναι μέγιστο δείγμα παρακμής[5]».

Ίσως δεν ήταν δυνατό εκείνη την εποχή να δει κανείς τα πράγματα διαφορετικά – είμαστε και πριν από το 1956. Ο Ρούφος άλλωστε δέχεται βολές και από τα δεξιά, από τις στήλες της Καθημερινής, με τη «συμπληρωματική» κριτική του Αιμίλιου Χουρμούζιου, που τον ψέγει γιατί, κατ’ αυτόν, ο συγγραφέας της Ρίζας του Μύθου δείχνει ότι «η αντίθετη προς τον κομμουνισμό νεολαία δεν έχει ιδανικά» – εννοείται τα εθνικά ιδανικά που θα ήθελε ο κριτικός[6].

Η απάντηση του Ρούφου στον Χουρμούζιο (πού έμεινε ανεπίδοτη) παραπέμπει σ’ αυτά τα διασταυρούμενα πυρά και εκφράζει μια (ελαφρώς ειρωνική) απογοήτευση για την επικριτική στάση του διευθυντή της Καθημερινής: «Δεν ξέρω», γράφει, «αν απάντησα σ’ όλο το κατηγορητήριο, αλλά φοβάμαι πως σας κούρασα και κουράστηκα κι εγώ. Γι’ αυτό τελειώνω με μια παρατήρηση: λυπάμαι ειλικρινά γιατί άκουσα από σας πολεμική του τύπου που θα περίμενα είτε από φανατικούς κομμουνιστές είτε από άκρους συντηρητικούς – από τους πρώτους για ευνόητους λόγους, από τους δεύτερους γιατί δεν ύψωσα σαν ιδεολογική σημαία της μικρής ομάδας των σταυροφόρων ένα “Θρησκεία - Πατρίς - Οικογένεια” και γιατί γράφω δημοτικά»[7].

Βέβαια, θα ήταν δύσκολο, εκείνη την εποχή, να διαβάσει κανείς πρωτίστως «λογοτεχνικά» μια αφήγηση σαν εκείνη του πρώτου τόμου του Χρονικού, να δει το προσωπικό τραγικό αδιέξοδο του πρωταγωνιστή, του Μιχαήλ/Κίτσου Μαλτέζου, ή έστω να ερμηνεύσει την προσπάθεια εκείνης της ομάδας των «καλόπαιδων» σαν μια αναζήτηση ενός ενδιάμεσου χώρου, μιας μη-εαμικής αντίστασης, αναζήτηση που συνεχίζεται με τα μυθιστορήματά τους δέκα χρόνια αργότερα, όπου αναδύεται και το στοιχείο της ενοχής του νικητή. Κι αυτό γιατί, αν είχαν γλιτώσει από το στίγμα του εναγκαλισμού των Ταγμάτων Ασφαλείας –όπου κατ’ αυτούς τους εξωθούσε η πίεση του ΕΑΜ– φεύγοντας για το βουνό για να ενταχθούν στις γραμμές του ΕΔΕΣ, τώρα, μετά τον εμφύλιο, βρίσκονταν από τη μεριά μιας δεξιάς μισαλλόδοξης, εκδικητικής και πνευματικά οπισθοδρομικής με την οποία δεν ένιωθαν διόλου οικείοι. Ήταν δύσκολο ίσως να αξιολογήσει κανείς και το γεγονός ότι το μυθιστόρημα του Ρούφου βαλλόταν κι από τις δυο πλευρές, τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά – καθώς αναζητούσε εκείνον το «ενδιάμεσο χώρο».

Ίσως σήμερα τα πράγματα να είναι διαφορετικά και να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε αυτή την αναζήτηση μακριά από τις παλιές, σχεδόν μανιχαϊστικές, απλουστεύσεις. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας παρατηρείται μια στροφή, από νέους κυρίως μελετητές, προς τη διερεύνηση κάποιων ξεχασμένων πτυχών της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας, η οποία σχετίζεται και με την επανεξέταση της ταξινόμησης των λογοτεχνικών έργων πάνω στον άξονα «Αριστερά - Δεξιά», σε μια φάση όπου επαναπροσδιορίζονται οι συντεταγμένες των πολιτικών χώρων και αναθεωρούνται οι παλιές μας βεβαιότητες – με πιο εντυπωσιακή, τα πρόσφατα χρόνια, διολίσθηση των πάλαι ποτέ αριστερών εκλογικών σωμάτων προς τη λαϊκιστική ή και απροκάλυπτα άκρα Δεξιά.

Έτσι, πηγαίνοντας πάλι πίσω στα χρόνια του 1950, θα χρειαζόταν ενδεχομένως μια άλλη νοοτροπία, μια πιο νηφάλια ατμόσφαιρα μέσα σε διαφορετικές, πιο «ομαλές» πολιτικές συνθήκες, για να μπορέσει να διακρίνει κανείς ότι τον καιρό που δημοσιεύεται η κριτική της Επιθεώρησης Τέχνης, ο Ρούφος συγγράφει το δοκίμιο Η Νεοελληνική Συντηρητική Ιδεολογία, που δημοσιεύεται τον Ιανουάριο του 1956 στο περιοδικό Νέα Εστία.

Χωρίς οπωσδήποτε να έχει αποβάλει την αντίληψη που θα ονομάζαμε (με την ορολογία της εποχής), «αντικομμουνισμό», ο Ρούφος πάντως νηφάλια και συστηματικά αποκαθηλώνει το τρίπτυχο «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια», καυτηριάζει το στενοκέφαλο και το οπισθοδρομικό της παραδοσιακής συντηρητικής ιδεολογίας στην Ελλάδα και προσπαθεί να «εκσυγχρονίσει» τη συζήτηση επιδιώκοντας την ανάπτυξη μιας ορθολογικής ανάλυσης: «Μια τέτοια έρευνα,» σημειώνει, «σοβαρή κι απροκάλυπτη, το ίδιο μακριά απ’ τους ενθουσιασμούς των οπαδών και τις επιθέσεις των αντιπάλων –μια έρευνα που δε θα προσπαθεί να καταλήξει σε καμιάν ιδεολογική “θέση”– θα ’ταν, νομίζω, ενδιαφέρουσα, επίκαιρη και ευπρόσδεκτη»[8].

Κι εδώ αναζητείται ο ενδιάμεσος χώρος, καθώς η συντηρητική νεοελληνική ιδεολογία αναδεικνύεται σαν ένα απολίθωμα χωρίς καμιά προοπτική, ένας αναχρονισμός προς εξαφάνιση μέσα στη σύγχρονη εποχή, όπου τώρα συγκρούονται δύο κόσμοι: «Από τη Δύση ένα προμηθεϊκό αρχέτυπο, απ’ την Ανατολή ένα μεσσιανικό παλεύουν για την ψυχή της ανθρωπότητας. Στη μέση, μερικοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι προσπαθούν εναγώνια να βρουν τη μέση, συνθετική γραμμή»[9].

Μ’ αυτό το πνεύμα πορεύεται ο Ρούφος – κι εδώ το «πορεύεται» θα πρέπει να εκληφθεί σχεδόν κυριολεκτικά. Γιατί ο πνευματικός βίος του Ρούφου ήταν πραγματικά μια πορεία, συχνά μια πορεία στο σκοτάδι – όπως είναι και ο τίτλος του δεύτερου μέρους της τριλογίας, που εκδόθηκε το 1955 – για να φτάσει στην άλλη όχθη – ο τίτλος του τρίτου μέρους του Χρονικού που ολοκληρώνεται το 1958, το οποίο θα μπορούσε να παρομοιαστεί μ’ ένα bildungsroman όπου παρακολουθούμε, όπως έχει ειπωθεί, την πορεία του Δίωνα (της persona του συγγραφέα) «από τις παγίδες των παθών των αδελφοκτόνων πολέμων προς την κάθαρση της οριστικής ανεμπάθειας»[10].

Το επόμενο, αποφασιστικό θα έλεγα, βήμα έρχεται το 1963, με τη δημοσίευση στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Εποχές του δοκιμίου με τίτλο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου. Έχουν μεσολαβήσει σημαντικές εμπειρίες που συνδέονται πρωτίστως με την τοποθέτησή του στη θέση του υποπρόξενου στην Κύπρο (1954-56).

Δεν είναι εδώ ο χώρος για να μιλήσουμε για τη σταδιοδρομία του Ρούφου ως διπλωμάτη και τη συμμετοχή του στον Κυπριακό Αγώνα, αλλά είναι γνωστό τουλάχιστον στους φιλόλογους ότι δεν διστάζει «να τα βάλει» με τους Άγγλους και στο λογοτεχνικό πεδίο. Για να απαντήσει στον Λώρενς Ντάρελ, ο οποίος στο έργο του Bitter Lemons (Πικρολέμονα)[11] επιχειρεί να δικαιώσει την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο, ο Ρούφος συνέγραψε ένα μυθιστόρημα στα αγγλικά με τίτλο The Age of Bronze, που εκδόθηκε το 1960 από εκδοτικό οίκο πρώτης σειράς στο Λονδίνο[12] και στη συνέχεια, στα ελληνικά, από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας στην Αθήνα.

Ο Ντάρελ, με τον οποίο γνωρίστηκε ο Ρούφος και ανέπτυξε αρχικά φιλική σχέση, από ευαίσθητος και οξυδερκής παρατηρητής των πραγμάτων με κοσμοπολίτικο αέρα και αγάπη για την Ελλάδα, μετά τη διαμονή του στην Κέρκυρα (1935-40) –όπως προκύπτει από το έργο του Prospero’s Cell– μεταμορφώνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, όταν του ανατίθεται η δουλειά των δημοσίων σχέσεων της αγγλικής διοίκησης καθώς αρχίζει ο ένοπλος αγώνας στο νησί, σε απολογητή της αποικιοκρατίας και μιας ρατσιστικής αντίληψης για τους αμόρφωτους και καθυστερημένους ιθαγενείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πέρα από κάποιες θετικές κριτικές σε Ελλάδα και Βρετανία (σε μικρής εμβέλειας έντυπα), και εδώ ο Ρούφος βάλλεται από δύο «ακραίες» πλευρές, όπως ο ίδιος καταγράφει:

Το αποτέλεσμα ήταν να χαρακτηριστεί το βιβλίο στην Αγγλία «βίαια αντιβρετανικό». Ευτυχώς δεν έλειψαν μερικοί δικοί μας υπερπατριώτες που βρήκαν, αντίθετα, ότι δεν ξεχείλιζε όσο έπρεπε από μίσος για όλη την αγγλική φυλή και το χαρακτήρισαν άτονο, χλιαρό ή και αγγλόφιλο˙ αυτό με παρηγόρησε, γιατί σήμαινε πως δεν είχα ξεφύγει υπερβολικά από τη γραμμή της πνευματικής τιμιότητας[13].

 

Η εκβαρβάρωση

Αλλά και η τοποθέτηση του Ρούφου (ως συμβούλου στην Ελληνική Πρεσβεία) στο Παρίσι (1960-64), εκτός του ότι προφανώς τον έφερε σε άμεση επαφή με την πνευματική ζωή αυτού του μεγάλου κέντρου, τον συνδέει, έμμεσα, μ’ έναν άλλο αντιαποικιακό αγώνα, της Αλγερίας, που προκαλεί κλυδωνισμούς στη Γαλλία από το 1959 ώς το 1962, όταν ο Ντε Γκολ αποφασίζει την παραχώρηση ανεξαρτησίας παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των γάλλων αποίκων οι οποίοι αναλαμβάνουν αυτόνομη δράση. Έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου δύο τηλεφωνήματα του Ρόδη Ρούφου στον πατέρα μου από το Παρίσι εκείνα τα χρόνια, που προκάλεσαν ιδιαίτερα ανήσυχες συζητήσεις (κι ίσως γι’ αυτό τις θυμάμαι). Μέσα σε ένα τεταμένο κλίμα με αιματηρές επιχειρήσεις καταστολής και βομβιστικές επιθέσεις, σε Αλγερία και Γαλλία, η δράση της παραστρατιωτικής οργάνωσης των γάλλων αποίκων OAS[14] φτάνει μέχρι την απόπειρα δολοφονίας του Ντε Γκολ. Ο ηγέτης της ομάδας που σχεδίασε την απόπειρα (Jean Bastien Thiry), πρώην αντισυνταγματάρχης και οπαδός του Ντε Γκολ ώς το 1959, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.

Ο Ντάρελ το 1957 και ο Τιρύ το 1962 είναι δύο παραλλαγές ενός προβληματικού θέματος – ο ένας απολογητής μιας βάναυσης δύναμης κι ο άλλος το οπλισμένο χέρι της. Δεν ξέρω αν ο Ρούφος θα το έθετε έτσι, αλλά θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι πρόκειται για ένα θέμα που ωριμάζει μέσα του εκείνα τα χρόνια και το 1963 διατυπώνεται στις Μεταμορφώσεις του Αλάριχου, στο δοκίμιο που δημοσιεύεται στο περιοδικό Εποχές[15].

Το θέμα είναι η εκβαρβάρωση. Ο Αλάριχος, ο βάρβαρος που επιφέρει την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου, είναι ο συμβολικός καταστροφέας του πολιτισμού που επανέρχεται κάθε τόσο στο προσκήνιο της ιστορίας, με διαφορετικά προσωπεία, με ποικίλες μεταμορφώσεις. Χρειάζεται, κατά τον Ρούφο, διαρκής αγώνας για τη διατήρηση του πολιτισμού. «Ο Αλάριχος κάθε τόσο κινεί την ιστορία προς τα πίσω, προς το άμορφο βασίλειο των ενστίκτων και της αυθαιρεσίας, της οποίας πρότυπο είναι η ομηρική χώρα των Κυκλώπων»[16].

Η μορφή αυτή που απειλεί την πολιτισμένη ζωή παρομοιάζεται εδώ με τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, που στο πνευματικό επίπεδο εκφράζεται με την «παραίτηση από τον κόπο της σκέψης, από το δικαίωμα της κριτικής, από την ευθύνη της ελευθερίας». Έτσι, «ο Αλάριχος ενσαρκώνει την έσχατη εντροπική νομοτέλεια του Σύμπαντος και αντιστρατεύεται την ανοδική προσπάθεια του Homo Sapiens»[17]. Από εδώ περνάμε σε μια δεύτερη παρομοίωση του αγώνα κατά του Αλάριχου, στο ψυχαναλυτικό πεδίο, σαν μια διαπάλη ανάμεσα στον πρωτογονισμό του Id και την αυτοσυνείδηση του «εγώ».

Αυτό σημαίνει βέβαια ότι τον Αλάριχο τον κουβαλάμε μέσα μας και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι «η φλούδα που μας χωρίζει από τον εσωτερικό Αλάριχο είναι επίκτητη και πολύ λεπτή, και δεν κληρονομείται. Ο άνθρωπος γεννιέται φύσει βάρβαρος. Ολόκληρο το πολιτιστικό οικοδόμημα πρέπει κάθε φορά να ξαναχτιστεί σε μια-μια καινούρια ψυχή, για να στεριώσει θέλει αδιάκοπη προσοχή και καλλιέργεια»[18]. Βέβαια ο Ρούφος, αντίπαλος των άκρων, ξέρει πως πρέπει να ξεφύγει από την υπερβολή του ορθολογισμού, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή: «Ναι», μας λέει, «η παράξενη διαλεκτική των ιστορικών πραγμάτων που μας απομάκρυνε από τη βαρβαρότητα του “Id” μας οδηγεί στην άλλη βαρβαρότητα ενός ξερού νοησιοκρατικού “υπερεγώ”. Ο αγώνας του Homo Sapiens, η απίθανη περιπέτειά του θα ’βρισκε άδοξο τέλος μέσα σε μιαν υπεροργανωμένη χρησιμοθηρική μυρμηγκοφωλιά»[19].

Πρόκειται για δύο άκρα, δύο εξτρεμισμούς, του αγροίκου και του υπερπολιτισμένου, που τείνουν διαρκώς να εκτοπίσουν εκείνον που επιχειρεί να διαβεί ανάμεσά τους. Γίνεται εδώ αντιληπτό ότι έχουμε φτάσει σε μια διερεύνηση των άκρων πολύ βαθύτερη από εκείνη που μας δίνει το απλό πολιτικό δίπολο αριστερά-δεξιά. «Ίσως τελικά ο πολιτισμός», καταλήγει ο Ρούφος, «στην ύψιστη “αντιεντροπική” του πραγμάτωση –τη δυνατότητα ελεύθερης, συνειδητής, δημιουργικής ζωής– να προϋποθέτει κάποιαν αριστοτέλεια “μεσότητα”: αφού ο Αλάριχος ελλοχεύει και στα δύο άκρα του φάσματος, με την προβιά του αναρχικού Κύκλωπα ή με την άσπρη μπλούζα του τεχνοκράτη, ο αγώνας εναντίον του είναι μια ακατάπαυστη σχοινοβασία που δεν απαιτεί μονάχα νηφάλια σκέψη, αλλά και “ποιητική”, ανθρωπιστική διαίσθηση»[20].

Όμως ο αντίπαλος των άκρων, ο οπαδός της μέσης οδού, δεν είναι διόλου μεσοβέζικος. Ο Ρούφος δεν θέλει τον νηφάλιο στοχαστή απόμακρο και απολιτικό. Αντίθετα, τον καλεί να είναι μαχητικός, όπως άλλωστε κι ο ίδιος contra Durrell, να είναι ένας δραστήριος αντίπαλος των ιδεολογιών και ιδεοληψιών. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που στο επόμενο σημαντικό δοκίμιό του –πάλι δημοσιευμένο στις Εποχές– με τίτλο Απολογία μιας «Παρακμής» (1966)[21] επιλέγει να μιλήσει για τη συμμετοχή των φιλοσόφων στους πολιτικούς αγώνες σε μια εποχή που θεωρείται κατ’ εξοχήν «απολιτική», την ελληνιστική. Είναι μια ιστορική περίοδος που τη γνωρίζει καλά ο Ρούφος, μετά από συστηματική μελέτη, καθώς προετοιμάζει το μυθιστόρημά του Οι Γραικύλοι (1967), όπου η θέση της παρακμάζουσας Αθήνας ανάμεσα σε δυο υπέρτερες δυνάμεις (τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το Βασίλειο του Μιθριδάτη στις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα) θυμίζει τη μεταπολεμική Ευρώπη που συνθλίβεται ανάμεσα στις υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.

Γενικά, διατρέχοντας την ιστορία από τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα  έως τους Μιθριδατικούς Πολέμους, ο Ρούφος ανασκευάζει τη συνήθη ερμηνεία περί παρακμής του ελληνικού κόσμου, με την έννοια της αδιαφορίας για τα κοινά, και, ιδιαίτερα στο τρίτο μέρος του δοκιμίου, που επιγράφεται «Στοχαστές και Ιδεολόγοι», αναδεικνύει την έντονη πολιτική δράση και την ανάμειξη στα κοινά πολλών πνευματικών ανθρώπων της εποχής. Περισσότερο απ’ όλους μοιάζει να τον συγκινεί ο «επαναστάτης» Βλόσσιος, Στωικός φιλόσοφος από την Κύμη, παιδαγωγός και σύμβουλος του Τιβέριου Γράκχου (163-133 π.Χ.) που επιχείρησε να πραγματοποιήσει μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση. Όταν ο Γράκχος δολοφονήθηκε από την αριστοκρατική μερίδα, ο Βλόσσιος συνελήφθη αλλά κατάφερε να διαφύγει στη Μικρά Ασία, φτάνοντας στο Βασίλειο της Περγάμου. Την ίδια εκείνη χρονιά (133 π.Χ.) πέθανε ο Άτταλος Φιλομήτωρ, ο λάτρης της Ρώμης στην οποία, ως γνωστόν, κληροδότησε το βασίλειό του. Όταν όμως η Ρώμη δέχτηκε το κληροδότημα, μας λέει ο Ρούφος, «αντιμετώπισε αμέσως μιαν εξέγερση: ο Αριστόνικος, νόθος γιος του Αττάλου, ξεσήκωσε φτωχούς και δούλους του βασιλείου σ’ έναν απελπισμένο αγώνα εναντίον της και ίδρυσε το δικό του κράτος –την Πόλη του Ήλιου– όπου όλοι ήταν ίσοι και ελεύθεροι. Το κίνημα είχε βαθιές ρίζες κι έδειξε απροσδόκητο δυναμισμό· τριών χρόνων εκστρατεία χρειάστηκαν οι λεγεώνες για να το καταστείλουν, με τη βοήθεια των ελληνικών πόλεων της περιοχής που τελικά προτίμησαν τη ρωμαϊκή κυριαρχία από την κοινωνική επανάσταση. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο Βλόσσιος στάθηκε στο πλευρό του Αριστονίκου· όταν πια τούτος αιχμαλωτίστηκε κι ο αγώνας φάνηκε χαμένος, ο φιλόσοφος αυτοκτόνησε πάνω στο πεδίο της μάχης»[22].

Η μορφή αυτή του πνευματικού ανθρώπου που μάχεται να καλυτερέψει τη μοίρα των ανθρώπων, αρχικά μέσα από τους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος της Ρώμης και, όταν αυτό καθίσταται αδύνατο, τότε πολεμώντας ενάντια στη Ρώμη, «πλάι στους άκληρους και καταφρονεμένους», μοιάζει να συγκινεί έντονα τον Ρούφο. Και περισσότερο από την πολιτική του Βλόσσιου είναι ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύτηκε που τον γοητεύει. Κι αυτό φαίνεται από τη φράση με την οποία ολοκληρώνει το δοκίμιο με μια έμμεση αναφορά στο φιλόσοφο της Κύμης: «Κι αν η δράση των πνευματικών ανθρώπων στάθηκε πολλές φορές μάταιη, τούτο δεν σημαίνει πως δεν ήταν αναγκαία. Άλλο η ματιά του ιστορικού που σταθμίζει μόνο χειροπιαστά αποτελέσματα, κι άλλο η προσωπική συνείδηση που απαιτεί υπεύθυνες αποφάσεις, και συχνά θυσίες, έστω και καταδικασμένες επειδή στο τέλος “οι Μήδοι θα διαβούνε”»[23].

Μέσα από την κριτική της συντηρητικής ιδεολογίας και του εξτρεμισμού των άκρων, μέσα από την έκκληση και το παράδειγμα της δραστηριοποίησης των πνευματικών ανθρώπων, ο Ρούφος βήμα βήμα χτίζει το πρότυπο ενός ενεργού πολίτη, νηφάλια σκεπτόμενου αλλά ταυτόχρονα μαχητικού, που η κοινωνία τον χρειάζεται επειγόντως καθώς, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η Ελλάδα γνωρίζει μια βαθιά πολιτική κρίση. Κι η ανάγκη για τέτοιους ενεργούς πολίτες γίνεται ακόμη πιο επιτακτική όταν πια, το 1967, οι Μήδοι όντως θα διαβούνε – με την επιβολή της δικτατορίας, της χούντας των συνταγματαρχών, της 21ης Απριλίου.

 

Απέναντι στη χούντα

Η πρώτη πράξη του Ρούφου είναι η αποχώρησή του από το διπλωματικό σώμα[24] – ενδεικτικό της ακεραιότητας και της πλήρους και αδιαπραγμάτευτης ρήξης με τους στασιαστές. Είναι τώρα η εποχή μια βαθύτερης ενδοσκόπησης, στα χρόνια της σιωπής, στα χρόνια της προληπτικής λογοκρισίας (1967-69) που επιβάλλει η χούντα, κατά τα οποία οι συγγραφείς όλοι, προερχόμενοι κι από τις δύο πλευρές του ρήγματος που είχε ανοίξει ο εμφύλιος, δεν δημοσιεύουν τίποτε. Είναι η εποχή μιας βαθύτερης αυτοκριτικής διάθεσης, ιδιαίτερα από εκείνους που προέρχονται από τη δεξιά μεριά του ρήγματος, καθώς από εκεί προέκυψε το έκτρωμα της χούντας – αλλά οπωσδήποτε και από κείνους που προέρχονται από την αριστερή, για το πώς φτάσαμε εδώ, σ’ αυτή την εκτροπή. Είναι άλλωστε τα χρόνια κατά τα οποία και τα δυο «στρατόπεδα» γράφουν λαμπρές σελίδες στο κεφάλαιο της ανελευθερίας: Πόλεμος στο Βιετνάμ, επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία.

Η δεύτερη πράξη του είναι η προσφορά, στο μέτρο που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του (που δεν είναι λίγες), του ενεργού πνευματικού ανθρώπου. Στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας που δεν δημοσιεύεται τίποτε στην Ελλάδα, ο Ρόδης Ρούφος δραστηριοποιείται στο εξωτερικό, επιδιώκοντας να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη, δημοσιεύοντας στα γαλλικά το rité sur la Grèce[25], που κυκλοφόρησε και σε αγγλική μετάφραση με τίτλο Inside the Colonels’ Greece[26], γράφοντας άρθρα και δίνοντας συνεντεύξεις. Λίγο αργότερα θα συμμετάσχει ενεργά στη δημιουργία και της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων, που θα αποτελέσει έναν από τους «επιταχυντές» της αντιδικτατορικής αντίστασης.

Αυτό το μείγμα του ανυστερόβουλου ιδεαλισμού και πεισματάρικου πραγματισμού, που γεννά κάτι άλλο από τα συνηθισμένα, είναι ίσως εκείνο που αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ρόδη Ρούφου. Κι αυτό μας φέρνει στην τρίτη, κι ίσως σημαντικότερη, πράξη του, τη συμβολή του στην έκδοση του ιστορικού, πλέον, τόμου των Δεκαοκτώ Κειμένων – που σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας νέας πολιτικής φάσης, η οποία προαναγγέλλει τη μεταπολίτευση.

Η ιστορία για το πώς σιγά-σιγά ενεργοποιείται μια διαδικασία σύγκλισης των δύο πλευρών στο χώρο των διανοουμένων στην Ελλάδα είναι αρκετά γνωστή, αν και όχι τόσο η σημαντική συμβολή του Ρούφου σ’ αυτή. Οπωσδήποτε, η ιστορική σύγκλιση των δύο πλευρών του εμφυλίου στο χώρο των διανοουμένων, που άνοιξε το δρόμο για μια ευρύτερη μεταπολιτευτική συμφιλίωση, ήταν αποτέλεσμα γενικότερων διεργασιών. Γιατί, προφανώς, είχαν ωριμάσει κάποιες συνθήκες που ωθούσαν κατά κει. Αλλά δεν ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσε να εκφραστεί αυτή η τάση, αν δεν υπήρχαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα δουλεύανε επίμονα προς μια τέτοια κατεύθυνση. Όμως, ακόμα κι αυτά τα πρόσωπα, κανείς δεν θα μπορούσε να μας εγγυηθεί ότι θα συμφωνούσαν τελικά επί του πρακτέου. Όπως το έχει σημειώσει και ο Τσίρκας: «Αν δεν ήταν τα δικά του χαρίσματα, που μας κρατούσαν ενωμένους κι όλο μεγάλωνε ο κύκλος μας, θα είχαμε σκορπίσει από την πρώτη ή τη δεύτερη δοκιμή»[27]. Το έχουν πει κι άλλοι, το έχει γράψει κι ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος: «αν δεν υπήρχε ο Ρόδης θα είχαμε γίνει σκορποχώρι»[28].

Την ίδια εποχή συγγράφει και το δοκίμιο Οι Περιφρονητές του Πλήθους που θα δημοσιευτεί το φθινόπωρο του 1971. Είναι ένα κείμενο που αναφέρεται στην ανάγκη ενεργοποίησης των πολιτών για την υπεράσπιση της δημοκρατίας από τους εχθρούς της, και θα μπορούσε να συνοψισθεί στη φράση:

Η δημοκρατία είναι το νηφάλιο πολίτευμα που ταιριάζει στους ψυχικά ενήλικους ανθρώπους, σ’ όσους δεν αποστρέφουν το πρόσωπο από την ευθύνη που συνεπάγονται η ελευθερία και η αυτονομία[29].

Είναι ενδιαφέρον ότι το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής εκείνων που επιβουλεύονται τη δημοκρατία, που τους ονομάζει «περιφρονητές του πλήθους» απευθύνεται στις ακραίες θέσεις που προέρχονται από το δυτικό στρατόπεδο (χωρίς να αγνοεί τους περιφρονητές του πλήθους στο ανατολικό), θέσεις που προέρχονται δηλαδή από τον λεγόμενο «ελεύθερο κόσμο», στον οποίο είχε αρχικά πιστέψει ο Ρούφος ως εκφραστή του αγώνα ενάντια στα άκρα, ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Τώρα μπορεί να τον χλευάσει ως ψευδεπίγραφο, και το κάνει τόσο στο διήγημα «Για την άμυνα του ελευθέρου κόσμου»[30] όσο και στο εμβληματικό «Ο Υποψήφιος», που δημοσιεύτηκε στον ιστορικό πλέον τόμο με τίτλο Δεκαοκτώ Κείμενα το 1970[31].

Όπως δεν είχε κανένα δισταγμό να αντιπαρατεθεί στον ομότεχνό του Βρετανό, τον πρώην σύμμαχο, όταν αναλάμβανε το ρόλο του αποικιοκράτη, έτσι και τώρα που βλέπει πως οι ΗΠΑ, στο όνομα της προάσπισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, σπέρνουν δικτατορίες σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τις καταγγείλει.

 

Απολογισμός και γραμμή ελευθερίας

Μετά από όλη αυτή τη διαδρομή, είχε έρθει η ώρα για μια γενική ανασκόπηση των τελευταίων τριάντα ετών, για τα όσα είχαν συμβεί και τα όσα είχε ο ίδιος κάνει σ’ αυτές τις τρεις ταραγμένες δεκαετίες. Η γενική αυτή ανασκόπηση ήρθε με τη μορφή της επανέκδοσης του Χρονικού μιας Σταυροφορίας. Με την ένδειξη «Νέα Έκδοση»[32] η τριλογία κυκλοφορεί σε έναν τόμο από τις εκδόσεις Κέδρος στις αρχές του 1972, με έναν σύντομο αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα πρόλογο.

Ο Πρόλογος στη νέα έκδοση του Χρονικού θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν το τελευταίο δοκίμιο του Ρόδη Ρούφου, όπου κρίνει το ίδιο του το έργο και τη στάση του με σπάνια ειλικρίνεια και θάρρος. Σημειώνει ότι ο Δίωνας (κι ο συγγραφέας μαζί του) σταδιακά ωριμάζει περνώντας από την αντιπαλότητα σε μια διάθεση συμφιλίωσης, φτάνοντας να «κρίνει πολλές φορές το παρελθόν εξίσου αυστηρά σχεδόν με τους παλιούς του αντιπάλους».

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι «προσχώρησε στη δική τους μονομέρεια», αλλά τον βοήθησε να διαμορφώσει «μια ορισμένη αντίληψη για την ελευθερία, τον αμοιβαίο ανθρώπινο σεβασμό, την πολιτική μετριοπάθεια και την αδέκαστη αντικειμενικότητα που μόνες ταιριάζουν σε δημοκρατικό δημόσιο βίο και μόνες μπορούν να τον στεριώσουν». Και προσθέτει: «Δεν χρειάζεται, κατά συνέπεια, να τονίσω άλλη μια φορά πόσο ξένοι μου είναι, από πολύν καιρό, οι φανατισμοί του πρώτου μέρους του Χρονικού[33]».

Έτσι ανακεφαλαιώνοντας, βλέπουμε ότι διανύθηκε ένας αρκετά μεγάλος δρόμος προς μια όλο και βαθύτερη επεξεργασία των ιδεών, μια όλο και βαθύτερη αυτογνωσία και θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι ήταν πολύτιμη η συνδρομή αυτής της ομάδας των νέων που περιγράφει στα πρώτα του μυθιστορήματα ο Ρόδης Ρούφος (την ίδια ομάδα που συναντάμε και στην Τειχομαχία του Θ. Δ. Φραγκόπουλου), γιατί κράτησε ζωντανή την αναζήτηση του ενδιάμεσου χώρου, μια αναζήτηση ειλικρινή που προϋπέθετε και το ενδεχόμενο μετατόπισης πάνω στο πολιτικό φάσμα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήταν μόνο το λογοτεχνικό του έργο ένα bildungsroman, μα ολόκληρη η ζωή του. Ο Ρόδης Ρούφος, ένας Wilhelm Meister σε ταραγμένες εποχές. Αναγνωρίζει τα δικά του σφάλματα, ξεπερνά τις δικές του πλάνες, συνομιλεί με αντιπάλους και μαθαίνει από αυτούς. Αυτό που ψάχνει είναι κάτι απλό, απλοϊκό, ίσως μπανάλ, ψάχνει να βρει τι είναι εκείνο που ενώνει τους «καλούς» ανθρώπους του κόσμου τούτου και ποιος είναι ο χώρος όπου μπορεί να επιτευχθεί η σύγκλισή τους.

Η προσπάθεια προσδιορισμού αυτού του ενδιάμεσου χώρου, μακριά από τους φανατισμούς των άκρων, όσο κι αν ακούγεται αυτό απλοϊκό από ανθρώπους που υποστηρίζουν τη νηφάλια κριτική σκέψη και, κυρίως, αναγνωρίζουν τα λάθη τους, τις δικές τους ακρότητες, προέκυπτε σαν μια ανάγκη για την κοινωνία και δεν τη συναντάμε μόνο από την πλευρά του συγγραφέα μας· είχε τεθεί σε κίνηση και από την άλλη πλευρά, κάτι που είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ορατό από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Αυτή η διπλή κίνηση, από δεξιά κι αριστερά, επιταχύνθηκε μπροστά στον κοινό εχθρό, τη χούντα των συνταγματαρχών το 1967 και, έπειτα από τρία χρόνια, γέννησε κάτι σημαντικό: τα Δεκαοκτώ Κείμενα, μια πράξη συμφιλίωσης πνευματικών ανθρώπων κι από τις δύο πλευρές του εμφυλίου – που αν σήμερα μοιάζει αυτονόητη, είναι γιατί αυτή η πράξη δημιούργησε το νέο, συμφιλιωτικό και ανεκτικό πλαίσιο που κράτησε ώς τις μέρες μας. Ήταν μια προσέγγιση για κοινή δράση κατά του ολοκληρωτισμού, μιας ενιαίας αντιδικτατορικής αντίστασης που εγκαινιάζει μια νέα εποχή, όχι μόνο στο χώρο των γραμμάτων, αλλά και της πολιτικής γενικότερα. Αυτό διέκρινε και ο Τσίρκας, αναφερόμενος στον Ρόδη Ρούφο και σ’ έναν άλλον, μάλλον ξεχασμένο κι αυτόν, σύγχρονό του συγγραφέα, τον Μάριο Χάκκα, που είχε πεθάνει επίσης πρόωρα, λίγους μήνες νωρίτερα: «Ξεκίνησε ο καθένας από αντίθετη όχθη, αλλά στην πορεία, η άκρα τιμιότητα και το ερευνητικό σας πνεύμα, βοήθησε να δείτε τα σφάλματα και τα στραβά του δικού σας στρατόπεδου ο καθένας, και με τα χρόνια, να φτάσετε σε μια σταθερή και νηφάλια αντιμετώπιση όλων εκείνων που μεθούν ρίχνοντας λάδι στις φωτιές και πλουτίζουν με τις σοδειές του διχασμού»[34].

Αυτή τη νέα εποχή, που ήταν καρπός εν μέρει και των δικών του προσπαθειών, ο Ρούφος δυστυχώς δεν θα την δει. Ο πρόωρος θάνατός του τον Οκτώβριο του 1972 θα του στερήσει αυτή τη χαρά.

 

Ο Αλάριχος μέσα μας

Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 1971, σαν να διαισθάνεται ότι έχει ολοκληρωθεί μια ιστορική φάση, πραγματοποιεί μια ανακεφαλαίωση αυτής της πορείας δημοσιεύοντας έναν συγκεντρωτικό τόμο των δοκιμίων του υπό τον γενικό τίτλο Οι Μεταμορφώσεις του Αλάριχου.

Επιλέγει, θαρρώ, αυτόν τον τίτλο όχι μόνο γιατί είναι ευφάνταστος, αλλά και γιατί το γενικό μοτίβο αυτού του δοκιμίου αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον πυρήνα της όλης προσέγγισης του Ρούφου, καθώς επιζητεί πρωτίστως την αυτοκριτική ματιά και τον συνεχή αγώνα για να νικήσουμε τον Αλάριχο μέσα μας [35].

Σήμερα, καθώς ο Αλάριχος ανασυντάσσει τις δυνάμεις του και δεν βρίσκεται απλά προ των πυλών, αλλά έχει προκαλέσει ρήγματα στα τείχη, αισθάνεται, ίσως, κανείς πως ο χρόνος δεν μας περισσεύει.

Όπως στην προτροπή του ποιητή προς την ντροπαλή ερωμένη του (που θέσαμε ως τίτλο σ’ αυτό το σημείωμα) να μη χασομεράει. Πρόκειται για δάνειο, από την προμετωπίδα του μνημειώδους έργου του σπουδαίου φιλολόγου Έριχ Άουερμπαχ (Erich Auerbach) με τίτλο Mimesis. Το έργο αυτό, που αποτελεί μια κιβωτό της ιστορίας της δυτικής λογοτεχνίας, ο Άουερμπαχ το συνέγραψε κυνηγημένος από έναν άλλο Αλάριχο, στα χρόνια του προηγούμενου πολέμου, από το 1942 ώς το 1945, στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς πρόσβαση σε βιβλιογραφικές πηγές. Σαν να ήθελε να διασώσει αυτή τη μεγάλη παράδοση, με όποιον τρόπο μπορούσε, χωρίς να ξέρει αν θα προφτάσει να ολοκληρώσει την προσπάθεια.

Τελικά, η συγγραφή ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1945, λίγες μέρες πριν από τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, και ο επίλογος του Άουερμπαχ κλείνει με αυτά τα λόγια που, νομίζω, ότι θα συνυπέγραφε κι ο Ρόδης Ρούφος:

Με το βιβλίο αυτό είπα όσα νομίζω ότι ο αναγνώστης θα ήθελε να του εξηγήσω. Δεν μένει τώρα τίποτε άλλο από να τον βρω – να βρω τον αναγνώστη, δηλαδή. Ελπίζω η μελέτη μου να φτάσει στους αναγνώστες της – τόσο στους φίλους μου από τα παλιά τα χρόνια, αν είναι ακόμη ζωντανοί, όσο και στους άλλους για τους οποίους προορίζεται. Κι ας συμβάλει ώστε να βρεθούν ξανά μαζί όλοι εκείνοι που κράτησαν μέσα τους ανέπαφη την αγάπη τους για τη δυτική μας ιστορία.

 

* Ελληνική απόδοση του εναρκτήριου στίχου του ποιήματος To his Coy Mistress (Προς την ντροπαλή ερωμένη του) του άγγλου ποιητή Andrew Marvell (1621-78): Had we but world enough and time.

[1] Κατά τον Πέτρο Μακρή-Στάικο ο Κίτσος Μαλτέζος οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ. Βλ. Π. Μακρής-Στάικος, Κίτσος Μαλτέζος, Ο αγαπημένος των θεών, Ωκεανίδα, 2000, σ. 141-142

[2] ΡΑΝ= Ρωμυλία-Αυλών-Νήσοι. Στον φοιτητικό χώρο τα μέλη της ΡΑΝ μετέχουν στον ΕΣΑΣ (Εθνικός Σύνδεσμος Ανωτάτων Σχολών). Βλ. σχετικά Π. Μακρή-Στάικου, Κίτσος Μαλτέζος, Ο αγαπημένος των θεών, ό.π., σ. 198 και 223-224

[3] Δ. Ραυτόπουλος, «Δύο μυθιστορήματα με την ίδια θέση», περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 8, Αύγουστος 1955, Αθήνα, σ. 164 (τώρα στον τόμο Δ. Ραυτόπουλος, Οι ιδέες και τα έργα, Αθήνα, Δίφρος, 1965, σελ. 289-296. Χαρακτηριστικό είναι ότι αυτό το τμήμα του βιβλίου έχει γενικό τίτλο «Η μαύρη πολιτική λογοτεχνία»).

[4]στο ίδιο σ. 168.

[5] Τάσος Βουρνάς, «Φαινόμενα διαλεκτικού εκλεκτικισμού», περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, ό.π. σ. 121.

[6] Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Χρονικό ταραχής και ιδεών», και «Συμπλήρωσις εντυπώσεων», εφημ. Η Καθημερινή, 28/10/1954 και 4/11/1954. Βλ. περιοδικό Κονδυλοφόρος, Τόμος 8/2009, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 300. Βλ. επίσης και Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Δίωνι Απιόντι, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1973, σ. 10.

[7] Βλ. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Κονδυλοφόρος, ό.π., σ. 304-310.

[8] Ρ. Ρούφος, «Η νεοελληνική συντηρητική ιδεολογία», στο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, Εστία, Αθήνα 2018, σ. 34

[9] Ρ. Ρούφος, «Η νεοελληνική συντηρητική ιδεολογία», στο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, ο.π. σ. 70

[10] Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Δίωνι Απιόντι, ο.π. σ. 12. Παρόμοια και ο Βάσος Βαρίκας [16.2.1961]: «Τα πρόσωπα αυτά [του Χρονικού] στο διάστημα του αγώνα της Αντίστασης πολλά έζησαν και πολλά έμαθαν, ώστε, όπως μας έδειξε ο συγγραφέας στο τρίτο μέρος της τριλογίας του, να απαλλαγούν από πολλές “πλάνες” και ενθουσιασμούς και να γνωρίσουν την πικρή γεύση της αμφιβολίας και του σκεπτικισμού». βλ. Β. Βαρίκας, Συγγραφείς και Κείμενα, Α’ 1961-1965, Ερμής, Αθήνα 1975, σ.23

[11] Lawrence Durrell, Bitter Lemons, Faber and Faber, London 1957. Στα ελληνικά: Λώρενς Ντάρρελ "Πικρολέμονα", μετάφραση Αιμίλιος Χουρμούζιος, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1959

[12] Ο εκδοτικός οίκος Heinemann στο Λονδίνο.

[13] «Οι Έλληνες λογοτέχνες μιλούν για το έργο τους: Ρόδης Ρούφος», στη στήλη «Η Λογοτεχνία μας», εφ. Ανένδοτος, αναφ. στο Α.Π. Μπαζούκης, Ρόδης Ρούφος, ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας, Επίκεντρο, Αθήνα 2021, σ. 197. Και σε άλλη σελίδα του ανά χείρας τεύχους.

[14] OAS= Organisation de l'armée secrète [Οργάνωση του Μυστικού Στρατού]

[15] τχ. 1, Μάιος 1963, σ. 17-22

[16] Ρ. Ρούφος, «Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου», στο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, ό.π. σ. 101.

[17] στο ίδιο, σ. 101.

[18] στο ίδιο, σ. 102.

[19] στο ίδιο σ. 106.

[20] στο ίδιο, σ. 106.

[21] Περιοδικό Εποχές τχ. 42. Οκτώβριος 1966, σ. 299-305. Βλ. και Ρ. Ρούφος, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, ό.π. σ. 129-193.

[22] Ρ. Ρούφος, «Απολογία μιας παρακμής», στο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, ό.π. σ. 183.

[23] στο ίδιο, σ. 192.

[24] Όπως σημειώνει στο σύντομο βιογραφικό σημείωμα στην επανέκδοση του Χρονικού το 1972: «αρνήθηκε να υπηρετήσει μετά τον Απρίλιο του 1967 και απολύθηκε».

[25] Lausanne, La Cité, 1970. Στη θέση του ονόματος του συγγραφέα εμφανίζονται μόνο τρεις αστερίσκοι (***).

[26] Η μετάφραση ήταν του Richard Clogg, ο οποίος έγραψε και εκτενή εισαγωγή. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1972 από τον οίκο Chatto & Windus του Λονδίνου. Ο συγγραφέας εδώ χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Αθηναίος (Athenian).

[27] Στ. Τσίρκας, Στήλη, ό.π. Ρόδης Ρούφος †12 Οκτωβρίου 1972, αδημοσίευτο δακτυλόγραφο Στρατή Τσίρκα με ημερομηνία 24/7/1975, σελ. 1 [Αρχείο Τσίρκα, ΕΛΙΑ]. Ο Τσίρκας είχε συγγράψει μία «Στήλη» για τον Χάκκα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συνέχεια τχ. 2, Απρίλιος 1973 σσ. 53-58. Η «Στήλη» για τον Ρόδη Ρούφο δημοσιεύεται στο παρόν αφιέρωμα του BooksJournal για πρώτη φορά.

[28] Θ. Δ. Φραγκόπουλος, «Το Ημερολόγιο των Δεκαοκτώ κειμένων», στο Δίαυλοι, Δοκίμια, Διογένης, Αθήνα 1974, σ. 191

[29] Ρ. Ρούφος, «Οι περιφρονητές του πλήθους», στο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, ό.π., σ. 253.

[30] Ρ. Ρούφος, Επιλογή, Λογοτεχνικά Κείμενα, Κέδρος 1973, σ. 291-307.

[31] Δεκαοκτώ Κείμενα, Αθήνα, Κέδρος 1970, επανέκδοση 1994.

[32] Επειδή περιλάμβανε λίγες μικρές τροποποιήσεις, ή όπως σημειώνει ο Ρούφος «λίγες συντομεύσεις και φραστικές διορθώσεις». [Ακολούθησε 3η έκδοση από την Ωκεανίδα, 2004, και η 4η από την Εστία 2015].

[33] Ρ. Ρούφος, Χρονικό μιας Σταυροφορίας, Νέα Έκδοση, Κέδρος, Αθήνα 1972, σ. 10 [σελ. 12 της τέταρτης έκδοσης, Εστία 2015].

[34] Στ. Τσίρκας, Στήλη, ό.π.

[35] Είναι ενδιαφέρον ότι η προτροπή αυτή αντηχεί στην Ευρώπη εκείνο τον καιρό. Τo 1977, στον Πρόλογό του στην αγγλική μετάφραση του έργου Αντι-Οιδίπους των Ντελέζ και Γκουαταρί [γαλλική έκδοση 1972], ο Μισέλ Φουκό καλούσε να καταπολεμήσουμε τον «φασισμό που βρίσκεται μέσα μας, στο κεφάλι μας, στην καθημερινή μας συμπεριφορά, τον φασισμό που μας κάνει να λατρεύουμε την εξουσία, να ποθούμε ακριβώς εκείνο που μας δυναστεύει και μας εκμεταλλεύεται». Βλ. M. Foucault, Preface, στο G. Deleuze & F. Guattari, Anti-Oedipus, Capitalism and Schizophrenia, Athlone Press, London 1984 [1977], σ. xiii.

Μίλτος Φραγκόπουλος

Ιστορικός τέχνης, μεταφραστής, συγγραφέας. Μέλος της διεύθυνσης της Σχολής Βακαλό, Art History Fellow του Πανεπιστημίου του Ντέρμπι. Βιβλία του: τα μυθιστορήματα Πορτ Μπου (1996) και Η Πέτρα (1986), το χρονικό Να υπομένεις και να αντέχεις (1993 – επανεκδόθηκε το 2013), το δοκίμιο Το εργαστήρι του μεταφραστή (2003) και τη μικρή ποιητική ανθολογία Άγνωστες γλώσσες. Μικρή ποιητική εκλογή (2009).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.