Μεταξύ άλλων, διετέλεσε για πολλά χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Κινηματογράφου Κήπος, σε μια εποχή όπου προβλήθηκαν αξέχαστες ταινίες συνήθως με εντυπωσιακή προσέλευση. Φανατικός κινηματογραφόφιλος με βαθύτατη γνώση του αντικειμένου της λατρείας του, ο Κακάρογλου πρόβαλλε σε ένα διάστημα μεγαλύτερο των 20 χρόνων περισσότερες από 1.300 ταινίες, για τις περισσότερες από τις οποίες έγραφε ο ίδιος κριτικά σημειώματα παρουσίασής τους.
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου είχε εκδώσει 10 ποιητικές συλλογές και δύο μυθιστορήματα, ενώ ποιήματα του έχουν περιληφθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (και στο Βοοks’ Journal, του οποίου ήταν συνεργάτης από την αρχή) και έχουν μελοποιηθεί από έλληνες συνθέτες. Τα ποιητικά βιβλία του: Η πρωτεύουσα των δακρύων (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2022), Οι τίγρεις των δωματίων (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2017), Μνήμη σχεδόν πλήρης (Βιβλιοπωλείον της Εστίας – υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2014), Άδεια εξόδου (Οδός Πανός 2009), Οι μέρες πριν τα χρόνια (Οδός Πανός 2007), Μονάχα ο χρόνος ξέρει (Πλέθρον 2000), Η συνήθεια των ημερολογίων (Πλέθρον 1995), Στο λευκό του βυθού (Πλέθρον 1989), Σχεδόν γκρο πλαν (Πλέθρον 1986), Τοπία κοριτσιών (1981). Κυκλοφορούν ακόμα τα μυθιστορήματά του Όλα τα σύννεφα είναι ίδια (Οδός Πανός, 2018) και Η ζωή και τίποτ’ άλλο (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011) καθώς και το Ημερολόγιο ατομικόν Γεωργίου Κακάρογλου (Ραδάμανθυς, 2019). Τέλος, κυκλοφορεί ένας προσωπικός κινηματογραφικός απολογισμός με τίτλο Χρόνος διάφανος. 40 χρόνια κινηματογράφος (1979-2019). Χώροι, άνθρωποι, εικόνες (Ραδάμανθυς, 2021).
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα, ένας παρεμβατικός καλλιτέχνης αλλά, πρωτίστως, ήταν ένας σπουδαίος φίλος. Τον αποχαιρετούμε με οδύνη. Συλλυπητήρια στους γιους του, Βαγγέλη και Μιλτιάδη.
Ακολουθούν τρία ποιήματα του Λεωνίδα Κακάρογλου, όπως δημοσιεύτηκαν στο τχ. 8, Ιούνιος 2011:
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
Με το που έφυγες
Μετακόμισα στην άλλη μεριά της πόλης
Να μη με βρεις αν τύχει και γυρίσεις
Ξεχρέωσα τις αναμνήσεις
Και κυνηγώ τις εμπειρίες
Όσο προφταίνω
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Στην ξεθωριασμένη φωτογραφία
Η θεία Αργυρώ αντάρτισσα στο βουνό
Πόσων χρονών να ήτανε
Και μοίραζε τις μέρες της σε όνειρα
Τώρα ξέχασε τα χρόνια της
Κι όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη
Σιγοψιθυρίζει ένα σκοπό
Κι είναι ο χρόνος μοναχός
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’60
Δωροδοκώ τον χρόνο
Και τον παρακαλώ να γυρίσει προς τα πίσω
Σε κείνο το καλοκαίρι του ’60
Που συναντιόμαστε όλοι μαζί στην παραλία
Με τ’ άσπρα βότσαλα
Ανοίγαμε το πολύχρωμο τραπεζομάντηλο
Και βάζαμε τα καρπούζια και τα πεπόνια
Ήταν όλοι εκεί:
Ο πατέρας, η μητέρα, ο Γιάννης, η κυρία Ελένη
Ο Γιώργος, τα κορίτσια
Τώρα κάποιοι έφυγαν
Άλλοι διαβήκανε τη θάλασσα
Κι η παραλία γέμισε σκουπίδια
Δωροδοκώ τον χρόνο υποσχέσεις
Να μιλήσει στο χθες
Να δεχθεί το σήμερα
Γιατί όταν περνώ από τον δρόμο
Η παραλία είναι γεμάτη ίσκιους
Που μου κουνούν τα χέρια τους
Σα να μου λένε:
«Έλα και συ
Είναι ακόμη ωραία τα νερά»