Μετά το θάνατό του (1982) οι μελέτες για το έργο του Ζορζ Περέκ δεν σταμάτησαν να πολλαπλασιάζονται, με κορυφαία αναφορά το βραβευμένο έργο του Ζωή. Οδηγίες χρήσεως[1], το magnum opus του, που εκδόθηκε το 1978 και τιμήθηκε με το βραβείο Médicis, χαρίζοντάς του τεράστια αναγνώριση. Πέθανε τέσσερα χρόνια μετά, 46 μόλις χρονών. Όταν, το 1975, εξέδωσε το W ή Η παιδική ανάμνηση, δεν ήταν ακόμη ο βραβευμένος συγγραφέας, ήταν όμως ήδη πολύ γνωστός ως ένα από τα σημαντικά μέλη του περίφημου εργαστηρίου OuLiPo (Ouvroir de Littérature Potentielle).
***
Στο έργο του Περέκ, W ή Η παιδική ανάμνηση, υπάρχουν δύο κεντρικά παράλληλα αφηγήματα. Ο συγγραφέας έγραψε και το κείμενο του οπισθοφύλλου, δίνοντας ένα σημαντικό κλειδί στον αναγνώστη:
Αυτό το βιβλίο περιέχει δύο κείμενα που απλώς εναλλάσσονται× θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι δεν έχουν σχεδόν τίποτα κοινό, όμως είναι απολύτως αλληλένδετα, σαν να μην μπορούσε κανένα από τα δύο να υπάρξει μόνο του, σαν και μόνο απ’ τη συνάντησή τους, μόνο απ’ αυτό το μακρινό φως που ρίχνει το ένα στο άλλο, μόνο έτσι να μπορούσε ν’ αποκαλυφθεί κάτι που δεν λέγεται απερίφραστα στο ένα, κάτι που δεν λέγεται απερίφραστα στο άλλο, παρά μόνο στην εύθραυστη διασταύρωσή τους.
Τα δύο κείμενα δεν λειτουργούν αυτόνομα, το δε πλήρες νόημά τους δεν αποδεσμεύεται παρά μόνο σ’ αυτή τη «διασταύρωση». Διαβάζω αυτή τη φράση ως μια « Οδηγία χρήσεως » προς τον αναγνώστη. Το ένα αφήγημα νοηματοδοτεί το άλλο. Ενώ στα πρώτα κεφάλαια φαίνονται τελείως ασύνδετα, όσο προχωρεί το βιβλίο αρχίζουν να διακρίνονται κάποια σημεία σύνδεσης, κι αυτό προχωρεί αριστοτεχνικά, μέχρι ν’ αποκαλυφθεί στο τέλος η σφιχτή τους διασύνδεση.
Στη σελ. 77, μετά το «Πρώτο Μέρος» και πριν από το «Δεύτερο Μέρος», υπάρχει μία λευκή σελίδα. Στο κέντρο της μόνο αποσιωπητικά μέσα σε μια παρένθεση: (…). Η βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί πολύ μ’ αυτή τη σελίδα, αυτή την παρένθεση του ανείπωτου. Ο ίδιος γράφει στο κείμενο του οπισθοφύλλου: «αυτά τ’ αποσιωπητικά απ’ όπου κρέμονται τα κομμένα νήματα της παιδικής ηλικίας και το υφάδι της γραφής».
Στο Πρώτο Μέρος, η αυτοβιογραφία εναλλάσσεται μ’ ένα άλλο αφήγημα ένα τρίτο λοιπόν αφήγημα, στο οποίο εμπεριέχεται ένα άλλο κείμενο, που ξεχωρίζει χάρη σε διαφορετικούς πάλι τυπογραφικούς χαρακτήρες: μια απόπειρα του Περέκ να γράψει τα λίγα που γνωρίζει για τους δικούς του στη δεκαετία του 1950. Ο σ. ενσωματώνει λοιπόν και αυτό το κείμενο.
Τέσσερα συνολικά τα διακριτά κείμενα. Σ’ αυτό το τέταρτο κείμενο μαθαίνουμε πως το όνομα Περέκ προερχόταν από τον πρόγονο Peretz, σεφαραδίτη εβραίο, που είχε διωχθεί από την Ισπανία το 1492. Τους επόμενους αιώνες, περιπλανήθηκε από την Προβηγκία στις επικράτειες του Πάπα, ώσπου να καταλήξει στην Κεντρική Ευρώπη. Άρα, η πολωνοεβραϊκή ασκενάζι οικογένεια είχε και σεφαραδίτικες ρίζες. Τίποτε δεν είναι μονοσήμαντο.
Στο Δεύτερο Μέρος, στο κεφάλαιο 12, θ’ αρχίσει το άλλο βασικό αφήγημα, με πλάγιους χαρακτήρες: «Πέρα, στην άλλη άκρη του κόσμου, υπάρχει ένα νησί. Το λένε W» (σ. 83). Δύο ανεξάρτητα, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, αλλά συμπληρωματικά αφηγήματα, το νόημα και τα σημεία επαφής των οποίων αποκαλύπτονται μόνο στο τέλος.
Η αυτοβιογραφία
«Δεν έχω αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία»: το δήλωνα αυτό με αυτοπεποίθηση, για να μην πω και σχεδόν προκλητικά. Δεν υπήρχε λόγος να μου κάνει κάποιος αυτήν την ερώτηση. Δεν ήταν στο ρεπερτόριό μου. Είχα απαλλαγεί απ’ αυτήν: μiα άλλη ιστορία, η μεγάλη, η Ιστορία με κεφαλαίο ιώτα, είχε ήδη απαντήσει για λογαριασμό μου: ο πόλεμος, τα στρατόπεδα. (σ. 16)
Μ’ αυτή τη δήλωση, ο Ζορζ Περέκ μπαίνει στην καρδιά της προσωπικής του ιστορίας. Η μεγάλη Ιστορία, με το μεγάλο της τσεκούρι,[2] του έχει στερήσει την παιδική ηλικία. Ο πόλεμος θα του στερήσει τον πατέρα, αφού εκείνος θα τραυματιστεί και θα υποκύψει στα τραύματά του όταν ο μικρός Ζορζ είναι μόλις 4 χρονών. Σε δύο χρόνια θα αποχωριστεί και τη μητέρα του, η οποία θα καταφέρει να τον βάλει στο τρένο που θα τον σώσει, πηγαίνοντάς τον στο Βιγιάρ-ντε-Λανς, στη νότια Γαλλία, όπου θα ζήσει σε διάφορα οικοτροφεία. Η μεγάλη Ιστορία φρόντισε να τον στερήσει νωρίς νωρίς από τους γονείς του, να σημαδέψει με ανεξίτηλο τρόπο την παιδική του ηλικία και να του προκαλέσει το «ιδρυτικό» για την προσωπικότητά του τραύμα.
Απ’ τη μητέρα μου, η μόνη ανάμνηση που μου έχει μείνει, είναι από εκείνη τη μέρα που με συνόδευσε στον Γκαρ-ντε-Λιόν όπου, μ’ ένα κονβόι του Ερυθρού Σταυρού, έφυγα για το Βιγιάρ-ντε-Λανς […]. (σ. 46)
Στον παρισινό σιδηροδρομικό σταθμό αποχαιρετά για πάντα τη μητέρα του, με το χέρι δεμένο σε μια εσάρπα, σαν νά ’ταν πληγωμένος, ενώ δεν είναι. Αυτός ο αποχωρισμός μένει χαραγμένος για πάντα στη μνήμη του, γιατί υπήρξε ο οριστικός. Εκείνη, λίγο αργότερα, θα εξαναγκαστεί να επιβιβαστεί σ’ ένα άλλο τρένο, μαζί με την αδελφή της, το οποίο θα την οδηγήσει στο στρατόπεδο εξόντωσης που δεν κατονομάζεται πουθενά. Πολλοί Πολωνοεβραίοι που είχαν συλληφθεί στη Γαλλία εκτοπίστηκαν στη χώρα καταγωγής τους για να θανατωθούν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Οι «απάτριδες» και οι «ξένοι» (κι ας ζούσαν από δεκαετίες στη Γαλλία) εκτοπίστηκαν πρώτοι και σε πολύ υψηλό ποσοστό.
Ο Ζορζ ήταν παιδί εβραίων από την Πολωνία, που είχαν πραγματοποιήσει το όνειρο να έρθουν στη Γαλλία. Στους κύκλους όσων ονειρεύονταν τότε αυτή τη μετανάστευση κυκλοφορούσε η φράση «Ευτυχισμένος όπως ένας εβραίος στη Γαλλία » (“Heureux comme un juif en France”). Η οικογένεια πραγματοποίησε το όνειρο. Για τα παιδικά χρόνια της μητέρας, οι γνώσεις του Περέκ περιορίζονται στο ότι επρόκειτο για μια πολύτεκνη, πάμπτωχη, ευλαβική οικογένεια εβραίων, που επιβίωνε σε πολύ σκληρές συνθήκες στην Πολωνία. ΄Εβδομο παιδί, η μητέρα, μάλλον έμεινε αναλφάβητη.
Στη Γαλλία θα γνωρίσει και θα παντρευτεί τον επίσης μετανάστη πολωνοεβραίο σύζυγό της. To παιδί θα λάβει γαλλική υπηκοότητα, γιατί έχει γεννηθεί σε γαλλικό έδαφος, το 1936, και δηλώνεται στο δημαρχείο με ένα μόνο μικρό όνομα: Ζορζ. Ούτε πρώτο βιβλικό όνομα, ούτε όνομα παππού. Άλλο ένα νήμα κομμένο από την αρχή. Το μικρό του όνομα δεν τον συνδέει με τίποτε, τον κάνει έναν μικρό Γάλλο. Είναι το πρώτο παιδί ενός νεαρού ζεύγους, δυο ανθρώπων που δεν πρόλαβαν να γίνουν Γάλλοι, και εκείνος δεν θα προλάβει ν’ αποκτήσει αδέλφια. Χαϊδεμένο μοναχοπαίδι, θα καταδικαστεί σε συνθήκη μοναχικότητας. Ο ίδιος ταύτιζε για καιρό την ημερομηνία της γέννησής του (7 Μαρτίου 1936) με την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Η εσφαλμένη αυτή ταύτιση υποδεικνύει ότι ένιωθε πως ο πόλεμος είχε σφραγίσει τη ζωή του από την πρώτη κιόλας μέρα. Η ιστορία του συμπλέκεται με την Ιστορία ήδη από την αφετηρία του βίου του.
Το μόνο σίγουρο ήταν πως είχε ήδη ξεκινήσει μια ιστορία που, για μένα και για τους δικούς μου, δε θ’ αργούσε ν’ αποδειχθεί ζωτικής σημασίας, ή, μάλλον, και συχνότερα, θανάσιμης. (σ. 32-33)
Στην Κατοχή ο Ζορζ Περέκ ήταν «κρυμμένο παιδί», όπως είναι ο όρος για τα παιδιά που σώθηκαν μόνα τους, ενώ οι οικογένειές τους χάθηκαν. Για δεκαετίες οι άλλοι θεωρούσαν ότι αυτά τα παιδιά δεν είχαν δικαίωμα λόγου. Επέζησαν, μεγάλη η τύχη τους, κι αυτό ήταν όλο. Δεν έφτασαν στα στρατόπεδα, όπου, φυσικά, θα είχαν σταλεί κατευθείαν στους θαλάμους αερίων, γιατί αυτή ήταν η μοίρα όλων των εκτοπισμένων παιδιών, ενάμισι εκατομμύριο εβραιόπουλα απ’ όλες τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης. Ήταν λοιπόν αναμφισβήτητα τυχερός.
Ο ψυχίατρος Μπορίς Συρουλνίκ, που σώθηκε κι ο ίδιος ως «κρυμμένο παιδί », έχει γράψει σχετικά: «Συγκρίνοντας τη μοίρα τους με το θάνατο των δικών τους ή με τον πόλεμο από τον οποίο τα ίδια είχαν γλιτώσει, αυτά τα παιδιά τά ’χαν βγάλει πέρα καλά, οπότε δεν είχαν τίποτε ν’ αφηγηθούν»[3]. Ο Συρουλνίκ γράφει για πρώτη φορά την προσωπική του ιστορία τη δεκαετία του 1980:
Αυτό που μου ξανάδωσε τη δυνατότητα του λόγου, είναι η πολιτισμική αλλαγή της δεκαετίας του ’80. Πολύ σχηματικά, από το τέλος του πολέμου ώς το 1985 μου ήταν αδύνατον να μιλήσω για ό,τι είχα ζήσει, γιατί οι άνθρωποι γελούσαν με την ιστορία μου και δεν πίστευαν αυτά που τους έλεγα. […] Η κουλτούρα ενθάρρυνε για σχεδόν σαράντα χρόνια την άρνηση, αλλά το 1985 πραγματοποιείται μια πολιτισμική αλλαγή: η κοινωνία ξανάδωσε τον λόγο σε κάποιον, που όπως εγώ, έζησε εδώ στο Ποντορά.[4]
Η ιστορία και το βίωμα
Η δεκαετία του 1980 είναι διεθνώς η δεκαετία της έκρηξης της μνήμης για την αποσιωπημένη εξόντωση των εβραίων. Η μνήμη αυτή θα επιστρέψει με σφοδρότητα και θα βρει νέα ονόματα: Shoah στον γαλλόφωνο κόσμο, υιοθετώντας τον εβραϊκό όρο για την καταστροφή, Holocaust, στον αγγλόφωνο χώρο και διεθνώς. Ο Συρουλνίκ δεν το αναφέρει, αλλά τη χρονιά εκείνη, το 1985, προβάλλεται στη Γαλλία η ταινία του Κλοντ Λανζμάν, Shoah, ένα οχτάωρο ντοκιμαντέρ που βασίζεται κατ’ εξοχήν στο λόγο εβραίων επιζώντων από πολλές χώρες. Οι περισσότεροι μιλούν πρώτη φορά. Η ταινία αυτή αποτελεί ορόσημο για τη μνήμη της γενοκτονίας των Εβραίων στη Γαλλία. Απελευθερώνει πρώτα πρώτα το λόγο του μάρτυρα στον οποίο βασίζεται η ταινία. Παράλληλα όμως, απελευθερώνει σταδιακά και το λόγο των «κρυμμένων παιδιών» και των ενηλίκων που διέφυγαν την εκτόπιση.[5]
Όμως ο Περέκ γράφει πολύ νωρίτερα το W ή Η παιδική ανάμνηση, πριν από την εποχή που γίνεται ευκολότερο να μιλήσεις γι’ αυτά τα ζητήματα. Το βιβλίο αρχίζει να γράφεται το 1970 και εκδίδεται το 1975. Λίγο αγότερα, το 1978, θα εκδώσει το Θυμάμαι… (Je me souviens…), που αφορά αναμνήσεις από το 1946 ώς το 1961. Ο Χόρχε Σεμπρούν εξάλλου έχει πει πως η γραφή αναζωπυρώνει τη μνήμη. Αναζητά τον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσει σ’ αυτά τα κείμενα για την οικογενειακή του ιστορία, αλλά και για τη δική του προσωπική ιστορία, και επινοεί νέους τρόπους για να εντάξει την αυτοβιογραφία στη λογοτεχνία. Το W ή Η παιδική ανάμνηση, στο οποίο εγγράφεται ως κεντρική η απώλεια των γονιών, είναι ένα βιβλίο αινιγματικό, που «διαφεύγει της ανάγνωσης», και η απώλεια που εγγράφεται σ’ αυτό, είναι ακριβώς αυτή που νιώθουμε ως αναγνώστες[6].
Στο W ή Η παιδική ανάμνηση διασταυρώνονται, όπως ήδη είπαμε, δύο κεντρικά αφηγήματα που εναλλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και διακρίνονται από διαφορετικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες – με όρθια στοιχεία η αυτοβιογραφία, με πλάγια η μυθοπλασία. Από το κεφ. 2 αρχίζει η αυτοβιογραφική αφήγηση, με την περίφημη φράση « Δεν έχω αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία». Η τελευταία του φράση στο κεφ. 35 αφορά την έκθεση για τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» που επισκέφθηκε, έφηβος ακόμη, με τη θεία του Εστέρ, αδελφή του πατέρα του, η οποία τον είχε υιοθετήσει το 1945[7].
Θυμάμαι φωτογραφίες που έδειχναν τους τοίχους των θαλάμων αερίων γδαρμένους απ’ τα νύχια των θυμάτων, κι ένα σκάκι με τα πιόνια από σκαλισμένο ψωμί. (σ. 193)
Ό,τι πιο κοντινό μπορούσε να δει σχετικά με το θάνατο της μητέρας του, το είδε εκείνη την ημέρα. Μετριάζει αμέσως περιγράφοντας ένα περίεργο παιχνίδι, το σκάκι από ψωμί, έργο κρατουμένων. Είναι σημαντικό να θυμίσω πως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες δεν ήταν σαφής η διάκριση ανάμεσα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως και στα στρατόπεδα της «τελικής λύσης», τα έξι στρατόπεδα στην Πολωνία στα οποία εκτυλίχθηκε σε θαλάμους αερίων η εξόντωση των εβραίων που μεταφέρονταν με τρένα από το 1942 ώς το 1944. Ούτε στην περίφημη ταινία του Αλαίν Ρεναί Νύχτα και Καταχνιά (Nuit et Brouillard), το πρώτο εικοσιπεντάλεπτο γαλλικό ντοκιμαντέρ του 1956 για τα ναζιστικά στρατόπεδα, γίνεται η διάκριση των στρατοπέδων. Όσο για την αναφορά στη γενοκτονία των Εβραίων, είναι πολύ ισχνή[8].
Η γενοκτονία των Εβραίων, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αλλά και πολύ αργότερα, δεν ήταν ένα διακριτό έγκλημα στη συλλογική συνείδηση ούτε στην ιστοριογραφία. Εγγραφόταν στα ναζιστικά εγκλήματα, κι ας είχε επινοηθεί ο όρος «γενοκτονία» για να το χαρακτηρίσει. Αρχές δεκαετίας του 1960, με τη δίκη του Άιχμαν στο Ισραήλ και με τις δίκες της Φραγκφούρτης, ανακινείται το θέμα και αρχίζει να σπάει η σιωπή. Αλλά είμαστε ακόμη πολύ μακριά από τη μνημονική κουλτούρα του Ολοκαυτώματος, όπως αυτή θα συγκροτηθεί κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Η έκθεση, λοιπόν, που επισκέπτεται ο Περέκ έφηβος αφορά τα ναζιστικά «στρατόπεδα συγκέντρωσης», γενικώς. Στον όρο «στρατόπεδα συγκέντρωσης» συμπεριλαμβάνονταν για δεκαετίες και τα «στρατόπεδα εξόντωσης» (που η ορθότερη ονομασία τους είναι «κέντρα θανάτωσης», «centres de mise à mort», στη γαλλόφωνη ιστοριογραφία). Η τελευταία όμως εικόνα παραπέμπει σαφώς στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Η τελευταία φράση, λοιπόν, αφορά το θάνατο που γνώρισε η μητέρα του. Έτσι προσεγγίζει το ανείπωτο, αυτό για το οποίο γράφει ότι δεν μπορεί να μιλήσει, ακριβώς γιατί είναι «ανείπωτο».
Η προτελευταία φράση αφορά το θάνατο του πατέρα – και εδώ το βίωμα είναι εντελώς διαφορετικό. Η ανάμνηση είναι πως, «κρατώντας μια μεγάλη, κόκκινη ανθοδέσμη, και βαδίζοντας δίπλα σε δύο άλλα παιδιά, που κρατούσαν το ένα μια μπλε ανθοδέσμη και το άλλο μια λευκή, παρήλασα μπροστά σ’ έναν στρατηγό» (σ. 193). Με τα χρώματα της σημαίας της, η Γαλλία τιμά τα ορφανά που οι πατεράδες τους χάθηκαν στον πόλεμο. Ο πατέρας είναι “mort pour la France”, υψίστη τιμή. Όχι όμως και η μητέρα. Ο Περέκ έλαβε ένα έγγραφο στις 17 Νοεμβρίου 1959 που του γνωστοποιούσε ότι, αν η μητέρα του ήταν Γαλλίδα, θα είχε κι αυτή δικαίωμα στον τίτλο τιμής. Αν όμως ήταν Γαλλίδα είναι πολύ πιθανόν να μην είχε εκτοπιστεί…
Με τις δύο αυτές καταληκτήριες σκηνές, που αφορούν το θάνατο του πατέρα και της μητέρας, κλείνει το αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίο. Ολοκληρώνεται το αφήγημα που τους είναι αφιερωμένο, το καντίς για τους δικούς του. Η αφιέρωση του βιβλίου έχει μείνει αμετάφραστη “pour E.” Και, όπως ο Αχιλλέας Κυριακίδης εξηγεί στην πρώτη του σημείωση, αφορά τους γονείς του [pour Eux]. Έχει γίνει η διεργασία του πένθους, όσο αυτό είναι εφικτό. Και από το βίωμα έχει γεννηθεί λογοτεχνία.
H άλλη αφήγηση
Ο λόγος για τα στρατόπεδα θα πυκνώσει σε κατοπινές δεκαετίες, αλλά υπήρξαν και σημαντικότατα κείμενα που εκδόθηκαν λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Επρόκειτο για κείμενα που υπερέβαιναν κατά πολύ την καταγραφή του προσωπικού βιώματος, την απλή μαρτυρία. Τι ήταν λοιπόν αυτά τα έργα, όπως του Πρίμο Λέβι στην Ιταλία και του Ρομπέρ Αντέλμ στη Γαλλία; Ήταν μαρτυρίες ή λογοτεχνία; Τι ήταν αυτό το νέο είδος γραφής; Η λογοτεχνική κριτική ήταν αμήχανη. Τα έργα αυτά ήταν όντως δύσκολο να ταξινομηθούν, γιατί μετείχαν περισσότερων ειδών και υπερέβαιναν τα γνωστά ώς τότε όρια: λειτουργούσαν κατά πρώτο λόγο βέβαια ως μαρτυρίες, που αποτύπωναν την ατομική αλλά και τη συλλογική μνήμη ακραίων γεγονότων∙ ήταν όμως και αυτοβιογραφικά κείμενα που νοηματοδοτούσαν την προσωπική ζωή των συγγραφέων. Ακροβατούσαν στα όρια του δοκιμίου, με σελίδες σπάνιας διαύγειας και εκπληκτικής ανάλυσης της στρατοπεδικής κοινωνίας και της συνθήκης του κρατουμένου.
Ο Περέκ υποστήριξε τη νομιμότητα του όρου «στρατοπεδική λογοτεχνία» σε μια εποχή που δεν ήταν δεδομένη. Για όσους αμφισβητούσαν αυτή τη νομιμότητα, υπενθύμιζε τη σχέση ζωής και λογοτεχνίας:
Η λογοτεχνία είναι αξεδιάλυτα δεμένη με τη ζωή, η αναγκαία προέκταση της εμπειρίας, η προφανής της κατάληξη, το απαραίτητο συμπλήρωμά της. Κάθε εμπειρία ανοίγεται προς τη λογοτεχνία και κάθε λογοτέχνημα προς την εμπειρία.
Γράφει λοιπόν, σχολιάζοντας το έργο του αντιστασιακού και πολιτικού κρατούμενου σ’ ένα κομμάντο του Μπούχενβαλντ, Ρομπέρ Αντέλμ, Το ανθρώπινο είδος[9], έργο που τάραξε τα νερά της γαλλικής διανόησης τη δεκαετία του 1960:
Ο Ρομπέρ Αντέλμ μας προσφέρει το αναντίρρητο παράδειγμα. Αυτός ο άνθρωπος που αφηγείται και διερωτάται, που μάχεται με τα μέσα που του έχουν αφήσει, που εκμαιεύει από τα γεγονότα τα μυστικά τους, που αρνείται τη σιωπή τους, που προσδιορίζει και αντιτίθεται, που αποκαθιστά και που αντισταθμίζει, ξαναδίνει στη λογοτεχνία ένα νόημα που είχε χάσει.[10]
Όχι μόνο λοιπόν ανήκουν στη λογοτεχνία αυτά τα έργα, αλλά την επαναπροσδιορίζουν.[11] Το βιβλίο του Αντέλμ σημάδεψε τον Περέκ και έχει γράψει ορισμένες εξαιρετικές σελίδες γι’ αυτό. Είναι γνωστό από τον μελετητή Φιλίπ Λεζέν πως ο Περέκ είχε σκεφτεί να αφιερώσει το βιβλίο του στον Αντέλμ. Μπορεί το παράθεμα που επιλέγει από το τέλος να είναι από τον Νταβίντ Ρουσσέ και το συγκλονιστικό του Στρατοπεδικό σύμπαν, αλλά η γραφή του Αντέλμ είναι που τον είχε σημαδέψει. Είναι λοιπόν έντονη η διακειμενικότητα και ας μένει υπόρρητη. Ο Λεζέν έχει κάνει και άλλη μια ωραία παρατήρηση, στο έργο του La mémoire et l’oblique. Γράφει πως η κλασική αυτοβιογραφία ταιριάζει στους ολοκληρωμένους βίους, ενώ σε μια ζωή που έχει γίνει κομμάτια και θρύψαλα ταιριάζει λοξή, κομματιασμένη αυτοβιογραφία[12].
Αρχείο Τhe Books’ Journal
O Ρομπέρ Αντέλμ που, προλογίζοντας το βιβλίο του Ανθρώπινο είδος, σημειώνει για τα στρατόπεδα θανάτου: «Καταγράφω εδώ ό,τι έζησα. Στην αφήγησή μου η φρίκη δεν είναι αβυσσαλέα. Στο Γκαντερσχάιμ δεν υπήρχε ούτε θάλαμος αερίων ούτε κρεματόριο. Εκεί η φρίκη ήταν σκοτάδι, απόλυτη έλλειψη σημείου αναφοράς, μοναξιά, αδιάκοπη καταπίεση, αργή εκμηδένιση. Η κινητήρια δύναμη του αγώνα μας δεν υπήρξε άλλη από την ξέφρενη διεκδίκηση –διεκδίκηση που ήταν σχεδόν πάντα μοναχική– να παραμείνουμε, μέχρις εσχάτων, άνθρωποι. Οι ήρωες της ιστορίας και της λογοτεχνίας μπορεί να διαδήλωναν την αγάπη, τη μοναξιά, την αγωνία της ύπαρξης ή της μη ύπαρξης, ή να ζητούσαν εκδίκηση ή να ορθώνονταν κατά της αδικίας, της ταπείνωσης. Δεν πιστεύουμε όμως πως έφτασαν ποτέ στο σημείο να εκφράσουν, ως μόνη και τελευταία διεκδίκηση, μια ύστατη αίσθηση ότι ανήκουν στο ανθρώπινο είδος».
Το «W»
O τόπος που προσδιορίζεται μόνο με το αρχικό του, W, για το οποίο ορισμένοι μελετητές γράφουν ότι πρόκειται για αναποδογυρισμένο Μ, που παραπέμπει στη μητέρα, είναι ένας φανταστικός τόπος, τον οποίο ο Περέκ τοποθετεί στη Γη του Πυρός, όταν δώδεκα χρονών θα επινοήσει για πρώτη φορά αυτή την ιστορία. Θα τη γράψει και θα τη συνοδεύσει με σχέδια. Αυτά τα εφηβικά σχέδια, που θα τα ξαναβρεί κάποια στιγμή ενήλικος πια, θα του δώσουν το έναυσμα για τη νέα συγγραφή μιας πρώτης εκδοχής του κειμένου, την οποία θα δημοσιεύσει σε συνέχειες σε λογοτεχνικό περιοδικό[13]. Τα σχέδιά του, που υποτίθεται ότι απεικόνιζαν αθλητές, σιγά σιγά γίνεται φανερό ότι απεικόνιζαν Häftlinge, δηλαδή κρατουμένους ναζιστικών στρατοπέδων. Όλη η ιστορία του τόπου W είναι μία αλληγορία για τα ναζιστικά στρατόπεδα, όπως καθαρά θα αποκαλυφθεί στο τέλος και όπως ο αναγνώστης μπορεί να έχει ήδη αρχίσει να υποψιάζεται. Οι απάνθρωπες όμως συνθήκες που περιγράφονται, και οι οποίες επικρατούν σ’ αυτόν τον φανταστικό τόπο όπου ζουν μόνο αθλητές οι οποίοι υπηρετούν το ολυμπιακό ιδεώδες, μοιάζουν τρομερά με αυτές που θα περιγράψει ο Αντέλμ, αφορούν δηλαδή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άρα, αυτό το «ολυμπιακό χωριό» δεν μιλά για την εξόντωση στους θαλάμους αερίων, αλλά γενικότερα για τη διαβίωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τον εξουθενωτικό αργό θάνατο, αλλά και το τεράστιο σθένος που απαιτείται για την επιβίωση του κρατουμένου. Μια συνεχής πράξη αντίστασης, η μάχη για την επιβίωση. «Το ανθρώπινο είδος είναι η ιστορία αυτού του θριάμβου»[14], όχι μόνο της επιβίωσης, αλλά και του ανήκειν στο ανθρώπινο είδος.
Το πιθανότερο είναι πως η μητέρα του Περέκ, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των εκτοπισμένων, οδηγήθηκε από τα τρένα κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και δεν γνώρισε το στρατόπεδο. Αν όμως είχε επιλεγεί ως νέα και υγιής για εργασία, τότε μπορεί για κάποιους μήνες να γνώρισε τις συνθήκες του στρατοπέδου (συνήθως λίγους μήνες άντεχαν, μέχρι η επόμενη «σελεξιόν» να τους στείλει στους θαλάμους αερίων). Θέλω λοιπόν να επισημάνω πως αυτό που ο Περέκ περιγράφει δεν είναι η εξόντωση των εβραίων, εξάλλου ούτε η λέξη Άουσβιτς εμφανίζεται ποτέ στο κείμενο, ούτε η ιδιότητα του εβραίου αποδίδεται ποτέ στους «αθλητές». Είναι όμως πιστή αναπαράσταση της απανθρωποποίησης και του απόλυτου εξευτελισμού των κρατουμένων από το ναζιστικό σύστημα.
Και βέβαια, όπως γράφει ο Αντέλμ, είναι ένας άλλος τρόπος εξόντωσης τελικά, αφού πάρα πολλοί πεθαίνουν από τις κακουχίες ή όπως σημειώνει ο Ρουσσέ στο οπισθόφυλλο του δικού του βιβλίου,
Ο θάνατος κατοικούσε ανάμεσα στους κρατούμενους κάθε ώρα και στιγμή της ύπαρξής τους. Τους έδειξε όλα του τα πρόσωπα.[15]
Τον Αντέλμ και τον Ρουσσέ έχει ξεχωρίσει ο Περέκ, τα δύο πρώιμα, γαλλόφωνα, κορυφαία έργα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας. Έχει διαβάσει και πολλά άλλα κείμενα, που αφθονούν στη Γαλλία, για τα οποία γράφει πως δεν δίνουν στον αναγνώστη να κατανοήσει τι όντως ήταν το στρατόπεδο. Τα συγκεκριμένα αναγνώσματα τον έχουν σημαδέψει και αυτές τις εικόνες αναπαράγει σε ένα έργο που δεν μπορεί βέβαια να χαρακτηριστεί «στρατοπεδική λογοτεχνία», εφόσον ο ίδιος δεν υπήρξε επιζών στρατοπέδου, αλλά λογοτεχνία εμπνευσμένη από τα ναζιστικά στρατόπεδα. Βεβαίως, είναι και αυτοβιογραφία. Η ιστορία της ζωής του σημαδεύεται από τα στρατόπεδα, αφού εκεί χάθηκε η μητέρα του.
Ο Περέκ αναπαριστά στο φανταστικό του αφήγημα την πραγματικότητα των στρατοπέδων, όπως αυτή είναι γνωστή ώς τη δεκαετία του 1970. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεφάλαιο 37 κλείνει με μεγάλο παράθεμα από το Στρατοπεδικό σύμπαν του Νταβίντ Ρουσσέ. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων, το 1945, προκάλεσε αίσθηση στη Γαλλία, και το 1946 τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot. Ο Πρίμο Λέβι, που μετά την επανέκδοσή του από τον Einaudi (1957) μεταφράστηκε στ’ αγγλικά και στα γερμανικά, δεν κυκλοφόρησε στα γαλλικά παρά μόνο το 1987, άρα εικάζω πως ο Περέκ δεν τον έχει διαβάσει. Σε ορισμένα άρθρα του ο Λέβι, που υπήρξε συστηματικός αρθρογράφος, έχει γράψει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μπορεί να μην υπήρχαν πια θάλαμοι αερίων, αλλά υπήρχαν ακόμη στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Χιλή των στρατηγών (Ντόσον), στην Ελλάδα των συνταγματαρχών (Γυάρος), στη Βραζιλία και στη Σοβιετική Ένωση. Και ότι η γνώση του Άουσβιτς οφείλει να δημιουργεί πολίτες σε εγρήγορση και να εκβάλλει στο παρόν. Η τελευταία φράση του Περέκ στο W ή Η παιδική ανάμνηση είναι η εξής:
Έχω ξεχάσει γιατί, δώδεκα χρονών, επέλεξα τη Γη του Πυρός για να τοποθετήσω εκεί το W: οι φασίστες του Πινοτσέτ ανέλαβαν να δώσουν στη φαντασίωσή μου έναν τελικό απόηχο: πολλά νησάκια της Γης του Πυρός είναι σήμερα στρατόπεδα εκτοπισμού. (σ. 199)
***
Η Λίζυ Τσιριμώκου, που έχει εντρυφήσει στο έργο του Περέκ, έχει γράψει γι’ αυτό το βιβλίο:
Πρόκειται σαφώς για μια «διεργασία πένθους» που θα καταλήξει στο W ή η ανάμνηση των παιδικών χρόνων, ένα από τα πιο πρωτότυπα αυτοβιογραφικά εγχειρήματα της γαλλικής πρόζας, όπου σκηνοθετείται διχαλωτά ο παιδικός βίος πάνω σε δύο άξονες, του πραγματικού και του φανταστικού, με τον απώτερο στόχο να ενσωματώσει τον χρόνο μέσα στη γραφή.[16]
Τώρα πλέον έχουμε την ελληνική έκδοση του έργου, χάρη στον ακάματο Αχιλλέα Κυριακίδη, μεταφραστή έξι έργων του Περέκ, που επιτρέπει και μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του έργου του.
Σεπτέμβριος 2024
[1] . Ζορζ Περέκ, Ζωή. Οδηγίες χρήσεως, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, ύψιλον/βιβλία, Α΄ έκδ. 1991, αναθεωρημένη επανέκδοση 2023.
[2] Στο πρωτότυπο: «La grande Histoire, avec sa grande hache»· η λέξη hache (τσεκούρι) είναι ομόηχη με την εκφορά του αρχικού γράμματος της λέξης Histoire (Ιστορία).
[3] Boris Cyrulnik, “Volte-face”, πρόλογος στην πρώτη διδακτορική διατριβή που ασχολείται μ’ αυτό το θέμα, της παιδοψυχιάτρου Marion Feldman, Entre trauma et protection: quel devenir pour les enfants juifs cachés en France (1940-1944)?, εκδ. érès, Τουλούζη 2009, σ. 17.
[4] Boris Cyrulnik, Je me souviens…, εκδ. Odile Jacob, Παρίσι 2010.
[5] Ο. Βαρών-Βασάρ, «Αντιμέτωποι με τις μαρτυρίες του τραύματος» , Τhe Books’ Journal, τχ. 73, Ιανουάριος 2017, σ. 59-63 (Για τη Shoah του Λανζμάν).
[6] Παρατήρηση της Anne Elaine Cliche, “Construction dans la filiation. W ou Le souvenir d’enfance », www.érudit.org (Protée, vol. 33. N 3, 2005, σ. 87-107).
[7] H θεία Εστέρ, αδελφή του πατέρα του, κι ο θείος Νταβίντ, που ζουν στο Παρίσι, θα τον αναλάβουν από το 1945 ώς την ενηλικίωσή του. Το σχέδιο της γιαγιάς του να τον πάρει μαζί της στην Παλαιστίνη θα αποτύχει. Ο μικρός, που είχε βαφτιστεί καθολικός στον πόλεμο, έρχεται εκ νέου σε επαφή με την εβραϊκότητα στη νέα θετή οικογένειά του.
[8] Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «Ανακαλύπτοντας τα ναζιστικά στρατόπεδα», περ. Τhe Βooks’ Journal, τ. 85, Μάρτιος 2018, σ. 92-94 (για το Nuit et brouillard τoυ Αλαίν Ρεναί).
[9] Robert Antelme, L’espèce humaine, εκδ. Gallimard, Collection blanche, Παρίσι 1957. Η πρώτη του έκδοση το 1947 ήταν σε μικρό εκδοτικό οίκο, η δεύτερη δέκα χρόνια μετά ήταν στον Gallimard, όπου κι ο ίδιος εργάστηκε για δεκαετίες. Συμπίπτει ακριβώς με την εκδοτική πορεία του Πρίμο Λέβι στην Ιταλία: μικρός εκδότης πρώτα, δέκα χρόνια αργότερα στον Einaudi. Τα έργα αυτά αρχίζουν να έχουν ευρύτερη απήχηση δέκα χρόνια αργότερα μέσα από τις μεταφράσεις τους. Ελλ. έκδ.: Ρομπέρ Αντέλμ, Το ανθρώπινο είδος, μτφρ. Τερέζα Βεκιαρέλλη - Σάρα Μπενβενίστε, εκδ. Εστία, Αθήνα 2008.
[10] Georges Perec, «Robert Antelme ou la vérité de la littérature», Textes inédits sur L’espèce humaine, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1994, σ. 173-190. (Πρώτο παράθεμα σ. 174, δεύτερο σ. 190.) Στο κείμενο αυτό φαίνεται πόσο βαθιά έχει εντρυφήσει ο Περέκ στην πραγματικότητα των ναζιστικών στρατοπέδων μέσα από την ανάγνωση του Αντέλμ.
[11] Τα παραθέματα αυτά έχω σχολιάσει σε κείμενά μου για τη στρατοπεδική λογοτεχνία, ορισμένα εκ των οποίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των εβραίων, Εστία, β΄ έκδ. 2013.
[12] Philippe Lejeune, La Mémoire et l’oblique – Georges Perec autobiographe, εκδ. P.O.L. 1991.
[13] Στη Quinzaine littéraire του Maurice Nadeau, Σεπτέμβριο 1969 με Αύγουστο 1970. (εδώ, σ. 17).
[14] Perec, «Robert Antelme ou la vérité de la littérature», σ. 183.
[15] David Rousset, L’univers concentrationnaire, Les éditions de minuit, Παρίσι 1945. Το 1949 ο Ρουσσέ θα προβεί σε ενέργειες ώστε να αποκαλυφθεί η πραγματικότητα των γκουλάγκ και αυτό θα του στοιχίσει την περίφημη δικαστική διαμάχη με το κομμουνιστικό περιοδικό Lettres françaises. Είναι επίσης συγγραφέας του Les jours de notre mort, όπου αφηγείται τη στρατοπεδική εμπειρία υπό μορφήν μυθιστορήματος (1946).
[16] Georges Perec, Σκέψη/ταξινόμηση, εισαγωγή-μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Άγρα, 2005, σ. 15.