Είναι καιρός πια να σταθούμε λίγο αποστασιοποιημένα απέναντι στις εξελίξεις και να δούμε τις βαθύτερες ρίζες του προβλήματος. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, η ανωμαλία στα ελληνικά πανεπιστήμια έγινε κανονικότητα, έγινε φυσιολογική. Όλα σχεδόν τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας –άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο–, αλλά και το υπουργείο Παιδείας, συμφιλιώθηκαν σταδιακά με αυτή την κανονικότητα. Καταλήψεις, προπηλακισμοί, τραμπουκισμοί, φθορές δημόσιας περιουσίας, γενικότερη ανομία, κομματοκρατία, συνδιαλλαγή, απώλειες εξεταστικών –...αλλά και διπλές, τριπλές, τετραπλές εξεταστικές–, και άλλα εκφυλιστικά φαίνομενα, καλλιέργησαν το έδαφος για το σήμερα, για τον σιωπηλό βρυχηθμό της μεταπολιτευτικής ανεμελιάς: «Ε καλά τώρα, δεν χάθηκε κι ο κόσμος να μείνουμε μερικές εβδομάδες κλειστοί...» Ένας βρυχηθμός που προέρχεται, τι ειρωνία κι αυτή, από τους υπερασπιστές του «δημόσιου πανεπιστημίου», οι οποίοι με εφ’ όπλου λόγχη αναμένουν να φανεί στον ορίζοντα ο προαιώνιος, φαντασιακός εχθρός: τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια». Μάταια όμως αναμένουν· κι έτσι μαραζώνουν πάνω σε ερείπια που οι ίδιοι δημιούργησαν, κραδαίνοντας ως άλλο φύλλο συκής τις διάφορες, ευτυχώς υπαρκτές ακόμη, νησίδες αριστείας.
Το ερώτημα αναδιατυπώνεται: θέλουμε να ανοίξουν ΕΚΠΑ και ΕΜΠ για να συνεχιστούν οι ίδιες καταστάσεις ή μήπως, αντιθέτως, θα πρέπει να δούμε την πρόσφατη κρίση στα ΑΕΙ ως ευκαιρία για μία πραγματική και εκ βάθρων ανασυγκρότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή ως ευκαιρία για μία ταχεία υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που τόσο έχει ανάγκη ο χώρος; Μιλάμε εδώ πρωτίστως για μία ουσιαστική αναδιάταξη ολόκληρου του χάρτη των ΑΕΙ-ΤΕΙ, κατά το σχέδιο «Αθηνά», όπως αυτό είχε στην αρχική του μορφή και δυστυχώς τορπιλίστηκε από ΑΕΙ-ΤΕΙ, αλλά και από την νυν ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Αν η τελευταία είχε δράσει τότε με αποφασιστικότητα και δεν είχε υποκύψει στα πελατειακά συμφέροντα, θα είχε ήδη επιτύχει τον εξορθολογισμό της συνολικής δομής των ΑΕΙ-ΤΕΙ και το υπουργείο θα γνώριζε πια επακριβώς τις στελεχιακές ανάγκες κάθε σχολής ή τμήματος, αποφεύγοντας έτσι τον αιφνιδιασμό και τις προχειρότητες του περασμένου Αυγούστου. Μιλάμε, επίσης, για μία αξιολόγηση όλων των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, κυρίως με επιτάχυνση και ενίσχυση του έργου της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.). Μιλάμε, τέλος, για μία επαναφορά των αρχικών ρυθμίσεων του «νόμου Διαμαντοπούλου» (Ν. 4009/2011) σχετικά με τη δυνατότητα στελέχωσης των πρυτανικών και κοσμητορικών αρχών από «εξωτικούς», ανθρώπους δηλαδή με εμπειρία ιδίως στη διοίκηση και την αναζήτηση πόρων, έτσι ώστε αφ’ ενός να εκλείψουν οριστικά τα φαινόμενα συνδιαλλαγής, με όλα τα συμπαρομαρτούντα τους, αφ’ ετέρου να αφεθούν οι πανεπιστημιακοί απερίσπαστοι στο διδακτικό και ερευνητικό έργο τους.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι ο υπουργός Παιδείας έπεσε θύμα των δικών του επιλογών. Αν δεν είχε νερώσει τον «νόμο Διαμαντοπούλου», ίσως να μην είχαμε φτάσει εδώ σήμερα και οι περικοπές σε διοικητικό προσωπικό να είχαν γίνει με πολύ ηπιότερο τρόπο· η κατάσταση μοιάζει εδώ με το ασφαλιστικό: κάθε προηγούμενη λύση ήταν καλύτερη.
Πανεπιστημιακή και πολιτική ηγεσία της χώρας ίσως θα πρέπει να τολμήσουν άμεσα τις πιο πάνω μεταρρυθμίσεις, έστω και αν αυτό σημάνει μία περαιτέρω καθυστέρηση στο άνοιγμα ΕΚΠΑ και ΕΜΠ. Εδώ που φτάσαμε πλέον, απαιτούνται θυσίες από όλους, ακόμη και από τους ίδιους τους φοιτητές, εφόσον ενδιαφέρονται για το καλό του συνόλου, και όχι μόνο για μία «εμβόλιμη» εξεταστική – η οποία άλλωστε, δίχως αμφιβολία, οδηγεί σε υποβάθμιση του πτυχίου τους. Διαφορετικά, αν ακολουθήσουμε και πάλι την πεπατημένη, θα παραστούμε μάρτυρες μιας ακόμη μεταπολιτευτικής παρωδίας: εξάμηνο πέντε-έξι εβδομάδων και πενταπλή εξεταστική. Άλλη μία κρίση θα έχει ξεπεραστεί, ο υπουργός θα έχει μείνει στη θέση του και το πραγματικό πρόβλημα θα έχει κρυφτεί κάτω απ’ το χαλί. Μέχρι να έρθει ο τελικός λογαριασμός για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, κι ασφαλώς για την κοινωνία μας συνολικά.