Υπάρχουν πολλές κρίσιμες αποχρώσεις κάτω από τη γενική έννοια του λαϊκισμού. Υπάρχει όμως πρωτίστως πρόβλημα δημοκρατίας. Η δημοκρατία, εννοώντας τη δυτική δημοκρατία, δηλαδή τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ήταν ταυτισμένη για πολύ μεγάλη περίοδο –και σίγουρα στη μεταπολεμική περίοδο, από το 1945 και μετά– με την ανάπτυξη, την πρόοδο, την ανταγωνιστικότητα, τα μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα. Δεν υπήρχαν ανεπτυγμένες χώρες, με δυναμισμό και προοπτική, που να μην είναι δημοκρατίες. Τώρα πια υπάρχουν αυταρχικά καθεστώτα με τεράστιες οικονομικές δυνατότητες. Υπάρχουν αυταρχικά καθεστώτα που έχουν διδαχθεί από το ιστορικό πάθημα της Σοβιετικής Ένωσης και έχουν μεγάλα επιτεύγματα, οικονομικά και αναπτυξιακά, ενώ είναι αυταρχικά καθεστώτα [Yascha Mounk and Roberto Stefan Foa, “The End of the Democratic Century. Autocracy’s Global Ascendance”, Foreign Affairs, May/June 2018]. Ταυτόχρονα, υπάρχουν ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, ακόμη και κράτη μέλη της ΕΕ, στα οποία εμφανίζεται το φαινόμενο της αυταρχικής και μη φιλελεύθερης δημοκρατίας, της illiberal democracy.
Αντιστρόφως, στο επίπεδο κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουμε φιλελεύθερους θεσμούς –κράτος δικαίου, δικαιώματα– αλλά δεν έχουμε δημοκρατία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως τέτοια, δεν είναι δημοκρατία, έχει προφανές δημοκρατικό έλλειμμα: είναι κράτος δικαίου, είναι χώρος δικαιωμάτων, αλλά όχι δημοκρατίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο [Yascha Munk, The People vs. Democracy: Why our Freedom is in Danger and how to Save it, Harvard University Press, 2018]. Αυτό αλλάζει συντριπτικά τα δεδομένα.
Επίσης, ποτέ οι κρίσεις δεν είναι μόνο οικονομικές, ούτε την περίοδο του μεσοπολέμου η κρίση ήταν μόνο οικονομική. Η Γερμανία έφτασε στην επικυριαρχία του ναζισμού γιατί συνέπεσε να βιώνει την παγκόσμια οικονομική κρίση, το κραχ, και την κρίση των πολεμικών επανορθώσεων του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, τις επιπτώσεις δηλαδή της Συνθήκης των Βερσαλλιών – άρα υφίστατο μια ταπείνωση, είχε πρόβλημα αξιοπρέπειας και εθνικής ταυτότητας. Οι κρίσεις, κατά συνέπειαν, είναι ταυτοτικές. Κρίσεις ασφάλειας. Γι’ αυτό εμφανίζονται μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις σε χώρες οι οποίες δεν έχουν περάσει από προγράμματα λιτότητας, δεν έχουν υποστεί περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, δεν έχουν συσσωρευμένη ύφεση όπως η Ελλάδα.
Τι είναι πραγματικά λαϊκισμός
Τι εννοούμε με τον όρο «λαϊκισμός»; Περιγράφουμε καθετί που συνιστά απόκλιση από την ευρωπαϊκή πολιτική ορθοδοξία, και ιδίως από την ευρωπαϊκή οικονομική ορθοδοξία, η οποία είναι κατοχυρωμένη νομικά, προβλέπεται στη Συνθήκη της Λισαβόνας; Οτιδήποτε συνιστά απόκλιση, είναι αναγκαστικά λαϊκισμός;
Το επιχείρημα που θα παραθέσω μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά νομίζω ότι θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι συμβαίνει λίγο βαθύτερα. Εάν παρατηρήσουμε με ψυχραιμία τι λένε τα συγκυβερνώντα κόμματα στην Ιταλία, θα δούμε ότι ζητούν δημοσιονομικό χώρο, ζητούν δηλαδή να έχουν περίπου 1% του ΑΕΠ μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα. Αλλά μια βασική θέση της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, είναι ότι ο στόχος, μετά τις εκλογές, η επόμενη κυβέρνηση να καταφέρει να αποκτήσει δημοσιονομικό χώρο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, να μειώσει δηλαδή το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα ώς το 2022 από το 3,5% στο 2%.
Το αίτημα για δημοσιονομικό χώρο σε απόκλιση από την ευρωπαϊκή δημοσιονομική ορθοδοξία είναι κατ’ ανάγκην λαϊκιστικό; Ασφαλώς όχι. Ο κυβερνητικός λόγος στην Ιταλία δεν γίνεται λαϊκιστικός μόνο από τη δημοσιονομική πλευρά του. Γίνεται λαϊκιστικός επειδή προστίθεται η ταυτοτική πλευρά. Επειδή είναι αντιμεταναστευτικός, ξενοφοβικός και αμφισβητεί τις φιλελεύθερες εγγυήσεις.
Ο λαϊκισμός έχει οπαδούς. Υπάρχουν λαϊκιστές που καμαρώνουν επειδή είναι λαϊκιστές. Ο Αλέξης Τσίπρας πηγαίνει by the book, εφαρμόζει όσα έχουν διατυπώσει θεωρητικοί όπως ο Ερνέστο Λάκλάου και η Σαντάλ Μουφ, εδώ και δεκαετίες, για το πώς πρέπει να σχηματίσεις μια λαϊκιστική πολιτική. Πρέπει να έχεις έναν ξεκάθαρο εσωτερικό εχθρό. Η αναγόρευση των ελίτ, του «κατεστημένου», του «παλιού συστήματος» σε εσωτερικό εχθρό είναι ο πυρήνας οποιουδήποτε λαϊκισμού.Ο Καρλ Σμιτ βάσιζε στον εσωτερικό εχθρό τον ορισμό της πολιτικής προετοιμάζοντας τη ναζιστική επικράτηση. Καθαρός εσωτερικός εχθρός είναι το «παλιό καθεστώς», οι «παλιοί». Έρχεται το nouveaux régime το οποίο διαμορφώνει σχέσεις με τα συμφέροντα και προβάλλει τη δική του «ηθική» ακεραιότητα, που είναι απροκάλυπτα ανύπαρκτη: δεν υπάρχει κανένας ηθικός φραγμός, δεν τους «πιάνεις» πουθενά. Δεν υπάρχει κανένα αξιακό στοιχείο, είναι ο απόλυτος κυνισμός στο όνομα της ανατροπής. Αυτό δημιουργεί τον λαϊκισμό.
Το πρόβλημα του λαϊκισμού το δημιουργούν τα ανορθολογικά στοιχεία που δεν σου επιτρέπουν να δεις τα πράγματα με την απόσταση και με τον καθολικό και ολοκληρωμένο τρόπο που επιβάλλεται να τα βλέπεις, δηλαδή με αποχρώσεις. Η ευκολία και η απλούστευση γεννά λαϊκισμό, η δυσκολία γεννά τον ορθολογισμό.
Κατά βάθος η σύγκρουση είναι, όπως το διατύπωνε ο Μαξ Βέμπερ, ανάμεσα στην ηθική της ευθύνης και στην ηθική της πεποίθησης. Η ηθική της πεποίθησης δεν σε απαξιώνει, έχεις την πεποίθησή σου, πιστεύεις στη δική σου μετα-αλήθεια, πιστεύεις ότι αυτό που λες είναι σωστό και ηθικά ανώτερο. Άρα, μπορείς να χυδαιολογείς, να απλουστεύεις, να λες ψέματα ή να έχεις ψευδαισθήσεις για να διαφεύγεις λέγοντας: «εγώ δεν ήξερα, είχα ψευδαισθήσεις». Η ηθική της ευθύνης, που είναι η πολιτική της ευθύνης, σου επιβάλλει να λες αλήθεια, να κρίνεσαι με άλλους όρους, πολύ αυστηρούς και, τελικά, να αναλαμβάνεις και την ευθύνη. Αυτή είναι η σύγκρουση, αυτή ήταν πάντα η σύγκρουση. Για να είμαστε απολύτως ξεκάθαροι, αυτό είναι ένα γενετικό πρόβλημα της δημοκρατίας. Η δημοκρατία έχει γενετικό πρόβλημα με τον λαϊκισμό, άρα θέλει μεγάλη επιμέλεια και επαγρύπνηση προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι εκφάνσεις του.
Προφανώς δεν υπάρχει μόνο ακροδεξιός λαϊκισμός. Υπάρχει και ακροαριστερός λαϊκισμός, υπάρχει και λαϊκισμός του Κέντρου, υπάρχει και λαϊκισμός της μη πολιτικής προσέγγισης των πραγμάτων. Όπως έχει υποστηρίξει ένας από τους πιο γνωστούς αναλυτές του λαϊκισμού, ο Κας Μούντε, ο λαϊκισμός χρειάζεται έναν ξενιστή. Επιβαίνεις δηλαδή σε ένα ιδεολογικό όχημα που μπορεί να είναι σοσιαλιστικό στον πυρήνα και το μετασχηματίζεις σε εθνικοσοσιαλισμό. Χρησιμοποιείς ως ξενιστή τον ριζοσπαστικό εθνικισμό για να παραχθούν εκδοχές περονισμού. Οργανώνεις μια δικαστικοκρατούμενη δημοκρατία για να κάνεις «κάθαρση». Όλα αυτά είναι μορφές λαϊκισμού.
Ο εθνικός λαϊκισμός
Υπάρχει πλέον ένας πυρήνας πολύ σημαντικός που είναι ο δημοσιονομικός λαϊκισμός. Όμως χωρίς στοιχεία εθνικολαϊκισμού, δεν υπάρχει λαϊκισμός. Όλοι οι λαϊκισμοί είναι εθνικιστικοί, όπως έχει δείξει ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, γιατί υπάρχει ένας εχθρός ο οποίος είναι είτε εσωτερικός είτε εξωτερικός, είτε και τα δύο, και για να τον αντιμετωπίσει ο λαϊκισμός μιλά στο όνομα του έθνους και της αλήθειας του έθνους.
Το φαινόμενο είναι δυστυχώς πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, διότι δεν υπάρχει ορθολογική και υπεύθυνη εναλλακτική λύση η οποία να εκφράζει μια άλλη σύνθεση της κοινωνίας. Αυτό είναι το δράμα της σοσιαλδημοκρατίας η οποία ή θα καταρρέει αμήχανη, όπως το SPD (έστω ότι το ΠΑΣΟΚ είναι το θύμα της κρίσης, το SPD όμως τι έκανε στη Βαυαρία;), ή θα υιοθετεί θέσεις όπως εκείνες του Κόρμπιν. Ίσως προκύψει κάτι από τους πολιτικούς χειρισμούς των δυο κυβερνήσεων της Ιβηρικής που κινούνται μέσα στο ιδιαίτερο πολιτικό και συνταγματικό περιβάλλον της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Δυστυχώς το πρόβλημα είναι ακόμη βαθύτερο. Σε ορισμένες χώρες δεν πρόκειται για εθνικολαϊκισμό, αλλά για εθνικό λαϊκισμό. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit, όπως και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015 στην Ελλάδα τι είναι; Εδώ ένας λαός ολόκληρος τοποθετείται κατά πλειοψηφία λαϊκιστικά. Εμείς, λοιπόν, που θεωρούμε λαϊκιστικό το αντιδημοκρατικό, το αντιφιλελεύθερο αλλά και το αντιευρωπαϊκό, ανοίγουμε πάρα πολλά μέτωπα, χωρίς να έχουμε μια δύναμη κρούσης, που είναι ο αντιλαϊκισμός. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο αντιλαϊκιστικό ρεύμα το οποίο να διεκδικεί να κυβερνήσει και να δώσει νέα πνοή στην Ευρώπη.
Εάν συνεπώς θέλουμε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, πρέπει να υπερασπιστούμε την πολιτική, πρέπει να υπάρχουν διαδικασίες και μηχανισμοί διαμόρφωσης πολιτικών επιλογών, πολιτικών αποφάσεων. Αυτό, δυστυχώς, δεν υπάρχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι κλειδωμένες νομικά οι μεγάλες πολιτικές γραμμές, η οικονομική πολιτική, η νομισματική πολιτική, το αναπτυξιακό μοντέλο, οι ανισότητες μεταξύ κρατών μελών της Ευρωζώνης, που βρίσκονται στην ίδια νομισματική ζώνη αλλά σε διαφορετικές φάσης ανάπτυξης, και αυτά αναπαράγονται. Κανένα ποσοστό, αξιόλογο στατιστικά, των γερμανικών εμπορικών πλεονασμάτων, την τελευταία δεκαετία της κρίσης, δεν έχει μεταφερθεί στη νότια Ευρώπη.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια εύθραυστη οντότητα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας, που συνδέονται και με τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα εξωτερικής ασφάλειας. Ούτως ή άλλως, η ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι ευρωατλαντικό ζήτημα από την εποχή του προέδρου Γουίλσον και την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό επιβεβαιώθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιβεβαιώθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο, επιβεβαιώνεται και στον νέο ψυχρό πόλεμο, τον υβριδικό.
Ένα βήμα πίσω από την Ευρώπη
Η Ευρώπη είναι ουσιαστικά απούσα από όλες τις μεγάλες κρίσεις στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, όπου βρίσκεται η πηγή του προβλήματος των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Αυτή τη στιγμή, το κλειδί των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ελλάδα το κρατά η Τουρκία που προσπαθεί να βρει τρόπους επαφής πρωτίστως με τις Ηνωμένες Πολιτείες και, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως με τη Γερμανία. Δεν θέλω να επεκταθώ, αλλά δεν λύνεις το πρόβλημα αυτό με περιορισμούς δικαιωμάτων στην Ευρώπη ή καταλύοντας τη Σύμβαση της Γενεύης για την προστασία των προσφύγων. Το λύνεις μόνο αποφεύγοντας τους πολέμους και τις ανθρωπιστικές κρίσεις στην πηγή τους. Αν δεν έχεις ενεργό παρέμβαση στις εστίες της κρίσης, είσαι απλώς μία χώρα υποδοχής, μία μεγάλη χώρα υποδοχής που λέγεσαι Ευρώπη. Άνισης και δυσανάλογης υποδοχής, γιατί τις μεγάλες πιέσεις τις υφίστανται οι χώρες-πύλες εισόδου: η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα, η Κύπρος.
Εμείς ως χώρα κινούμαστε προς τις εκλογές, το αργότερο το Μάιο ή τον Οκτώβριο, σας λέω εγώ, του 2019 –ελπίζω νωρίτερα– χωρίς καμία επίγνωση, υπό συνθήκες εικονικής κανονικότητας.
Ο καθένας προτείνει το πρόγραμμά του. Πρόγραμμα για τη φορολογική πολιτική, για την ασφαλιστική πολιτική, για τον εταιρικό φόρο, για τον ΕΝΦΙΑ ενώ θα διαπραγματευτούμε με τους εταίρους είτε απλώς τη μείωση των συντάξεων είτε γενικότερα το δημοσιονομικό πλαίσιο. Εν τω μεταξύ, έχουμε ένα τραπεζικό σύστημα στο όριο της αντοχής του, η πραγματική οικονομία είναι καταδικασμένη στην αναιμική μη χρηματοδοτούμενη ανάπτυξη, στη στασιμοχρεοκοπία, η κοινωνία είναι κουρασμένη και φοβική, έχουμε πρόβλημα ασφάλειας, έχουμε πρόβλημα ταυτότητας, έχει διαλυθεί η ραχοκοκαλιά της μεσαίας τάξης και συζητούμε για άλλα θέματα. Ποιος υπαγορεύει την ατζέντα;
Όταν μάλιστα θα πάμε να δούμε τι γίνεται στην Ευρώπη μετά τις ερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές, η Ευρώπη φοβούμαι ότι θα είναι αλλού. Ποια Ευρώπη; Έχουμε μάθει στην Ευρώπη της Άνγκελα Μέρκελ, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Οι Γερμανοί αυτή την Ευρώπη την αμφισβητούν. Όσο για την Ευρώπη του γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, φοβούμαι ότι είναι, ακόμη τουλάχιστον, απλώς, ρητορική. Αυτό είναι το εθνικό δράμα μας. Δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε μέσα στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς γιατί αυτοί εξελίσσονται ενώ εμείς έχουμε να καλύψουμε την απόσταση από την προγενέστερη εκδοχή της Ευρώπης.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσα από τη διάκριση Δεξιάς-Αριστεράς που παραπέμπει στην περί πολιτικής αντίληψη της νεωτερικότητας. Τώρα είμαστε στη δεύτερη μετανεωτερικότητα, είμαστε στη μετά-μετανεωτερικότητα. Πρέπει να βρούμε άλλες έννοιες. Η αδυναμία μας να βρούμε έννοιες, αντίστοιχες με τις έννοιες Δεξιά-Αριστερά, δείχνει την κρίση. Η κρίση είναι γνωσιολογικό ζήτημα. Η κρίση δεν υπάρχει στα πράγματα, υπάρχει στη διανοητική μας ικανότητα να καταλάβουμε τις αλλαγές στα πράγματα. Αυτό είναι το μεγάλο δράμα της δημοκρατίας.
Ποια είναι η ρεαλιστική ανάλυση; Τι ρόλο παίζουν τα κόμματα, ανεξαρτήτως ιστορικής καταγωγής –είτε είναι σοσιαλδημοκρατικά, είτε χριστιανοδημοκρατικά, είτε φιλελεύθερα κ.ο.κ.– εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της θέσης στην οποία βρέθηκαν την κρίσιμη στιγμή μέσα στον εκλογικό κύκλο. Ανάλογα με το εάν βρέθηκαν να είναι στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση, ανάλογα με το εάν βρέθηκαν να είναι στην πρώτη, στη δεύτερη ή την τρίτη θέση στην κατανομή των δυνάμεων.
Η Νέα Δημοκρατία δεν διεκδικεί την εξουσία επειδή δικαιώθηκε ιστορικά αλλά επειδή ευνοήθηκε από τους εκλογικούς κύκλους και βρέθηκε πρώτη εκλογική δύναμη το 2012. Το ΠΑΣΟΚ υπέστη αυτά που υπέστη όχι γιατί είχε αξιακή διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία ως παλαιό κυβερνητικό κόμμα, αλλά γιατί εκλογικά βρέθηκε στην κάτω μεριά του κύκλου. Και βεβαίως, τροφοδότησε τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου μετακόμισε το ακροατήριο, όπως θα μπορούσε να είχε μετακομίσει στη ΔΗΜΑΡ – κάτι που καταγράφηκε δημοσκοπικά κάποια στιγμή το 2012. Όπως θα μπορούσαν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, εάν ήταν σοβαρότερος ο Πάνος Καμμένος, να έχουν κάνει μεγάλη εκλογική ζημιά στη Νέα Δημοκρατία. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε: κέρδισαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και κυβερνούν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ένα άλλο μόρφωμα, το οποίο δεν μπορούμε να συλλάβουμε, διότι είμαστε ενοχικοί. Διότι το «παλαιό καθεστώς», εμείς που είμαστε του «παλαιού» συστήματος, του συστήματος της δημοκρατίας της μεταπολίτευσης, εμείς, ναι, που είμαστε η φυσική συνέχεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου και ούτω καθεξής, είμαστε ενοχικοί. Αυτοί δεν έχουν καμία ενοχή, κανένα φραγμό, κανένα όριο, υπάρχει απόλυτη «ελαστικότητα». Το φαινόμενο αυτό είναι μετανεωτερικό: είναι το απόλυτο ηθικό κενό.
Εθνική δημοκρατική επαγρύπνηση
Δεν αρκεί όμως να πούμε ότι αντίπαλος είναι ο λαϊκισμός. Τα προβλήματα της χώρας είναι πολύ πιο σύνθετα και δεν αντιμετωπίζονται με παλαιούς όρους, του τύπου «θα κερδίσει η Νέα Δημοκρατία, θα πάρουμε και το ΚΙΝΑΛ, θα κάνουμε κυβέρνηση». Όχι. Το 2012 προσχώρησε η βασική συνιστώσα του αντιμνημονιακού μετώπου, που ήταν η Νέα Δημοκρατία, στην πολιτική της ευθύνης. Άρα, σε μία άλλη πολιτική. Η σύγκρουση ήταν πάντα μεταξύ της ηθικής της ευθύνης και της ηθικής της πεποίθησης. Ο άξονας μετακινήθηκε στην ηθική της ευθύνης. Έτσι σχηματίστηκε, και γι’ αυτό απέδωσε αποτελέσματα, η λεγόμενη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Τώρα τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Όταν είσαι δημοσκοπικά ισχυρότερος πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός. Εάν θέλεις πράγματι σχήματα συνεργατικά, ευρύτατης συνεργασίας, συναίνεσης, πρέπει να σέβεσαι τις προγραμματικές προτεραιότητες και τις ευαισθησίες του άλλου. Αλλά και ο άλλος, η Δημοκρατική Παράταξη εν προκειμένω, οφείλει να διεκδικήσει την προγραμματική διεύθυνση της χώρας και να πει πράγματα στα οποία πρέπει να υποχρεωθούν όλοι οι άλλοι να συγκλίνουν. Υπάρχει η εθνική και ιστορική υποχρέωση να ξεπεραστούν παλιές, προ κρίσεως, αντιλήψεις.
Έχουμε μετρήσει αυτή τη στιγμή πόσες είναι οι λεγόμενες εν τη ευρεία εννοία αντισυστημικές δυνάμεις; Και τι είναι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Ανήκουν στο συστημικό ή στο αντισυστημικό στρατόπεδο; Αυτή η ικανότητα να είσαι και τα δύο, αυτή η αποφατική πολιτική, «είμαι και με την Ευρώπη και εναντίον της Ευρώπης, και με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου και κατά της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου» –πρωτίστως κατά–, αυτό διαλύει τα πάντα. Επιδιώκουν να παραμείνουν στην εξουσία, έστω ως κυβέρνηση μειοψηφίας, και δεν έχουν κανένα πρόβλημα αν οδηγήσουν τη χώρα σε δεύτερο κύκλο οικονομικής κρίσης. Το τελευταίο εξάμηνο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φοβούμαι ότι θα είναι χειρότερο από το πρώτο εξάμηνο, το εξάμηνο Τσίπρα-Βαρουφάκη. Η αντίδραση στο ενδεχόμενο αυτό συνιστά συγκρότηση αντιλαϊκιστικού μετώπου;
Πρέπει να υπάρξει ένα αυθόρμητο μέτωπο προστασίας του μέλλοντος του τόπου και των παιδιών μας, αυτό δεν είναι ούτε απλώς αντιπολιτευόμενο ούτε απλώς αντιλαϊκιστικό. Είναι το μεγάλο μέτωπο της εθνικής και δημοκρατικής επαγρύπνησης.
* Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Μποτόπουλου, Αντιλαϊκισμός. Ένα διεθνές στοίχημα με επίκεντρο την Ευρώπη, Παπαζήση (Αθήνα, αίθουσα βιβλιοπωλείου Ιανός, 15/10/2018)