Σύνδεση συνδρομητών

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.

Ησυχία. Παρελαύνει ο στρατός. Οι ημέτεραι Ένοπλες Δυνάμεις, που, σε τούτες τις δύσκολες για τον τόπο στιγμές, διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας. Δεν θα ήταν άσκοπο να παραταχθείτε στα κράσπεδα και να τις δείτε. Ήσυχα. Διακριτικά. Ή, ακόμη καλύτερα, και οπωσδήποτε με ησυχία, παρακολουθήστε την παρέλαση από την τηλεόραση. Συγκινηθείτε. Δακρύστε. Ανατριχιάστε. Είναι ο Στρατός: φύλακας-άγγελος της σταθερότητος στο εσωτερικό. Ησυχία: περνάει ο Στρατός, των Ελλήνων φρουρός. Με έναν υπέροχο επικεφαλής: τον Πάνο τον Καμμένο. Και έναν εμβληματικό επικεφαλής τού επικεφαλής, τον προϊστάμενό του τον Αλέξη τον Τσίπρα. Ησυχία, και μάλιστα απόλυτη ησυχία, ήτοι: σκασμός όσοι δεν είστε ψηφοφόροι τους — δεν θέλετε να φοράτε περιβραχιόνιο με τα Αστέρια της Ένωσης του χρόνου, σωστά; Δεν θέλετε. [§] Το ’ξερα. Κι εκείνοι το ξέρουν. Σκασμός λοιπόν.

27 Οκτωβρίου 2015

Ο ακατάβλητος Σπένγκλερ λέει πολλά που εντυπωσιάζουν στην Παρακμή της Δύσης, και ασφαλώς οι ομοιότητες και οι αναλογίες που εντοπίζει ανάμεσα στους εφτά πολιτισμούς που υπήρξαν και στον όγδοο, που μέσα του ζούμε όλοι, θέλοντας και μη, ενργητικά ή παθητικά, είναι πολύ παραπάνω από απλώς γοητευτικές: ο αιγυπτιακός-μινωικός, ο βαβυλωνιακός, ο ινδικός, ο κινεζικός, ο ελληνορωμαϊκός, ο «μεξικανικός», ο αραβικός (από αυτόν κρατάμε, μέσω του βυζαντινού, κι εμείς, όχι από τον ελληνορωμαϊκό, μην εξαπατόμεθα: πρόκειται περί συνωνυμίας) και ο δυτικός πολιτισμός γεννιούνται, αναπτύσσονται, μεγαλουργούν, παρακμάζουν και σβήνουν «ταυτόχρονα» — κι αυτό δεν έχει τύχει να ανατραπεί ποτέ έναν αιώνα τώρα, παρά τις θυελλώδεις επικρίσεις που δέχτηκε από πολλούς ιστορικούς. Λέει πολλά ο Σπένγκλερ, και το magnusopusτου συστήνεται με ζέση, αλλά ένα με ενδιαφέρει εμένα εδώ: η ονομασία που δίνει στις πολιτισμικές ομάδες που επιβιώνουν της («ψυχικής», εν πρώτοις, και υλικής έπειτα) παρακμής του πολιτισμού τους, και που βαδίζουν στο ιστορικό, κατ’ αυτούς, χάος που χαράσσει ο επόμενος πολιτισμός, τον οποίο και βδελύσσονται, μισούν, τον φθονούν, και τους τρομάζει: τους λέει «φελαχολαούς». Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο επιτυχημένο χαρακτηρισμό για σύνολα ανθρώπων όπως οι Έλληνες. Είμαστε ακριβώς αυτό. Εξ ου και επιλέξαμε για επικεφαλής μας, για μπροστάρη, για γκεσέμι, τον αρχιφελάχο μας. Ο Τσίπρας αυτό ακριβώς είναι: ο αρχηγό των φελάχων. Κι εμείς: φελάχοι — φελαχολαός. Στην άκρη-άκρη της φωτογραφίας, με μια λερή ξεκούμπωτη κελεμπία.

26 Οκτωβρίου 2015

Το να ψηφίζεις τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της ευαισθησίας του [γέλια] για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι σαν να βρίσκεις, ξάφνου, φιλτράκια στο σπίτι, κάτω από ένα μαξιλάρι, και να χαίρεσαι γι’ αυτό, ενώ δεν έχεις καπνό. Θα το επαναλάβω άλλη μία για όσους νομίζουν ότι το κατάλαβαν: το να ψηφίζεις τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της ευαισθησίας του [γέλια] για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι σαν να βρίσκεις, ξάφνου, φιλτράκια στο σπίτι, κάτω από ένα μαξιλάρι ή οπουδήποτε αλλού, και να χαίρεσαι γι’ αυτό, ενώ δεν έχεις καπνό. (Βοηθώ: ο Τσίπρας δουλεύει τα κοριτσάκια και τα αγοράκια των αστικών ενοριών με ρητορεία πόνου σαν άλλος Νίκος Ξανθόπουλος χωρίς ποτέ να είχε ή προτίθεται να προσθέσει στην ατζέντα του τίποτε που να βοηθά τον άνθρωπο: κάθε γράμμα του προγράμματός του είναι βαθιά αντιδραστικό στη στόχευσή του, μακριά από τα προβλήματα του κόσμου, και άτεγκτο με τις μειονότητες — και πρωτίστως, όχι με τους γκέι φέρ’ ειπείν, αλλά με τους ξένους: η δραχμή θα οδηγήσει σε μαζική δεύτερη μετανάστευση ανάλογη της Συρίας, απλώς χωρίς τόση βία). Το να εξακολουθείς να τον στηρίζεις μετά από τη σωρεία αντιλαϊκών μέτρων που πήρε και —πού είσαι ακόμα— θα πάρει (και δεν εννοώ φυσικά την εφαρμογή του Μνημονίου, που, έστω και δεκαπλάσιο από των σαμαροβενιζέλων, είναι μεσομακροπρόθεσμα φιλολαϊκό ό,τι κι αν νομίζεις εσύ και ο παπάς της ενορίας σου) δεν έχει ανάλογο: ή μάλλον έχει, αλλά δεν πρέπει να ξαναμιλήσουμε για τα δύο άκρα. Δεν κάνει. Δεν είναι η ώρα για τέτοια. [§] Η Δεύτερη Φορά Αριστερά δεν θα τριτώσει. Αλλά αρκεί αυτή η πρωτοδεύτερη για να αφανίσει ό,τι υπάρχει για να αφανιστεί. Έχετε θάρρος.

26 Οκτωβρίου 2015

Η μέρα ήταν πολύ δύσκολη σήμερα, κι άσε όλα τα άλλα, σκέψου μόνο τις δουλειές, που μας πήγαν ώς αργά, από τις 7 το πρωί ώς τα μεσάνυχτα, και σκέψου μόνο πως αυτό είναι πια καθημερινό, και πως το βασικό που κάνεις αυτή την ώρα (τώρα είναι 00:45΄) και που έκανες όλο το προηγούμενο μισάωρο είναι να σκέφτεσαι τι πρέπει να γίνει πρώτο-πρώτο αύριο το πρωί και τι δεύτερο και τι τρίτο κ.ο.κ., κι όταν τα βρεις θυμάσαι ξαφνικά κάτι ακόμη, οπότε όλο αυτό το σύστημα θέλει αναδιάταξη, και ανάβεις τσιγάρο από το άγχος και επειδή απλώνεται μέσα σου αυτή η απόλυτη αμηχανία και θες να τη γλυκάνεις με τον καπνό, κι όσο να τα σκεφτείς ξανά όλα αυτά και να ξαναβρείς τη σειρά των υποχρεώσεων, και να καθίσεις για να γράψεις το κομμάτι, που από τη μια το σέβεσαι πολύ (εννοώ: τον χώρο που σε φιλοξενεί) και από την άλλη δεν του δίνεις «αυτό που έχεις», αυτό που θα μπορούσες και που οπωσδήποτε θα έπρεπε, κι όσο να τα σκεφτείς, λέω, όλα αυτά, το τσιγάρο έχει καεί και έχει σβήσει, και μιας και βάζεις λίγο καπνό μέσα δεν αξίζει ο κόπος να το ξανανάψεις και το πετάς —γι’ αυτό μού λένε ότι πετώ βασιλικές γόπες, αλλά δεν είναι έτσι, κάνουν λάθος—, και εντέλει, για να αρχίσεις επιτέλους να γράφεις ανάβεις άλλο, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσεις αλλιώς, και φυσικά δεν το θέλεις, δεν το διανοείσαι να ξεκινήσεις αλλιώς, χωρίς τσιγάρο στα χείλη, κι επειδή ποτέ δεν το ανάβεις μηχανικά, κάθεσαι για μια ρουφηξιά, την πρώτη, να το ευχαριστηθείς, και πάνω στη ρουφηξιά αυτή αποξεχνιέσαι, κάνεις πάλι υπολογισμούς, τεμαχίζεις τον χρόνο, στριμώχνεις υποχρεώσεις, χολοσκάς, και νά —τι έκπληξη— που το τσιγάρο, όταν το ξανακοιτάξεις, είναι και πάλι μικρό και λιανό και σβησμένο, και δώσ’ του πάλι από την αρχή, και ξανά και ξανά, μέχρι που αποκλείεται να το γράψεις το κομμάτι, σαν άλλος Αχιλλεύς που ποτέ δεν θα περάσει την προπορευόμενή του χελώνα στον αγώνα, ποτέ δεν θα το γράψεις, άλλωστε δεν είχες δα και θέμα, ή είχες όλα τα θέματα αλλά δεν σου άρεσε κανένα, κι έτσι μένεις χωρίς να γράψεις τίποτε, χαμένος μέσα στον καπνό και στον τεμαχισμό του χρόνου, και όλα αυτά σε ένα δωμάτιο που έχει παγώσει τέτοιαν ώρα της νυκτός, γιατί πρέπει να κρατάς ανοιχτό το παράθυρο όλο τον χρόνο ακριβώς γιατί καπνίζεις, ενώ μέσα έχουν ανάψει τη σόμπα, έστω διακριτικά, και κοιμούνται και οι τρεις στον καναπέ, η μικρή χωμένη όλη κάτω από τις κουβέρτες, και ο Αρσέν να ροχαλίζει επειδή η βραδινή βόλτα ήταν μεγάλη και τον κούρασε, κι επειδή έχει και τη μύτη του έτσι πλακουτσωτή.

25 Οκτωβρίου 2015

Τα αγγλικά μου είναι του σκοτωμού, τα γαλλικά μου ανύπαρκτα, τα γερμανικά μου τα ’χω αφήσει σε ένα κρατητήριο στο Δυτικό Βερολίνο, ξέρω πολύ λίγα από οικονομικά, από κοινωνιολογία δεν σκαμπάζω γρυ, από ψυχολογία τίποτε, δεν έχω διαβάσει ένα σκασμό βασικά βιβλία, δεν είμαι ρέκτης της σοβαρής μουσικής, δεν ξέρω να τρώω άλλη κουζίνα από την ελληνική, και μάλιστα του μαγέρικου, δεν έχω μπει σε σοβαρό ρεστοράν και δεν έχω δει από κοντά καπκέικ και μακαρόν, δεν έχω πιει ποτέ μου κοκτέιλ ή οποιοδήποτε ποτό δεν σερβίρεται σε χαμηλό του δίφραγκου, δεν έχω ταξιδέψει εκτός Ελλάδος, βασικά δεν έχω ταξιδέψει ούτε εντός Ελλάδος, δεν έχω πάει στη Μύκονο, ας πούμε, ή στη Σαντορίνη, δεν έχω σπορ αμάξι ή καλό αμάξι ή αμάξι-αντίκα ή γρήγορο αμάξι γιατί δεν ξέρω να οδηγώ και δεν σκέφτηκα ποτέ μου να μάθω, δεν ασχολούμαι με τα σύγχρονα ρεύματα της ζωγραφικής, η γλυπτική μού είναι στο σύνολό της ξένη, ξένο μού είναι και το μπαλέτο και σαφώς η όπερα, δεν έχω κάτσει να δω ποτέ video art, δεν έχω καπνίσει πούρο που δεν πουλιέται στα περίπτερα, έχω δυο κινέζικα παντελόνια, δέκα τισέρτ και τρία φούτερ, έχω δύο ζευγάρια παπούτσια και ένα ζευγάρι μποτάκια, δεν έχω κοστούμια και γραβάτες και παλτό και καμπαρντίνα, έχω ένα άνορακ και ένα τζάκετ, δεν έχω κουρευτεί ποτέ σε ανδρικό κομμωτήριο, κάποτε μου είχαν πάρει ένα μπουκαλάκι κολόνια και έκτοτε δεν έχω ξαναβάλει, και είναι εντεκάμισι η ώρα βράδυ Παρασκευής, έχω δουλέψει όλη μέρα και τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, έβγαλα μηδέν ευρώ και σήμερα, κι είμαι να πέσω να ξεραθώ με το τσιγάρο στο στόμα, ενώ μόλις περιέγραψα τα βασικά προσόντα για να ’μουνα πρωθυπουργός της Ελλάδας. Αχ, οι καιροί, οι καιροί — οι πονηροί αυτοί καιροί, και οι άνθρωποι.

23 Οκτωβρίου 2015

Οι Μεγάλες Δυνάμεις βαστάνε στα πόδια της αυτή τη χώρα για δύο λόγους: ο βασικότερος είναι γιατί ανέκαθεν αποζητούσαν μία φαντασιακή κοιτίδα — από εκεί ξεκίνησαν άλλωστε και όλα τα κακά μας, όπως ακριβώς στις ταινίες «PlanetoftheApes», που οι άνθρωποι κατά λάθος ενσταλάσσουν ψήγματα λόγου, έλλογης σκέψης, στους πιθήκους, «ευφυΐα», κι αυτοί μετά μεγαλοπιάνονται και νομίζουν πως δεν είναι πίθηκοι (και αν θυμάστε τα κάνουν #χάλια_όλα)· ο άλλος είναι η θέση της χώρας, αυτή η καταραμένη θέση, είναι λόγος γεωπολιτικής τέλος πάντων, σταθερός επί μακρόν, μα που δεν θα υφίσταται δα και για πάντα: δεν θα ανοίξει κανένα ρήγμα να μας καταπιεί, όχι, απλώς οι διαβήτες χαράζουν πολλούς κύκλους πάνω στους χάρτες, και έχουν λόγους να το κάνουν καθώς τα πράγματα στον πλανήτη αλλάζουν — και σ’ αυτή και στην επόμενη δεκαετία θα αλλάξουν άρδην. Όπως λοιπόν μας βαστούν πάντα, έτσι μας βάστηξαν και το καλοκαίρι οι Μεγάλες Δυνάμεις, οπότε και εξαναγκάστηκε σε στροφή 160° (και όχι την υπεσχημένη των 360°) ο Τσίπρας. Μα όλοι ήξεραν, κι αυτοί, κι εμείς, και οι Αγορές, και ο μανάβης μου με το τικ στο μάτι, ότι τούτο δω ήταν ένα απλό επεισόδιο: τίποτε παραπάνω. Σου φαίνεται γραφικό καθώς διαβάζεις από το τάμπλετ σου και με το «Purity» δίπλα σου στο πρωτότυπο, αλλά: το τέλος έρχεται. (Λυπάμαι). Τι άλλο έπρεπε να κάνουν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι Προστάτιδες, για να είναι πιο μακράς πνοής τα σχέδιά τους για μια Ελλάδα συνεπή, συνετή και στηριγμένη στα πόδια της; Μην κάνεις πως δεν το ξέρεις, το λέμε από πάντα: προληπτικούς αναίμακτους βομβαρδισμούς ανοιχτά της Μυκόνου και στις χασισοφυτείες της Κρήτης. Θα ήμαστε παπαδιές για τουλάχιστον μισό αιώνα. Δεν τις λες και λίγες δυο γενιές ησυχία — ψέματα;

22 Οκτωβρίου 2015

Ναι, οι τύποι που ο Σοφός Λαός, ο περιούσιος, ο λαός της επαγγελίας, ο Έλλην λαός, έβαλε να του πιουν το αίμα μόνο και μόνο από μίσος στους Ευρωπαίους, επειδή δεν θέλει να ’ναι κάποιοι καλύτεροι από δαύτον, και μάλιστα εμφανώς καλύτεροι, επειδή ζουν σε φιλελεύθερες κοινωνίες και κυνηγούν από εκεί μέσα την ευτυχία με χίλια δυο προβλήματα και εμπόδια — ναι, ναι, συμφωνούμε, είναι ένα μάτσο αγύρτες που ονειρεύονται ένα μεγάλο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, ένα κολχόζ, όπου όλοι θα φοράμε καλοραμμένες τζιν στολές και θα δουλεύουμε για την μπομπότα μας και για να βλέπουμε το βράδυ ειδήσεις στην ΕΡΤ. Καλά ώς εδώ. Αλλά πάμε λίγο παρακάτω. Κάναμε, που λέτε, ένα σάιτ τις προάλλες — είμαστε κάνα μήνα στον αέρα. Προσωπικά, έχω ένα τρένο φίλους, δέκα τρένα γνωστούς και κοντά 10.000 ανθρώπους που (μπορούν να) με διαβάζουν και να ενημερώνονται γι’ αυτά που κάνω, γι’ αυτά στα οποία συμμετέχω, γι’ αυτά που σκέφτομαι και τα ρέστα. Το σάιτ είναι παραπάνω από καλό: ξέρω να κρίνω, πληρώνομαι ακριβώς γι’ αυτό, για να ξεχωρίζω το καλό από τα μέτρια. (Τέλος πάντων: πληρωνόμουν, τώρα δεν έχει τέτοια πια, μόνο πηλοφόρι και πληγούρι· και κοφτό μακαρονάκι με σάλτσα). Λοιπόν, από όλους αυτούς τους ανθρώπους, ζήτημα είναι αν δέκα (αριθμ.: 10) μου είπαν μπράβο, εύγε, ’σ’ ωραίος: από φίλους, κολλητούς, γνωστούς, ειδικούς, εκδότες, συγγραφείς, δημοσιογράφους, συνεργάτες, ανθρώπους που έχω συνδράμει, ανθρώπους που τα ’χουμε πιει, ανθρώπους που τους λέω μπράβο ενώ δεν έχω λόγο να τους πω. Από αυτούς τους δέκα εγώ δεν περιμένω να αλλάξει κάτι, φίλε. Περιμένω από τους υπόλοιπους να φέρετε τον χειμώνα. Το κολχόζ. Δεν θα περιμένω πολύ.

21 Οκτωβρίου 2015

Έχω πει και ξαναπεί πως το ζήτημα είναι προσωπικό. Εξ ου και οι ευθύνες θα αποδοθούν ονομαστικά. (Και όχι μόνον οι ευθύνες: και οι ποινές). Έτσι, από όλες, φέρ’ ειπείν, τις συντάξεις που κόβονται εξαιτίας του Παπαδάκη, του Αυτιά, του Λαζόπουλου, του Λιακόπουλου και των άλλων τραγικών τύπων που ο Λαός, αυτό το σύμφυρμα ομάδων συμφερόντων, επέλεξε να μας κυβερνούν, γιατί αυτοί κυβερνούν, όχι ο Τσίπρας και η Γιάνα, με νοιάζει κυρίως μία. Μία συγκεκριμένη σύνταξη: του μπαμπά μου. Δούλευε δεκάξι ώρες την ημέρα, κάθε μέρα εκτός Κυριακής, μια ζωή, κι από τα χέρια του πέρασαν χιλιάδες παιδιά, που τον μακάριζαν σαν δάσκαλο. Και οι γονείς μου, επιπροσθέτως, δεν έχουν κανέναν άλλο πόρο — ήδη πένονται. Αλλά: είπα κυρίως. Γιατί με νοιάζουν και οι συντάξεις των αλλωνών, των αγνώστων, κι ας τις βλέπω όλες τους λοξά και με μισό μάτι. Επειδή είμαι πονόψυχος; Μπα, δεν είμαι καθόλου πονόψυχος. Ούτε στάλα. Απλούστατα, εγώ και οι δικοί μου θα περνάμε καλά μόνο αν και οι υπόλοιποι περνούν καλά. Η φτώχεια, η δυστυχία, η κακομοιριά, η βία —που γεννούν η φτώχεια, η δυστυχία και η κακομοιριά—, η απαιδευσιά και η αμορφωσιά —και το πολτώδες κοινό γρυλιζόντων διπόδων που γεννούν η απαιδευσιά και η αμορφωσιά—, δεν με συμφέρουν. Άσε δε που αυτά τα γρυλίζοντα δίποδα που αγαπούν τον Παπαδάκη, τον Αυτιά, τον Λαζόπουλο, τον Λιακόπουλο και τα άλλα τραγικά άτομα που επέλεξαν να μας κυβερνούν, δεν αγοράζουν τα βιβλία μου και δεν διαβάζουν τα άρθρα μου και δεν έρχονται κοντά σε ό,τι κάνω: μου είναι φύρα, τους είναι ξένα, τα κοιτούν εχθρικά, είμαι εχθρός τους. (Κι εκείνοι εχθροί μου: οι μόνοι εχθροί που έχω ζουν εντός συνόρων). Αυτός είναι και ο μόνος λόγος που δεν είπα ποτέ μου, «Αχ τι καλά, τα ζώα θα την πατήσουν τώρα, οι επιλογές τους γύρισαν μπούμερανγκ, ψήφισαν όπως τα καθίκια στα πλοία που βουλιάζουν τρέχουν να πιάσουν θέση στις ναυαγοσωστικές λέμβους κλοτσώντας στην κοιλιά εγκύους και παραγκωνίζοντας γέρους και παιδιά — καλά να πάθουν!» Μακάρι να μπορούσα να το κάνω, μακάρι να μπορούσα να χαρώ με τη δυστυχία που θα επιπέσει επί τας κεφαλάς των τομαριών. Δεν μπορώ: δεν με παίρνει. Η δυστυχία τους, μεταδοτική νόσος όπως και καθετί που εκρέει από μέσα τους, θα κολλήσει σαν βλέννα και πάνω σε μένα, και πάνω στους δικούς μου. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω. Μόνο να τους φτύνω μπορώ. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά.

20 Οκτωβρίου 2015

Εξέφρασα δημόσια την πρόθεσή μου να ψηφίσω κι εγώ για πρόεδρο στη Νέα Δημοκρατία, μολονότι ξένος προς το κόμμα, για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Εδώ, συμπληρωματικά, να πω ότι και αυτή τη φορά θα χάσω: δεν είμαστε και λίγοι, βέβαια, όσοι πάντα χάνουμε σε εκλογές, ίσα-ίσα· απλώς είμαστε μειοψηφία, κάθε φορά και άλλη. Σχεδόν, γνωριζόμαστε πια — και σίγουρα καταλαβαινόμαστε. Αν μη τι άλλο: οι μάχες που αξίζουν να δοθούν είναι αυτές που εκ των προτέρων γνωρίζεις πως θα τις χάσεις — κι ας ακούγεται «ρομαντικό», είναι ορθλογικό πέρα για πέρα. Αυτή η συγκεκριμένη ήττα όμως θέλω να πιστεύω πως θα βγει σε καλό: η ΝΔ θα διασπαστεί, θα συγκεντρώσει ό,τι λαϊκιστικό-ακροδεξιό-εθνικιστικό-συντηρητικό-αντιμεταρρυθμιστικό-σκοταδιστικό-παπαδίστικο κυκλοφορεί στους κόλπους και στα πέριξ της, θα το αναδείξει, και θα δώσει έτσι χώρο για τη δημιουργία μιας νέας κεντροδεξιάς αστικής παράταξης, με ξεκάθαρο φιλελεύθερο-δημοκρατικό-ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αυτός ο πόλος, μαζί με τον αντίστοιχο της Κεντροαριστεράς, δηλαδή: ο συνδυασμός τους, η ένωσή τους, θα γίνει, έχοντας απέναντί του τον εσμό του εθνικολαϊκισμού, το όχημα που να ξανακάνει την Ελλάδα, ουσί, μέλος της σύγχρονης Ευρώπης — της πατρίδας μας. Θα το ακολουθήσουμε, παρά τις επιμέρους ιδεολογικές και άλλες διαφορές μας, και θα ’μαστε πολλοί: δεν θα είμαστε πια μειοψηφία.

19 Οκτωβρίου 2015

Δεν θυμάμαι κάποιον φίλο που, τον τελευταίο ένα-ενάμιση μήνα, να μη μου είπε πως σιχάθηκε (αυτή είναι η λέξη) την πολιτική, την πολιτικολογία, το δημόσιο ανακάτεμα με όλα αυτά που, άλλον πολύ άλλον πολύ περισσότερο, μας καθόρισαν την τελευταία πενταετία, ασχέτως τού βαθμού πολιτικοποίησης του καθενός μας μέχρι τότε, μέχρι το ’10 ας πούμε: η ενασχόλησή μας με την πολιτική προ Κρίσεως και μετά Κρίσιν είναι δύο ολωσδιόλου διαφορετικά πράγματα, οι δυο αυτές καταστάσεις έχουν τελείως διαφορετικό ειδικό βάρος μεταξύ τους, η πρώτη έχει να κάνει περισσότερο με μια προσομοίωση ενδιαφέροντος, όχι με οτιδήποτε που να θυμίζει όντως αγώνα — τώρα πια η ομάδα μας έπεσε Κατηγορία, και γίναμε γυρολόγοι στα χωριά, περιφέροντας μια παλιά πλην τιμημένη φανέλα, τρύπια, λερή και ξεφτισμένη. Σοβαρά τώρα: ποιος να ’ρθει να σε δει σε τέτοια γήπεδα, ποιος θέλει να χάσει το χρόνο του με ένα σύλλογο που ξέφτισε τόσο πολύ, που δεν έχει καμία δυναμική, που δεν δείχνει να τον συνεπαίρνει κανένα όραμα; Ούτε οι άρρωστοι οπαδοί δεν ακολουθούν. Οπότε καθόμαστε και παρακολουθούμε από μακριά, αφήνοντας την πραγματική ιστορία να εξελίσσεται ερήμην μας, ξεχνώντας (θέλοντας να ξεχάσουμε) πως οι μόνοι που θα μιλήσουν για ανάπτυξη, για επενδύσεις, για μετεγγραφές, για άνοδο, για χτίσιμο του καινούριου γηπέδου — ναι, προφανώς: είμαστε εμείς. [§] Θυμίζω πως πάμε ολοταχώς για φούντο: σαν ζόμπι μεν, αλλά ολοταχώς δε — είμαστε από εκείνα τα ζόμπι που τρέχουν, όχι από τα άλλα που πάνε αργά-αργά και σαν μεθυσμένα. Κάθε μέρα που περνά με το κράτος να απομυζά όση ικμάδα μάς απέμεινε με τους φόρους και τη συρρίκνωση των συντάξεων μάς φέρνει δυο μέρες κοντύτερα στο Grexit. To σωτήριο Μνημόνιο χωρίς φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και χωρίς συνεπακόλουθες επενδύσεις δεν βγαίνει. Και τέτοιες δεν προβλέπονται από την κυβέρνηση. ΟΕΔ. [§] Απλώς θα ’μαστε ακόμη πιο κουρασμένοι και πιο μπουχτισμένοι όταν θα το διαβάσουμε στις εφημερίδες.

19 Οκτωβρίου 2015
Σελίδα 17 από 57