Μια πρώτη εξήγηση, περιορισμένη στο πεδίο των νομικών αρχών, είναι η βαθιά κατανόηση από τον Τσακυράκη της συναρπαστικής φύσης της ελευθερίας της έκφρασης ως ενός υβριδικού, κομβικού αλλά και, ταυτόχρονα, εύθραυστου δικαιώματος.
Ο Σταύρος Τσακυράκης αντιλαμβανόταν την υβριδική φύση της ελευθερίας της έκφρασης ως δικαιώματος μέσω του οποίου το άτομο επιτυγχάνει την προσωπική και πολιτισμική του βελτίωση, επιβεβαιώνει την αυτόνομη λήψη αποφάσεων και αυτοπραγματώνεται. Παράλληλα, και αυτό είναι σημαντικό, η διδασκαλία του πάντα αναδείκνυε και την άλλη λειτουργία της ελευθερίας της έκφρασης ως βασικής συνιστώσας της δημοκρατικής διαδικασίας. Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί εγγενή αξία του πολιτεύματος συμβάλλοντας, μέσω της αναζήτησης της αλήθειας, στη σταθερότητα, την εξέλιξη και τον συμμετοχικό χαρακτήρα της δημοκρατίας.
Η κατανόηση από τον Τσακυράκη του κομβικού ρόλου της ελευθερίας της έκφρασης στη δημοκρατική διαδικασία συμβάδιζε με τη βαθιά πίστη του στη δύναμη του ορθού λόγου μέσω της δημόσιας συζήτησης για την ανακάλυψη της αλήθειας. Για να δανειστώ τα λόγια του Oliver Wendell Holmes, ενός από τους αγαπημένους του δικαστές στο αμερικανικό ανώτατο δικαστήριο, «η βέλτιστη δοκιμασία της αλήθειας είναι η δυνατότητα της σκέψης να γίνεται αποδεκτή μέσω του ανταγωνισμού της αγοράς, και αυτή η αλήθεια είναι η μόνη βάση για την επίτευξη των προσδοκιών του καθενός».
Η, σύμφωνα με τον Holmes, «ελευθερία των σκέψεων που μισούμε» ή, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ελεύθερη διακίνηση ιδεών που «ξενίζουν, ενοχλούν ή ανησυχούν το κράτος ή τρίτους», βρίσκεται στην καρδιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Απορρέει από ένα σύνθετο πλέγμα ηθικών αρχών, τις οποίες, κατά τον Dworkin αλλά και τον Τσακυράκη, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας σοβαρά όταν καλούμαστε να τη σταθμίσουμε όχι μόνο με τη δημόσια τάξη αλλά και τα δικαιώματα τρίτων.
Η ελευθερία της έκφρασης είναι όμως και ένα ευάλωτο δικαίωμα το οποίο, όπως και τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, δεν μπορούμε να το θεωρούμε αυτονόητο. Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, η τεχνολογική αλλά και πολιτική πραγματικότητα θέτει νέες προκλήσεις γι’ αυτό το δικαίωμα. Η ψηφιακή επικοινωνία αλλά και τα κοινωνικά δίκτυα επενεργούν στη λειτουργία της ελευθερία της έκφρασης καθώς δημιουργούν νέους διαύλους παγκόσμιας επικοινωνίας, διαμορφώνοντας παράλληλα ένα νέο υπόστρωμα δημόσιας συζήτησης.
Η αλγοριθμική παραγωγή ειδήσεων επανακαθορίζει την έννοια της δημοσιογραφίας. Τα fake news επαναπροσδιορίζουν τα όρια της φαντασίας με την πραγματικότητα και την αντικειμενική αλήθεια. Ιδιωτικές πλατφόρμες ενημέρωσης έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν νέες μορφές λογοκρισίας. Ταυτόχρονα, η ανάδυση ανελεύθερων δημοκρατιών στην καρδιά της Ευρώπης επαναφέρει ζητήματα προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης, τα οποία, μέχρι πρότινος, θεωρούσαμε ότι αποτελούσαν αδιαμφισβήτητες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Οι πρόσφατοι νόμοι στη Ρωσία και την Ουγγαρία, μέσω των οποίων τίθενται περιορισμοί στη διακίνηση εκπαιδευτικού ή διαφημιστικού υλικού που εκτιμάται ότι προωθεί σε ανήλικους την ομοφυλοφιλία ή τον επανακαθορισμό φύλου, αποτελούν τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Παλαιότερα, τα απολυταρχικά καθεστώτα φίμωναν την αντίθετη άποψη μέσω της απειλής των όπλων ή τη φυλάκιση. Σήμερα, διατηρούν το κέλυφος της δημοκρατίας, κατατρώγοντας την ουσία της εκ των έσω, διαμέσου, ας μου επιτραπεί η έκφραση, κουτοπόνηρων νόμων. Η ξεκάθαρη αντίληψη του ρόλου της ελευθερίας της έκφρασης από τον Σταύρο Τσακυράκη αποτελεί πυξίδα πλοήγησης για τον εφαρμοστή του δικαίου σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Μια δεύτερη εξήγηση για τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης στο έργο του Σταύρου Τσακυράκη είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι τα ηθικά χαρακτηριστικά που αποτελούν το υπόβαθρο αυτού του δικαιώματος αντανακλούν την ίδια την προσωπικότητά και το χαρακτήρα του.
Αν η ελευθερία της έκφρασης πραγματώνει την ιδέα της μονάδας που, υπακούοντας στη δική της κοσμοθεωρία, πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα και, με παρρησία, εκστομίζει ενοχλητικές αλήθειες, οι οποίες προκαλούν αμηχανία στην εξουσία ή σε μερίδα της κοινής γνώμης, ο Σταύρος αποτελεί την κατεξοχήν ενσάρκωση αυτής της ιδέας. Της ιδέας, για να παραφράσω τον Louis Brandeis, ενός άλλου εξέχοντος δικαστή του ανωτάτου δικαστηρίου των ΗΠΑ, ότι «η μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία είναι ένας αδρανής λαός, ότι η δημόσια συζήτηση αποτελεί πολιτικό καθήκον, ότι η τάξη δεν είναι δυνατόν να διασφαλίζεται μέσω του φόβου της ποινής, ότι ο φόβος τρέφει την καταστολή, η καταστολή τρέφει το μίσος και το μίσος απειλεί τη σταθερότητα του πολιτεύματος».
Αλλά και από μια άλλη σκοπιά, αν η ελευθερία της έκφρασης προϋποθέτει την ανεκτικότητα των πολλών απέναντι στις ιδέες των λίγων που ξενίζουν και προκαλούν, δηλαδή τη γενναιοδωρία της πλειοψηφίας έναντι της μειοψηφίας, και πάλι αυτή η στάση μού υπενθυμίζει την έμφυτη γενναιοδωρία που επιδείκνυε πάντοτε ο Σταύρος Τσακυράκης στους φοιτητές, στους φίλους, στους δικούς του ανθρώπους, ανεξαρτήτως θέσεως και ιδιότητας.
Και πιστεύω ότι είναι αυτή η απόλυτα βιωματική σχέση του Σταύρου Τσακυράκη με την ελευθερία της έκφρασης, αλλά και γενικότερα με όσα δίδασκε, που τον καθιστά ξεχωριστό. Είναι η έμφυτη και φυσική συναίσθηση της υποχρέωσης να υπηρετεί με συνέπεια τις αρχές τις οποίες διακήρυττε.
Σε αυτό το ηθικό καθήκον αναφέρεται ο Σενέκας, στo έργο του, Επιστολές στον Λουκίλιο. «Ας είναι αυτή η αποκλειστική μας πρόθεση», τονίζει ο Ρωμαίος φιλόσοφος, «να λέμε αυτά που αισθανόμαστε και να αισθανόμαστε αυτά που λέμε. Να τελεί η συζήτηση σε αρμονία με τη ζωή μας. Τι σημαίνει το να εκπληρώνει κάποιος την υπόσχεσή του; Σημαίνει ότι το άτομο που βλέπουμε και το άτομο που ακούμε είναι ένα και το αυτό. Μόνο τότε διαπιστώνουμε τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που έδωσε μια υπόσχεση, και πόσο σημαντικός είναι ο ίδιος. Διότι τότε είναι ένας δίκαιος άνθρωπος».
Πολλές φορές μου συμβαίνει, όταν αμφιταλαντεύομαι ενώπιον νομικών ή προσωπικών προβλημάτων, να αναρωτιέμαι: «τι θα με συμβούλευε ο Σταύρος να κάνω σε αυτή την περίπτωση»; Και συχνά η λύση προκύπτει αβίαστα, μου αρκεί να ανατρέξω στη συνεπή εφαρμογή από τον ίδιο των αρχών του στη δική του ζωή, τον τρόπο με τον οποίον έλεγε όσα αισθανόταν και αισθανόταν όσα έλεγε.
Και αναρωτιέμαι: μήπως δεν είναι αυτή η πολυτιμότερη παρακαταθήκη που μπορεί να αφήσει κάποιος στους δικούς του ανθρώπους;