Η νεαρή Γαλλίδα, κόρη ιταλών μεταναστών, εργαζόταν και σπούδαζε στο Παρίσι τη δεκαετία του 1930, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε τον κομμουνιστή Ζωρζ Ντυντάκ (Georges Dudach). Το ζευγάρι συνελήφθη μαζί τον Μάρτιο του 1942 από τη γαλλική αστυνομία για την αντιστασιακή του δράση και φυλακίστηκε στη φυλακή της Santé. Στη φυλακή, ο άντρας της θα εκτελεστεί λίγους μήνες μετά, ενώ εκείνη όχι, διότι οι γυναίκες δεν εκτελούνται. Θα αποχαιρετήσει τον άντρα της πριν από την εκτέλεση στη φυλακή. Με αυτό το πένθος θα φύγει για το στρατόπεδο, ένα πένθος που θα την κατοικεί για πολλά χρόνια.
Την ίδια την κατέταξαν στην κατηγορία Nacht und nebel (Νύχτα και Καταχνιά). Οι πολιτικοί κρατούμενοι που ανήκαν σ’ αυτήν την κατηγορία θα εξαφανίζονταν σαν να τους κατάπιε η μαύρη νύχτα κι οι δικοί τους δεν θα μάθαιναν ποτέ τίποτε γι’ αυτούς.[2]
Ο σπαραγμός από το χαμό του Ζωρζ θα τη σφραγίσει. Θα τον εκφράσει πολύ αργότερα στα κείμενά της. Θα γράψει υπέροχα ποιήματα που εισέρχονται και κόβουν τις στρατοπεδικές αφηγήσεις σ’ ένα είδος γραφής που συμπλέκει ποίηση και πεζό και που είναι καθαρά δικό της. Ο λόγος της υπερβαίνει τα λογοτεχνικά είδη.
Εκείνη θα εκτοπιστεί τελικώς ως αντιστασιακή. Η αποστολή της με 230 Γαλλίδες κατέληξε στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου τον Ιανουάριο του 1943. Μέσα σε λίγους μήνες έμειναν μόνο 49 επιζώσες που θα αντέξουν ώς το τέλος και θα επιστρέψουν. Τον Μάιο του 1943 θα μεταφερθεί στο Ράισκο για τρεις μήνες, θα επανέλθει στο Άουσβιτς και, τελικά, τον Ιανουάριο του 1945, με την εκκένωση του στρατοπέδου, θα μεταφερθεί με τρένο στο Ράβενσμπρουκ, όπου και θα τη βρει η απελευθέρωση στις 15 Απριλίου 1945, αφού θα έχει ζήσει δύο χρόνια και πέντε μήνες στα στρατόπεδα.
Για άγνωστους λόγους, οι γυναίκες αυτής της αποστολής, όλες πολιτικές κρατούμενες, εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, όπου και έμειναν το μεγαλύτερο διάστημα. Κανονικά θα είχαν πάει κατευθείαν στο Ράβενσμπρουκ, στο στρατόπεδο των γυναικών. Η μοίρα το θέλησε η Charlotte να γίνει έτσι μάρτυρας της «τελικής λύσης». Και μ’ αυτή την αφήγηση ξεκινά ο πρώτος τόμος της τριλογίας. Άρα η συγγραφέας δεν μιλά μόνο για όσα εκείνη υπέφερε, αλλά μαρτυρεί και για όσα είδε εκεί. Επίσης πάντοτε οι αφηγήσεις της είναι πολυφωνικές, πάντα μιλά και για τους άλλους, κυρίως τις άλλες, τις συντρόφισσές της στον εγκλεισμό.
Όσο η Σαρλότ είναι στο στρατόπεδο, κάνει μια ευχή. Γράφει στο τελευταίο της έργο που εκδόθηκε λίγους μήνες μετά το θάνατό της (1985):
Αν επιστρέψω… Έτσι άρχιζαν όλα τα παραληρήματα εκεί πέρα.
Αν επιστρέψω, θα πάω στην Ελλάδα. Έδινα στον εαυτό μου αυτή την υπόσχεση, λες και ήταν το απλούστερο πράγμα. Στο Άουσβιτς όλα ήταν απλά και εξωπραγματικά. Εξίσου εξωπραγματικό το να πας στην Ελλάδα με το να πας στο φεγγάρι. Τόσο απλό: αρκεί να επέστρεφες. Άμα κατόρθωνες να επιστρέψεις, όλα πια θα ήταν εύκολα. Όλα θα ήταν εφικτά. Πόσα όνειρα δεν τσακίστηκαν στα κατσάβραχα της πραγματικότητας στην επιστροφή.
Στην επιστροφή, η ζωή ήταν δύσκολη. Δύσκολο να συνηθίσεις ξανά, δύσκολο να εξοικειωθείς. Το δυσκολότερο απ’ όλα ήταν να ξαναβρείς την όρεξη να πραγματοποιήσεις τα όνειρα που σε είχαν βοηθήσει να επιβιώσεις εκεί πέρα. Το ανέφικτο που είχαμε ονειρευτεί, καθώς γινόταν εφικτό δεν ξυπνούσε πια τον πόθο μας. Ήμασταν υπερβολικά κουρασμένοι. Αυτά από τα οποία περιμέναμε την ύψιστη ηδονή: να φάμε, να πλυθούμε, να κάνουμε έναν περίπατο σ’ ένα πάρκο, μας στοίχιζαν μια υπεράνθρωπη προσπάθεια. Η παραμικρή απόφαση μας εξαντλούσε. Άρα να επιχειρήσεις… Δίχως να μιλάμε για χρηματικά ζητήματα, που δεν παρεισέφρεαν ποτέ στα όνειρά μας όταν ονειρευόμασταν να κάνουμε τούτο και κείνο στην επιστροφή. Σε τέτοιο σημείο λοιπόν είχαμε λησμονήσει τις χρηματικές έγνοιες, είχαμε λησμονήσει πόσο ακριβά κοστίζουν τα ταξίδια; Στα όνειρα δεν εμφανίζονται εμπόδια. Ονειρευόμασταν λοιπόν πραγματικά.
Ωστόσο αυτή τη φορά, ήταν αλήθεια. Το απίστευτο ήταν χειροπιαστό. Είχα βγει ζωντανή από το στρατόπεδο και τώρα ήμουν στην Ελλάδα. Όλα το επιβεβαίωναν: ένα ανοιχτόχρωμο φόρεμα με κοντά μανίκια, οι ροδοδάφνες, τα αρώματα, τα χρώματα, ο ουρανός. Η Ελλάδα ήταν όπως ακριβώς την είχα λαχταρήσει. Όλα με ενθουσίαζαν. Αφού πέρασα δύο χρόνια σε μια τόσο άθλια κατάσταση ώστε δεν συνειδητοποιούσα τίποτε απ’ ό,τι συνέβαινε στον κόσμο, είχα ξαναβρεί τις δυνάμεις μου και τη ζωτικότητά μου. Ήθελα να δω τα πάντα, να εξαντλήσω το κάλλος, να απολαύσω την κάθε στιγμή, την κάθε γουλιά.
Τα ίχνη του πολέμου δεν είχαν σβηστεί ακόμη. Οι δρόμοι ήταν χαλασμένοι, οι προσόψεις έφεραν τα σημάδια των μαχών. Το 1948, ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ακολουθήσει τον πόλεμο κατά των χιτλερικών τελείωνε. Ο Μάρκος, ο αρχηγός των ανταρτών, είχε εξαφανιστεί, οι παρτιζάνοι του βίωναν τον διωγμό. Αλλά δεν ήταν αυτή η Ελλάδα που είχα έρθει να δω. Εγώ είχα έρθει για τους Δελφούς, για την Ολυμπία, για όλα τα μαγικά ονόματα των σχολικών βιβλίων. Η επικαιρότητα, τα πρόσφατα γεγονότα δεν μ’ ενδιέφεραν. Δεν ήθελα να μ’ ενοχλούν, ενώ το όνειρό μου γινόταν πραγματικότητα.[3]
Θα την « ενοχλήσουν» όμως, και πολύ μάλιστα, καθώς στη συνέχεια, ενώ αγναντεύει τον Παρθενώνα στο ηλιοβασίλεμα, καθισμένη σε ένα καφενείο, κάποιος βλέπει τον αριθμό στο μπράτσο της, αναγνωρίζει το τατουάζ του Άουσβιτς και της μιλά για μια Θεσσαλονικιά που γύρισε από το Άουσβιτς. Οι αναμνήσεις από τις Θεσσαλονικιές Εβραίες που είχε γνωρίσει στο στρατόπεδο και που τις νόμιζε όλες νεκρές ξυπνούν μέσα της. Για μια στιγμή νιώθει έντονη την επιθυμία να πάει στη Θεσσαλονίκη, αλλά συγκρατείται. Θα συνεχίσει να πραγματοποιεί το ταξίδι των ονείρων της, να ψάχνει τη ίχνη της αρχαίας Ελλάδας στην Πελοπόννησο. Η γραμματέας του μεγάλου ανθρώπου του θεάτρου, Λουί Ζουβέ, που δίπλα του έμαθε τόσα για το θέατρο, θέλει να γευτεί την αίσθηση του χώρου όπου γράφτηκαν και παίχτηκαν οι αρχαίες τραγωδίες. Να καθίσει στα σκαλιά του αρχαίου θεάτρου στην Επίδαυρο. Ένα λουτρό στον πολιτισμό έπειτα από τόση βαρβαρότητα.
Αλλά είναι 1948. Κάποια στιγμή, στην Πελοπόννησο, διασταυρώνεται με μια φάλαγγα ανταρτών που τους πήγαιναν εξορία σε κάποιο νησί. Συγκλονίζεται και της έρχεται η ανάμνηση της ίδιας σε μια παρόμοια φάλαγγα, όταν κανείς δεν γύρισε να τις κοιτάξει εκείνη την Κυριακή του 1943 στους δρόμους της Compiègne. Αναζητά αγωνιωδώς το βλέμμα των ανδρών για να δώσει με το δικό της ένα μήνυμα συμπαράστασης. Δεν την κοιτούν, προχωρούν με σκυμμένο κεφάλι. Βρίσκει στην τσάντα της ένα πακέτο τσιγάρα και το πετά.
Ένας άνδρας το άρπαξε στον αέρα, με μια γοργή κίνηση κάποιου που γνωρίζει πώς να περνά απαρατήρητος. Βετεράνος κρατούμενος. Κι αυτός, πρόσεξε άραγε πόσο γοργά υπολόγισα για να ρίξω το πακέτο ανάμεσα σε δυο αξιωματικούς, την ώρα που γυρνούσαν την πλάτη τους; Με αναγνώρισε τάχα; Αναγνώρισε την παλιά φυλακισμένη; (ό.π., σ. 87)
***
Η σύγχρονη Ελλάδα κι οι δικές της τραγωδίες διασταυρώνονται μαζί της στην περιδιάβασή της. Κι όταν μαθαίνει για το μαζικό ναζιστικό έγκλημα στα Καλάβρυτα θα συγκλονιστεί. Αυτή, που έχασε τον αγαπημένο της εκτελεσμένο από τους Γερμανούς, νιώθει τον απέραντο πόνο των γυναικών που έχασαν τους άντρες τους και συμπάσχει μαζί τους. Και πολύ αργότερα θα γράψει ένα κείμενο 21 σελίδων με τίτλο “Kalavrita des mille Antigone” (αναγκάστηκα στη μετάφραση να το κάνω «Οι χίλιες Αντιγόνες των Καλαβρύτων» ).
Το τοπωνύμιο Καλάβρυτα υπάρχει μόνο στον τίτλο και σε μία σημείωση μιας αράδας μετά το τέλος του κειμένου: «Τα Καλάβρυτα είναι ένα χωριό στην Πελοπόννησο. Ήταν Δεκέμβριος του 1943». Η λέξη Γερμανοί ή ναζί δεν υπάρχει πουθενά. Είναι μόνο «στρατιώτες με κράνη και όπλα» και «αξιωματικοί με ρεβόλβερ». Η συγγραφέας αναφέρεται σε χίλιους τριακόσιους άνδρες, αριθμός που θεωρήθηκε έγκυρος για δεκαετίες. Αυτόν τον αριθμό έδιναν οι επίσημες μελέτες και πηγές διεθνώς ως και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 γι’ αυτό το ναζιστικό έγκλημα. Ενδελεχείς μελέτες αργότερα απέδειξαν πως τη 13η Δεκεμβρίου 1943 στα Καλάβρυτα δολοφονήθηκαν 499 άνδρες (12 από τους 511 που επελέγησαν για εκτέλεση τελικά επιβίωσαν). Πολλοί ακόμη δολοφονήθηκαν εκείνες τις ημέρες στα γύρω χωριά. Η μνήμη του φρικαλέου εγκλήματος, που παρουσιάστηκε ως αντίποινα για δολοφονία γερμανών στρατιωτών αιχμαλώτων του ΕΛΑΣ τις προηγούμενες ημέρες, δίχασε για καιρό την τοπική κοινωνία.
Η αφηγήτρια στο κείμενο της Ντελμπό είναι μια από τις γυναίκες που έχασαν τους άνδρες της οικογένειάς τους, η οποία της αφηγείται το γεγονός, δείχνοντάς της και τον τόπο. Η αφηγήτρια της εξομολογείται ότι έχασε πέντε άνδρες. Θα μπορούσε να είναι ένας θεατρικός μονόλογος ή ένα poème en prose. Ένα πεζό σε μορφή ποιήματος, αν θέλετε. H Ντελμπό πάντοτε διαμόρφωνε ένα δικό της μεικτό είδος για να γράψει και να εκφράσει αυτά που τόσο δύσκολα μπορούν να ειπωθούν.
***
Τον Δεκέμβριο του 2023, ογδόντα χρόνια μετά, μετέφρασα επιτέλους το κείμενο που πλέον δημοσιεύεται και στο σάιτ του περιοδικού και ήθελα από καιρό να μεταφράσω.
[1] Για τη Σαρλότ Ντελμπό βλ. Ο. Βαρών-Βασάρ, « Charlotte Delbo, Το Άουσβιτς και το μετά. Μια ιδιαίτερη κατάθεση», στον τόμο Βιογραφία, Αυτοβιογραφία, Ιστοριογραφία, εκδ. Εταιρείας Σπουδών και Γενικής Παιδείας Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 2021, σ. 103-121.
[2] Nuit et brouillard, θυμίζω πως ήταν ο τίτλος της εμβληματικής ταινίας του Αλαίν Ρεναί που συγκλόνισε το 1957. Βλ. Ο. Βαρών-Βασάρ, «Ανακαλύπτοντας τα ναζιστικά στρατόπεδα», Τhe Books’ Journal, τχ. 85, Mάρτιος 2018, σ. 92-94.
[3] Charlotte Delbo, La Mémoire et les jours, éd. Berg International, Παρίσι 1985, επανέκδοση 1995 (σ. 81-86, To ταξίδι στην Ελλάδα του εμφυλίου).
[4] Βλ. Άννα Μαρία Δρουμπούκη, «Η διαιρεμένη μνήμη των Καλαβρύτων», κεφ. στο βιβλίο της Μνημεία της λήθης, Ίχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, πρόλ. Χ. Φλάισερ, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014 (σ. 352-400).