Σύνδεση συνδρομητών

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.

Προφανώς θα ’ναι καλό, και πρέπον, να παρακολουθείς τις κρίσιμες, που λένε, ομιλίες στη Βουλή, πριν από ψηφοφορίες για προϋπολογισμούς και τέτοια, αλλά δεν είναι για μένα, δεν έχω το σθένος να τις αντέξω, πολλά χρόνια τώρα πια, από τον καιρό, μάλλον, που σταμάτησα να βλέπω και εκείνα τα ωραία μεγάλα ελληνικά σίριαλ, που ξενύχταγαν πολύ κόσμο, ας πούμε πέντε χρόνια πριν την είδηση για τη χρεοκοπία. Ξέρω τι θα ειπωθεί, άλλωστε, πολλούς λόγους θα μπορούσα να τους είχα γράψει κι εγώ, και αντικρουόμενους μάλιστα, πολλοί είναι που μπορούμε, και τα καινούρια ανέκδοτα που θα πουν κάποιοι, οι πιο ελαφρείς, την ίδια κιόλας ώρα θα μεταδοθούν από εκατοντάδες άλλους στο ίντερνετ, που καναδυό τούς ακολουθώ κι εγώ, αλλά κι αύριο θα ’ναι κοινός τόπος, και σε λίγο ακόμα θα έχουν ξεχαστεί, διαλυμένα μέσα σ’ αυτό που μας ζαλίζει, μας κοιμά, και μας αποβλακώνει: μας μερεύει, μας έτσι δα αποχαυνωμένους. Προς τι ο κόπος λοιπόν. Δεν υπάρχει χρόνος, δεν περισσεύει ούτε δευτερόλεπτο, ούτε μια αναπνοή, ο χρόνος μας είναι χρυσάφι κι είναι λίγος, ένα τίποτα αν το καλοσκεφτείς, κι είμαστε κι όλη τη μέρα στο πόδι, από τη μια για να κυνηγήσουμε το φαΐ και το νοίκι, και από την άλλη για να κρατάμε ανοιχτά αυτά τα παράθυρα που έτυχε κι ανοίξαμε, να χαίρονται πέντε άγνωστοι φίλοι και να νιώθουν μια στάλα παρηγορημένοι: αυτά όλα που κάνουμε, τέλος πάντων. Τα λίγα. Έτσι, έχουμε ανάψει τη σόμπα, τέλειωσε και μία σειρά που παρακολουθούμε στη συνδρομητική, βιβλία δόξα τω Θεώ μένουν καμπόσα ακόμη αδιάβαστα (κι αν κάτι με βιάζει είναι να τα ξεφυλλίζω, και να δω αν θα με αρπάξει από τα μούτρα κανένα από τα άγνωστα), τα παιδιά κοιμούνται ανακατωμένα στα πόδια μας και ξεθεωμένα: έπαιζαν, και πήγε και αργά. Αύριο θα κάνουμε τα ίδια. Πάλι. Ό,τι κι αν γίνει. Και ξανά και ξανά. Για να παρηγορηθούμε. …Έλα πάμε να ξαπλώσουμε μέσα τώρα, άντε έλα.

05 Δεκεμβρίου 2015

Οτιδήποτε μπαίνει στην ατζέντα, την όποια ατζέντα, μέλλει κάποια στιγμή να βγει από αυτήν και να ενσαρκωθεί, να πραγματοποιηθεί, να γίνει. Δεν ξέρω εξαιρέσεις επ’ αυτού. Ούτε εσύ ξέρεις. Και δεν υπήρξε τίποτε στην Ιστορία που να γεννήθηκε κατευθείαν λαμπρό και έτοιμο να «κατακτήσει τον κόσμο», είτε μιλάμε για τον Χριστό, είτε για έναν μέτριο ζωγράφο που σύχναζε σε μια λερή μπιραρία και, από εκεί ορμώμενος, διέλυσε τη χώρα του και τη μισή ανθρωπότητα: καθετί ξεκινά σαν μια λέξη που ακούς κάποτε, και δεν της δίνεις σημασία. Αυτά που συμβαίνουν από τον Ιανουάριο και δώθε τα είχαμε όλα λεπτομερώς περιγράψει και δημοσιεύσει, με εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, ένα προς ένα, από το ’11. (Αν και τη βιαιότητα κάποιων πραγμάτων δεν την είχε καταγράψει κανείς μας). Δεν χρειάστηκε η επίκληση ανωτέρων δυνάμεων και πνευμάτων, ούτε το προσεκτικό κοίταγμα εντοσθίων από φρεσκοσφαγμένα κατσίκια. Επρόκειτο περί απλής, απλούστατης κοινής λογικής. Εξ ου και (γιατί αυτά έτσι πάνε: αλυσίδα) η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποφύγει τη μοίρα της όσο αυτοί εδώ είναι στην εξουσία (δεν μιλώ για την τετραετία, μιλώ για το επόμενο εξάμηνο, μαξ): το Grexit, που το μελετάμε κάτι χρόνια τώρα, δεν είναι μια άλλη λέξη για τον μπαμπούλα — το Grexitείναι το όνομα της πραγματικότητας. Και δεν σημαίνει μόνο οικονομικό όλεθρο και φτώχεια, όπως λέμε και ξαναλέμε και ματαιοπονούμε λέγοντας και ξαναλέγοντας: σημαίνει απόλυτη αδυναμία να αντεπεξέλθει η χώρα στις τρομερές προκλήσεις του κακού αυτού καιρού. Δέκα κλαριά μαζί δεν σπάνε. Ένα μοναχό του — σπάει. Σαν φτενό καλάμι. Κι όταν λέμε σπάει, εννοούμε σπάει. Μιλάμε για το πολίτεμα, και για το δικαίωμα στην ειρήνη. [§] Βαρέθηκα να μιλώ για όλα αυτά τόσα χρόνια. Ειδικά επειδή οι πολλοί (και σχεδόν όλοι οι επιφανείς δημοσιολόγοι) τα ανακαλύπτουν ξαφνικά, και αιφνιδιασμένοι, μ’ ένα «Ω!» κι ένα «Α!», πολύ κατόπιν εορτής. Και ειδικά όταν για δεύτερη συνεχή χρονιά δεν έχουμε για να βάλουμε πετρέλαιο στο σπίτι και θαυμάζουμε ο ένας πάνω στον άλλο τις ωραίες μας πλεχτές ζακέτες. [§] Τον νου σας.

04 Δεκεμβρίου 2015

Όραμα των Ευρωπαίων πολιτών είναι η ομοσπονδοποίηση της ηπείρου, η δημιουργία μιας μεγάλης, πανίσχυρης, ακμαίας και νεαρής Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας που θα περιλαμβάνει όλα τα σημερινά κυρίαρχα κράτη, και όσα επιθυμούν σήμερα την ένταξή τους στην ΕΕ: ενός κράτους ογκώδους μεν αλλά ταυτόχρονα μικρού: «απόντος». Μπροστά στις τρομερές, στις αδυσώπητες προκλήσεις που γεννά ο 21ος αιώνας, τέτοιες που οι αντίστοιχες του προηγούμενου ίσως αποδειχτούν δευτερεύουσες, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία θα μπορέσει να επιβιώσει, να αναπτυχθεί, να ισχυροποιηθεί και να αποτελεί για εκατομμύρια ανθρώπους, και κυρίως: για το μέλλον, ένα μόνιμο και διαρκές παράδειγμα φιλελεύθερης δημοκρατίας, άνθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας. Ο καιρός είναι ο πιο κατάλληλος: η ένωση θα επιτευχθεί μόνο μέσω της κρίσης, των πολλών και διακριτών κρίσεων, και όχι μετά από ένα συνέδριο. Επίσης: δεν χωρά εναλλακτική λύση εδώ. Καμία. Ούτε θα υπάρξει άλλη. Τα εθνικά κράτη στην ήπειρό μας έχουν επιτελέσει τον σκοπό τους: τελείωσαν. Στόχος και μέριμνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας θα είναι η εξασφάλιση αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για όλους και βασικής ασφάλισης για κάθε άνθρωπο εντός της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, ένα ισχυρό προνοιακό κράτος, πλήρης εκπαίδευση για όποιον δεν θέλει ή δεν μπορεί να παρακολουθήσει το σχολείο ή τη σχολή της αρεσκείας του, η πλήρης απελευθέρωση της Αγοράς, η μοντέρνα και αυστηρή εξασφάλιση των συνόρων, η διαρκής δημιουργία θέσεων εργασίας, η επιβράβευση της καινοτομίας, η προστασία και η πράσινη εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, η διά παντός απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα, η καλλιέργεια των Ανθρωπιστικών και Θετικών Επιστημών σε υψηλότατο επίπεδο, ο πλουραλισμός και ο σεβασμός τού καθενός Ευρωπαίου πολίτη — για να αναφέρουμε πέντε πράγματα στην τύχη, και πρόχειρα. Ένας τέτοιος κολοσσός θα μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε συγκυρία εύκολα και αποτελεσματικά. Χωρίς καν να ανοιγοκλείνει τα μάτια. [§] Παραμύθια για αγρίους; Μπορεί. Μπορεί και όχι. Προβλέψεις: (1) Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία θα γίνει. (2) Θα προλάβουμε όλοι να δούμε τις απαρχές της. (3) Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει να πιάσει τους στόχους της, ή ποιους. (4) Η Ελλάδα θα απουσιάζει. (Στα πρώτα στάδια).

03 Δεκεμβρίου 2015

Μένουμε στον έβδομο. Αλλά θα μπορούσαμε να μέναμε και πιο χαμηλά, άλλωστε από ένα σημείο και μετά είναι σχεδόν το ίδιο. Στον τρίτο, πάλι, μένει μία ηλικιωμένη γυναίκα, μόνη, σχετικώς ανήμπορη, με έτσι κι έτσι σύνταξη: μια της φτάνουν, μια δεν της φτάνουν. Στον έκτο, ένας σχετικά νέος άντρας, ιδιοκτήτης αυτός, είναι ΑΜΕΑ: κουτσός. Και άλλοι μένουν αλλού, ενοικιαστές και μη. Λοιπόν, η φοιτητριούλα του δευτέρου αποφάσισε πως δεν της φτάνουν τα λεφτά που της στέλνει ο μπαμπάς της, και έτσι δεν θα πληρώνει τα κοινόχρηστα. Ως αποτέλεσμα, και καθώς δεν πλήρωσε δραχμή όλη τη χρονιά, σε λίγο δεν θα έχουμε ασανσέρ, η ΔΕΗ θα κόψει το ρολόι. (Δεν θα έχουμε και άλλα, όπως ας πούμε δεν έχουμε συνεργείο καθαρισμού κλπ., αλλά θέλω να σκέφτεσαι το ασανσέρ, εδώ, γιατί εδώ δενμιλάμε μόνο για την οικοδομή μας, μιλάμε για τη Μεγάλη Οικοδομή, την Ελλάδα, αυτό το φυτώριο επαίσχυντου φιλοτομαρισμού, που ουδεμία σχέση έχει με την ευγενή ατομικότητα, το θεμέλιο, ανέκαθεν, όλων των κοινωνιών — εδώ μιλάμε για την τελευταία σοβιετία, το βαλκανικό suigenerisκρατικό πράγμα). Της μήνυσα, βέβαια, ότι, έτσι και μία φορά αναγκαστούμε να κατέβουμε με τα πόδια εγώ, η γυναίκα μου ή ο σκύλος μου, και όχι η συνταξιούχος του τρίτου ή ο κουτσός του έκτου —και όταν λένε μία εννοούμε μία—, καλό θα ήταν να αλλάξει πόλη γιατί εδώ δεν θα είναι πια ασφαλής, λυπάμαι πολύ — αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι οι Δεν Πληρώνω, οι ΣΥΡΙΖΑ, το πέταγμα από τη Σένγκεν, το Grexitαπό το ευρώ, από την Ένωση, από την Ευρώπη, από τη Δύση. Μα, θα πεις, λόγω της φοιτητριούλας; Ναι. Ξαναδιάβασέ το όλο τώρα.

02 Δεκεμβρίου 2015

 

«Η μόνη απαρέγκλιτη και αναντικατάστατη προϋπόθεση για την πολιτική σταθερότητα είναι ο σεβασμός στη λαϊκή ετυμηγορία που διατυπώθηκε τρεις φορές τη χρονιά που φεύγει», διαβάζω ότι είπε ο πρωθυπουργός εχθές, μεταξύ άλλων ίδιου σχεδίου έξοχων αποστροφών («Αν το 2015 ήταν το έτος της σταθεροποίησης της χώρας στην Ευρωζώνη, το έτος του οριστικού τέλους του Grexit, το 2016 θα πρέπει να είναι η χρονιά για την αφετηρία για την έξοδο από την Κρίση»), και ξαφνικά ντρέπομαι πολύ για λογαριασμό των ψηφοφόρων του που εμπαίζει συστηματικά και ανερυθρίαστα αυτός ο τραγικός άνθρωπος. Γιατί η τρις διατυπωθείσα λαϊκή ετυμηγορία άλλη ήταν, πέρα για πέρα: δεν ήταν αυτή. Όμως τούς τα πετάει αυτά τα νεογλωσσικά στα μούτρα, αυτή την οργουελική αντιστροφή της πραγματικότητας, σαν ρούχα που γυρίστηκαν τα μέσω έξω, κι εκείνοι τα δέχονται, τα καταπίνουν, και δεν μιλούν. Ορισμένως, κάποιοι κοκκινίζουν. Ορισμένως, κάποιοι θα… Ή μάλλον κάτσε. Κάτσε λίγο. [§] Κάτσε μια στιγμή. [§] Μήπως δεν πάει έτσι το πράγμα; Μήπως κανείς από τα δύο-τόσα εκατομμύρια δεν τον ψήφισε για να κάνει ό,τι έλεγε ή ό,τι υπονοούσε; (Θυμίζω ότι έλεγε πως θα σκίσει τα Μνημόνια και θα ανεβάσει τους μισθούς και τις συντάξεις στα προ Κρίσης επίπεδα, επειδή yolo, και ότι υπονοούσε πως θα πάρει την Ελλαδίτσα, αυτό το άθυρμα της οικουμένης, και θα το αποσύρει από το ευρώ, την Ένωση, την Ευρώπη και τη Δύση, για να εγκαθιδρύσει δικτατορία τσολιαδοσταλινομαοϊκού τύπου, όπου όλη μέρα θα πίναμε ρετσίνα και θα ακούγαμε Λοΐζο, βάζοντας τους πλούσιους, που θα τους βαράγαμε τα πισινά με βίτσες, να μας μαγειρεύουν φασολάκια λαδερά). Κάτσε λίγο λοιπόν. Ξανά: Μήπως κανείς δεν τον ψήφισε για να κάνει ό,τι έλεγε ή ό,τι υπονοούσε; Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν να επένδυσε ο Τσίπρας (απ’ όλους τους πολιτικούς…) στην ομολογουμένως δεδομένη ανάγκη της κοινωνίας να φτωχύνει, αρκεί να μη φιλελευθεροποιηθεί; Σοβαρά τώρα; Μπορεί να υπάρξει τέτοια μαζική ανορθολογική ψήφος; Ούτε καν εκείνα τα χρυσαυγιτάκια που δουλεύουν στο υπόγειο της Κουμουνδούρου και χειρίζονται τα σόσιαλ μίντια του κόμματος δεν ήθελαν, δηλαδή, την ανατροπή και την αλβανοποίηση; Ναι, ακούγεται λογικό ειδικά αυτό το τελευταίο. Μήπως (άρα) κανείς εντέλει δεν ντρέπεται σήμερα από δαύτους, και κανείς τους δεν κοκκινίζει; Επειδή όντως ήξεραν πως ερχόταν η πολυπόθητη πτωχεία, στην οποία επένδυσαν την ψυχή τους; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Αλλά μπορεί. Φαίνεται πιο πιθανό από καθετί άλλο. Άρα και αυτή η ψήφος (η τριπλή ψήφος) ήταν ορθολογική: κανείς δεν επιλέγει για το καλό του μόνο το καλό, προς Θεού. Το κακό είναι μία εξίσου πιθανή επιλογή. Και, σε μια τελική, μιλάμε για Έλληνες τώρα: το Ευρωβαρόμετρο τους έχει σε ειδική κατηγορία, από τότε που ξεκίνησε να υπάρχει. Όχι: κανείς από δαύτους δεν κοκκινίζει. Ακόμη και οι ναζί συριζαίοι που μας έγραφαν απειλές ότι θα μας πατήσουν με μηχανάκι τον σκύλο, και που τώρα λένε ότι είναι Ανταρσύα και Πειρατές και Σκακιστές και Τσοντόβιοι και Μπαρακούντα και οτιδήποτε άλλο, αυτά τα σκατά, ακόμη κι αυτοί εξακολουθούν να είναι καυλωμένοι με τον Αλέξη. Αύριο θα είναι με τον Μιχαλολιάκο. Αύριο θα καυλώνουν φανερά με τον Μιχαλολιάκο. Αλλά αύριο θα είναι μια άλλη μέρα.

 

02 Δεκεμβρίου 2015

Στον Άρη είχαμε έναν συνοπαδό, μεγάλη μορφή. Είχε βγάλει πολλά χρόνια φυλακή, ήταν αλήτης, πρεζάκι, δούλευε (όταν δούλευε) νύχτα και κάποια στιγμή, όταν πια πέρασαν τα χρόνια και δεν τον έπαιρνε να δουλέψει, σκέφτηκε να βγάζει τα έξοδά του από τις βούτες. Βούτες είναι αυτό που βουτάς πάνω σε ένα αμάξι την ώρα που κινείται, πέφτεις στην άσφαλτο, βογγάς, τρομάζει ο οδηγός και του λες, βογγολογώντας πάντα, πως μπορεί να ξεμπερδέψει με την όλη δυσάρεστη κατάσταση αν του δώσεις καναδυό κατοστάρικα. Το ’κανε πολλές φορές ο εν λόγω φίλος, και τα κουτσοκατάφερνε. Έκανε βούτες στην Παπαναστασίου. Μια μέρα όμως δεν τα είχε υπολογίσει καλά, και έπεσε λίγο όρτσα πάνω σε μια κούρσα, που τον παρέσυρε ίσαμε πενήντα μέτρα. Έμεινε τέζα ο κολλητός, ήρθε το ασθενοφόρο, τον πήγε στο νοσοκομείο, μπήκε χειρουργείο, τον κλαίγαμε εμείς, αλλά —ω του θαύματος— μετά από έξι μήνες ανάνηψη, εκ των οποίων οι μισοί στην Εντατική, ξαναφάνηκε στην Παπαναστασίου. Αλλά, αυτή τη φορά, όχι μόνος. Του είχαν φορέσει οι γιατροί μια περίεργη κατασκευή στο κεφάλι, σαν αλουμινένιο σκελετό για σκηνή: ένα κολάρο έπιανε σε λαιμό και, από πίσω, στις ωμοπλάτες, και στο μέτωπό του είχε περαστεί (με τέσσερις μεγάλες βίδες) ένας μεταλλικός δίσκος, από όπου ξεκινούσαν τέσσερις ράβδοι προς τα επάνω, που συνέκλιναν σε έναν μικρότερο δακτύλιο, τουλάχιστον μισό μέτρο πάνω από το κούτελό του. Αυτό το πράγμα τού στήριζε το κεφάλι, τον λαιμό, τη σπονδυλική στήλη και τα λοιπά. Εξαιρέσει τής βιδωμένης στο κρανίο του μεταλλικής στεφάνης, το υπόλοιπο μπορούσε να βγει τα βράδια αν ήθελες, και αν είχες τα κατάλληλα εργαλεία, αλλά ο φίλος βαριόταν να το βγάλει και πλέον κοιμόταν λίγο μόνο, στην καρέκλα. Τον φωνάζαμε έκτοτε Ρόμποκοπ. Μια μέρα λοιπόν είχε ένα ευρωπαϊκό ματς εκτός ο πάοκ, και έπρεπε να χάσει. Πήγαμε να το δούμε στον σύνδεσμο, όπου κάποια παιδιά έκλεβαν σήμα από τη Νόβα και πρόβαλλαν το ματσάκι σε μια πάνινη οθόνη με προτζέκτορα. Αλλά το σήμα ήταν χάλια, και δεν βλέπαμε καλά. Και τα χιόνια είναι γρουσουζιά. Ο Ρόμποκοπ ήταν παρών, φυσικά, αν και δεν είχε ιδέα για το ματς — δεν είχε ιδέα για τίποτε. Τριγυρνούσε μέσα στον σύνδεσμο, πήγαινε από παρέα σε παρέα, έλεγε τα δικά του, και ζητούσε από καμιά μπίρα, έτσι και είχες την καλή διάθεση να τον κεράσεις άλλη μία. Κάποια στιγμή, κι ενώ η συμπαθής ομάδα τού πάοκ αμυνόταν κι εμείς περιμέναμε να φωνάξουμε γκολ τρώγοντας τα νύχια μας, ο Ρόμποκοπ πήγε λίγο παρέκει και, ω του θαύματος, η εικόνα καθάρισε. Πάει λίγο πιο κει, πάλι χιόνια. Το πιάνει στον αέρα ένας συνδεσμίτης, σηκώνεται, αρπάζει τον Ρόμποκοπ και τον ξαναβάζει εκεί όπου ήταν πριν: η εικόνα καθάρισε! «Μην τυχόν και το κουνήσεις από δω μέχρι να σφυρίξει το κοράκι», του είπε τότε το παλικάρι, φωνάξαμε κι εμείς όταν ο Ρόμποκοπ πήγε να διαμαρτυρηθεί («Μα τι είμαι εγώ, ρε παιδιά;»), και τον αναγκάσαμε να κάτσει εκεί, να κάνει την κεραία. Τελικά ο πάοκ έβγαλε αναπάντεχο διπλό, φύγαμε απογοητευμένοι, ο Ρόμποκοπ έμεινε με τη σιδεριά κάνα χρόνο ακόμη, και τώρα δεν ξέρω πού είναι. Αλλά εμείς παίζουμε για δεύτερη χρονιά στη γάμμα εθνική. [§] Κάπως έτσι κάνει και η αντιπολίτευση με τον Τσίπρα: «Μην τυχόν και το κουνήσεις από δω», του λέει, «Μην τυχόν και το κουνήσεις από δω».

30 Νοεμβρίου 2015

Αργήσαμε πολύ να αφήσουμε τον Αρσέν μόνο του στο σπίτι έστω και για λίγα λεπτά, γιατί δεν θέλαμε. Έφτασε να είναι εφτά ή οχτώ μηνών για να το πρωτοκάνουμε. Τώρα τον αφήνουμε, αλλά και πάλι σπάνια. Τα σκυλιά στενοχωριούνται μόνα τους στο σπίτι, ειδικά αν ο ένας από τους δύο —στην περίπτωση ζευγαριών, τέλος πάντων— εργάζεται στο σπίτι, όπως εγώ. Δεν μπορεί να λείπει στα ξαφνικά. Φεύγουμε μαζί από το σπίτι, και μένει μόνος («μόνος»: χωρίς εμάς· αλλά είναι βέβαια μαζί του η Φαντομά), μόνο όταν έχουμε εκπομπή στο ραδιόφωνο, μια φορά την εβδομάδα, Κυριακή βράδυ, για δυόμισι ώρες συνολικά. Δεν βγαίνουμε σε άλλες περιπτώσεις, ποτέ· μας αρέσει το σπίτι. Το ξέρει πια ότι θα φύγουμε, το καταλαβαίνει από τις ετοιμασίες μας, και δεν παρακαλάει να μας ακολουθήσει όπως έκανε στην αρχή. Το δέχεται, αν και με κατεβασμένο το κεφάλι. Δεν κοιμάται ούτε στιγμή όσο κάνουμε να επιστρέψουμε: παίζει λίγο με την αδερφή του, ίσως περισσότερο άγρια από ότι συνήθως αν κρίνουμε από κάποια ίχνη που ανακαλύπτουμε επιστρέφοντας, και κυρίως ξεροσταλιάζει στην πόρτα, καθιστός στα πίσω του πόδια. Ελπίζω πως ξέρει ότι θα γυρίσουμε κάποια στιγμή (από ώρα σε ώρα), αλλά δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, τελικώς γυρνάμε. Και φυσικά —έτσι κάνουν τα σκυλιά— ξετρελαίνεται εκείνες τις στιγμές, δεν ξέρει τι να κάνει από την απροσδόκητη ευτυχία, φοβάσαι μη μείνει στον τόπο από τη χαρά και από την απροσδόκητη ευτυχία. Και τότε τον παίρνω για μια «χαριστική» μεταμεσονύκτια βόλτα, που είναι πολύ μυστική και πολύ δική μας: μυστική και κρυφή και ιδιωτική. Και πηγαίνουμε γρήγορα-γρήγορα (εκείνος με οδηγεί), τρέχοντας ή περπατώντας πολύ γρήγορα (ή με τον τρόπο του λύκου: τρέχοντας εκατό μέτρα, περπατώντας άλλα εκατό· τρέχοντας εκατό μέτρα, περπατώντας άλλα εκατό) προς την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εκεί στα σκαλάκια, και καθόμαστε αγκαλιά και κοιτάμε απέναντι, κι εκείνος είναι λαχανιασμένος, και είμαι λιγάκι λαχανιασμένος κι εγώ. Και, αφού ξελαχανιάσει, και ξελαχανιάσω κι εγώ, ο Αρσέν μού μιλάει. Στο αυτί, ψιθυριστά. Και, ό,τι κι αν μου λέει, έχει δίκιο. Και ζητά, έπειτα, να του πω τη γνώμη μου, και του τη λέω. Κι έπειτα χαμηλώνουμε τη φωνή, και λέμε και λίγα πράγματα ακόμα, λίγα λόγια ακόμα: μυστικά, δικά μας. Κι έπειτα σωπαίνουμε, δείχνοντας —αν μας έβλεπε ένας τρίτος— ότι τα σκεφτόμαστε. Όντως αυτό κάνουμε. Κι έπειτα κουνάμε το κεφάλι καταφατικά, χωρίς να μιλάμε πια, σηκωνόμαστε, και παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού. Δεν κάνει «σκαλάκια» στο ΚΘΒΕ, δεν παίζει, δεν κυνηγάει φύλλα ούτε κοιτάει τα άλλα σκυλιά (αδέσποτα μόνο, τέτοιαν ώρα). Είναι σοβαρός. Επιστρέφουμε σπίτι από τον ίδιο δρόμο, παίρνουμε το ασανσέρ, ανεβαίνουμε επάνω, του καθαρίζω τα πόδια, ερχόμαστε εδώ στο γραφείο, κι εγώ κάθομαι στον υπολογιστή για να γράψω το Ημερολόγιο, ενώ εκείνος ξαπλώνει στα πόδια μου και αποκοιμιέται αμέσως. (Όσο λείπουμε με την Κ. δεν κοιμάται ποτέ, και η φυλή του χρειάζεται πολύ ύπνο, είναι πτώμα). Κοιμάται, με το κεφάλι του στο πόδι μου, και λίγο ροχαλίζει. Έχει αποκοιμηθεί ολότελα σίγουρος ότι έχω καταλάβει, και ότι δεν θα τον προδώσω. Κι εγώ συνήθως γράφω για πράγματα ανόητα, αλλά σήμερα, που μου είπε ένα πολύ μεγάλο μυστικό, αποφάσισα να γράψω γι’ αυτόν. [§] Καληνύχτα, Αρσέν.

30 Νοεμβρίου 2015

Θυμάστε σίγουρα εκείνο το ανέκδοτο με τον Κούντερα, που μια ωραία αυγουστιάτικη βραδιά του ’68 κοιμόταν στο σπίτι μιας παντρεμένης φίλης του —ο άντρας της έλειπε ταξίδι για δουλειές— με το κλειδί γυρισμένο τρεις φορές στην κλειδαριά για κάθε ενδεχόμενο, όταν κάποιος άρχισε να χτυπά την πόρτα, και τα χρειάστηκε για τα καλά, και έκανε ότι δεν άκουγε, αλλά τα χτυπήματα συνεχίστηκαν, συνεχίζονταν, κι εκείνος σκεπάστηκε τώρα ώς τ’ αυτιά φοβούμενος για τα χειρότερα, ενώ και η κοπέλα δεν ήξερε τι να κάνει και έτρεξε αλλόφρων («Ο άντρας μου!») να κρυφτεί στο μπάνιο, και δώσ’ του να χτυπά η πόρτα, με μανία τώρα, με τις γροθιές, μπαμ-μπαμ, και μια φωνή φώναζε έξαλλη, «Ανοίξτε — ανοίξτε, που να πάρει!» ώσπου δεν γινόταν να κάνει διαφορετικά, και έπιασε να ντύνεται, τουλάχιστον μην τον πιάσουν γυμνό, αυτό θα ήταν ο έσχατος εξευτελισμός, ας τη γλίτωνε με ένα καλό χέρι ξύλο τουλάχιστον και θα ’βλεπε τι θα ’κανε μετά, έπρεπε να σταθεί γενναίος, οπότε πήγε με σερνάμενα βήματα προς την πόρτα, που εξακολουθούσαν να τη χτυπούν με δύναμη από έξω, ξεκλείδωσε τρέμοντας ολόκληρος και, με τα πολλά, την άνοιξε μια σπιθαμή, για να δει πως δεν ήταν ο απατημένος σύζυγος που χτυπούσε αλλά ένας φίλος του, ένας σύντροφος, που του είπε λαχανιασμένος, «Μα γιατί δεν ανοίγεις τόση ώρα; Πρέπει να φύγεις, πρέπει να κρυφτούμε, μπήκαν οι Ρώσοι στην Πράγα με τα τανκς!», και, ανακουφισμένος εκείνος, ο Μίλαν Κούντερα, ξεφύσησε αναστενάζοντας και χαμογέλασε. [§] Κάπως έτσι κι εγώ άκουσα τα της συσκέψεως: γιατί, στο μεταξύ, κάηκε ο θερμοσίφωνας και μείναμε χωρίς ζεστό νερό.

28 Νοεμβρίου 2015

Ξεφυλλίζαμε ένα θέμα στην αμερικάνικη Vogue, το σπίτι στο Λονδίνο κάποιας σχεδιάστριας. Ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ. Ήταν ένα απίθανο σπίτι, μαγικό. Είχε μέχρι και μια τραπεζαρία-βιβλιοθήκη: ωραία ιδέα —ασφαλώς— να τρως περιστοιχισμένος από ένα σωρό μαγικούς τόμους. (Κατά κάποιον τρόπο, το κάνω κι εγώ όποτε τρώω μόνος, φέρνοντας το τάπερ μαζί με τα καινούρια βιβλία που ήρθαν σπίτι στο γραφείο). Είχε όμως και άλλα πολλά: κήπους, σπιτάκια μέσα στους κήπους, δωμάτιο-γκαρνταρόμπα, τζάκια, σκάλες που σε πήγαιναν σε άλλους ορόφους, ένα λουσάτο σκυλί, χίλια δυο. Τέτοια σπίτια υπάρχουν πολλά, αυτό είναι ένα μόνο, και όχι από τα πιο ακριβά ή φινετσάτα. Σιγά. Αλλά… Αλλά έπειτα… έπειτα λες, «Κοίτα να δεις, γαμώτο, δεύτερη χρονιά που δεν έχω για πετρέλαιο». Και ζηλεύεις. Φθονείς. Λίγο το μάτι σου, θες δεν θες, παίρνει να στενεύει, να λοξεύει. Και κλείνεις το περιοδικό, κουνώντας το κεφάλι για να σου φύγουν οι ωραίες εικόνες, οι παραμυθένιες. Αλλά βέβαια δεν σου φεύγουν. [§] Λοιπόν άκου: ούτε Αλλάχ, ούτε Μαλλάχ: όλη η ισλαμική τρομοκρατία εδράζεται στο κράμα φθόνου και αβυσσαλέας αδυναμίας να τη μανιπουλάρουν εκείνων των τύπων. Το ίδιο ακριβώς που παθαίνει και ένα παιδί, εδώ, που τρελαίνεται και σπάει το αμάξι σου, ή καίει ένα μαγαζί. Δεν είναι που δεν μπορεί να έχει κάποια πράγματα: πολλοί, μπορούν — πάρα πολλοί μπορούν να έχουν τα πάντα. (Και από τα δικά μας τα πιτσιρίκια, τα αναρχοφασιστάκια, που τα περισσότερα είναι μεγαλωμένα στα πούπουλα, αλλά και από τους τρελούς χασάπηδες, που οι αρχηγοί τους δεν ξέρουν τι έχουν, είναι Κροίσοι). Το πρόβλημα είναι που η Δύση γουστάρει να τα επιδεικνύει, είτε είναι παραμυθένια σπίτια καμωμένα από πάνω ώς κάτω με γούστο, είτε κινηματογραφικά έργα, είτε μπλοκ κινηματογράφων, είτε υπερυπολογιστές καρπού. Το κάνει με καμάρι: γιατί είναι πολιτιστική κατάκτηση αυτό, και είναι σπουδαία. Και τη βλέπει όλος ο κόσμος. Την Ανατολή… δεν τη βλέπει. Ή, κι αν τη δει, στέκεται συχνά με το στόμα να χάσκει μπροστά στη στομφώδη επίδειξη πλούτου και λέει, Ήμαρτον. [§] Ο Δυτικός πολιτισμός είναι υλικός, και αυτός είναι ο πιο πνευματικός πολιτισμός που μπορεί να υπάρξει.

27 Νοεμβρίου 2015

Στην αυριανή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για λόγους που πάνω-κάτω όλοι γνωρίζουμε, θα δρομολογηθούν εξελίξεις στο Ασφαλιστικό, του εξής τύπου: Έχουμε τόσους συνταξιούχους, αυξάνονται με τον τάδε ρυθμό, μας κοστίζουν τόσα λεφτά, εμείς θέλουμε να διαθέσουμε λιγότερα από τόσα, άρα τι κάνουμε; Άρα μειώνουμε τον ρυθμό που θα αφήνουν τη δουλειά τους οι δυνάμει νέοι συνταξιούχοι (πλην των χαριστικών συντάξεων, εννοείται) και κόβουμε ένα άλφα ποσοστό των συντάξεων. Σωστό; Σωστό. Δηλώσεις αμοιβαίας αντιπάθειας προς τις κάμερες, γρήγορη αλλαγή θέματος («Συζητήσαμε επίσης και το Προσφυγικό») κι έξω απ’ την πόρτα. Αυτή είναι μία λύση που την επιμερίζονται όλα τα κόμματα, και που συμφέρει τους πάντες. Εκτός από τους συνταξιούχους, θα πεις. Ναι. Αλλά δεν πειράζει: γιατί αυτοί ξέρουν ότι θα χάσουν επιπλέον χρήματα — ήδη έχουν χάσει κι άλλα, και περιμένουν και το δεύτερο κύμα. Και δεν συμφέρει και τους παραγωγικά απασχολούμενους φυσικά, ιδιώτες, ελεύθερους επαγγελματίες, όλους αυτούς που πληρώνουν με τους φόρους και τις εισφορές τους τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων: τους παραγωγικά απασχολούμενους που έχουν μειωθεί δραματικά, τόσο αυτοί όσο και οι απολαβές τους, ήτοι η φοροδοτική τους ικανότητα: κάποτε ένα κοπάδι αγελάδες τάιζε ένα χωριό, τώρα απέμεινε μία, κι αυτή κάτισχνη, και πρέπει να εξακολουθεί να το ταΐζει. Ωραία. Αυτό είναι ένα σκηνικό που το έχουμε συνηθίσει. Μπορεί να τελειώσει κάποτε (σύντομα· θα τελειώσει πολύ σύντομα), αλλά για την ώρα δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι άλλο. Δεν μπορούμε, φέρ’ ειπείν, να διανοηθούμε να θίξουμε καν το ζήτημα των υπέρογκων κρατικών δαπανών και της άμεσης μείωσής τους. Το κράτος είναι Ιερό. Το κράτος στηρίζει τον Τσίπρα με όλες του τις δυνάμεις. Και θα στηρίξει, αύριο-μεθαύριο, μια δεξιά λαϊκιστική κυβέρνηση, που θα άρχει επί τού τίποτε. Εκτός κι αν… [§] ΥΓ. Πρόβλεψη: θα πιέσουμε για οικονομική ενίσχυση σε σχέση με τους πρόσφυγες που έρχονται εδώ· θα την πάρουμε· και θα δοθεί όλη στις συντάξεις, σαν επιδότηση επιδοτήσεων.

26 Νοεμβρίου 2015
Σελίδα 13 από 57