Ήταν μια αποφασιστική στροφή που σηματοδότησε κοινωνικές εντάσεις και εσωκομματικές δυσαρέσκειες οι οποίες όμως κράτησαν τη Γαλλία μέσα στο παιχνίδι του σφοδρού τότε ενδοευρωπαϊκού εμπορικού και νομισματικού ανταγωνισμού.
Το σοσιαλιστικό κόμμα, όπως ήταν επόμενο, ηττήθηκε στις εκλογές του 1986 και η πρώτη «συγκατοίκηση» του Προέδρου με τον συντηρητικό Ζακ Σιράκ ήταν γεγονός.
Οι σοσιαλιστές έχασαν μεν αλλά παρέδωσαν μια οικονομία σε ενάρετο και ασφαλή δρόμο. Ήταν αυτή η δύσκολη προσγείωση που κατέστησε το σοσιαλιστικό κόμμα παράταξη ευθύνης στην ευρωπαϊκή σκηνή και χάρισε μια δεύτερη θητεία στον Mιτεράν, που σφραγίστηκε με τη δημιουργία του ευρώ.
Σαράντα χρόνια μετά, το πάλαι ποτέ κραταιό σοσιαλιστικό κόμμα παραπαίει ανάμεσα σε ανάξιες ηγεσίες, την ίδια στιγμή που η Γαλλία βιώνει μια πρωτόγνωρη κυβερνητική κρίση η οποία κινδυνεύει να γίνει πιστωτική. Μια κρίση που ξεκίνησε το 2022.
Ο Εμμανουέλ Μακρόν εξελέγη μεν πρόεδρος, δεν κατάφερε όμως να αποσπάσει την πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές. Δεν είχε αυτοδύναμη κυβέρνηση κατά τα ελληνικά λεγόμενα. Οι κυβερνήσεις της Elisabeth Borne και του Gabriel Attal πηγαινόφερναν τα νομοσχέδια, παρακαλούσαν για να βγουν τα κουκιά, έκαναν χρήση του άρθρου 49.3 κάθε τρεις και λίγο, σέρνονταν και καρκινοβατούσαν, έχοντας απέναντι μια Λεπέν κι έναν Μελανσόν να καταγγέλλουν ως αντιλαϊκές τις πολιτικές εξορθολογισμού, χωρίς όμως να προτείνουν άλλα ρεαλιστικά μέτρα.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν άφηνε και πολλά περιθώρια ελιγμών στον Πρόεδρο του 15%. Δεν ήταν ούτε μεγαλειώδης σύλληψη αλλά ούτε και γκάφα ολκής η προκήρυξη εκλογών. Ήταν το μοναδικό που μπορούσε να κάνει, για να θέσει και το εκλογικό σώμα και τη γαλλική πολιτική τάξη προ των ευθυνών τους.
Και αν το εκλογικό σώμα κινητοποιήθηκε όπως μπορούσε κι όπως το καταλάβαινε, τα πολιτικά κόμματα συνέχισαν να πλειοδοτούν έχοντας παντελή άγνοια κινδύνου.
Τα «δύο άκρα» στη Γαλλία, όπως και στην Ελλάδα, δεν είναι θεωρία κάποιων φαντασιόπληκτων. Τα δύο άκρα υπάρχουν ζωντανά και δυναμικά. Έχουν κοινά σημεία το λαϊκισμό, τον αντιευρωπαϊσμό και το προεξάρχον μίσος προς τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο. Έχουν βέβαια και διαφορές όπως στο μεταναστευτικό, στα θέματα της εθνικής ταυτότητας, στις θέσεις για την ισλαμική όσμωση και στον επίκαιρο δικαιωματισμό. Η βασικότερη όμως διαφορά τους είναι πως και οι δύο θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Έτσι συμμαχούν όταν το συμφέρον τους το επιτάσσει και συγκρούονται με μένος όταν τα συμφέροντα είναι αντικρουόμενα.
Για όσους σήμερα διατείνονται πως ο Mακρόν πρέπει να παραιτηθεί, η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο επόμενος ένοικος του Ελυζέ θα είναι ή η Λεπέν ή ο Mελανσόν. Όχι πως δεν θα γίνει αυτό μια μέρα και όχι πως δεν πρέπει και οι αγαπημένοι μας Γάλλοι να το λουστούν όπως το λουστήκαμε εμείς, αλλά δεν καταλαβαίνω τη βιασύνη τους.
Η μεγάλη απογοήτευση των ημερών είναι πάντως το σοσιαλιστικό κόμμα. Για ολόκληρες εβδομάδες μετά τις εκλογές, με συνεδριάσεις επί συνεδριάσεων που θύμιζαν νούμερο επιθεώρησης, κατέληξαν να προτείνουν για πρωθυπουργό μια διοικητική υπάλληλο του Δήμου Παρισίων απόφοιτη μεν της ΕΝΑ, αλλά με μοναδικό σχέδιο, κατά δήλωσή της, την κατάργηση του νέου ασφαλιστικού, την αύξηση των δημοσίων δαπανών και άλλα «σοσιαλιστικά παρόμοια» και φυσικά μη κοστολογημένα.
Η ιστορία του νομοσχεδίου Γιαννίτση αλά γαλλικά. Με έναν νόμο και ένα άρθρο, όπως θα έλεγε κάποιος γνωστός μας. Όλα αυτά την ώρα που το δημοσιονομικό έλλειμμα δείχνει τη γλώσσα του, απειλώντας κρίση χρέους.
Είναι θλιβερό για το κόμμα του Mιτεράν, του Mισέλ Ροκάρ, του Ζακ Ντελόρ, ανθρώπων που δεν δίστασαν να αλλάξουν ρότα και να εφαρμόσουν δύσκολες πολιτικές παρά τα λάθη τους, οι σημερινοί του βουλευτές να μην έχουν το σθένος να διαφοροποιηθούν από τον λαϊκίστικο χυλό των ιδεοληπτικών συνεταίρων τους της Ανυπότακτης Γαλλίας και να μην καταψηφίσουν την κυβέρνηση του Mισέλ Μπαρνιέ.
Είναι θλιβερό για τη Γαλλία, είναι θλιβερό για την Ευρώπη…