Ο Γάλλος, που κατάλαβε τη δημοκρατία καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, περιγράφει μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι, απορροφημένοι στις μικρές και άμεσες απολαύσεις τους, αποσύρονται από την πολιτική ζωή και ενδιαφέρονται μόνο για τον στενό τους κύκλο. Αυτή η αδιαφορία αφήνει χώρο σε ένα απόλυτο, διοικητικό κράτος το οποίο, καίτοι ήπιο και καλοπροαίρετο στην επιφάνεια, ουσιαστικά καταπνίγει την ελεύθερη βούληση των πολιτών. Αυτό το κράτος αναλαμβάνει να ρυθμίσει κάθε πτυχή της ζωής τους, καθιστώντας την άσκηση της προσωπικής ευθύνης σταδιακά άχρηστη και τελικά... ανούσια.
Ο πιο ανησυχητικός μηχανισμός που περιγράφει ο Τοκβίλ είναι η δυνατότητα συνύπαρξης της φαινομενικής πολιτικής ελευθερίας (μέσω εκλογών) με την ολοκληρωτική υποταγή στην καθημερινότητα. Ο πολίτης ψηφίζει για να εκλέξει τους «δασκάλους» του (schoolmasters), πιστεύοντας ότι διατηρεί την ελευθερία του, ενώ στην πραγματικότητα έχει παραχωρήσει την ανεξαρτησία της σκέψης και της δράσης του στον «εκπρόσωπο του λαού».
Ο παραλληλισμός με τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, και ειδικότερα με τη διακυβέρνηση Τραμπ, είναι εντυπωσιακός. Η ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ, με κεντρικό σύνθημα το "America First", προωθεί την απομόνωση και την αυτάρκεια, ενισχύοντας το αίσθημα μιας υποτιθέμενης εθνικής αυτάρκειας εις βάρος της ευθύνης των ΗΠΑ ως Υπερδύναμης.
Το επίκεντρο της ανησυχίας του Τοκβίλ είναι η σταδιακή απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας, της βούλησης και της πνευματικής ζωντάνιας των ανθρώπων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν τον απασχολεί αν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι ή εύποροι, αλλά αν παύουν να είναι ελεύθεροι, ενεργητικοί και πολιτικά υπεύθυνοι.
Αν θα θέλαμε να κάνουμε έναν ακόμα παραλληλισμό με τη διακυβέρνηση Τραμπ, θα βλέπαμε το φόβο του Τοκβίλ να εκπληρώνεται όχι μέσα από μια τυραννική βία, αλλά μέσα από έναν λαϊκιστικό αυταρχισμό που στηρίζεται σε μια κοινωνία ατομικιστών πολιτών: ανθρώπων που ενδιαφέρονται κυρίως για τα «δικά τους».
Ταυτόχρονα, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του τραμπικού ανθρωπότυπου είναι η κατηγοριοποίηση της κοινωνίας σε «καλούς» και «κακούς»: όπου «καλοί» είναι οι οπαδοί του και «κακοί» οι πολιτικοί αντίπαλοι, το establishment, τα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια, οι μετανάστες κ.λπ. Αυτή η μανιχαϊστική διχοτόμηση ενισχύει την αποξένωση, υπονομεύει τον διάλογο και ενισχύει την ανάγκη για προστασία από ένα κεντρικό, πανίσχυρο κράτος, όπως ακριβώς φοβόταν ο Τοκβίλ.
Έτσι, ο ατομικισμός στρώνει το χαλί για τη δημιουργία ενός κράτους που κρατάει τους ανθρώπους παθητικούς, εξυπηρετώντας μικρές επιθυμίες, ενώ ταυτόχρονα συγκεντρώνει εξουσία.
Η εναλλαγή του πολίτη από ψηφοφόρο σε παθητικό υποκείμενο («βλ. διαλέγει το δάσκαλό του αλλά μετά υποτάσσεται αθόρυβα») αντικατοπτρίζει ακριβώς τη λογική που οδήγησε σε φαινόμενα σαν τον τραμπισμό: πίστη σε έναν εκλεκτό ηγέτη που υποτίθεται ότι εκφράζει τη φωνή του λαού και πολεμάει το κακό establishment.
Παράλληλα, παρότι ο Τραμπ και ο κύκλος του διακηρύττουν την υπεράσπιση της ελευθερίας, ενισχύουν ταυτόχρονα την εκτελεστική εξουσία χωρίς προηγούμενο, υπονομεύουν τους θεσμούς, χλευάζουν το Σύνταγμα (βλ. τις υπόνοιες ότι θα διεκδικήσει 3η θητεία) και υποβαθμίζουν τη σημασία της πολιτικής συμμετοχής σε έναν συναισθηματικό παρορμητισμό (κάποιοι καθηγητές επαινούν διθυραμβικά την επιστροφή του συναισθήματος στην πολιτική, τρομάρα τους), περιορίζοντας έτσι τον ουσιαστικό ρόλο του πολίτη στη δημόσια ζωή. Στον κόσμο του Τοκβίλ, και στον τραμπικό κόσμο, οι πολίτες τείνουν να παραιτούνται από τη συνειδητή και υπεύθυνη άσκηση της πολιτικής ελευθερίας τους, άλλωστε αυτή δεν είναι απαραίτητη γιατί σημασία έχει μόνο ο λόγος του Τραμπ.
Τελικά, ο Τοκβίλ επισημαίνει ότι η ελευθερία χάνεται όχι με μεγάλες, δραματικές πολιτικές μεταβολές, αλλά με μικρές, καθημερινές παραχωρήσεις που σταδιακά ναρκώνουν τη θέληση και τη συνείδηση των πολιτών. Αυτή η αργή διολίσθηση σε μια παθητική υποταγή αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για κάθε φιλελεύθερη δημοκρατία, τόσο τον 19ο αιώνα όσο και σήμερα.