Σύνδεση συνδρομητών

Κίεβο

Πέμπτη, 26 Μαϊος 2022 23:57
Κίεβο, 2019. Περίπατος σε κεντρική λεωφόρο.
Ντίνα Κουμπούλη
Κίεβο, 2019. Περίπατος σε κεντρική λεωφόρο.

Το χιόνι, ο Δνείπερος... Δεν υπάρχει στον κόσμο πιο όμορφη πόλη από το Κίεβο.

 Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ

Ήταν τρεις αδελφοί, ο Κίι, ο Σεκ κι ο Χορίβ, και είχαν μια αδελφή, τη Λίμπεντ. Ο Κίι ζούσε σε ένα λόφο, εκεί κοντά που είναι τώρα η κάθοδος Μπορίτσεφ, κι ο Σεκ ζούσε στονλόφο που τώρα ονομάζεται Σεκοβίτσα, και στον τρίτο λόφο ζούσε ο Χορίβ, κι έτσι ο λόφος αυτός πήρε το όνομά του και λέγεται Χορεβίτσα. Έχτισαν μια πόλη και την ονόμασαν Κίεβο, από τον μεγάλο τους αδελφό. Και γύρω από την πόλη υπήρχε ένα απέραντο δάσος κι εκεί κυνηγούσαν. Ήταν άνθρωποι σοφοί και συνετοί.

Κάπως έτσι λοιπόν ιδρύθηκε το Κίεβο σύμφωνα με το θρύλο, τον οποίο διασώζει το Χρονικό του Νέστωρος, όπως έχει καθιερωθεί να το λέμε στα ελληνικά, ακριβέστερα Χρονικό παρελθόντων ετών Повѣсть времѧньныхъ лѣтъ στην παλαιά ανατολική σλαβική γλώσσα, την οποία μερικοί ονομάζουν αρχαία ρωσική, μερικοί πρωτο-ουκρανική. Όπως και να την πούμε τη γλώσσα, το βέβαιο είναι ότι το Χρονικό καταγράφει την ιστορία του κιεβικού κράτους από το 850 μέχρι περίπου το 1100 μ.Χ. Συντάχθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα στο Κίεβο, την πρώτη ρωσική πρωτεύουσα· την Ιερουσαλήμ Ουκρανών και Ρώσων.

Κλείνω το Χρονικό και κοιτάζω τους λόφους του Κιέβου απέναντι, στη δυτική όχθη του Δνείπερου. Ρίχνω παράλληλα και μια ματιά στο Google Maps. Νομίζω πως εξακολουθούν να εντοπίζονται ίχνη των παλιών τοπωνυμίων και των ονομάτων των τριών σοφών και συνετών αδελφών: η κάθοδος Μπόριτσιφ (άραγε προφέρεται όντως έτσι στα ουκρανικά; Πονοκεφαλιάζω με τις δύο γλώσσες: διαφέρουν αρκετά ώστε να μην είναι ίδιες αλλά μοιάζουν αρκετά ώστε να μπερδεύεσαι), πιθανότατα η οδός Σεκαβίτσκα... Στην οδό Σεκαβίτσκα 29 βρίσκεται η συναγωγή του Πόντιλ, που χτίστηκε το 1895. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής είχε μετατραπεί σε στάβλο. Η αδερφή τους, η Λίμπεντ —για την οποία το Χρονικό δεν μας λέει αν ήταν συνετή και σοφή— έδωσε το όνομά της σε έναν παραπόταμο του Δνείπερου, που κυλά στην παλιά πόλη, πίσω από τους λόφους που βλέπω απέναντί μου, και συναντά το μεγάλο ποτάμι λίγο νοτιότερα. Υπάρχουν δύο μνημεία αφιερωμένα στα τέσσερα αδέρφια, ένα στην κεντρική πλατεία, το Μεϊντάν, κι ένα —το πιο όμορφο— στην όχθη του Δνείπερου.

Είναι πολλά αυτά που θέλω να δω σήμερα: τη συναγωγή, το μνημείο στο Μπάμπι Γιαρ... Για αρχή λέω να περάσω στη δυτική όχθη, να ανεβώ την κάθοδο Μπόριτσιφ με τα πόδια και να περιπλανηθώ στο λόφο Βολοντίμιρ, προτού βγω στην πίσω πλευρά του, στην παλιά πόλη, με τα μνημεία του 11ου αιώνα —της χρυσής εποχής της πόλης— και με τις τεράστιες τοιχογραφίες γκράφιτι. Πάντως ο λόφος Βολοντίμιρ δεν έχει ονομαστεί έτσι ούτε από τον Ζελένσκι ούτε από τον Πούτιν. Ούτε καν από τον Λένιν. Έχει πάρει το όνομά του από τον ηγεμόνα του Κιέβου που ασπάστηκε το χριστιανισμό το 988 στη Χερσώνα, αφού παντρεύτηκε την Άννα, την αδελφή του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου. Εκείνος ο παλιός Βλαδίμηρος επέστρεψε στο Κίεβο —βγάζω πάλι το Χρονικό— και πρόσταξε να καταστρέψουν τα αγάλματα των σλαβικών θεοτήτων, το ομοίωμα του Περούν, που ήταν φτιαγμένο από ξύλο και το κεφάλι του ήταν από ασήμι με μουστάκι από χρυσάφι, και τα άλλα, δηλαδή του Χορς, του Νταζμπόγκ, του Στριμπόγκ, του Σιμάργκλ και της Μοκός, αυτά που ο ίδιος είχε διατάξει να τοποθετηθούν πάνω στο λόφο οχτώ χρόνια νωρίτερα. Και το άγαλμα του Περούν, του θεού του κεραυνού, διέταξε να το δέσουν σε ένα άλογο και να το σύρουν στην κάθοδο Μπόριτσιφ και να το πετάξουν στο ποτάμι. Από εδώ, λοιπόν, που τώρα ανηφορίζω, κατέβασαν το άγαλμα του Περούν, και οι εθνικοί έκλαιγαν, γιατί δεν είχαν ακόμη δεχτεί τη θεία βάπτιση. Την άλλη μέρα, ο Βλαδίμηρος διέταξε τους κατοίκους της πόλης να συγκεντρωθούν και να βαφτιστούν στον Δνείπερο.

Η κάθοδος Μπόριτσιφ στην αρχή της δεν είναι και πολύ απότομη, κάποια στιγμή όμως φτάνει στους πρόποδες του λόφου, όπου η κλίση γίνεται πραγματικά μεγάλη. Πρέπει είτε να ανέβω ένα σωρό σκαλιά είτε να πάρω τον οδοντωτό. Επιλέγω το δεύτερο. Ο οδοντωτός με αφήνει κοντά στο υπουργείο Εξωτερικών. Περπατώ στο λόφο και απολαμβάνω τη θέα της ανατολικής όχθης του Δνείπερου, έπειτα στρίβω αριστερά, κάνω ένα πέρασμα από το Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, —τον οποίο έφτιαξε ο Βλαδίμηρος δωρίζοντας το ένα δέκατο της προσωπικής περιουσίας του, εξ ου και η ονομασία «Ναός των δεκάτων»— και καταλήγω στο Μουσείο Ουκρανικής Λογοτεχνίας. Θέλω να δω τον Απόστολο του Φιόντοροφ.

Ο Ιβάν Φιόντοροφ είναι ο πρώτος γνωστός ρώσος τυπογράφος και πατέρας της σλαβικής τυπογραφίας. Έδρασε στα χρόνια του Ιβάν του Τρομερού (1547-1584). Υπήρξε επίσης κατασκευαστής πυροβόλων όπλων και εφευρέτης ενός ολμοβόλου με πολλαπλές κάννες. Στις 19 Απριλίου 1563, ο Φιόντοροφ, με την υποστήριξη του βοηθού του Πιοτρ Μστισλάβετς, άρχισε να τυπώνει τον Απόστολο, πιθανώς το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στη Ρωσία. Ο Φιόντοροφ έκανε περίτεχνα αρχιγράμματα στις αρχές των παραγράφων και κόσμησε το εσώφυλλο με μια εξαιρετική απεικόνιση του Ευαγγελιστή Λουκά. Το έργο ολοκληρώθηκε το έτος 7070 από Κτίσεως Κόσμου, την πρώτη ημέρα του Μαρτίου (δηλαδή την 1/3/1564). Είχε έκταση 534 σελίδες και τυπώθηκε σε περίπου 2.000 αντίτυπα. Από αυτά σώζονται τουλάχιστον 47, ένα εκ των οποίων βρίσκεται εδώ. Ο Φιόντοροφ τύπωσε επίσης το Βιβλίο των Ωρών, καθώς και ένα Αλφαβητάρι, αλλά σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τον κλήρο της Μόσχας, κατά πάσα πιθανότητα επειδή το τυπογραφείο του ανταγωνιζόταν τους παραδοσιακούς αντιγραφείς βιβλίων. Το εργαστήριό του μια μέρα κάηκε μυστηριωδώς και ο Φιόντοροφ κατέφυγε στο Δουκάτο της Λιθουανίας. Η δουλειά του, ο Απόστολος, δεν χάθηκε εντέλει. Στην ησυχία της μισοσκότεινης αίθουσας της βιβλιοθήκης του Μουσείου Ουκρανικής Λογοτεχνίας στο Κίεβο, μου φαίνεται πως ακούω τον Πιοτρ Μστισλάβετς να ψιθυρίζει στο αυτί του Φιόντοροφ τα παρήγορα λόγια του Απόστολου: οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ (Λουκ. 8,17). Σε ένα άλλο παραπλήσιο μουσείο του Κιέβου, το Μουσείο Βιβλίου και Τυπογραφίας, φυλάσσεται ένα αντίτυπο της επανέκδοσης του Απόστολου από τον Φιόντοροφ το 1574 στο Λβιφ, όπου εγκαταστάθηκε το 1572 και όπου έζησε μέχρι το θάνατό του.

Κατευθύνομαι πάλι προς το λόφο του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου με σκοπό να στρίψω αριστερά, ώστε να συνεχίσω την πορεία μου προς βορρά. Βγαίνοντας στην κάθοδο Αντριίφσκι, έναν από τους ομορφότερους δρόμους του Κιέβου, βλέπω μπροστά μου μια μύτη. Είναι μια μεγάλη μεταλλική μύτη που εξέχει από έναν τοίχο. Συνοδεύεται από ένα μικρό και ελαφρώς τσιγκελωτό μουστακάκι. Μα ναι, βέβαια, είναι η μύτη του Γκόγκολ. Όχι δηλαδή η δική του ακριβώς, αλλά η μύτη που πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο διήγημά του. Αν και, εδώ που τα λέμε, και η μύτη αυτή όντως μοιάζει με τη μύτη του Γκόγκολ, και το μουστάκι από κάτω μοιάζει με το δικό του μουστάκι. Και, εν πάση περιπτώσει, ποιος θα έγραφε διήγημα για μια μύτη; Τουλάχιστον ιδιοφυές. Σκέφτομαι ότι ακριβώς αυτό είναι που ο Τεντ Χιουζ ονόμαζε «λαϊκό σουρεαλισμό» — και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Χιουζ είχε επινοήσει τον όρο σε ένα δοκίμιό του για ποιητές χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Ταιριάζει απολύτως στον Γκόγκολ και στο μαγικό χιούμορ του, το οποίο αντλεί απευθείας από τη σλαβική λαϊκή παράδοση. Και κάπως έτσι τον διεκδικούν ως «δικό τους» οι Ουκρανοί, αφού στην Ουκρανία γεννήθηκε, στην Πολτάβα, και τα πρώτα του βιβλία (οι Βραδιές σε ένα χωριό κοντά στη Ντικάνκα και Μίργκοροντ) απηχούν ακριβώς αυτόν τον ιδιαίτερο λαϊκό πολιτισμό της χώρας, είναι γεμάτα με μάγισσες και καλικάντζαρους, βγαλμένα από τους θρύλους και τις παραδόσεις της ουκρανικής υπαίθρου. Εξίσου τον διεκδικούν και οι Ρώσοι βέβαια, αφού στα ρωσικά έγραψε και στη Ρωσία έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και πέθανε.

Γκουγκλάρω για να δω ποιος έφτιαξε το άγαλμα της μύτης: ο Ολέχ Ντερχάτσοφ από το Λβιβ, το 2006. Υπάρχουν άλλα δύο αγάλματα της μύτης του Γκόγκολ, αμφότερα στην Αγία Πετρούπολη — όπου, εξάλλου, διαδραματίζεται το ομώνυμο διήγημα. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη μύτη του Κιέβου, η παράδοση λέει πως, μια μέρα που ο Γκόγκολ περπατούσε στην περιοχή, έπιασε βροχή, εκείνος κρύωσε και άρχισε να φτερνίζεται — εξ ου και αν τρίψεις τη μεταλλική μύτη σού περνάει το κρύωμα. Η αφήγηση αυτή φαίνεται πως απηχεί ώς ένα βαθμό μια πραγματική ιστορία: ο Γκόγκολ όντως πέρασε από την περιοχή αυτή μια μέρα του 1848 και άρχισε τότε να βρέχει. Μπήκε στη δημοτική βιβλιοθήκη για να προστατευτεί, αλλά τον πέταξαν έξω, γιατί τα ρούχα του ήταν μούσκεμα και έσταζαν στο παρκέ.

Ο Γκόγκολ στο Κίεβο, αυτό μου θυμίζει κάτι, πολύ αμυδρά. Δεν είναι δα και πολύ δύσκολο να το εντοπίσω, τώρα που μπορώ να έχω τα Άπαντά του στο κινητό μου. Είναι ένα απόσπασμα από την «Τρομερή εκδίκηση», ένα από τα διηγήματα της Ντικάνκα. Η αρχή του 14ου κεφαλαίου:

Ένα πράγμα απίστευτο εμφανίστηκε έξω από το Κίεβο. Όλοι οι ευγενείς και οι αρχηγοί των κοζάκων μαζεύτηκαν για να δούνε με τα μάτια τους το θαύμα. Προς όλες τις κατευθύνσεις, είχαν φανεί οι άκρες της γης. Μακριά, στο βάθος, φαίνονταν σκούρες μπλε οι εκβολές του Δνείπερου, και πέρα απ’ αυτές η Μαύρη Θάλασσα. Άνθρωποι που ποτέ τους δεν είχαν ταξιδέψει αναγνώρισαν την Κριμαία, που ξεπεταγόταν μέσα από τη θάλασσα και από τους βάλτους του Αζόφ σαν κορυφή βουνού. Στα δεξιά φαινόταν καθαρά η γη της Γαλικίας. «Κι αυτό τι είναι;» ρωτούσε ο κόσμος τους γέροντες, δείχνοντας κάτι γραμμές λευκές και γκρίζες πέρα, ψηλά στον ουρανό, που έμοιαζαν μάλλον με σύννεφα παρά με οτιδήποτε άλλο. «Αυτό είναι τα Καρπάθια!» είπαν οι γέροντες. «Οι πιο ψηλές κορφές τους είναι καλυμμένες με αιώνια χιόνια και χάνονται μέσα στα σύννεφα, που μένουν εκεί και τις καλύπτουν ολονυχτίς!» Και τότε συνέβη κι άλλο θαύμα: από το πιο ψηλό βουνό τα σύννεφα τραβήχτηκαν και φάνηκε ένας καβαλάρης, με πανοπλία σιδερόφρακτος απ’ την κορφή ώς τα νύχια, με τα μάτια κλειστά, κι όλοι τον έβλεπαν τόσο καθαρά, λες κι είχε έρθει και στεκότανε δίπλα τους.

Υποβλητικό, έως ανατριχιαστικό. Ελπίζω να μην έρθει ποτέ στο Κίεβο κανένας σιδερόφραχτος καβαλάρης με τα μάτια κλειστά. Να μείνει εκεί που βρίσκεται — ή, μάλλον, ούτε εκεί. Να εξαφανιστεί. Και να μην πειράξει ούτε το Κίεβο, ούτε την Κριμαία, ούτε τα Καρπάθια.

Αφήνω τη μύτη του Γκόγκολ στη θέση της —ή, τέλος πάντων, στον τοίχο της γκαλερί «Τρίπτυχο», επί της καθόδου Αντριίφσκι 34— και, σε λίγο, με φόντο τα καταπράσινα δέντρα του λόφου, αντικρίζω το άγαλμα του Ταράς Σεβτσένκο. Είναι ο εθνικός ποιητής της Ουκρανίας — κι επίσης πεζογράφος, ζωγράφος, εθνολόγος, λαογράφος. Είναι ο άνθρωπος που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την ουκρανική γλώσσα. Σκέφτομαι το προφανές — ότι πολλοί λαοί έχουν στον 19ο αιώνα τους έναν σημαντικό ποιητή που διαμόρφωσε τη νεότερη γλώσσα τους. Ο πέτρινος Σεβτσένκο απέναντί μου είναι μισοξαπλωμένος στο πέτρινο βάθρο του, σκυφτός. Μεγάλος σε ηλικία, μοιάζει κουρασμένος, ταλαιπωρημένος από την εξορία στην οποία τον είχε στείλει για αρκετά χρόνια ο τσάρος, επειδή ο Σεβτσένκο μιλούσε ανοιχτά για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Έτσι όπως γέρνει βαρύς, μου φέρνει στο νου το άγαλμα του Κωστή Παλαμά στην Ακαδημίας, μπροστά από το πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Θυμάμαι τα πορτρέτα του ηλικιωμένου Σεβτσένκο, με το τεράστιο άσπρο μουστάκι και το πλατύ μέτωπο. Αυτά πάλι μου θυμίζουν πάντοτε τον Ντέιβιντ Κρόσμπι.

Ο Σεβτσένκο πέθανε το 1861 στην Αγία Πετρούπολη και αρχικά ετάφη εκεί. Οι φίλοι του ωστόσο φρόντισαν να ικανοποιήσουν την επιθυμία του να ταφεί στην Ουκρανία, όπως τη διατύπωσε στο ποίημα «Διαθήκη». Τώρα βρίσκεται στο Κάνιβ, στην όχθη του Δνείπερου, στην περιοχή Τσερκάσι, νότια του Κιέβου. Ιδού οι πρώτοι στίχοι της «Διαθήκης», σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου:

Σαν θα πεθάνω να με θάψετε
πάνω στων λόφων τη γωνία,
στον κάμπο τον πλατύν ανάμεσα,
τη λατρεμένη μου Ουκρανία.
Να βλέπω τα φαρδιά χωράφια μας,
το Δνείπερο και τους γκρεμνούς του
και μέρα-νύχτα ν’ αφουγκράζομαι
τους βρόντους και τους βρυχηθμούς του.
Κι όταν μία μέρα φέρει ο Δνείπερος
το αίμα του εχθρού απ’ την Ουκρανία
ώς κάτω στο γαλάζιο ακρόγιαλο
τότε θ’ αρχίσω νέα πορεία...

Βαδίζω την κάθοδο Αντριίφσκι, με το λόφο στα δεξιά μου. Ναι, είναι όμορφος δρόμος και, ως εκ τούτου, τουριστικός. Κάθε τόσο, βλέπω πάγκους με μπάμπουσκες ή με μάλλον γλυκερά τοπία από ντόπιους καλλιτέχνες. Προς το τέλος του, ο δρόμος στρίβει δεξιά και κατηφορίζει απότομα, για να καταλήξει, αφού διασταυρωθεί με την Μπόριτσιφ, με την οδό Ποκρόφσκα, συνδέοντας έτσι την παλιά πόλη με το Πόντιλ, την «Κάτω Πόλη». Προσέχοντας να μη γλιστρήσω στο φθαρμένο από αμέτρητα βήματα λιθόστρωτο, σκέφτομαι ότι, αν συνεχίσω ευθεία και μετά στρίψω δεξιά στην Μπόριτσιφ, θα φτάσω κάποια στιγμή ξανά στην αφετηρία του οδοντωτού, κι έτσι θα έχω κάνει λίγο-πολύ το γύρο του λόφου του Βλαδίμηρου. Και τότε βλέπω μπροστά μου τον Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Κάθεται σταυροπόδι σε ένα παγκάκι, σε μια μικρή νησίδα με δυο τρία δέντρα στο πεζοδρόμιο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, και με κοιτάζει κατάματα. «Το χιόνι, ο Δνείπερος...», μου λέει χαμογελαστός. «Δεν υπάρχει στον κόσμο ωραιότερη πόλη από το Κίεβο». Σκύβει ελάχιστα προς το μέρος μου και προσθέτει χαμηλόφωνα: «Και μην ξεχνάτε: ποτέ μη μιλάτε σε ξένους!»

Συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι έξω από το Μουσείο Μπουλγκάκοφ, επί της καθόδου Αντριίφσκι 13. Είναι το σπίτι όπου γεννήθηκε το 1891, όπου λειτούργησε για δύο χρόνια το ιδιωτικό του ιατρείο (είχε ήδη υπηρετήσει σε διάφορα νοσοκομεία) και έζησε μέχρι το 1920 όταν εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, σε ένα σπίτι κοντά στις Λίμνες του Πατριάρχη — εκεί δηλαδή όπου ξεκινά η δράση του μυθιστορήματός του Μαιτρ και Μαργαρίτα. Το Μουσείο εγκαινιάστηκε στις 15 Μαΐου 1991, στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα. Το μπρούντζινο άγαλμά του στο παγκάκι έξω από το σπίτι του αποκαλύφθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 2007. Παραδόξως, ήταν το πρώτο άγαλμα αφιερωμένο στον Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, όχι μόνο στην Ουκρανία ή στη Ρωσία, αλλά παγκοσμίως.

Αναρωτιέμαι αν θα πάω και στο μνημείο του Μπάμπι Γιαρ, που ήταν ένας από τους στόχους της ημέρας. Στο Μπάμπι Γιαρ (Μάμπιν Γιαρ στα ουκρανικά), στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου, εξοντώθηκαν κάπου μεταξύ 100 και 150 χιλιάδες άνθρωποι, σε ομαδικές εκτελέσεις με πολυβόλο. Είναι μια μικρή χαράδρα, οι ναζί έβαζαν μέσα ομάδες ανθρώπων, αφού πρώτα τους ανάγκαζαν να γδυθούν και να παραδώσουν χρήματα ή τυχόν πολύτιμα αντικείμενα, κι έπειτα τους σκότωναν. Τις δύο πρώτες μέρες, 29-30 Σεπτεμβρίου του 1941, δολοφονήθηκαν εκεί σχεδόν 34.000 — ρεκόρ, το οποίο δεν καταρρίφθηκε ούτε στα κρεματόρια, που φτιάχτηκαν αργότερα. Τα θύματα ήταν ως επί το πλείστον Εβραίοι αλλά και Ρομά, κομμουνιστές, ουκρανοί εθνικιστές και σοβιετικοί αιχμάλωτοι του Κόκκινου Στρατού.

Σκόπευα επίσης να επισκεφτώ το Μουσείο του Χολοντομόρ, του τεχνητού λιμού που προκάλεσε εκατομμύρια θύματα στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, την εποχή της βίαιης κολεκτιβοποίησης του Στάλιν. Μια απίστευτη ιστορία φρίκης. Το μουσείο βρίσκεται κοντά στη Λαύρα των Σπηλαίων, την Πετσέρσκα (Πετσέρσκαγια στα ρώσικα), μοναστήρι του 11ου αιώνα, της χρυσής εποχής του Κιέβου. Το μυαλό μου έχει κολλήσει στις εκατόμβες θυμάτων του λιμού, μετά του Μπάμπι Γιαρ, του πολέμου... Ναι, η Ουκρανία είναι η κατεξοχήν «Αιματοβαμμένη χώρα», όπως εύστοχα βάφτισε ένα τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης ο Τίμοθι Σνάιντερ. Οι Ουκρανοί πέρασαν αδιανόητα πράγματα πριν από μόλις δυο τρεις γενιές. Μπορεί κάτι να πτοήσει έναν λαό που έχει επιβιώσει του Στάλιν και του Χίτλερ;

Λέω όμως να αφήσω προς το παρόν την Πετσέρσκα, το Μπάμπι Γιαρ και το Μουσείο Χολοντομόρ. Κι αύριο μέρα είναι. Εκεί θα είναι τα μνημεία. Λέω να γυρίσω λίγο προς τα πίσω, μέχρι τη μύτη του Γκόγκολ, κι από εκεί να χωθώ πιο βαθιά στην παλιά πόλη, από την οποία νωρίτερα πέρασα ξώφαλτσα, κι αυτή τη φορά να την εξερευνήσω, για να δω και τα φοβερά της γκράφιτι. Και να καταλήξω στο Μαϊντάν, στην πλατεία. Πρώτα όμως κατεβαίνω λίγα μέτρα πιο κάτω, στη γωνία της Αντριίφσκι με την Μπόριτσιφ, για να ρίξω μια ματιά στην «Αναγέννηση της Ουκρανίας», την εμβληματική τοιχογραφία των Σεθ και Κισλόφ, ζωγραφισμένη την άνοιξη του 2014. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 2014, με την οποία οι Ουκρανοί έδιωξαν τον Γιανούκοβιτς, τον εκλεκτό του Πούτιν, όταν εκείνος ανέτρεψε αυθαίρετα την πολιτική προσέγγισης της Ουκρανίας με την ΕΕ κι εκδηλώθηκε ανοιχτά η ρωσική επιθετικότητα που οδήγησε στην προσάρτηση της Κριμαίας και στις συγκρούσεις στο Ντονμπάς, πολλοί καλλιτέχνες, ντόπιοι και ξένοι, έκαναν τεράστιες τοιχογραφίες που, κατά κάποιον τρόπο, έχουν γίνει σήμα κατατεθέν του Κιέβου. Οι περισσότερες βρίσκονται στην παλιά πόλη, πίσω δηλαδή από το λόφο του Βλαδίμηρου. Θέλω να δω από κοντά ένα σωρό, που τις ξέρω από φωτογραφίες — τα «Κοράκια» και την «Ελευθερία», που απεικονίζει ένα ανάποδο σπουργίτι (γενικά, πολλά τα γκράφιτι με πουλιά!), τον «Γιαροσλάβ τον Σοφό» (Πρίγκηπα του Κιέβου στα χρόνια της ακμής της πόλης, από το 1019 ώς το 1054) της ντόπιας Ντίμα Φατούμ, την αριστουργηματική «Μπερεχίνια» (Μπερεγκίνια στα ρώσικα, σλαβική θεότητα που σχετίζεται με το νερό και τη βλάστηση) του Μάτα Ρούδα από την Κόστα Ρίκα και την εμβληματική προσωπογραφία του Σέρχι Νιγκογιάν από τον Πορτογάλο Vhils.

Ο Σέρχιι Νιγκογιάν ήταν ένας εποχικός εργάτης γης, αρμενικής καταγωγής, γεννημένος στην Ουκρανία. Συμμετείχε στις διαμαρτυρίες και τις συγκεντρώσεις εναντίον του Γιανούκοβιτς. Στις 22/1/2014 τα ξημερώματα, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή, στη διάρκεια συγκρούσεων με την αστυνομία στην οδό Χρουσέφκοχο. Ήταν ο πρώτος νεκρός από σφαίρα της «Επανάστασης της αξιοπρέπειας», που ξέσπασε ανοιχτά στις 22 Φεβρουαρίου και βάφτηκε με το αίμα περίπου 140 ανθρώπων.

Εντοπίζω το πορτρέτο του Νιγκογιάν στην οδό Μιχάιλιφσκα. Βγάζω από το σακίδιο την εκτύπωση με το ποίημα από το οποίο έμαθα για πρώτη φορά το όνομά του. Είναι της Ίγια Κίβα. Η Κίβα γεννήθηκε το 1984 στο Ντονέτσκ, όπου σπούδασε φιλολογία. Το 2014, όταν ξέσπασε ο πόλεμος των υποκινούμενων από τον Πούτιν αυτονομιστών στη γενέτειρά της, εγκαταστάθηκε στο Κίεβο. Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές: Πέρα από τον παράδεισο (2018) και Η πρώτη σελίδα του χειμώνα (2019). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες — η ίδια γράφει άλλοτε στα ουκρανικά και άλλοτε στα ρωσικά. Το ποίημα:

Η χρονιά της Ουκρανίας

να είδες πήραμε αυτό που θέλαμε
το γκράφιτι του Σέρχιι Νιγκογιάν είναι στον τοίχο
απέναντι στην πλατεία τα παιδιά παίζουν πόλεμο
στο Ντονμπάς παίζουνε κι οι μεγάλοι.

ένα τετράγωνο στο Google Maps κι άλλο ένα μέσα του
είναι ένα σπίτι είναι ένα αγόρι που κρατάει ντουφέκι
αν του πούνε να ρίξει σίγουρα θα ρίξει
στη μητέρα σου στην κοινή μας πατρίδα

στο μαγαζί γεμίζουν ολόκληρα σακιά με μακαρόνια
μετά τα βάζουν σε κιβώτια τα θάβουν στο χώμα
τι είναι αυτό που σέρνεται πέρα στην πλαγιά
είναι το φέρετρό σου το κουβαλάνε στρατιώτες

ήμασταν εδώ θα πεις όχι δεν ήμασταν εδώ
κάποιος άλλος σκοτώθηκε από τα πυρά του σκοπευτή
κι εκείνους που ήρθανε μετά τους κάρφωσε στη γη το χιόνι
το καλοκαίρι του θεού πέρασε δεν ήταν αρκετό

Παραμένω στο Μεϊντάν, συνομιλώντας βουβά με τον Σέρχιι και την Ίγια, τον Γκόγκολ και τον Μπουλγκάκοφ, ώσπου νυχτώνει. Επιστρέφω κατάκοπος. Βγάζω παπούτσια, φτιάχνω να φάω κάτι πρόχειρο και αράζω στον καναπέ. Δίπλα μου το Χρονικό παρελθόντων ετών κι ένας ταξιδιωτικός οδηγός. Αλλά είμαι πολύ κουρασμένος και το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ.

Καθώς με παίρνει ο ύπνος, σκέφτομαι πως ελπίζω κάποια μέρα να πάω στο Κίεβο.

Γιώργος Τσακνιάς

Σπούδασε ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ όπου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία και τον Πολιτισμό των Σλαβικών Λαών. Εργάζεται ως ερευνητής στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του ΜΙΕΤ και είναι αρχισυντάκτης του blog πολιτισμού dim/art. Βιβλία του: Λεξικό αντιτρομοκρατικό. Χρηστικό και ευσύνοπτο (2002), Η πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)σοβιετικά ανέκδοτα (2017).

Τελευταία άρθρα από τον/την Γιώργος Τσακνιάς

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.