Η 1η Σεπτεμβρίου 1940 έπεφτε Κυριακή. Ημέρα αξιομνημόνευτη αφού ακριβώς ένα χρόνο πρωτύτερα τα στρατεύματα του Χίτλερ έμπαιναν στην Πολωνία, ξεκινώντας ό,τι αργότερα θα αποκληθεί Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Είχε προηγηθεί κατά μία εβδομάδα η υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροφ-Μολότωφ. Πατώντας στην ίδια αυτή γερμανοσοβιετική συνεννόηση, στις 17 Σεπτεμβρίου, οι δυνάμεις του Στάλιν θα εισβάλουν με τη σειρά τους στην Πολωνία. Η χώρα θα διαμελιστεί μεταξύ των δύο ανόμοιων συμμάχων και το μεγαλύτερο μέρος της θα προσαρτηθεί εκατέρωθεν: «η όψη της Πολωνίας άλλαζε σχήμα σα μελανιά που την πίνει το στουπόχαρτο», θα γράψει ο Γιώργος Σεφέρης σ’ ένα ποίημά του γραμμένο τον Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς.
Και για την Ελλάδα, όμως, ο Σεπτέμβρης του 1940 θα μπει χωρίς ψευδαισθήσεις. Δυο εβδομάδες πριν, οι Ιταλοί είχαν τορπιλίσει την Έλλη στην Τήνο ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο. Ο πόλεμος ήταν μπροστά, όλοι το έβλεπαν. Όταν λοιπόν ο Νίκος Καζαντζάκης τη μέρα εκείνη, 1η Σεπτεμβρίου 1940, δημοσιεύει στη Νέα Εστία ένα πυκνό δισέλιδο που το τιτλοφορεί «Κουβέντα μ’ ένα νέο», όπου συζητά την ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων εμπρός στις ιστορικές συνθήκες, έχει κατά νου μια συγκυρία πολύ συγκεκριμένη, μια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση. Με τα δικά του λόγια: «το σύχρονο χάος».
Και είναι η ίδια αυτή περιρρέουσα ατμόσφαιρα που κανοναρχεί και το κείμενο που αυθημερόν συντάσσει, για να του απαντήσει, ο Σεφέρης.
Διάβασα στη σημερινή Ν. Εστία με προσοχή και με λαχτάρα το άρθρο σας: Μια κουβέντα μ’ ένα νέο. Το διάβασα, όπως διάβασα πριν ένα μήνα το άρθρο του κ. Σικελιανού: Ποιο το δράμα της Γαλλίας… Το άρθρο του κ. Σικελιανού μ’ απέλπισε, το δικό σας ‒
Η απάντηση (σχέδιο επιστολής την αποκαλεί ο Σεφέρης) δεν θα δημοσιευθεί ποτέ. Την επομένη, 2/9/1940, ο συντάκτης της θα σημειώσει: «ένα γράμμα που φυσικά δε θα στείλω, ούτε και θα δημοσιέψω». Όμως θα την περιλάβει αυτούσια στο ημερολόγιό του, στην εγγραφή της προηγούμενης ημέρας.
Ο «διάλογος» αυτός του Σεφέρη με τον Καζαντζάκη παρότι ματαιωμένος και κρυφός ώς το 1977, χρονιά που τυπώθηκαν οι Μέρες Γ΄, είναι ουσιώδης. Φωτίζει τη στάση του πρώτου απέναντι στον δεύτερο με τρόπο πολύ πιο ουσιώδη από όλες τις παρεμπίπτουσες και δηκτικές αναφορές που κατά καιρούς κάνει στο έργο και το πρόσωπό του. Υπογραμμίζω τη λέξη «δηκτικές», γιατί κάθε σχεδόν μνεία του Σεφέρη στον Καζαντζάκη που έφτασε ώς εμάς ευθέως ή εμμέσως, είναι επικριτική ή και απερίστροφα επιθετική.
Στις ιδιωτικές του εκδηλώσεις, ο Σεφέρης γενικά, όπως ξέρουμε, δεν φοβάται τους αρνητικούς, τους οξείς χαρακτηρισμούς είτε πρόσωπα της πολιτικής είτε της λογοτεχνίας σχολιάζει. Οι Μέρες είναι γεμάτες από τέτοιους. Όμως, με τον Καζαντζάκη το πράγμα φτάνει ίσως στην κορύφωσή του. Όταν προπολεμικά δανείζεται από τον Ι. Κακριδή την ογκώδη Οδύσσεια αποφαίνεται όλο νόημα ότι ποτέ δεν φανταζόταν την ποίηση «τόσο βαριά». Σχολιάζοντας τον Δάντη κάποια χρόνια αργότερα, αποκαλεί τον Καζαντζάκη μεταφραστή «εκπληκτικό σε ταχύτητα». Στις 21 Μαρτίου 1965 θα γράψει στις Μέρες, στον Θ' τόμο τους, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Χτες είδαμε το Ζορμπά, το φιλμ του Κακογιάννη - Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής […]. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζ., που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος. […] Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δε βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσό μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες. Μας αρέσει. Δεν έχουμε δύναμη ν’ αντιδράσουμε.
«Θεατρικές τυμπανοκρουσίες» όπου «εντρυφούν» οι «χαζοί» είχε αποκαλέσει στην εγγραφή της 2ας Σεπτεμβρίου 1940 και το κείμενο του Καζαντζάκη στη Νέα Εστία. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια σταθερά, μια στάση αδιαφοροποίητη μέσα σε μια τριακονταετία. Ο Ρόντρικ Μπήτον, που ασχολήθηκε με το έργο και των δυο τους, άρα κάτι έχει να πει και για τις σχέσεις τους, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή το 2011 τους αποκάλεσε «αντίθετους πόλους»· «ο Σεφέρης δεν τον χώνευε καθόλου», πρόσθετε εκεί και παρέθετε ένα «αστείο», όπως το χαρακτήριζε, περιστατικό:
Ο μεταφραστής του Καζαντζάκη, ο Πήτερ Μπην, συνάντησε τον Σεφέρη σε ένα ταξίδι του τελευταίου στην Αμερική, επί χούντας. Όταν ο Μπην του είπε ότι έχει μεταφράσει Καζαντζάκη, ο Σεφέρης έγινε έξαλλος: «Μα τι είναι πια αυτός ο Καζαντζάκης; Ένας τιποτένιος είναι».
Παρά τα φαινόμενα, η απορριπτική στάση (η αποστροφή, για την ακρίβεια) του Σεφέρη απέναντι στον Νίκο Καζαντζάκη, δεν είναι θέμα από τα «πιπεράτα», όπως θα νόμιζαν κάποιοι, κοινού και μικρόψυχου ανταγωνισμού δηλαδή μεταξύ ανταγωνιστών ομοτέχνων. Πίσω της κρύβεται μια αντιπαράθεση βαθιά κοσμοθεωρητική, πολιτική και ηθική των δύο. Κι ακόμη βαθύτερα ίσως, η ιδιοσυγκρασιακή τους αντίθεση που αποτυπώνεται στις ασύμπτωτες τοποθετήσεις τους ως προς τη στάση των ανθρώπων της γραφής και του λόγου εμπρός στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Με την έννοια αυτή, ο «διάλογός» τους είναι μοναδικός στη γραμματεία μας. Φτάνει να ανασυγκροτηθεί πάνω στη σωστή του βάση: τα πολύτιμα κείμενα του Σεπτέμβρη του 1940.
Η δράση και το πνεύμα
Το άρθρο του Καζαντζάκη έχει αδρή δομή. Ξεκινά δογματίζοντας: Εμπρός στην ακραία πολιτική πόλωση της εποχής ο άνθρωπος «ο ζωντανός» οφείλει να κάνει μια ξεκάθαρη επιλογή. Να πάει δεξιά ή αριστερά, γνωρίζοντας καλά ότι αυτό σημαίνει ενδεχομένως συστράτευση με τη βαρβαρότητα. Η μέση οδός, αυτή της καταλλαγής που ονειρεύονται οι «αγαθές φιλειρηνικές ψυχές που δεν μπορούν να ανεχθούν το αίμα, την αδικία και τη συφορά», είναι φραγμένη, είναι μια χίμαιρα κάποιων διανοουμένων, που δεν είναι φτιαγμένοι να αντέξουν στις νέες συνθήκες. Όμως ο πραγματικός άνθρωπος του πνεύματος, συνεχίζει ο αρθρογράφος, οφείλει να πάρει τη θέση του μέσα στην κοσμογονία και την κοσμοχαλασιά.
Η επόμενη παράγραφος θα μπορούσε να είναι αντιγραμμένη από το Μανιφέστο του Φουτουρισμού του Μαρινέττι:
Μπήκαμε σε περίοδο που θα βαστάξει ίσως μια διακοσαριά χρόνια κι όπου ο πόλεμος θα διαδέχεται απανωτά την ένοπλη ειρήνη. Οι αξίες θα μετατοπιστούν, παμπάλαιες αρετές που ατρόφησαν με τον πολιτισμό, θ’ αναδειχτούν πάλι: η ηρωολατρεία, η δαιμονική δράση, η παράφορη λαχτάρα του κιντύνου.
Την εποχή, συνεχίζει ο συγγραφέας, διέπουν άλλες δυνάμεις, όχι στεγνά διανοητικές, αλλά ζωικές, σαρκικές, που, ας τις περιφρονούν οι «ντελικάτοι ξεθυμασμένοι διανοούμενοι», αυτές πάντοτε ανανέωσαν τη γη.
Το κείμενο του Καζαντζάκη θα μπορούσε και να σταματά εδώ. Η συνέχειά του, τα τρία τέταρτα της συνολικής του έκτασης, δεν είναι παρά μια παρωδία αυτών ακριβώς των «ντελικάτων ξεθυμασμένων διανοουμένων», μια γελοιογράφησή τους στην ουσία. Ο συγγραφέας μιλάει για έναν νέο ποιητή που γνώρισε έναν χρόνο πριν, όταν ξέσπασε δηλαδή ο πόλεμος, στο Λονδίνο. Και περιγράφοντάς τον δεν φείδεται μειωτικών, απαξιωτικών χαρακτηρισμών:
Νόμιζε πως είμαστε από το ίδιο σινάφι. Κι ακόμα νόμιζε πως χάθηκε η γης γιατί τού 'φυγε η ερωμένη του. Μια γυναίκα. Ή μια ιδέα που πίστευε. Ή μια ελπίδα που είχε στηρίξει απάνω της, ο ηλίθιος, τη ζωή του. […]
Θυμήθηκα, του είπα, σαν ήμουν μικρό παιδί στην Κρήτη, ένα αγαθό γλυκομίλητο γεροντάκι που έβγαινε πάντα μ’ ένα μποξά, πράσινο με κόκκινα καρέ. Γερο-μουσικός, έδινε μαθήματα κιθάρας, λιγνός, αρρωστιάρης και φορούσε φαρδιά παπούτσια με λάστιχο. Τον έλεγαν Μυρταίο. Έτσι που περπατούσε τουρτουρίζοντας χειμώνα καλοκαίρι, ανάμεσα από τις αγριοφωνάρες της αγοράς, ήταν κωμικός και συμπαθέστατος. Οι Κρητικοί τον αγαπούσαν και τον κορόιδευαν. Κρατούσε πάντα ένα μακρύ βιβλίο στην αμασκάλη του κι από τότε οι παζαρίτες κάθε διανοούμενο τον έλεγαν Μυρταίο. Άμα έβλεπαν κανένα νέο να σκύβει σε κιτάπια και να μην παίζει, να μη γελάει, να μην κυνηγάει κοριτσόπουλα, τον άρχιζαν την πρόγγα: «Ε, κακομοίρη Μυρταίο!» του φώναζαν.
Τέτοιοι, Μυρταίοι, μου φαίνουνται όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι της εποχής μας.
Απέναντι σ’ αυτές τις θέσεις του Καζαντζάκη, που τις ξέρουμε βέβαια και από άλλα του κείμενα και είναι σταθερές στη σκέψη του, η απάντηση του Σεφέρη είναι πολύ λιγότερο συστηματική στο ξεδίπλωμά της. Θυμίζει τις απαντήσεις του στο διάλογο με τον Τσάτσο: γεμάτη ευρηματικές διατυπώσεις και αντιπαραδείγματα, κερδίζει τον αναγνώστη, χωρίς όμως να είναι τόσο κοφτή και ευσύνοπτη όσο οι θέσεις που αποκρούει. Πλαγιοκοπώντας περισσότερο, ο επιστολογράφος αναζητά ευάλωτα σημεία στο κείμενο του αντιδίκου του, και προσπαθεί να φέρει στο φως τις εσωτερικές αντιφάσεις του.
Έτσι την προτροπή του Καζαντζάκη προς τον ζωντανό άνθρωπο του καιρού του να πάει δεξιά ή αριστερά, ο Σεφέρης την αντικρούει επικαλούμενος… τον ίδιο τον Καζαντζάκη:
Ο σύγχρονος άνθρωπος, λέτε, πρέπει να πάει, αν είναι ζωντανός, δεξιά ή αριστερά. Στη μέση οι πεθαμένοι. Έξοχα. Συλλογίζομαι ωστόσο τις προλογικές γραμμές, πριν χρόνια, της Ασκητικής σας. «Η ασκητική τούτη ας θεωρηθεί η πρώτη λυρική απόπειρα, η πρώτη κραυγή του μετακομμουνιστικού Πιστεύω.» Δε μου φαίνεται να έχετε αλλάξει από τότε και γι’ αυτό αναρωτιέμαι: το Πιστεύω εκείνο δεν ήτανε τάχα μια προσπάθεια να μην πάει κανείς μήτε δεξιά, μήτε αριστερά, να μην πάει ορθόδοξα; Μια σωστή προσπάθεια;
Η συνέχεια είναι ανάλογη. Ο Σεφέρης αμφισβητεί το γενικό σχήμα του Καζαντζάκη που δίνει το πρωτείο στη δράση και περιφρονεί την εσωστρέφεια του πνεύματος και των θεραπόντων του. Θυμίζει στον συνομιλητή του το παράδειγμα του Μαγιακόφσκι, ενός ανθρώπου που όντως έγραφε ποιήματα στο ρυθμό της σειρήνας και του αεροπλάνου, όπως το απαιτεί ο Καζαντζάκης, που όντως στρατεύθηκε ψυχή τε και σώματι σε μια παράταξη, την Αριστερά, αλλά κατέληξε στο αδιέξοδο και την αυτοκτονία για λόγους ερωτικούς. Αμφισβητεί το αίτημα του Καζαντζάκη για μια ποίηση ικανή να πλάσει ανθρώπινους τύπους «προφητικά μελλοντικούς». Τέτοιοι, αποφαίνεται, δογματίζοντας κι αυτός με τη σειρά του, «είναι αδύνατο να υπάρξουν, όπως ποτέ δεν υπήρξαν για τέτοιες δουλειές». Και καταλήγει υποδεικνύοντας στον Καζαντζάκη ότι με το κείμενό του ουσιαστικά αποφεύγει το ερώτημα που θέτει, δεν το απαντά.
Το χρέος του ανθρώπου του πνεύματος δεν το βρήκα στα γραφόμενά σας. Θα έλεγα, με κίνδυνο να καταφρονεθώ για τη μετριότητά μου, πως είναι ν’ αγωνιστεί, όπου μπορεί και όσο μπορεί, να σώσει την κιβωτό που άλλοι του δώσανε να φυλάξει· κι αν είναι να πεθάνει, να πεθάνει σαν άνθρωπος πνευματικός.
Αλλά ξανακοιτάζω μια μικρή σας φράση που δεν την είχα προσέξει με την πρώτη. «Δύσκολο σήμερα να μπορέσω να πω τη γνώμη που μου ζητάτε». Φαντάζομαι πως αυτή η φρασούλα σκεπάζει σελίδες αποσιωπητικά και ρωτιέμαι: Μια απόκριση που δεν λέει όλη την αλήθεια είναι άραγε η αλήθεια; Και όταν δεν μπορεί να πει την αλήθεια, δεν είναι χρέος του πνευματικού ανθρώπου να σωπαίνει;
Το αίτημα μιας νέας επικής ποίησης
Έδωσα το γενικό περίγραμμα των διαμειφθέντων. Τώρα, ο ειδικευμένος αναγνώστης, ο εξοικειωμένος με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, μπορεί ασφαλώς να τα εντάξει στο πλαίσιο των ιδεών της. Οι απόψεις του Καζαντζάκη, για να δανειστώ την έκφραση από το πρόσφατο θαυμάσιο βιβλίο του Παντελή Βουτουρή, είναι ιδέες της σκληρότητας. Απώτερη αφετηρία τους έχουν τον Νίτσε. Το αίτημα της προάσπισης του πνεύματος από τη βαρβαρότητα, λέει αυτός ο τρόπος σκέψης, δεν έχει νόημα. Πρώτα απ’ όλα διότι όπως ήδη είπε ο συγγραφέας του Ζαρατούστρα «μόνον οι βάρβαροι μπορούν ν’ αμυνθούν»: κάθε πνεύμα αμυνόμενο απέναντι στη βία και την αδικία κατ’ ανάγκην εκβαρβαρώνεται. Ύστερα, διότι η εκβαρβάρωση αυτή είναι σε τελική ανάλυση επιθυμητή, αναγκαία. Η βαρβαρότητα, όπως την εκφράζουν τα πολιτικά άκρα της εποχής, δεν είναι παρά απάντηση στον μαρασμό και την απονεύρωση του δυτικού πολιτισμού, απαραίτητη ανανέωσή του, έστω και μέσα από τη φρίκη. Τέλος, επειδή έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι του πνεύματος της εποχής που κραδαίνουν το λάβαρο της ανθρωπιάς και της ειρήνης είναι κοινωνικά ασήμαντοι. Δέσμιοι ενός ξέπνοου παθητικού αισθητισμού, ανίκανοι να αποτυπώσουν τις νέες επικές συνθήκες που ανατέλλουν στον ιστορικό ορίζοντα, δεν εκφράζουν παρά είτε την αποσύνθεση του άρρωστου παρόντος είτε τη νοσταλγία τους για κάποιο εξιδανικευμένο παρελθόν. Οι νέοι τούς αποφεύγουν, όπως αποφεύγουν γενικά και το πνεύμα και τον πολιτισμό τους. Προτιμούν τη δράση και τις άλογες δυνάμεις που εκείνη αποδεσμεύει.
Απέναντι στις θέσεις αυτές, η στάση του Σεφέρη είναι εκείνη ενός εκπροσώπου του κλασσικού ουμανισμού. Οι ιδέες του, για να μνημονεύσω και πάλι τον Βουτουρή, είναι ιδέες της καλοσύνης. Ο ουμανισμός, θυμίζω, θεωρεί ότι ο άνθρωπος του πνεύματος, ο δημιουργός ως καλλιεργημένο άτομο διαφέρει. Με το παράδειγμά του εκπολιτίζει, εξημερώνει τα άγρια ένστικτα, γίνεται αντίβαρο στη ροπή προς τη βαρβαρότητα έστω κι όταν η αντίστασή του λόγω της υλικής αδυναμίας του δεν πάει πέρα από το συμβολισμό μιας χειρονομίας. Ο άνθρωπος του πνεύματος, όσο παραγνωρισμένος και απομονωμένος κι αν είναι, περισώζει μια κιβωτό. Ύπατο σύμμαχό του δεν έχει τα τυφλά ορμέμφυτα που συμπαρασύρουν τη μάζα, αλλά τη Δίκη, την κοσμική δικαιοσύνη που ζυγίζει κάθε μας πράξη, που επιβραβεύει την ανθρωπιά και τιμωρεί την ύβρη. Τις παραδοχές αυτές της ουμανιστικής σκέψης, παρότι πουθενά δεν αναπτύσσονται συστηματικά (είπαμε, ο Σεφέρης είναι εκφραστικός, όχι αναλυτικός στοχαστής) τις συναντούμε σ’ όλο το σεφερικό έργο. Δικαιούμαστε συνεπώς να τις δούμε ως το ηθικό και φιλοσοφικό του θεμέλιο.
Είναι αλήθεια ότι οι ιδέες του Καζαντζάκη σήμερα, εποχή αποθέωσης του δικαιωματισμού (ο οποίος δεν είναι παρά μια παραφυάδα του κλασικού ατομοκεντρικού ουμανισμού οδηγημένη στην ακρότητα), ίσως ξενίζουν. Την εποχή τους όμως δεν ήταν. Ενέπνευσαν όχι μόνο φιλοσόφους αλλά και καλλιτεχνικά κινήματα ολόκληρα: τον φουτουρισμό, τον υπερρεαλισμό, τον εξπρεσσιονισμό, που πολλές φορές στα μανιφέστα και τα ιδρυτικά τους κείμενα ερωτοτροπούν με την ιδέα της καθαρτήριας, λυτρωτικής βίας. Η ιδέα της κόπωσης του πολιτισμού που αναζητά την αναβάπτισή του στους βαρβάρους είναι μοτίβο σταθερό του 20ού αιώνα και της λογοτεχνίας του ώς τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη κι ένας οπαδός των ιδεών της καλοσύνης, όπως ο Καβάφης, την επικαλείται όπως ξέρουμε, στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους».
Αλλά και με το αίτημά του για μια ποίηση επική, ακόμη και με τη γελοιογράφηση του μαλθακού και αποκαρδιωμένου διανοουμένου που αποπειράται, ο Καζαντζάκης δεν είναι διόλου μόνος. Τα ίδια ακριβώς αιτήματα, θέτει είκοσι χρόνια πριν, θυμίζω ο Έζρα Πάουντ. Ιδού πώς περιγράφει έναν ήσσονα ποιητή του καιρού του:
Πλάι σ’ εμβρύων μούμιες και σε οστών προθήκες
τον βρήκα τον μεσιέ Βερόγκ, ύστατη κλήρα
των προεστώτων του Στρασβούργου,
συντάκτη καταλόγων τρομερό, τελειοθήρα.
Αν ο Μυρταίος του Καζαντζάκη στον Πάουντ ονομάζεται μεσιέ Βερόγκ, ο νεαρός ποιητής που συνάντησε ο πρώτος στο Λονδίνο θα μπορούσε να είναι ο Χιου Σέλγουην Μώμπερλυ. Όλοι τους έχουν χάσει την επαφή με το σφυγμό της εποχής τους, είναι παραδομένοι στη μικρολογία και την εκκεντρική ασημαντότητα, πολύ μακριά από την πραγματικότητα.
Τα δέκα ετούτα χρόνια τά ’χασε ο Βερόγκ,
απ’ τους ανθρώπους του καιρού του ξεκομμένος,
αγνοημένος απ’ τους νεαρούς,
καθό ονειροπαρμένος.
Το αίτημα για μια αντίδραση σ’ αυτήν την κατάσταση, για μια καινούργια επική ποίηση που θα ανατρέψει τον στείρο αισθητισμό, στον μεν Καζαντζάκη όπως ξέρουμε θα λάβει τη μορφή της Οδύσσειας. Τον δε Πάουντ θα τον οδηγήσει στα Κάντος.
Σύγκρουση ιδεών και ιδιοσυγκρασιών
Εκτός όμως από μια σύγκρουση ιδεών, έχουμε εδώ να κάνουμε, είναι πρόδηλο, και με μια σύγκρουση ιδιοσυγκρασιών. Ο Σεφέρης αντιπαθεί τον Καζαντζάκη και η αντιπάθειά του αυτή τον οδηγεί όχι μόνο στη (θεμιτή) προσπάθεια να απαξιώσει τις ιδέες του, αλλά και στην απαξίωση του ίδιου του ανθρώπου, σε επικρίσεις ad hominem. Έτσι στο μέρος των σημειώσεών του που δεν προορίζονταν άμεσα για την δημοσιότητα, αλλά ασφαλώς ο συγγραφέας τους γνώριζε ότι κάποια στιγμή θα έβγαιναν στο φως, τον κατηγορεί για ματαιοδοξία, κενότητα και θεατρινισμό. «Όπως έκανε θέατρο τον Οδυσσέα, το μάταιο θέατρο μια αφηρημένης σκέψης, έτσι τώρα κάνει θέατρο και τον πόλεμο, χωρίς διάκριση και χωρίς σέβας», σημειώνει στις 2/9/1940 στο ημερολόγιό του.
Από μια μεριά, αυτές οι καταδικαστικές γραμμές είναι φαινόμενο τυπικό. Απέναντι στον Καζαντζάκη, ο Σεφέρης κάνει το σύνηθες λάθος που κάνουν οι χαμηλόφωνοι, εσωστρεφείς χαρακτήρες απέναντι στους μεγαλόφωνους και τους εξωστρεφείς. Θεωρούν ψεύδος, υποκρισία ό,τι ξεπερνά το ανεκτό στ’ αυτιά τους ύψος φωνής. Δεν κατανοούν το δηλωτικό, εκφωνούμενο πάθος, γιατί η δική τους ιδιοσυγκρασία τούς ωθεί να πιστέψουν ότι μόνο το συγκρατημένο, εσωτερικό πάθος είναι γνήσιο. Δεν κατανοούν αυτό που είπε λ.χ. ο Καραντώνης για τον Βαλαωρίτη, ότι και ο στόμφος του ακόμη ήταν η φυσική, ειλικρινής του φωνή.
Έτσι, εύκολα καταφεύγουν σε μομφές για θεατρινισμούς ή, όπως ακούσαμε, «τυμπανοκρουσίες». Ο Σεφέρης έχει ξανακάνει αυτό το λάθος. Μόλις δυο μέρες νωρίτερα, στις 31 Αυγούστου 1940, γράφει στο ημερολόγιό του για ένα ποίημα του Άγγελου Σικελιανού που είχε διαβάσει μέσω του Γιώργου Κατσίμπαλη:
το χειρόγραφο σε κολοσσιαίο σχήμα, γραμμένο με το μολύβι, γράμματα χοντρά σαν κατσαρίδες. Το διάβασα μια φορά μόνο. Μου φάνηκε απέραντο, σπρωγμένο για να πει κάτι με το στανιό· μια περιγραφή που δεν είναι κακή στη μέση. Αλλά για όνομα θεού, αυτός ο λυρισμός γορίλα, στο τέλος, που θέλει όλα να τα καταβροχθίσει.
Αξίζει κανείς να αντιπαραβάλει σ’ αυτή την κοφτή απορριπτικότητα την περιγραφή του Σικελιανού που μας δίνει ο Ελύτης, και η οποία είναι γραμμένη λες επί τούτου για να αναιρέσει τις μομφές του Σεφέρη. Ο Ελύτης περιγράφει μια απροειδοποίητη επίσκεψή του στον Σικελιανό το καλοκαίρι του 1946.
Ήταν ένα καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την απελευθέρωση. Έμενε στην Κηφισιά, τότε, σ’ ένα μεγάλο παλιό σπίτι με ψηλοτάβανα κι αερικά δωμάτια […] Δεν πήρε κανείς είδηση όταν πέρασα την καγκελένια πόρτα του περιβολιού. Η γυναίκα του έλειπε κι υπηρεσία δεν υπήρχε. Βρήκα και τη μέσα πόρτα ορθάνοιχτη. Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός, όρθιος, ξιπόλητος, με ένα μακρύ λευκό νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε μπρος απ’ το ανοιχτό παράθυρο και το καμάρωνε στο φως. Νά τος. Αυτός ήταν. […] Αυτός ήταν που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει επάνω σε μια στιγμή που ο θεατής δεν υπήρχε, και όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη στη θεϊκή του απλότητα.
Το 1940 ο Σεφέρης δεν γνωρίζει ακόμη καλά τον Σικελιανό και η ιδιοσυγκρασία του τον σπρώχνει να τον θεωρήσει, όπως και τον Καζαντζάκη, ψεύτικο, μεγαλομανή, θεατρίνο. Στη διάρκεια της Κατοχής θα μάθει και θα εκτιμήσει τη στάση του. Και θα αλλάξει τη δική του απέναντί του. Με τον Καζαντζάκη, προφανώς, δεν είχε αυτή την ευκαιρία.
Ένα είναι βέβαιο. Ο Καζαντζάκης στη διάρκεια της ζωής του δημιούργησε και πολλές αντιπάθειες και κάμποσους εχθρούς ‒ ακόμη έχει. Οι περισσότερες όμως μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν (και έχουμε πάμπολλες τέτοιες) αντιστρατεύονται την καταδικαστική κρίση του Σεφέρη. Ως άνθρωπος ο Καζαντζάκης έτεινε στην υπερβολή, εν μέρει όπως έλεγε ο ίδιος επειδή τον είχε «τραχύνει η μοναξιά». Όμως το πάθος του ήταν γνήσιο, η πνευματική του αγωνία αυθεντική, η ζωή του δεν υπήρξε μια βιτρίνα θεατρική. Ένα τέτοιο έργο δεν στήνεται πάνω σε μια ψεύτικη χειρονομία, άλλες ρίζες βαθύτερες το τρέφουν.
Φυσικά, και ο Καζαντζάκης απέναντι στους ευαίσθητους, εσωστρεφείς ποιητές, όταν τους παρουσιάζει ως κωμικές καρικατούρες, κάνει ένα λάθος ανάλογο μ’ εκείνο του Σεφέρη. Η ευαισθησία για να την αντέξεις θέλει δύναμη: αυτή τη φράση του Αντρέ Ζιντ μνημονεύει στα ημερολόγιά του τη δεκαετία του 1920 ο Σεφέρης σε στιγμή εντελώς ανύποπτη, λες για να προλάβει καρικατούρες σαν και του Μυρταίου. Ας μην ξεχνάμε, τον Σεπτέμβριο του 1940 μεγάλο μέρος του δημοσιευμένου έργου του Σεφέρη θα επέτρεπε την συγκατάταξή του στη χορεία των οπαδών του όψιμου αισθητισμού. Με το δίκιο του ο Σεφέρης ενοχλείται λοιπόν. Ώς ένα βαθμό αναγνωρίζει, ή φοβάται ότι αναγνωρίζει, τον εαυτό του στο σαρκαστικό πορτρέτο που φιλοτεχνεί γενικά στην ποίηση του καιρού τους ο Καζαντζάκης. Όμως, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα ποιητών εσωστρεφών που παρότι ερωτοτρόπησαν με τον αισθητισμό ή και του παραδόθηκαν ενίοτε πλήρως, μόνο ασθενικούς ή και λυμφατικούς δεν θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει. Παράδειγμα: Πωλ Βαλερύ. Παράδειγμα: Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Τα ονόματα μπορούν να πληθύνουν. Οι ποιητές αυτοί συνδύασαν την ομολογημένη υπερευαισθησία τους με διεισδυτική στοχαστικότητα και εκφραστική ρώμη. Κάποτε μάλιστα διείδαν το μέλλον με εντυπωσιακή ακρίβεια. Η σχηματική καταδίκη του Καζαντζάκη εμπρός τους χάνει την καθολικότητά της.
Το ταμπεραμέντο των συγγραφέων συχνά τους κάνει στις κριτικές τους αποτιμήσεις να μπατάρουν. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο Σεφέρης τείνουν να συρρικνώνουν τη λογοτεχνία και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη γνησιότητα και την αλήθεια της, στο στενό φάσμα των δικών τους προτιμήσεων. Αντίθετα, ένας κριτικός όπως ο Παλαμάς, κριτικός ανώτερός τους, είχε το πλατύ βλέμμα που του επέτρεπε την ίδια στιγμή να υπερασπίζεται τον Γρυπάρη και να θαυμάζει τον Βαλαωρίτη, να συνταράσσεται από τις σφυριές της φιλοσοφίας του Νίτσε αλλά και να αγαπά βαθιά τον Σουλλύ Πρυντόμ, έναν ποιητή που ύψωσε σε σύμβολό του ένα «ραγισμένο βάζο». Αλλά τέτοιοι κριτικοί είναι σπάνιοι, και την κριτική τους ακριβοδικία δεν την αναγνωρίζουν όλοι. Ο Πάουντ και πάλι έχει πει ότι ενώ η ποίηση είναι μια ολόκληρη ήπειρος, καθένας την ταυτίζει με το προσωπικό του οικόπεδο.
Η τέχνη και το κορμί
Με τα παραπάνω φάνηκε νομίζω γιατί η αντιπαράθεση του Σεφέρη με τον Καζαντζάκη δεν είναι απλώς αντιπαράθεση ιδεών ‒ πολιτικών, ηθικών ή αισθητικών. Πάει βαθύτερα, στα στρώματα που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα και ήδη προσυνειδητά στρώνουν το δρόμο απ’ όπου περνούν οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές μας, τα μίση και οι έρωτές μας. Και είναι αυτά τα βάθη, τα αβυθομέτρητα όπως τα αποκαλεί αλλού ο Σεφέρης, που εντέλει ποδηγετούν τις προτιμήσεις και τις επιλογές μας.
Θα κλείσω με δυο φράσεις των δύο σπουδαίων αυτών συγγραφέων, μία του καθενός, που εικονογραφούν αυτή τη βαθύτερη ιδιοσυγκρασιακή τους διαφορά, και τις οποίες έτυχε να έχουν επικαλεστεί σχετικά πρόσφατα δυο ξένοι κορυφαίοι ομότεχνοί τους – δείγμα ασφαλώς ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ιδιοσυγκρασίες όχι στενά ατομικές, αλλά αντιπροσωπευτικές ενός ευρύτερου κύκλου δημιουργών συγγενών μεταξύ τους, με διακριτούς συγγραφικούς ανθρωπότυπους.
Η πρώτη είναι του Νίκου Καζαντζάκη και την μνημόνευσε η Νοτιοαφρικανή μυθιστοριογράφος Ναντίν Γκόρντιμερ στην ομιλία της κατά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ το 1991. Η δεύτερη είναι του Γιώργου Σεφέρη και την παραθέτει σ’ ένα δοκιμιακό του κείμενο του 2001 ο φετινός παραλήπτης του Βραβείου, ο Αυστριακός δραματουργός και πεζογράφος Πέτερ Χάντκε. «Ο ποιητής γράφει την ιστορία του ζωντανού του σώματος», αποφαίνεται ο Σεφέρης. «Η τέχνη δεν αντιπροσωπεύει το κορμί», γράφει σαν να θέλει επί τούτου να τον αντικρούσει ο Καζαντζάκης, «αλλά τις δυνάμεις που έπλασαν το κορμί».
Ας φέρουμε εμπρός μας τις δύο αυτές στάσεις. Και ας αναλογιστούμε το αγεφύρωτο χάσμα που τις χωρίζει.
Αγιάναπα, 2 Νοεμβρίου 2019