Kati Marton, Η Καγκελάριος. Η συναρπαστική Οδύσσεια της Άνγκελα Μέρκελ, μετάφραση από τα γερμανικά: Δημήτρης Δουλγερίδης, Ψυχογιός, Αθήνα 2021, 344 σελ.
«Δεν γεννήθηκα καγκελάριος ή πρόεδρος κόμματος. Πάντοτε ήθελα να ασκώ πολιτική με αξιοπρέπεια και να φύγω με αξιοπρέπεια. Ο χρόνος περνάει για όλους μας». Με αυτά τα λόγια, στις 7 Δεκεμβρίου 2018, η Άνγκελα Μέρκελ, από το βήμα του συνεδριακού κέντρου του Αμβούργου, αποχαιρέτησε την Ένωση Χριστιανοδημοκρατών, έπειτα από 18 χρόνια στην ηγεσία της. Αυτές οι φράσεις –χαρακτηριστικές της καγκελαρίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως προς τη μετριοπάθεια του περιεχομένου τους, τη λιτότητα της διατύπωσής τους, αλλά και την αίσθηση αυτοέλεγχου και πραγματισμού που αποπνέουν– συμπυκνώνουν τον τρόπο με τον οποίο η Άνγκελα Μέρκελ βαδίζει στον πολιτικό και ιδιωτικό βίο της.
Το συναρπαστικό ταξίδι της ζωής της Άνγκελα Μέρκελ, μέσα από τους σταθμούς του οποίου εξελίχθηκε από Άνγκελα Ντοροτέα Κάσνερ, σε «κοριτσάκι» του Χέλμουτ Κολ, Σιδηρά Καγκελάριο και «μητερούλα» («Mutti») του γερμανικού λαού, «Βασίλισσα της Ευρώπης» και de facto ηγέτις της Δύσης έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για εκατοντάδες βιογραφίες – αντικειμενικές, εκθειαστικές ή επικριτικές. Δικός μας οδηγός, μία από τις πιο πρόσφατες: Η Καγκελάριος. Η συναρπαστική Οδύσσεια της Άνγκελα Μέρκελ, της Κάτι Μάρτον, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε μετάφραση του Δημήτρη Δουλγερίδη, από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Το έργο της Μάρτον διατρέχει η ταύτισή της με τη γυναίκα για την οποία γράφει. Γεννημένη στην Ουγγαρία το 1949 (το 1956 μετανάστευσε με τους γονείς της στις ΗΠΑ), πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της ανατολικά του Σιδηρού Παραπετάσματος, όπως και η ανατολικογερμανίδα καγκελάριος. Οι εμπειρίες της νιότης τής Μέρκελ στο αστυνομοκρατούμενο τμήμα του Βερολίνου στα ανατολικά του Τείχους και η δύσκολη προσαρμογή της στη Δύση επηρέασαν τη διεθνή πολιτική της και καθόρισαν τη συνέπεια με την οποία περιχαρακώνει την προσωπική ζωή της.
Η Μάρτον, παραθέτοντας δηλώσεις της καγκελαρίου και αποσπάσματα από προσωπικές συνομιλίες μαζί της ή με συνεργάτες της, συχνά, ερμηνεύει τις πολιτικές της ανατρέχοντας στο ψυχολογικό της προφίλ και εμβαθύνοντας στο υπόβαθρό της – τακτική που δεν είναι πάντοτε η βέλτιστη για την άντληση πολιτικών συμπερασμάτων. Το βιβλίο της, ωστόσο, αποτελεί πλούσια πηγή αθέατων γεγονότων που ανατρέπουν τα στερεότυπα τα οποία κυριαρχούν για τη γερμανίδα καγκελάριο, ανοίγοντας στον αναγνώστη ένα παράθυρο (σε καμία περίπτωση μια κλειδαρότρυπα) για να γνωρίσει άγνωστες πτυχές μιας πολιτικού που αποστρέφεται την έκθεση. Εξαιρετικά χρήσιμο ανάγνωσμα σε μια χώρα σαν τη δική μας, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της οποίας έχει δαιμονοποιήσει τόσο τη Μέρκελ όσο και τη Γερμανία.
Ενώ οι περισσότεροι ηγέτες επιδιώκουν να πείσουν για την ανατρεπτικότητά τους μέσω της αυτοπροβολής και της επίδειξης, η Άνγκελα Μέρκελ είναι ανατρεπτική μέσω της λιτότητάς της. Η προσωπική της ζωή αποτελεί το ιδεώδες παράδειγμα. Το 1977, η 23χρονη φυσικός μπορεί να υιοθέτησε το επίθετο του πρώτου συζύγου της, Ούλριχ Μέρκελ, με το οποίο έμελλε να τη μάθει ολόκληρος ο πλανήτης, εντούτοις ο τρόπος ζωής της κάθε άλλο παρά συμβατικός είναι.
Αφιερώνει χρόνο σε όσα την ευχαριστούν, ακόμη και όταν οι συνθήκες δεν ευνοούν. Την ημέρα που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, εκείνη (ερευνήτρια ακόμη στη Γερμανική Ακαδημία Επιστημών), αντί, όπως χιλιάδες συμπατριώτες της, να σπεύσει στο σημείο στο οποίο άλλαζε η ιστορία της Ευρώπης, πήγε, θαρρείς και ήταν μια Πέμπτη σαν όλες τις άλλες, για σάουνα – μια από τις ελάχιστες απολαύσεις των Ανατολικογερμανών. Ακύρωσε, βέβαια, την καθιερωμένη στάση της Πέμπτης στην κοντινή μπυραρία και πήγε, τελικά, κι εκείνη στο Τείχος, βρέθηκε με μια παρέα σε ένα διαμέρισμα Δυτικογερμανών αλλά την κατάλληλη ώρα επέστρεψε σπίτι. «Έπρεπε να σηκωθώ νωρίς το επόμενο πρωί. Και ήταν ήδη αρκετό που βρεθήκαμε με εκείνη την παρέα αγνώστων» (σελ. 57). Πρακτική και με αίσθηση του μέτρου.
Άνγκελα, όχι Μέρκελ
Η Μάρτον υπενθυμίζει ότι η καγκελάριος κάνει τα ψώνια της, οδηγεί ή μαγειρεύει μόνη της και μένει σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο του Βερολίνου (με το όνομα του δεύτερου συζύγου της, Γιόαχιμ Ζάουερ, στο κουδούνι), τη διεύθυνση του οποίου γνωρίζουν οι πάντες.
Πολλοί λιγότεροι γνωρίζουν, ωστόσο, ότι διατηρεί φιλίες χρόνων, κατά κανόνα, με ανθρώπους εκτός πολιτικής, κυρίως καλλιτέχνες, ότι της αρέσει να ξενυχτά πίνοντας με παρέα (σελ. 133-134), ότι λατρεύει τη μουσική, το θέατρο και τα βιβλία, ενώ το πάθος της για το ποδόσφαιρο σε συνδυασμό με το υπόβαθρό της ως θετικής επιστήμονος την καθιστούν δεινή δημιουργό προπονητικών πλάνων (σελ. 135). Είναι τόσο πιστή φίλαθλος, που, το 2012, όταν συνέπεσε ο τελικός του Champions League, Τσέλσι-Μπάγερν, στο Μόναχο, με τη Σύνοδο G8 στο Καμπ Ντέιβιντ, ζήτησε από τον οικοδεσπότη Μπαράκ Ομπάμα να τοποθετηθεί τηλεόραση κοντά στο χώρο συνεδριάσεων, ενώ ανέθεσε σε συνεργάτη της να την ενημερώνει για το σκορ μέσω μηνυμάτων. Μάλιστα, όταν η ομάδα του Μονάχου κέρδισε πέναλτι, παρέσυρε εκτός αίθουσας τους Κάμερον, Ολάντ και Μπαρόζο. Όταν ο αμερικανός πρόεδρος ρώτησε: «Ήρθαμε εδώ για τη Σύνοδο ή για να δούμε ποδόσφαιρο;», εκείνη απάντησε: «Για να δούμε ποδόσφαιρο!»
Η απάντησή της στον Ομπάμα είναι χαρακτηριστική του σαρκαστικού, βιτριολικού χιούμορ της, το οποίο, ενίοτε, επιστρατεύει για να ξεπερνά στιγμές έντασης. Η Μάρτον περιγράφει μια πτήση, το Δεκέμβριο του 2010, κατά την οποία η καγκελάριος επιθεωρούσε τα γερμανικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Καθώς πετούσαν πάνω από εμπόλεμη ζώνη, ενεργοποιήθηκε το σύστημα αποτροπής επιθέσεων του κυβερνητικού Airbus, το οποίο άρχισε να τραντάζεται και να βγάζει καπνούς. Όταν, λίγη ώρα αργότερα, ο πιλότος κήρυξε τη λήξη της περιπέτειας, η καγκελάριος στράφηκε στη συνοδεία της –κυρίως στρατιωτικούς– και αστειευόμενη, ρώτησε: «Και τώρα, τι άλλο έχετε ετοιμάσει για να διασκεδάσουμε;» (σελ. 94-95).
Με χιούμορ αποκρούει και την Ακροδεξιά. To 2018, η συνεπικεφαλής της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, Άλις Βάιντελ, από το βήμα του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου εξαπέλυσε μια παραληρηματική επίθεση εναντίον της κυβέρνησης Μέρκελ (χωρίς να προσκομίζει στοιχεία), κάνοντας λόγο για «δωροληψία, κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, τρομακτική διαφθορά». Στο βήμα, τη διαδέχτηκε η Μέρκελ. Μ’ ένα πονηρό χαμόγελο, αντέτεινε: «Το ωραίο με τη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να μιλάει γι’ αυτό που θεωρεί σημαντικό για τη χώρα του», προκαλώντας χειροκροτήματα και ηχηρά γέλια (σελ. 246-247).
Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς είχα την τύχη να απολαύσω μία τέτοια στιγμή διά ζώσης. Βρέθηκα στο Στρασβούργο για να καλύψω δημοσιογραφικά την ομιλία της καγκελαρίου στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ενώ μιλούσε για το ακανθώδες ζήτημα της δημιουργίας ευρωστρατού, από τα έδρανα των ευρωσκεπτικιστών άρχισαν να ακούγονται παρατεταμένα γιουχαΐσματα. Εκείνη έκανε μια παύση, έριξε πλαγίως μια πονηρή ματιά και, με ένα μειδίαμα δευτερολέπτων, είπε: «Νομίζω ότι κάποιοι εδώ μέσα χρειάζονται κτηνίατρο». Και συνέχισε να αναπτύσσει τις απόψεις της.
Λίγες ημέρες πριν από τις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές, ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ μετέδιδαν: «H Μέρκελ δηλώνει για πρώτη φορά φεμινίστρια». Τι είχε συμβεί; Στο πλαίσιο δηλώσεών της, μετά από ένα event, παραδέχτηκε: «Ναι, είμαι φεμινίστρια». Ο θόρυβος οφειλόταν στο ότι, διαχρονικά, απέφευγε να χρησιμοποιεί αυτό τον όρο. Εάν πληκτρολογήσετε σε μηχανή αναζήτησης τις λέξεις «Merkel» και «feminist», σε οποιαδήποτε γλώσσα, θα εμφανιστούν εκατοντάδες άρθρα. Στα πιο επιεική αμφισβητείται η συνδρομή της στην ενδυνάμωση των γυναικών. Στα πιο δηκτικά, της καταλογίζεται πλήρης αδιαφορία.
Εάν κάποιος, ωστόσο, είναι επιμελής, θα διαπιστώσει ότι η Μέρκελ είναι κάτι παραπάνω από κατ’ όνομα «φεμινίστρια». Και η Μάρτον είναι επιμελής. Έχει εντοπίσει δηλώσεις της καγκελαρίου, στις οποίες αποτυπώνεται η βαθιά της πεποίθηση ότι τα δύο φύλα πρέπει να έχουν ίδιες ευκαιρίες. Το 2018, στο Ισραήλ, στο πλαίσιο συνάντησής της με μία ομάδα νέων (ανδρών) επιχειρηματιών, η Μέρκελ σχολίασε: «Δεν θα ένιωθα απογοήτευση, αν την επόμενη φορά υπήρχαν γυναίκες ανάμεσα στην ηγεσία του μέλλοντος», ενώ, αργότερα, στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα, όταν ο πρόεδρός του δήλωνε περήφανος ότι το 65% των εγγραφών αντιστοιχεί σε γυναίκες, εκείνη, ανικανοποίητη, ρώτησε ποιο είναι το ποσοστό των καθηγητριών, για να λάβει απογοητευτική απάντηση (σελ. 138).
Λίγο αργότερα την ίδια χρονιά, διαβάζοντας τη λίστα του Παγκόσμιου Φόρουμ για Νέους Ηγέτες, έγινε ακόμη πιο σαφής: «Πολύ αντρική. Λείπει το 50% των ανθρώπων. Και πιστέψτε με, οι γυναίκες εμπλουτίζουν τη ζωή μας. Όχι μόνο την ιδιωτική, αλλά και την πολιτική. Δεν ξέρετε τι χάνετε!» (σελ. 269).
Παρά το προσωνύμιο της «μητερούλας», η Μέρκελ δεν εκμεταλλεύθηκε ποτέ το ότι είναι γυναίκα. «Με την Άνγκελα ξέρεις ότι έχεις να αντιμετωπίσεις μία μεγάλη ηγέτιδα, όχι το φύλο της», έχει πει ο πρώην αυστραλός πρωθυπουργός, Κέβιν Ραντ (σελ. 138-139). Αυτό αποτυπώνεται στην απουσία θεατρικότητας στις ομιλίες και τις κινήσεις της, ενώ η επιλογή της «στολής εργασίας» της, που θυμίζει ανδρικό κοστούμι, δεν είναι τυχαία. Τυχαία δεν είναι ούτε η υιοθέτηση του περίφημου «ρόμβου της Μέρκελ», του τρόπου με τον οποίο ενώνει τα χέρια της, ο οποίος αποτελεί σήμα κατατεθέν της.
Το στρατόπεδο των κοριτσιών
Η Μέρκελ, όμως, είναι άνθρωπος των έργων. Τρανή απόδειξη της εμπιστοσύνης της στις ικανότητες των γυναικών αποτελεί το ότι δύο από τις πιο έμπιστες συνεργάτιδές της είναι γυναίκες. Η διευθύντρια του γραφείου της, Μπεάτε Μπάουμαν, και η επικεφαλής του τμήματος πολιτικού σχεδιασμού, καινοτομίας και ψηφιακής πολιτικής στην καγκελαρία και λογογράφος της, Έφα Κρίστιανζεν. Μαζί με την Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρώην υπουργό Άμυνας της Γερμανίας, και την Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, νυν υπουργό Άμυνας (αν και σύντομα θα εγκαταλείψει την πολιτική) και πρώην διάδοχο της Μέρκελ στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών (Δεκέμβριος 2018-Ιανουάριος 2021), συχνά χαρακτηρίζονται από τα ΜΜΕ «το στρατόπεδο των κοριτσιών» της καγκελαρίου (σελ 92-93). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι εμπιστεύθηκε το «ανδροκρατούμενο» υπουργείο σε δύο γυναίκες.
Η Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι φεμινίστρια, αποτελεί την ενσάρκωση του φεμινισμού. Δεν παύει ποτέ να χρησιμοποιεί το παράδειγμά της ως πρότυπο για τις γυναίκες. «Σήμερα, κανείς δε γελάει όταν ένα κορίτσι λέει ότι θέλει να γίνει υπουργός ή και καγκελάριος, κάποια μέρα», είχε πει, στον εορτασμό για τη συμπλήρωση 100 ετών γυναικείας ψήφου στη Γερμανία (σελ. 270).
Το σχόλιο αυτό ήταν σαφής αναφορά σε όλους εκείνους τους άνδρες πολιτικούς οι οποίοι επιχείρησαν και επιχειρούν –άλλοτε απροκάλυπτα και άλλοτε συγκεκαλυμμένα– να την πατρονάρουν, να την υπερσκελίσουν, ακόμη και να την εκφοβίσουν. Τέτοιοι ήταν ο Χέλμουτ Κολ, ο πολιτικός της πατέρας που την αποκαλούσε «κοριτσάκι», και ο προκάτοχός της στην καγκελαρία, ο σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ, που τη χαρακτήριζε «ανεύθυνη» και «αξιολύπητη» (πόσο έξω έπεσαν και οι δύο!). Με τον ίδιο τρόπο επιχείρησαν να της φερθούν αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και άσπονδοι φίλοι εντός συνόρων, όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο Χορστ Ζέεχοφερ και ο Γενς Σπαν. Το ίδιο σχόλιο αφορά και πολιτικούς που τη σεβάστηκαν, αλλά χρειάστηκε να καταβάλουν προσπάθεια για να βρουν κοινό τόπο μαζί της, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Εμμανουέλ Μακρόν.
Όχι μόνο δεν την υπερσκελίζουν, αλλά σε κρίσιμες στιγμές την αφήνουν να βγάζει το φίδι από την τρύπα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη φωτογραφία από τη Σύνοδο G7 του 2018, στον Καναδά, στην οποία όλοι προσπαθούν να πείσουν τον πεισμωμένο Τραμπ να υπογράψει το κοινό ανακοινωθέν; Εκείνος, ο μοναδικός καθήμενος με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το σύνηθες περιφρονητικό ύφος του. Εκείνη, γερμένη προς το μέρος του, στηριζόμενη στο τραπέζι που τους χωρίζει, η μόνη που τον κοιτάζει κατάματα. Ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο Σίντζο Άμπε και μέλη των αντιπροσωπειών των συμμετεχόντων, με βλέμμα απόγνωσης –κοιτώντας είτε τη Μέρκελ, είτε ο ένας τον άλλον, είτε το κενό– παρακολουθούν ένα βήμα πίσω (η Τερέζα Μέι ίσα που φαίνεται, ο οικοδεσπότης Ζαστίν Τριντό μένει αθέατος). «Αφήνουν τη Μέρκελ να τα βάλει με τον νταή», σχολιάζει εύστοχα η Μάρτον (σελ. 224).
Η Μάρτον δίνει έμφαση στην τακτική της Μέρκελ, εντός συνόρων, να διορίζει σε σημαντικά πόστα πολιτικούς που την απειλούν ή πολιτικούς που είχε κατατροπώσει σε εκλογικές αναμετρήσεις. Ανέθεσε στον Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, παρ’ ολίγον επικεφαλής της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών, το υπουργείο Οικονομικών και στον Χορστ Ζέεχοφερ, επικεφαλής του αδελφού κόμματος των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών και μέγα επικριτή της πολιτικής ανοιχτών θυρών, το αρμόδιο για τη μεταναστευτική πολιτική υπουργείο Εσωτερικών. Ομοίως, ανέθεσε στον Γενς Σπαν, δελφίνο των Χριστιανοδημοκρατών και πολέμιο του ανοίγματος των συνόρων, το υπουργείο Υγείας.
«Τα δεδομένα αποτελούν καθοριστική βάση μιας δημοκρατικής συζήτησης», επισήμανε η καγκελάριος, τον προηγούμενο Ιούλιο, σε ομιλία της στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins κατά την τελευταία επίσημη επίσκεψή της στις ΗΠΑ. Αυτή η προσήλωσή της στα δεδομένα, που έχει κατακτήσει ως θετική επιστήμων, σε συνδυασμό με τη μεθοδικότητά της, φαίνεται να έχουν συνδράμει στην αντιμετώπιση πολιτικών αντιπάλων που επιστρατεύουν διαφορετικές μεθόδους. «Εκεί που οι άλλοι μπορεί να χρησιμοποιήσουν γοητεία ή απειλές, η Μέρκελ χρησιμοποιεί τη λογική και δεδομένα», γράφει η Μάρτον, επισημαίνοντας πόσο καλά «διαβασμένη» πηγαίνει σε κάθε συνάντηση.
Οι αυταρχικοί ηγέτες
Η ανατολικοευρωπαία βιογράφος δεν θα μπορούσε να μην κάνει αναφορές στην περίπτωση του Βλαντίμιρ Πούτιν. Δυσανάλογα εκτενείς σε σύγκριση με άλλους ηγέτες και με μακροσκελείς αναλύσεις του ψυχολογικού του προφίλ, υπό το πρίσμα του οποίου διαβάζει, εν πολλοίς, την πολιτική του.
Επισημαίνει ότι η Μέρκελ είναι από τους ελάχιστους ηγέτες που έχουν κερδίσει τον σεβασμό του. Εν μέρει, αποδίδει αυτό το επίτευγμα στο ότι η «καλά προετοιμασμένη» καγκελάριος τον «διαβάζει» σωστά: «Είναι ο άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των άλλων. Σε δοκιμάζει όλη την ημέρα. Εάν δεν αντισταθείς γίνεσαι ολοένα και μικρότερος», έχει πει σε συνεργάτες της (σελ. 118). Αυτή η τάση τού αναμενόμενα καλά «διαβασμένου» πρώην πράκτορα της KGB αποτυπώνεται ξεκάθαρα στη δεύτερη συνάντησή τους. Γνωρίζοντας τη φοβία της Μέρκελ για τα σκυλιά, άφησε ελεύθερο το λαμπραντόρ ριτρίβερ του. Εκείνη δεν έκανε πίσω. «Πρέπει να το κάνει αυτό, να δείχνει την αρρενωπότητά του. Η Ρωσία δεν έχει ούτε πετυχημενη πολιτική, ούτε οικονομία» (σελ. 118), ήταν το «διάβασμά» της.
Η καλή προετοιμασία, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της ψυχραιμίας της και των ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας ακόμη και με τους πιο απρόθυμους συνομιλητές, έβγαζαν τη Μέρκελ ασπροπρόσωπη στο μπρα-ντε-φερ με έναν από τους πιο απρόβλεπτους αντιπάλους. Τον Ντόναλντ Τραμπ.
Για να τον κατανοήσει, παρακολούθησε το τηλεοπτικό reality The Apprentice, που παρουσίαζε ο Τραμπ πριν από την εκλογή του, διάβασε τη βιογραφία του (σελ. 215) και, παρότι η ίδια δεν διατηρεί λογαριασμό στα social media, παρακολουθούσε τον δικό του στο twitter (σελ. 216). Έχοντας κάνει αυτή την προετοιμασία και επιστρατεύοντας αρετές άγνωστες στο συνομιλητή της, όπως η ταπεινοφροσύνη, ο αυτοέλεγχος, η αξιοπρέπεια αλλά και η παροιμιώδης αυτοσυγκέντρωσή της, η οποία τη θωράκιζε από τον αποσυντονισμό που προκαλούσε η κυκλοθυμία του σε άλλους ηγέτες, η Μέρκελ συνέχιζε πάντα να μιλά με ήρεμο, χαμηλόφωνο τόνο, κάνοντας τον Τραμπ να αναφωνήσει: «Θα μπορούσα να ακούω τη Μέρκελ όλη μέρα!» (σελ. 220). Χωρίς, αυτό, δυστυχώς, να έχει κάποιο ουσιαστικό όφελος, όπως γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος.
Και ενώ στο βιβλίο της Μάρτον γίνονται επαρκείς αναφορές στον Μπαράκ Ομπάμα, τον Εμμανουέλ Μακρόν και τον Νικολά Σαρκοζί, ενώ ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει την τιμητική του και ενώ η παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ και του Σι Τζινπίνγκ είναι εύλογα αισθητή, αιφνιδιάζει η απουσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αναφορά στον τούρκο πρόεδρο γίνεται στη λεζάντα μιας φωτογραφίας (σελ. 110) στην αρχή του όγδοου κεφαλαίου υπό τον τίτλο «Δικτάτορες», στην οποία ο Ερντογάν απεικονίζεται με την καγκελάριο, τον ρώσο και τον κινέζο ομόλογό του. Από τις συνολικά 16 σελίδες του κεφαλαίου, οι δώδεκα αφορούν τον Πούτιν και οι τέσσερις τον Σι. Αφιερώνονται ακόμη ένα κεφάλαιο (κεφ. 12, σελ. 168-185) στην Ουκρανία και τις ευρω- γερμανορωσικές σχέσεις και τρεις ακόμη σελίδες, στο τελευταίο κεφάλαιο, στην Κίνα.
Οι αναφορές στην Τουρκία δεν ξεπερνούν αθροιστικά τη μία σελίδα σε ολόκληρο το βιβλίο. Περιορίζονται σε μια σύντομη αναφορά στη συμφωνία για το προσφυγικό (σελ. 199), σε μια μόνο παράγραφο στην οποία περιγράφεται η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, εντασσόμενη σε μια απαρίθμηση κακών συγκυριών εκείνης της χρονιάς διεθνώς, με τη συγγραφέα να αναφέρεται επιγραμματικά στο κυνηγητό των αντιφρονούντων, χαρακτηρίζοντας τον Ερντογάν «ανηλεή δικτάτορα» και υπογραμμίζοντας τις διαψευσμένες ελπίδες της Μέρκελ για την εκκοσμίκευση της Τουρκίας (σελ. 208), και σε ένα παρόμοιο σχόλιο έκτασης μιάμισης γραμμής (σελ. 226).
Τι κι αν ο τούρκος πρόεδρος εργαλειοποιεί διαρκώς το προσφυγικό; Tι κι αν ο Ντενίζ Γιουτζέλ, γερμανός υπήκοος τουρκικής καταγωγής και ανταποκριτής της εφημερίδας Die Welt, πέρασε δώδεκα βασανιστικούς μήνες (27 Φεβρουαρίου 2017 - 16 Φεβρουαρίου 2018) σε τουρκική φυλακή με ανυπόστατες κατηγορίες για κατασκοπεία και τρομοκρατική δράση, με τον Ερντογάν να τον αποκαλεί δημοσίως «κατάσκοπο»; Τι κι αν ο τότε γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, κάλεσε για εξηγήσεις τον τούρκο πρεσβευτή στο Βερολίνο; Tι κι αν το 2018, στη Γερμανία –τη χώρα των τριών εκατομμυρίων πολιτών με τουρκικές ρίζες– απαγορεύτηκαν οι προεκλογικές συγκεντρώσεις τούρκων πολιτικών; Tι κι αν, ακόμη και σήμερα, 60 γερμανοί υπήκοοι κρατούνται σε τουρκικές φυλακές και σε άλλους τόσους απαγορεύεται η έξοδος από τη χώρα, λόγω επικριτικών σχολίων έναντι του Ερντογάν; Τι αν (κυριολεκτικά) τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές ο Ερντογάν δίνει εντολή να κηρυχθούν personae non gratae οι πρέσβεις των δέκα κρατών –ανάμεσά τους και της Γερμανίας– που ζητούν την αποφυλάκιση του πολιτικού κρατούμενου Οσμάν Καβαλά; Η Μάρτον επιλέγει να αγνοήσει τις πολυκύμαντες γερμανοτουρκικές σχέσεις. [Φυσικά, έγραψε το βιβλίο πολύ πριν από το περιστατικό με τους δέκα πρέσβεις (23/10/2021), το οποίο εντάσσεται, όμως, στην ευρύτερη αντιμετώπιση των αντιφρονούντων στην Τουρκία και στο πλαίσιο της διαρκούς έντασης Βερολίνου-Άγκυρας].
Ακόμη, όμως, και στις γερμανορωσικές και ευρωρωσικές σχέσεις, είναι επιλεκτική. Στην ένταση με την Ουκρανία αφιερώνει ένα κεφάλαιο. Είναι, εντούτοις, τηλεγραφική όταν πρόκειται για την υπόθεση Ναβάλνι και τον Nord Stream 2 (σελ. 121).
«Θα τα καταφέρουμε!»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση (κεφ. 13 – «Το Καλοκαίρι της Ριμ»). Στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει τα κίνητρα της Μέρκελ για το άνοιγμα των συνόρων και να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το εσωτερικό της ακροατήριο, η Μάρτον μας προσφέρει ένα ετερόκλητο μείγμα: μια υπερβολικά συναισθηματική, λογοτεχνίζουσα, ανάλυση των κινήτρων της καγκελαρίου, σε συνδυασμό με μια εξαιρετικά διεισδυτική αποτίμηση των πεπραγμένων της.
Το κεφάλαιο ξεκινά με τη λεπτομερή περιγραφή της συγκινητικής συνάντησης της καγκελαρίου με τη Ριμ του τίτλου, 14χρονη μετανάστρια, το καλοκαίρι του 2015 στη Γερμανία. Και ενώ παραθέτει τους αριθμούς των προσφύγων και των μεταναστών που συρρέουν στην Ευρώπη και σκιαγραφεί την ευρύτερη αναστάτωση που επικρατεί μπροστά στην πρωτοφανή κρίση, η Μάρτον, αναφερόμενη σε επόμενες συναντήσεις της καγκελαρίου με την Ριμ, ενδίδει στον πειρασμό να εξαγάγει συμπεράσματα για τα οποία δεν παραθέτει τα δεδομένα που τόσο αγαπά η γυναίκα για την οποία γράφει. Ή τουλάχιστον, δεν παραθέτει δεδομένα που να μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα. «Η καγκελάριος συνεχίζει να σκέφτεται τη νεαρή πρόσφυγα. [...] Οι συναντήσεις ήταν οδυνηρές και για τις δύο γυναίκες. Η Ριμ ένιωσε συμπόνια για την καγκελάριο», σχολιάζοντας μάλιστα ότι «ήταν τόσο αβοήθητη όσο κι εμείς» (σελ. 189). Παράλληλα, η Μάρτον υποπίπτει σε εικασίες για το πώς πρέπει να ένιωθε η καγκελάριος βλέποντας τις ορδές των ανθρώπων στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης, στον οποίο και η ίδια είχε βρεθεί πριν από την πτώση του Τείχους (σελ. 189). Ενώ, βασιζόμενη, στα λόγια μιας προτεστάντριας θεολόγου, πρώην μαθήτριας της μητέρας της Μέρκελ, αποδίδει αυθαίρετα το άνοιγμα των συνόρων στις θρησκευτικές καταβολές της καγκελαρίου, κόρης πάστορα. «Ο Χριστός έχει πάντα καθήκον. Κι αυτό είναι μέρος της χριστιανικής κουλτούρας της. Ήταν η αναφορά της στο Μαρτίνο Λούθηρο» (σελ. 191-192).
Στη συνέχεια, ωστόσο, η συγγραφέας μάς αποζημιώνει με μία εμπεριστατωμένη προσγείωση στον πραγματισμό. Επισημαίνει τη σημασία που έχει για τη γηράσκουσα Γερμανία (και τη Γηραιά Ήπειρο) η είσοδος 500.000 περίπου ατόμων έως 25 ετών και ισάριθμων διαφόρων ηλικιών, κυρίως, όμως, παραγωγικών. «Πολλοί εργοδότες επωφελήθηκαν απ' αυτή την εισροή νέου εργατικού δυναμικού, πρόθυμου να μάθει νέες δεξιότητες» (σελ. 194), αναφέρει χαρακτηριστικά.
Εάν εμείς πάμε ένα βήμα παραπέρα και δούμε τον εξαιρετικά οργανωμένο τρόπο με τον οποίο γίνεται η προσπάθεια ενσωμάτωσης των μεταναστών και των προσφύγων στη γερμανική κοινωνία και οικονομία (με μαθήματα γερμανικών και με κατάρτιση σε τομείς στους οποίους υπάρχουν ελλείψεις) και αφουγκραστούμε την ένταση με την οποία πριν από ένα μήνα, κατά την προεκλογική περίοδο, ο Όλαφ Σολτς δεσμευόταν ότι δεν θα περικοπούν οι συντάξεις, κατανοούμε μια παράμετρο της απόφασης.
Χωρίς, φυσικά, να παραγνωρίζουμε τα ανθρωπιστικά κίνητρα της καγκελαρίου, τα οποία σωστά επισημαίνει η Μάρτον: «[...] θεωρούσε την υποδοχή των προσφύγων πρωτίστως ηθικό ζήτημα» (σελ. 194).
Παρότι τον Αύγουστο του 2015, η Μέρκελ, ανοίγοντας τα σύνορα, υποσχέθηκε στους συμπολίτες της ότι «Wir schaffen das!» («Θα τα καταφέρουμε!»), ώς ένα βαθμό δεν τήρησε τη δέσμευσή της. Η Μάρτον τεκμηριώνει πολύ εύστοχα τα λάθη της καγκελαρίου. «Απέτυχε να εξηγήσει γιατί [το άνοιγμα των συνόρων] θα εξυπηρετούσε τελικά τα εθνικά συμφέροντα και θα ενίσχυε την παγκόσμια αίγλη της Γερμανίας» (σελ. 194). Εν πολλοίς, αυτό αποδίδεται στο γνώρισμά της εκείνο που σε άλλες περιπτώσεις αποτελεί το μεγάλο προσόν της: στην προσήλωση στα δεδομένα. «Ως επιστήμων, που εκπαιδεύτηκε να εντοπίζει γεγονότα και να αναλύει δεδομένα, η Άνγκελα Μέρκελ προκαταλαμβάνει συχνά ότι και οι άλλοι είναι ορθολογικά δρώντες, στάση που ενίοτε την τυφλώνει. [...] Το να κερδίζει την καρδιά και την ψυχή των συμπολιτών της είναι ένας ρόλος που δεν τελειοποίησε ποτέ – κι αυτό δεν είναι ασήμαντο έλλειμμα για μια πολιτικό» (σελ. 197).
Η Άνγκελα Μέρκελ με την Wilkommenspolitik της έδρασε ως από μηχανής θεός με ασυνήθιστη ταχύτητα. Κάποιοι την επαίνεσαν γι’ αυτό: έσπευσε να συνδράμει και να δώσει το παράδειγμα. Κάποιοι την κατηγόρησαν: λειτούργησε μονομερώς.
Η συνήθης τακτική της, εντούτοις, είναι να παρατηρεί προσεκτικά τα δεδομένα και τις συνθήκες και, εν συνεχεία, να λαμβάνει αποφάσεις και να αναλαμβάνει δράση, προκαλώντας συχνά την κριτική ότι αφήνει τις εξελίξεις να την οδηγούν και στερείται αποφασιστικότητας, δρώντας, τελικά, κατόπιν εορτής. H διαβόητη τακτική της εμπλούτισε τα γερμανικά λεξικά με το νεολογισμό «merkeln» («μερκελίζειν»). Χρησιμοποιείται όταν οι Γερμανοί προσάπτουν σε κάποιον τη μομφή ότι παραμένει άπραγος σε κρίσιμες στιγμές.
Σωτήρας ή τιμωρός;
Το merkeln έχει χρεωθεί στην καγκελάριο και στην αντίδρασή της έναντι του υπερχρεωμένου ευρωπαϊκού Νότου.
Πολύ σωστά η Μάρτον αποτιμά τον αμφίθυμο αντίκτυπο της διαχείρισης της κρίσης χρέους από τη Μέρκελ. «Θα εξέθετε τις αρετές αλλά και τα μειονεκτήματα της ηγεσίας της. [...] Θα κατάφερνε να σώσει το ευρώ, κατευνάζοντας συχνά το δικό της συντηρητικό εκλογικό σώμα και εδραιώνοντας τη θέση της ως ανεπίσημης καγκελαρίου της Ευρώπης. [...] Η επιτυχία, ωστόσο, είχε ένα τίμημα: για τη δική της φήμη και για τη Γερμανία» (σελ. 158), που αποκτούσε και πάλι υπερβολική δύναμη, με την ίδια να αναδεικνύεται σε αποδιοπομπαίο τράγο. «Όσοι αναζητούσαν κάποιον για να κατηγορήσουν, βρήκαν έναν βολικό “κακό για όλες τις αιτίες”. [...] Η Άνγκελα Μέρκελ βρέθηκε σαν σε μέγκενη: από τη μία, η ανάγκη να βοηθήσει την Ελλάδα. Από την άλλη, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια στη Γερμανία για τη διάσωση του “σπάταλου Νότου”» (σελ. 160), γράφει η Μάρτον, αποτυπώνοντας με ακρίβεια το κλίμα εκείνης της περιόδου, αντιπαραβάλλοντας παράλληλα την πρόθεση του τότε γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έναντι της χώρας μας, με εκείνη της Μέρκελ: «Ο στόχος της καγκελαρίου ήταν η μεταρρύθμιση και όχι η έξωση» (σελ. 161). «Οι Γερμανοί τη στήριξαν ως προς αυτό, την ίδια στιγμή που δεν το έκαναν άλλες πλούσιες χώρες του Βορρά», υπογραμμίζει η Μάρτον, θυμίζοντάς μας ποιοι είναι οι γνήσιοι φειδωλοί της Ευρώπης, παρά την απόδοση αυτού του αυταρχικού ρόλου στη Γερμανία, πότε λόγω της προσήλωσής της στη δημοσιονομική πειθαρχία και πότε λόγω του ιστορικού παρελθόντος της.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι η Μέρκελ υποβάθμισε την ευθύνη των τραπεζικών ιδρυμάτων δίνοντας την εντύπωση ότι τιμωρεί τους πολίτες των πληττόμενων χωρών για τα λάθη των κυβερνήσεών τους και τις αδυναμίες του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος (σελ. 161). Πολύ ορθά, η Μάρτον συμπεραίνει ότι η καγκελάριος δεν κατάφερε να βάλει το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον πάνω από τον κατευνασμό του εσωτερικού της ακροατηρίου, παραθέτοντας το σχόλιο του νομπελίστα οικονομολόγου, Τζόζεφ Στίγκλιτς, ότι «επέλεξε μια στενή, γερμανική ταυτότητα, σε αντίθεση με μια ευρωπαϊκή», καθώς ήθελε να σώσει την Ευρώπη, χωρίς εντούτοις να απογοητεύσει τους Γερμανούς (σελ. 162).
Αυτή ήταν μία συγκυρία, κατά την οποία η μεθοδικότητά της όχι μόνο δεν απέδιδε, αλλά δυσχέραινε περαιτέρω την κατάσταση.
«Κέρδιζε χρόνο, ενώ εκατομμύρια ανθρώπων υπέφεραν και άργησε να εκτιμήσει τις ανθρώπινες θυσίες της παγκόσμιας ύφεσης», γράφει η Μάρτον, και αναφερόμενη στην Ελλάδα, τονίζει ότι η καθυστερημένη αντίδραση της Μέρκελ επέτεινε την αγωνία. Η υπερβολική επιφυλακτικότητά της έδωσε την εντύπωση ότι δεν συναισθανόταν τον ανθρώπινο πόνο (σελ. 165).
Όχι πια βασίλισσα της λιτότητας
Εικόνα που ανέτρεψε σε μια πιο πρόσφατη κρίση. Στις 19 Μαρτίου του 2020, ανακοίνωνε ότι η Γερμανία εισέρχεται σε lockdown, απευθύνοντας έκκληση: «Σας παρακαλώ να φροντίζετε τον εαυτό σας και τους αγαπημένους σας. Πρέπει να βρούμε τρόπους να δείξουμε την αγάπη και τη φιλία. Χρησιμοποιήστε το Skype, το τηλέφωνο, το email, γράψτε ξανά επιστολές». Επιστήμη και συμπόνια σε ισόποσες δόσεις, σχολιάζει η Μάρτον (σελ. 274) και δεν θα μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί της.
Η υγειονομική κρίση ώθησε τη Μέρκελ να αναλάβει δράση, παραγκωνίζοντας το γερμανικό δόγμα λιτότητας. Στις 18 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, μαζί με τον Εμμανουέλ Μακρόν, ανακοίνωσαν το ιστορικής σημασίας Ταμείο Ανάκαμψης, πρωτοφανή αλλαγή πολιτικής για την αποκαλούμενη «βασίλισσα της λιτότητας» (σελ. 278) αλλά, κυρίως, για την ΕΕ.
Η Ευρώπη συνεχίζει να μαστίζεται από την πανδημία και την κλιματική αλλαγή, ενώ, τον χειμώνα πρέπει να επιβιώσει στην ενεργειακή κρίση. Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα κληθεί να δώσει τη λύση η Άνγκελα Μέρκελ. Οι σημαντικές αποφάσεις μετατέθηκαν για τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου και, εκτός απροόπτου, θα αποτελέσουν πρόβλημα του διαδόχου της, και όχι της «Καγκελαρίου των Κρίσεων» («Krisenkanzlerin»), όπως την αποκαλούν τα γερμανικά ΜΜΕ, η οποία δεν αποκαρδιώνεται από τις δυσκολίες. «Ανήκω στους αισιόδοξους. Για μένα, η εικόνα του Σίσυφου, ο οποίος σπρώχνει την πέτρα στην κορυφή του βουνού, δεν είναι καθόλου απελπιστική», έχει δηλώσει.
Τώρα, θα κάνει όσα στερήθηκε. «Θα κοιμηθώ πολύ και θα απολαύσω ένα ήρεμο πρωινό. Μετά θα βγω να πάρω φρέσκο αέρα, θα κουβεντιάσω με τον άντρα μου ή με φίλους. Μπορεί να πάω στο θέατρο, στην όπερα ή σε μια συναυλία. Εάν είμαι ξεκούραστη, θα διαβάσω ένα καλό βιβλίο. Και θα μαγειρέψω δείπνο. Μ’ αρέσει η μαγειρική!», απάντησε, περιγράφοντας την ιδανική ημέρα μακριά από την καγκελαρία.
Βέβαια, θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε ότι το ταξίδι της στην πολιτική φτάνει στο τέλος του. Λίγο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές, ανακοίνωσε ότι θα εγκατασταθεί στο Βρανδεμβούργο, διευκρινίζοντας: «Από εκεί δεν είναι μακριά η πρώην εκλογική μου περιφέρεια μέσω του όμορφου αυτοκινητοδρόμου Α20».