Νατάσσα Μπλάτσιου

Δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Νομίζω ότι εκείνη ακριβώς την στιγμή που θα κλείσουν τα μάτια μου, το μωρό θα σταματήσει να αναπνέει. Ναι, δεν το νομίζω, γίνεται. Λέγεται σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου. Μου το επιβεβαίωσε και ο παιδίατρος. Όσο περνάνε οι ώρες η κυκλοφορία στον δρόμο αραιώνει. Στις πέντε περνάει το σκουπιδιάρικο, στις έξι το λεωφορείο, στις επτά το ξυπνητήρι του Νίκου για να πάει στην δουλειά και κάπου εκεί το βασανιστήριο τελειώνει. Είναι ώρα να φάει. Στέκομαι πάνω από την κούνια και σχεδιάζω πώς θα το σηκώσω. Το πιάνω από τις μασχάλες, παλεύω μάταια να κρατήσω το κεφάλι του. Σαν μαριονέτα που πρέπει να πιάσεις σωστά τα νήματα, αλλιώς… κλαίει και συσπάται σαν ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα. Κι όταν κλαίει, εμφανίζεται η μάνα μου. Από την κουζίνα, από το μπάνιο, από το καθιστικό. Δρασκελίζει με τα τρανταχτά πασούμια της προς το υπνοδωμάτιο. “Λάθος!”, φωνάζει και μου το αρπάζει από τα χέρια. “Τα λάθη εδώ δεν συγχωρούνται, δεν είναι παιχνίδι, είναι άνθρωπος”, ωρύεται. Μετά το σβερκώνει με άνεση και το παραχώνει ανάμεσα στη μασχάλη και το στήθος της. Το σώμα του σταματά να συσπάται και ψάχνει στα τυφλά την ρώγα στις πτυχές τις ζακέτας της. Μου κάνει νόημα να κατεβάσω το σουτιέν. Ανεβάζω μηχανικά την μπλούζα μου και βγάζω το φουσκωμένο στήθος έξω. Έτσι όπως έχει μείνει να κρέμεται έξω από τον σφιχτό στηθόδεσμο αρχίζει κι αυτό να κλαίει. Γοεροί λυγμοί από γάλα στάζουν στο πάτωμα.