Σύνδεση συνδρομητών

Η ένδοξη στιγμή του Αλέξανδρου Καπάνταη

Τρίτη, 28 Νοεμβρίου 2017 23:50
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Στρατής Τσίρκας και η Μαρώ Σεφέρη (πλάτη) στο σπίτι της Αριέττας Ρούφου το 1975. H φωτογραφία πρωτοδημοσιεύθηκε στην Καθημερινή.
Αρχείο οικογενείας Κοτζιά
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Στρατής Τσίρκας και η Μαρώ Σεφέρη (πλάτη) στο σπίτι της Αριέττας Ρούφου το 1975. H φωτογραφία πρωτοδημοσιεύθηκε στην Καθημερινή.

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Φανταστική περιπέτεια. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2012 (πρώτη έκδοση: 1986), 330 σελ. (το βιβλίο κυκλοφόρησε και τον περασμένο Απρίλιο, ως ένθετη προσφορά της εφημερίδας Το Βήμα)

 

Με τη Φανταστική περιπέτεια, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς έδωσε ένα μυθιστόρημα εκλεπτυσμένης σύνθεσης του οποίου οι πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις αντηχούν ποικίλα στη σημερινή πραγματικότητα. Αναδημοσίευση από το Books' Journal, τχ. 81.

Αν ο Αλέξανδρος Καπάνταης ζούσε σήμερα, τριανταένα χρόνια μετά τον θρίαμβό του στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας του 1986, θα είχε πατήσει τα 93. Θαλερός και κοτσονάτος, όπως στη Φανταστική περιπέτεια, θα έκανε αισθητή την παρουσία του σε κάποιο σύλλογο κλαδικών συνταξιούχων, θα κατακεραύνωνε λογοτεχνικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους στα καφενεία και, πιστός στη συνήθειά του να υπηρετεί με συνέπεια κάθε καθεστώς της ελληνικής πολιτικής σκηνής, θα τασσόταν αναφανδόν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται βέβαια για μια σκηνή που η έκβαση του τελευταίου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Κοτζιά (1926-1992) απαγορεύει. Και δυστυχώς και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να βιώσει μια εποχή που πιθανότατα θα δικαίωνε τις ανησυχίες του, οπωσδήποτε θα τον έθλιβε, ίσως όμως και κάπου στο βάθος να τσιγκλούσε τον παιγνιώδη εαυτό του, εκείνον που γοητευόταν να περιγράφει τις ποικίλες αντιφάσεις της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Αλλά και χωρίς προεκτάσεις, από μόνη της η Φανταστική περιπέτεια προκαλεί συνειρμούς με το εδώ και το τώρα. Είτε για την επιφάνεια της διασύνδεσης μεταξύ χώρας της κρίσης και χώρας του πράσινου ήλιου είτε για πιο εκλεπτυσμένες νύξεις αναφορικά με την κληρονομιά της δεκαετίας του ’80 στους επιγόνους της.

Το λεπτομερώς οργανωμένο εικοσιτετράωρο του Αλέξανδρου Καπάνταη, ανώτερου δημόσιου υπάλληλου, λογοτέχνη, οικογενειάρχη, εραστή, έχει συζητηθεί αρκετά όλα αυτά τα χρόνια ώστε να είναι γνωστό στις γενικές γραμμές του. Ο ήρωας ξυπνά το πρωί της 21ης Απριλίου 1983, ημέρας που έχει προγραμματιστεί τιμητική εκδήλωση για το σύνολο του έργου του. Στη διάρκεια 22 περίπου ωρών παλεύει να πραγματοποιήσει υπηρεσιακές υποχρεώσεις, να ισορροπήσει μεταξύ βαθμίδων της υπουργικής ιεραρχίας, να προλάβει μια συνάντηση με την ερωμένη του, να μιλήσει με τον εκδότη του, να καθησυχάσει τις ανησυχίες του βιογράφου του για τις χαώδεις ανακρίβειες των στοιχείων που του παρέχει, να επισκεφθεί τον στενότερο φίλο του που πεθαίνει στο νοσοκομείο, να παραλάβει το βραβείο που θα εμπεδώσει την υστεροφημία του, να διατηρήσει ένα πατρικό κύρος στο οποίο κανείς από την οικογένειά του δεν πιστεύει πια. Τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος βίος του Καπάνταη καταλήγει στο τέλος της ημέρας μια φενάκη: η λογοτεχνική υπόσταση αποδεικνύεται αέρας κοπανιστός∙ η κομπορρημοσύνη του υποτιθέμενου άψογου οικογενειάρχη κατεδαφίζεται μπροστά στα ερωτικά και ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών του∙  οι διοικητικές του ικανότητες εξαντλούνται στον εξορκισμό του «κράτους της Δεξιάς», στον εγκλεισμό του στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» και στο λιβάνισμα της «Αλλαγής»∙  ο φουσκωμένος διάνος που κοσμούσε το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του μυθιστορήματος ξεφουσκώνει παταγωδώς προς τέρψη του αναγνώστη.

 

Ένας συντηρητικός κοιτάζει την Αλλαγή

Ας ξεκινήσουμε με αφορμή την «Αλλαγή», μια και πολύ συχνά, και παρά το γεγονός ότι οι  σελίδες του σαρκασμού για τον βίο και την πολιτεία της είναι λίγες, ο Καπάνταης εκλαμβάνεται ως παραδειγματική φιγούρα και ενσάρκωση της κριτικής της. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς το 1985 λογιζόταν ως «δεξιός». Με τα μέτρα της εποχής και τα σταθμά του ηγεμονικού της λόγου, «δεξιός» ήταν όποιος δεν γούσταρε τον Ανδρέα Παπανδρέου και δεν ήταν «αριστερός». Σε μια εξαιρετική κριτική της Φανταστικής περιπέτειας, ο Κώστας Σταματίου κατάφερε να χωρέσει και μια παρενθετική πρόταση για τις «εμφανείς ιδεολογικές μονομέρειες του πρωτογενώς συντηρητικού Κοτζιά».[i] Κατά τον Βασίλη Βασιλικό δεν ήταν απλώς «πρωτογενώς συντηρητικός», ήταν «αντιδραστικός», σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον «προοδευτικό» Στρατή Τσίρκα.[ii] Κατάλοιπα μιας συγκεκριμένης πρόσληψης του Κοτζιά, πρόβαλλαν το πολιτικό του πρόσημο σε λογοτεχνικές προσεγγίσεις που ξεπερνούσαν τη μονομερή επίκριση και κατέληγαν στα «εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια» αξιολόγησης που εντοπίζει ο ίδιος στο δοκιμιακό του έργο Αληθομανές χαλκείον.[iii] Τα primary colors μιας χρονικής στιγμής που είδε τους δύο τελευταίους νεκρούς για πολιτικές διαφορές σε εκλογική περίοδο απέκλειαν αυστηρά την ενδιάμεση χρωματική παλέτα όπου ουσιαστικά τοποθετούνταν η κριτική του σκέψη.

Αν χρειάζεται κι άλλη απόδειξη γι’ αυτό, ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι η Φανταστική Περιπέτεια εκδίδεταιμόλις ένα χρόνο μετά την Ελένη του Νίκου Γκατζογιάννη. Το 1984 η μυθοπλαστική εξιστόρηση της εκτέλεσης της μητέρας του συγγραφέα από αριστερούς αντάρτες στην Ήπειρο του Εμφυλίου προκαλεί έναν μικρό εμφύλιο από εκείνους που μαίνονταν στη δημόσια σφαίρα της δεκαετίας του 1980 με σφοδρότητα αντίστοιχη των σημερινών social media και πολλαπλής τάξης μεγέθους πειστικότητα όσον αφορά την κρισιμότητα του διακυβεύματος για την πολιτική και κοινωνική ομαλότητα. Μεταφραστής του βιβλίου ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, διπλά υπότροπος – και “αντιδραστικός” και αμαρτωλός ήδη από τη νεότητά του, όταν το 1953 έγραφε ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα για τον Εμφύλιο από τη σκοπιά ενός ταγματασφαλίτη. Έχοντας πουλήσει 20.000 αντίτυπα, η Ελένη είχε καταστεί τον Μάρτιο του 1984 «το μεγαλύτερο γεγονός στο χώρο της λογοτεχνίας […] που προκαλεί ταυτόχρονα και πολιτικούς κραδασμούς», σύμφωνα με άρθρο του Νίκου Καρόλα στο Βήμα. Η πολιτική εμβέλειά του τεκμαίρεται από το ότι στο επίσημο γεύμα των αποφοίτων του Χάρβαρντ προς τιμήν του συγγραφέα στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία παρίστανται ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος Αβέρωφ. Προκύπτει επίσης και από την απόρριψη που του επιφυλάσσει ο σημαίνων αριστερός δημοσιογράφος και ιστορικός Τάσος Βουρνάς: «το βιβλίο είναι μια άλλη μορφή αντικομμουνισμού που εισάγεται από την Αμερική με φιλολογικά μέσα», προξενώντας μεταξύ άλλων τη διάσπαση της εθνικής ενότητας και ομοψυχίας, όπως και την καθυστέρηση της επούλωσης των πληγών του Εμφυλίου. Μάλιστα, «αν οι συγγραφείς της αριστεράς αποφάσιζαν να διασπάσουν την εθνική ομοψυχία, θα μπορούσαν να περιγράψουν την ίδια κόλαση», ιδιαίτερα από τη στιγμή που πρόκειται για «μια ιστορία του Εμφυλίου, από τις χιλιάδες που διαδραματίστηκαν τότε και που τη μερίδα του λέοντος σε βαρβαρότητα εισέπραξε η αριστερά».[iv] Το σκεπτικό του Βουρνά δείχνει το πλαίσιο στο οποίο διεξαγόταν ο διάλογος για τον Εμφύλιο Πόλεμο πριν από τη σημερινή του ευχέρεια: η μνήμη είχε τη διάσταση απτού πολιτικού γεγονότος, όφειλε να αγγίζεται με προσοχή και από την πλευρά όπου έγερνε το δίκαιο σύμφωνα με τον αριθμό των θυμάτων. Χωρίς να κακίζει ανοιχτά τον Κοτζιά, ο Βουρνάς του αποδίδει συμμετοχή σε μια ύποπτη προσπάθεια «να δημιουργηθεί χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες» εκπορευόμενη από τους «Αμερικάνους». Στην πλαϊνή στήλη, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς υπερασπίζεται την επιλογή του τοποθετώντας την Ελένη στην παράδοση του Εν Ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε, επισημαίνοντας την αξία της ως ανθρώπινου δράματος που μιλά για τον αλληλοσπαραγμό, όχι «ανάμεσα σε διαβόλους και αγγέλους, ανάμεσα σε καλούς και κακούς […], αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους με σάρκα και οστά» και υπογραμμίζοντας: «όσο για την πολιτική του θέση, ο συγγραφέας δικαιούται να έχει πολιτική θέση. Μην ξεχνάμε ότι είναι θύμα πολέμου».[v]

Εύστοχα έχει επισημάνει ο Γιάννης Παπαθεοδώρου το πρόβλημα της πρόσληψης του έργου του Κοτζιά ως πρόβλημα «απόστασης».[vi] Κι εδώ, όπως και την περίπτωση της Πολιορκίας, του πρώτου του μυθιστορήματος, η φωνή του ταυτίστηκε με εκείνη ενός άλλου. Ο μεταφραστής Κοτζιάς εξισώθηκε με τον συγγραφέα Γκατζογιάννη, ο συγγραφέας Κοτζιάς με τον χαρακτήρα Παπαθανάση. Το στίγμα της αριστερής κριτικής στην Πολιορκία, η κατάταξή της στη «μαύρη λογοτεχνία» («ένα είδος συκοφαντικής πολιτικής λογοτεχνίας» και «προπαγάνδας του μίσους») από τον προικισμένο κριτικό και μετέπειτα μάλιστα διαφωνούντα με τους «δογματικούς» ομοϊδεάτες του Δημήτρη Ραυτόπουλο, εκτός από δείγμα των εσωτερικών ιδεολογικών πειθαναγκασμών στους οποίους μπορούσε να υποβάλει τους διανοούμενους η μετεμφυλιακή συνθήκη[vii], κατέστη και βάρος που το έργο του συγγραφέα αποτίναξε πολύ αργότερα: το άρθρο του Τίτου Πατρίκιου με το οποίο ο «αγγελιοφόρος» διακρίνεται από την «αγγελία», ο Αλέξανδρος Κοτζιάς από τον Μηνά Παπαθανάση, χρονολογείται στα 1977.[viii] Η κριτική επαναξιολόγηση θα δει τελικά τόσο στην Πολιορκία όσο και στην Αντιποίηση αρχής «μια δραστική πολιτική καταγγελία απέναντι στο κυρίαρχο αφήγημα “της ιστορίας των νικητών”».[ix] Ο «συντηρητικός» Κοτζιάς έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη «δεξιά» προτού επιληφθεί του σοσιαλισμού.

 

Ο γενναίος Αλέξανδρος

Θα πρέπει να επισημανθεί ωστόσο ότι το πασοκικό μεγαλείο του Αλέξανδρου Καπάνταη, έστω κι αν επιφανειακά σκιαγραφεί το ύφος και το ήθος της εξουσίας της περιόδου, διαθέτει και άλλες διαστάσεις. Ο χαρακτήρας δεν παρουσιάζεται ως αυθεντικός εκπρόσωπος της αντιδεξιάς γενεαλογίας του ιδεατού ψηφοφόρου του κινήματος, αλλά ως άσκηση πολιτικού χαμαιλεοντισμού. Αριστερός, εθνικόφρων, χουντικός, «δεξιοτέχνης της επιβίωσης» που επιδιώκει έναν και μόνο σκοπό, «να διολισθή[σει] μέσα από την κοινή δοκιμασία αλώβητ[ος]», όπως ακριβώς και ο χαφιές Μένιος Κατσαντώνης της Αντιποίησης αρχής, τάχθηκε δεξιοτεχνικά με τους νικητές της εκάστοτε περιόδου, μίλησε στη γλώσσα τους, χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του για να ανελιχθεί μαζί τους. Να «βολευτεί», είναι ίσως πιο ταιριαστός όρος. Απηχεί το λεξιλόγιο της δεκαετίας του '80 και την ιδιαίτερη εκείνη κατάσταση που δεν επιτρέπει παχυλά κέρδη ή πλουτισμό: το «βόλεμα» δεν είναι η επιδεικτική κατανάλωση, η συσσώρευση αγαθών, το φούσκωμα τραπεζικών λογαριασμών. Πιο πολύ θυμίζει την επίδειξη συλλογικής κατανόησης σε ένα μικρό στρίμωγμα ώστε να χωρέσει άλλος ένας σε μια θέση των φίσκα γεμάτων λεωφορείων της εποχής. Εξασφαλίζει όμως την οικονομική αποκατάσταση κάποιου. Και ταυτόχρονα και την ησυχία του – το να έχεις «βολευτεί» προϋποθέτει μέσες-άκρες και ότι δύσκολα θα σε ξεβολέψουν. Όρος χαμηλών προσδοκιών, οφείλει να ομολογήσει κανείς: δεν φέρει το εννοιολογικό εύρος άλλων, μεγαλύτερου βεληνεκούς δημοφιλών λέξεων – «σπέκουλα», «κομπίνα», «μίζα». Ως τέτοιος, ήταν δηλωτικός των επιδιώξεων αρκετών από εκείνους που προσδέθηκαν στο άρμα του ΠΑΣΟΚ ή της Νέας Δημοκρατίας: ο μέσος πολίτης μιας κοινωνίας με στρεβλή αντίληψη των θεσμών δεν είχε υψηλές βλέψεις διαφθοράς, προσδοκούσε απλώς την ιδιοποίηση μιας μικρής γωνιάς του δημοσίου ώστε να την καταστήσει ιδιωτική. Κι εκεί να απλώσει λίγο την αρίδα του.

Πόσο απλώνει τη δική του αρίδα ο τμηματάρχης Α Αλέξανδρος Καπάνταης; Όχι και πολύ. Διστακτικά, επιφυλακτικά, αφού συνυπολογίσει εσωτερικές ισορροπίες και κομματικές παραμέτρους, καταστρώνει σχέδια νομής και προσοδοθηρίας. Ποια είναι αυτά; Η συνέχιση της απόσπασης ενός υπαλλήλου από το Ληξιαρχείο Ελευσίνας, μια νωρίτερη αποχώρηση από το υπουργείο, η παρουσία ανώτερων και κατώτερων στελεχών στην τιμητική του εκδήλωση. Πενιχρά προνόμια, με άλλα λόγια. Η υψηλότερη φιλοδοξία του αποτυπώνεται σε μια σκέψη της στιγμής, να κάνει γαμπρό του τον Γενικό του υπουργείου και από τα ψιχία να περάσει το τσιμπούσι: «εγώ εξασφάλισα τις άδειές μου, εξασφάλισα τις υπερωρίες μου δίχως να πατάω στο υπουργείο, υπηρεσιακά ταξιδάκια στο εξωτερικό με τα εκτός έδρας, θ’ απαιτήσω να με διορίσει ο γαμπρός μου σε πρεσβεία σύμβουλο να ενεργώ για την πνευματική προβολή της πατρίδος στην Ευρώπη» (σ. 138). Οι προσδοκίες είναι ταπεινές, τα αιτήματα περιορισμένου βεληνεκούς: το απόγειο του Καπάνταη, μια θέση στη λίστα των Ευρωεκλογών («μη εκλόγιμη, φυσικά», κατά τον υπουργό Μίμη), παρατάσσεται στην ίδια πρόταση με την «τακτοποίηση» του στρατευμένου γιου του. Γιατί, το είδωλο του Καπάνταη φαντάζει μεγαλύτερο από την πραγματική του υπόσταση. Όταν η προσωπική του θέαση του κόσμου, για παράδειγμα στην προετοιμασία και την εκτέλεση της αφιερωμένης στον εαυτό του λογοτεχνικής βραδιάς, αντιπαραβάλλεται με αυτή των άλλων, προκύπτει η διαφορά μεταξύ φαντασιοπληξίας και πραγματικότητας. Ακούραστος δημοσιοσχεσίτης, εκείνος προσεγγίζει, πιέζει, κολακεύει, παρακαλεί, απαιτεί προκειμένου να μεγιστοποιήσει την προβολή του. Το μέγεθος της απήχησής του ωστόσο περιορίζεται από όσους κωλυσιεργούν, δυσανασχετούν, δυσφορούν, αποφεύγουν, αρνούνται να ενδώσουν στη διαφήμιση των δήθεν επιτευγμάτων του. Για τον ίδιο, το χάσμα είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας, φυσικά. Για τον αναγνώστη, αποδεικνύεται απλώς το ορθό μέτρο της μικρότητάς του.

 

Η ελληνική κοινωνία ως «άθροισμα»

Αλλά ενδεχομένως να αναδεικνύεται την ίδια στιγμή και η πρακτική που συνιστά την αριστεία του υπαρκτού καπανταϊσμού. Ο Κώστας Σταματίου θεωρεί ότι στόχος του Κοτζιά εδώ είναι ο κατά φαντασίαν λογοτέχνης.[x] Το ίδιο πάνω κάτω πιστεύει και η Έρη Σταυροπούλου: πρόκειται για έναν «εμφύλιο που διεξάγεται πια μέσα στον πνευματικό χώρο», άλλη πτυχή του «Τριακονταετούς Πολέμου», ο οποίος ευθύνεται κατά τον συγγραφέα για την προβληματική μορφή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.[xi] Νομίζω ότι η λογοτεχνική διάσταση είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Καπάνταη, όχι πλήρως καθοριστικό, όμως. Ναι, η ουσία της προσωπικότητάς του είναι η μυθοπλασία. Κατασκευάζει, συγκροτεί, παραποιεί όπου χρειάζεται, τον εαυτό του. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι υπερτερούν δύο άλλα στοιχεία. Πρώτον, ο ήρωας θυμίζει την ιδιαίτερα δημοφιλή στη δεκαετία του ’80 φράση που διέδωσε ο Γιάννης Τσαρούχης «στην Ελλάδα είναι κανείς ό,τι δηλώσει». Και ο Καπάνταης δηλώνει μέγας λογοτέχνης, κέρβερος της δημόσιας διοίκησης, βέρος σοσιαλιστής, γνωρίζοντας ότι απουσία (και απροθυμία) ελέγχου μπορεί να γίνει άνετα όχι ό,τι είναι, αλλά ό,τι φαντάζεται, ό,τι επιθυμεί, ό,τι τον συμφέρει να είναι. Ξεφεύγουμε λοιπόν από το σύμπαν των ελλήνων δήθεν λογοτεχνών και περνάμε στην επικράτεια της αυτοσυνείδησης των ελλήνων πολιτών. Το πρότυπο του Κοτζιά αναρριχάται κοινωνικά και οικονομικά μέσα από το τρίπτυχο «Αντιπαροχή - Χούντα - Αλλαγή», χαρακτηριστικές περιόδους ταχείας οικονομικής ανέλιξης ή αναδιανομής προσόδων. Το να μην αφήσει κανείς ιδεολογικά εμπόδια να σταθούν στο δρόμο του για να επωφεληθεί και από τις τρεις σε μια τριακονταετία σκληρής πολιτικής πόλωσης αποτελεί τρανή απόδειξη μιας αρετής σφόδρα θαυμαζόμενης στα 80s, της «καπατσοσύνης».

Ο έτερος στόχος της οικοδόμησης της προσωπικότητας του Καπάνταη με τα υλικά που βλέπουμε είναι οι σειριακοί απολογητές της εξουσίας. Οι φίλοι του υπουργού «Μίμη», οι σούζα στον Γενικό «Καλέ Μελελέ», οι όψιμοι υμνητές της «Αλλαγής», οι πρώιμοι δοξολογούντες την «εθνοσωτήριο». Κι επειδή ο Κοτζιάς δεν ηρωοποιεί το παρελθόν σε σχέση με το παρόν, δεν αντιπαραθέτει ένα “χαλκόν” σε ένα “χρυσόν γένος”, έχω την εντύπωση πως δεν περιγράφει απλώς έναν τύπο ανθρώπου, υποδεικνύει ένα προϊόν αναπαραγωγής. Οι δομές της ελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο τείνουν να ευνοούν την ευδοκίμηση φίλα προσκείμενων προς την εκάστοτε κυβερνώσα παράταξη. Είναι οι «υποκλισάριοι», οι «μαριονέτες», οι «δράκουλες του δημόσιου βίου» τους οποίους μνημονεύει στη γνωστή συζήτηση με τον Αλέξανδρο Αργυρίου, τον Κώστα Κουλουφάκο, τον Σπύρο Πλασκοβίτη και τον Στρατή Τσίρκα στο περιοδικό «Συνέχεια» το 1973.[xii] Σε αυτό το επίπεδο η Φανταστική περιπέτεια επικοινωνεί, νομίζω, περισσότερο με προηγούμενα μυθιστορήματα από όσο ενίοτε θεωρείται, ως προέκταση των πρότερων θέσεων του συγγραφέα στη δεκαετία του ’80. Με σατιρικό τόνο και με κωμικά στοιχεία ο Κοτζιάς περιγράφει την ειρήνη μετά τον «Τριακονταετή Πόλεμο», μια εποχή που πρώην νικητές μεταμορφώνονται σε πρώην ηττημένους για να γίνουν νυν νικητές. 

Το εύρος της κριτικής τελικά φαίνεται να ανοίγει, όχι για να καταπιεί την «Αλλαγή», αλλά για να συμπεριλάβει ολόκληρη τη μεταπολεμική κοινωνία. Είναι κάτι που έχει ήδη επισημανθεί από την κριτική αναφορικά με το χαρακτήρα του συνολικού έργου του: τη δημιουργία «ενός μοντέρνου, ιδιότυπου μυθιστορήματος – ποταμού, όπου απεικονίζεται η παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα».[xiii] Τη δεδομένη στιγμή, την 21η Απριλίου 1983, τις πλέον προβληματικές πτυχές της συμβαίνει να εκφράζουν οι πραιτωριανοί του ΠΑΣΟΚ και οι «δεξιοτέχνες της επιβίωσης». Όμως, ο υπουργός, ο γενικός, ο Καπάνταης, ο πρωθυπουργός ο ίδιος, τον οποίο ο Κοτζιάς ειρωνεύεται ως πάροχο υποσχέσεων και φορέα επιτηδευμένης δημοτικής, δεν είναι αίτιο, είναι σύμπτωμα. Γιατί τελικά, και αυτή είναι η κρίσιμη, συνδετική με τα υπόλοιπα έργα, παρατήρηση που εκφέρεται κρυμμένη σε αποσπασματικό λόγο προς το τέλος του μυθιστορήματος, η Ελλάδα «δεν είναι κοινωνία. Είναι άθροισμα».

Η επανέκδοση της Φανταστικής περιπέτειας το 2011 συνέπεσε με αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ότι ήταν η αρχή μιας αμφίθυμης νοσταλγίας για τη δεκαετία του ’80. Τονίστηκε τότε η επικαιρότητά της για το σήμερα, η αντανάκλαση ενός «συλλογικού παραμυθιάσματος»[xiv], η αξία της ως «προφητικής περιπέτειας»[xv], η οποία έδινε στον αναγνώστη το κλειδί πολιτικών συμπεριφορών και πολιτισμικών νοοτροπιών ρητά συνδεδεμένων με την κρίση τριάντα χρόνια αργότερα. Αν και η παραπάνω ερμηνεία προτείνει τελεολογικά μια ευθεία γραμμή για έναν δρόμο που διακρινόταν από πολλές στροφές και διακλαδώσεις, έχει εν τούτοις σημαντική απήχηση σε τρέχουσες προσεγγίσεις της κρίσης. Η νύξη όμως του Αλέξανδρου Κοτζιά για τον μετεμφυλιακό κατακερματισμό της κοινωνίας, τις βαθιές ρηγματώσεις που ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν αποκαταστάθηκαν, την πρόσθεση συνόλων που μπορούν να διαχωριστούν από το τελικό αποτέλεσμα με την ίδια ευκολία που εντάχθηκαν σε αυτό, πιθανώς να μας δίνει μια ασφαλέστερη αφετηρία για την εξήγηση των συγκρούσεων της μνημονιακής Ελλάδας, ιδίως όσον αφορά το μένος που χαρακτήρισε μεγάλο τμήμα του δημόσιου λόγου – αλλά αυτή είναι μια συζήτηση άλλης ώρας. Ας ειπωθεί, τέλος, ότι άθελά του ο Κοτζιάς, με τον σατιρικό τρόπο σύνθεσης της Φανταστικής περιπέτειας,πλησιάζει την τάση σημαντικού μέρους του κοινού (όχι μόνο όσων βίωσαν στη δεκαετία του ’80 την εφηβεία και την ενηλικίωσή τους και άρα επενδύουν το σκηνικό με θερμότερα χρώματα) να βλέπει εκείνο το παρελθόν ως «χρυσή δεκαετία» σε σύγκριση με το τώρα: ποιος δεν θα ήθελε την επιστροφή μιας συγκυρίας όπου το βασικό του πρόβλημα θα ήταν η εκλογή ή μη του Χρήστου Σαρτζετάκη στην προεδρία της δημοκρατίας; Ωστόσο, η ένδοξη στιγμή του Αλέξανδρου Καπάνταη νομίζω ότι τελικά αντηχεί λόγω μιας αξίας που ο Κοτζιάς επίμονα ζητούσε στην ποιητική του – της πιστότητάς της: είναι τόσο αυθεντικά πασοκική που αποκτά διακομματικό χαρακτήρα. Στο πρόσωπο του Καλέ Μελελέ δεν βλέπεις μόνο τον κέρβερο της κλαδικής, με την εμπειρία των χρόνων διακρίνεις το «γαλάζιο παιδί» της νεοδημοκρατικής «επανίδρυσης του κράτους», τον τοποτηρητή της «πρώτη φορά αριστεράς» σήμερα, τον παράγοντα της «δεύτερη φορά δεξιάς» αύριο. Μια και μιλάμε για το τώρα, όμως, μπορείς άνετα να σκεφτείς πώς ο 93χρονος Αλέξανδρος Καπάνταης, δεξιοτέχνης γλείφτης εξωτερικά, δεινός σαρκαστής εσωτερικά, θα τροποποιούσε με τον προσήκοντα τρόπο τον ξεκαρδιστικό άρρητο χαρακτηρισμό του κάργα σοσιαλιστή Γενικού για τις ανάγκες του παρόντος: «αυτός από τον πολύ συριζαϊσμό έγινε κάθαρμα».

 

 



[i]Κώστας Σταματίου, «Κοινωνική κριτική και ευρήματα», Τα Νέα, 5/4/1986, σ. 28-29.

[ii]Οι χαρακτηρισμοί σε άρθρο του Βασίλη Βασιλικού στο περιοδικό Η λέξη 25, Ιούλιος 1983.

[iii] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου, Κέδρος, Αθήνα 2004, σ. 67.

[iv]«Τάσος Βουρνάς: Κράχτης της χρεοκοπημένης εθνικοφροσύνης», συνέντευξη στον Νίκο Καρόλα, Το Βήμα, 18/3/1984, σ. 19.

[v]«Αλ. Κοτζιάς: Ο συγγραφέας δικαιούται να έχει πολιτική θέση», συνέντευξη στον Νίκο Καρόλα, Το Βήμα,18/3/1984, σ. 19.

[vi]Γιάννης Παπαθεοδώρου, «“Κάτι πιο αληθινό από την ιστορία…”: η αφηγηματική τόλμη του Αλέξανδρου Κοτζιά», Νέα Εστία 1751, Δεκέμβριος 2002, σ. 762-778.

[vii]«Η λογοτεχνία και η κριτική υπερέβαιναν το πεδίο της αισθητικής για να ενταχθούν οργανικά σε ιδεολογικές συγκρούσεις και συζητήσεις προσδιορισμένες από τον ευρύτερο συσχετισμό δυνάμεων της πολιτικής και της κουλτούρας», όπως προσδιορίζει επιγραμματικά ο Γιάννης Παπαθεοδώρου.

[viii]Τίτος Πατρίκιος, «Το μήνυμα της φρίκης και οι κίνδυνοι του αγγελιοφόρου», Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Κέδρος, Αθήνα 1994.

[ix]Γιάννης Παπαθεοδώρου, “Κάτι πιο αληθινό από την ιστορία…”, σ. 769. Μια αισθητά διαφορετική και πολύ πιο αιχμηρή ερμηνεία της Πολιορκίας στο πλαίσιο της «ενοχής των νικητών» διανοούμενων του Εμφυλίου και της εκ μέρους τους διαχείρισης της αντιπαράθεσης με την Αριστερά δίνει η Αγγέλα Καστρινάκη [«Ρούφος, Κοτζιάς, Κάσδαγλης. Γράφοντας, αναθεωρώντας, αναψηλαφώντας την ιστορία της νίκης στον Εμφύλιο», στο Κατερίνα Γαρδίκα, Άννα-Μαρία Δρουμπούκη, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Κώστας Ράπτης (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση (τόμος αφιερωμένος στον Χάγκεν Φλάισερ), εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015, σ. 267-299]. Βλέπε ιδιαίτερα τις σελίδες 287-289 για τη «χειρουργική αναθεώρηση» από την α΄ στη β΄ έκδοση παρά την οποία “το στίγμα της μαύρης λογοτεχνίας” δεν μπορούσε να σβήσει εντελώς, μπορούσε μονάχα σε ένα βαθμό να βοηθηθεί να ξεθωριάσει».

[x]Κώστας Σταματίου, «Κοινωνική κριτική και ευρήματα».

[xi]Έρη Σταυροπούλου, «Από τον Γενναίο Τηλέμαχο στον Αλέξανδρο Καπάνταη. Οργάνωση και ανατροπή», Νέα Εστία 1751, Δεκέμβριος 2002, σ. 779-792.

[xii] Αλέξανδρος Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Κώστας Κουλουφάκος, Σπύρος Πλασκοβίτης, Στρατής Τσίρκας, «Η ελληνική πραγματικότητα και η πεζογραφία μας», Η Συνέχεια 4, Ιούνιος 1973, σ. 173.

[xiii]Έρη Σταυροπούλου, «Από τον Γενναίο Τηλέμαχο στον Αλέξανδρο Καπάνταη», σ. 781. Βλ. και τις αντίστοιχες παρατηρήσεις της Μαίρης Μικέ, «Το αλαλάζον κύμβαλον: σχόλια στη Φανταστική περιπέτεια», Νέα Εστία 1751, Δεκέμβριος 2002, σ. 811-821.

[xiv]Τα Νέα, 21/2/2012. Το «παραμύθιασμα μιας ολόκληρης χώρας» επισημαίνει ο Ηλίας Μαγκλίνης στον πρόλογό του με τίτλο «Ο Αλέξανδρος Καπάνταης είμαστε εμείς» στην έκδοση του 2011 που υπογραμμίζει, καταλήγοντας, την κληρονομιά του Καπάνταη για το σήμερα.

[xv]Τιτίκα Δημητρούλια, «Προφητική περιπέτεια», Καθημερινή, 14/4/2012.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.