Κυριάκος Αθανασιάδης
Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Κάποιοι από εμάς έχουν καλές επαφές με το εξωτερικό: συνεργάζονται με ξένους, ταξιδεύουν αρκετά στην Ευρώπη, ή και στις ΗΠΑ, αλληλογραφούν καθημερινά, σπουδάζουν έξω, διατηρούν δυνατούς δεσμούς με μία άλλη χώρα — πραγματικά, δεν έχει σημασία με ποια. Δεν ξέρω το ποσοστό τους επί του γενικού πληθυσμού, το βάζω κάπου —όχι πολύ αυθαίρετα, και ασφαλώς με γενναιόδωρη διάθεση— στο 5%, με ταβάνι αυτό το ~5% τέλος πάντων. Λοιπόν, όταν θα πέσουμε στον γκρεμό τής ανεπιστρεπτί ανυποληψίας, και στο κακό πηγάδι της απομόνωσης, της ευρωπαϊκής-δυτικής αυτοεξορίας μας, αυτό το 5% δεν πρόκειται να χαρακτηρίζει τους Έλληνες, θα ξεχαστεί και θα λιώσει σαν αλάτι στο νερό — και, πέραν των μεμονωμένων προσώπων, όλους μαζί, όλους όμως (και θα ’ναι κάτι που δεν θα αλλάξει όσο γρήγορα έγινε: το αντίθετο), θα μας δείχνουν οι άνθρωποι της Ένωσης με το δάχτυλο και θα λένε: «Οι Έλληνες». Και θα το λένε με πίκρα, όχι με μίσος ή με γινάτι. Αυτό με γεμίζει μοναξιά, και με καταθλίβει. Ειδικά κάποιες νύχτες σαν κι αυτές τις σκοτεινές, ειδικά κάποιες μέρες σαν και τούτες εδώ που ξημερώνουν, θεοσκότεινες. [§] (Από πάντα υπήρξαμε ξένοι, ίσως. Ποιος ξέρει; όμως υπήρξαν και στιγμές που… περίοδοι που… [§] Α! ας είναι).
Πολλοί φίλοι (καλά, όχι και φίλοι) λένε και κυρίως γράφουν συχνά, και σίγουρα μετά τις απαγωγές των κοριτσιών στην Αφρική, τις μαζικές εκτελέσεις αμάχων, και δη παιδιών, τους αποκεφαλισμούς ομήρων μπροστά στην κάμερα, τις καταστροφές αρχαιοτήτων και πελώριας σημασίας μνημείων, το Charlie, και φυσικά τώρα με τα τελευταία ειδεχθή μαζικά εγκλήματα, «Στείλε, πολιτισμένε κόσμε, 20.000 μαχητικά να τους εξαερώσεις, ρίξε τακτικά πυρηνικά να τελειώνουμε με δαύτους», και άλλες κουβέντες που χρησιμοποιούν μόνο ακροδεξιοί με φιλελεύθερο (ποδήρη) μανδύα τύπου Τζήμερου. Φυσικά τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει, και φυσικά δεν πρέπει να γίνει. Το βρομερό Χαλιφάτο δεν είναι ένα κράτος, ένας εχθρός «σαν τους άλλους», με σαφώς προσδιορισμένα σύνορα, με πόλεις, με εντοπισμένα σε όλο τους το εύρος στρατόπεδα, με τηλεόραση και ραδιοφωνικούς σταθμούς που εκπέμπουν από τον τάδε πύργο, με κέντρα τηλεπικοινωνιών ή αποθήκες πυρομαχικών που έχουν από καιρό βρεθεί στον χάρτη — είναι κάτι καινούριο και μοναδικό, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να πληγεί, πόσο δε μάλλον να αφανιστεί, όπως ένας «φυσιολογικός» εχθρός, όπως ο Σαντάμ, ας πούμε — ή όπως η Σερβία. (Δεν σχολιάζω περαιτέρω τις βλασφημίες περί πυρηνικών, ντρέπομαι και που τις διαβάζω αυτές τις αηδίες). Καλή είναι η οργή, και τα socialσχεδόν άκακο πεδίο για να διοχετεύεται (αλλά όχι απολύτως), αλλά ώς εκεί. Είναι τελείως άλλο να πληγούν συγκεκριμένοι στόχοι —στρατόπεδα εκπαίδευσης, ας πούμε— και τελείως μα τελείως άλλο να βομβαρδίζονται πόλεις. Οι μαχητές τού ISISδεν ανήκουν σε μία χώρα, δεν είναι μία χώρα. Δεν μπορούν να πολεμηθούν όπως πολεμιούνται οι χώρες. Υπάρχουν άλλοι τρόποι, και άμποτε να εφαρμοστούν. [§] (Επίσης δεν ήρθαν από τον Άρη όλοι αυτοί. Κάποιες γυναίκες τούς γέννησαν, και πολλοί από δαύτους έχουν και δικές τους γυναίκες, και δικά τους παιδιά. Μπορεί να μην τις θέλεις στο σπίτι σου αυτές, μπορεί να σου φαίνονται τέρατα αυτά — αλλά θα τους βομβάρδιζες; Αλήθεια; Και, αν ναι, πιστεύεις ότι θα κέρδιζες κάτι στον πόλεμο με την ισλαμιστική τρομοκρατία;)
Δεν ξέρω αν θα έχουμε επεισόδια, καψίματα και γενικώς μπάχαλα μεθαύριο Τρίτη —από τα καλοθρεμμένα αναρχοφασιστάκια που σε λίγα χρόνια, καν δυο καν τρία, θα τα βάλει ο μπαμπάς ταμίες στην τράπεζα ή θα τα στείλει σε κάνα Λονδίνο να κάνουν εμετούς στα πεζοδρόμια και να τρώνε φάπες έξω από τις παμπ, πριν πάρουν κουτσά-στραβά ένα πανάκριβο πτυχίο της πλάκας και ’ρθουν πίσω για να αναλάβουν την έτοιμη δουλίτσα— ή σε τρεις εβδομάδες (τα ιμιτασιόν Δεκεμβριανά, που φούντωσαν μεταξύ άλλων το ναζιστικό κούνημα, πέφτουν ημέρα Κυριακή φέτος: όχι καλή ημέρα για μπάχαλα), ξέρω όμως πως, νά: με δαύτους έχουμε να κάνουμε — με μια δράκα προβληματικά και τραγικά πιτσιρίκια, εύκολα καθοδηγούμενα από τη φωτεινή τους ηγεσία και συνεπαρμένα από τους εισαγόμενους φασιστοχούλιγκαν, που σαφώς και είναι ικανά και σπίτια να κάψουν, και σινεμάδες να καταστρέψουν, και ανθρώπους να πνίξουν στον καπνό εκεί μέσα. Και, όχι: δεν έχουμε δυτικά προάστια-γκέτο εμείς, δεν έχουμε μειονότητες θρησκευτικές με μαντίλες, μούσια και κρυφά κατηχητικά σχολειά, δεν έχουμε παιδιά με άλλο χρώμα στο δέρμα τους που να τα αποκλείουμε από το τραπέζι μας, όπως έχουν οι Γάλλοι, φέρ’ ειπείν. Αυτά μάς έλαχαν. Που δεν διαθέτουν καν (έστω: ακόμα) οργανωμένες συμμορίες όπως στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπου και πιάσαν να πλακώνονται μεταξύ τους ήδη από τη δεκαετία τού ’80. Ας είναι. Το ερώτημα, η απορία μου, παραμένει: θα τα κάψουν άραγε μεθαύριο, ή σε τρεις Κυριακές από τώρα; Εγώ λέω μεθαύριο. Βασικά, είμαι σίγουρος.
Δεν υπάρχει περίπτωση: κάποιος από τους συμβούλους του Πρωθυπουργού οπωσδήποτε θα τον συμβούλευσε να εμφανιστεί, λίγες ημέρες πριν από τα φετινά Δεκεμβριανά, με την «Κατήχηση του επαναστάτη», υπό Νετσάγιεφ, στη Βουλή, με πολλά και πολύχρωμα ποστ-ιτ κολλημένα σε τυχαίες σελίδες, ή/και να ποστάρει από το κινητό του —προσπαθώντας μην τυχόν και τον πάρει καμιά κάμερα, πλην ανεπιτυχώς— στο Indymedia, με συνωμοτικό ύφος και προφανώς, άρα, με ψευδώνυμο. (Ποιος να ’ναι, ποιος να ’ναι;…) Το μόνο σίγουρο είναι πως οι τέτοιες κινήσεις θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο το προφίλ του και θα του φέρουν ακόμη περισσότερους ορκισμένους θαυμαστές, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά τού βασικού τάργκετ γκρουπ του, που είναι η νεολαία και οι νοικοκυρές (και όχι τόσο οι δημόσιοι υπάλληλοι, μη γελιόμαστε δα). [§] Κατά τα άλλα, κι ενώ όλοι περιμένουμε με ελπίδα τις εκλογές στη Νέα Δημοκρατία (ελπίδα λέγοντας: να βγουν οι Βορίδης-Τζιτζικώστας, μπας και διασπαστεί επιτέλους το κόμμα και φτιαχτεί ένα σοβαρό στον χώρο της κεντροδεξιάς — η ίδια η ΝΔ μπορεί να γίνει ένας καινούριος ΛΑΟΣ με καλύτερα γραφεία, μια χαρά), κατά τα άλλα λοιπόν, διάβαζα χθες την ανάμνηση ενός μυθιστοριογράφου, εκ των ευπωλήτων, που άρχιζε κάπως έτσι: «Άνοιξη τού 1999, είχαμε πάει πέντ’-έξι συγγραφείς στην τάδε πόλη του εξωτερικού», και είπα, Καλέ μου άνθρωπε, μόνο πέντ’-έξι;! Γιατί δεν πήγατε περισσότεροι, γιατί δεν πήγατε όλοι; Λεφτά υπήρχαν, το κράτος μοίραζε παράδες με το τσουβάλι, τι μου τις θέλατε τις τσιγκουνιές συγγραφείς άνθρωποι; [§] (Δεν μπορώ, μά τον Θεό, δεν μπορώ. Κρατηθείτε μακριά από τη γαμοεξουσία. Μακριά). [§] Η βασική μας κοινωνική διασκέδαση κατάντησε να είναι η επανάληψη από τον έναν κι από τον άλλον όσων λέμε και επαναλαμβάνουμε σαν κολλημένη μπομπίνα από το ’11, από φίλους που μέχρι χθες δεν είχαν πάρει μυρωδιά από ό,τι συμβαίνει — κι από αυτό, κυρίως, που συνεπάγεται: από αυτό που έρχεται. Σπολλάτη. Φτύνουμε τα δάχτυλά μας και γυρνάμε άλλη μια σελίδα στο βιβλίο μας: εκεί θα κρυφτούμε όταν θα μας ψάχνουν και θα χτυπούν βράδυ την πόρτα.
Χθες μάθαμε ότι φεύγει η Louis Vuitton από την Προξένου Κορομηλά, εδώ στη Θεσσαλονίκη. μεγάλο μαγαζί, που συνεισέφερε όσο δέκα-είκοσι άλλα σε τζίρο και φόρους. Η γειτονική Σόφια κρίνεται ως πολύ πιο ασφαλής τόπος για την ακριβή επένδυση — για μία ποικιλία από λόγους, που ασφαλώς έχουν μεν να κάνουν με την άνοδο όλων των δεικτών στη Βουλγαρία γενικά, που προσελκύει εκατοντάδες ελληνικές επιχειρήσεις (οι γνώστες της αγοράς ξέρουν ότι το μεγάλο, και τελειωτικό, μπαμ της εξόδου προς τη Βουλγαρία δεν το είδαμε ακόμη: δεν υπάρχει κανείς λόγος να επιχειρεί κάποιος εδώ, εκτός και αν πάσχει από αυτοκτονικό ιδεασμό), αλλά κυρίως μ’ αυτό που είναι να ’ρθει εδώ (θα έχει χρώμα μαύρο), και για το οποίο έχουμε από πέντε χρόνια τώρα προειδοποιήσει με όση φωνή διαθέτουμε και παρά τις συνέπειες που προσποριζόμαστε, γεροί να ’μαστε, από τις φωνές μας. Η είδηση, εν πάση περιπτώσει, για τη LV δεν μας παραξένεψε, προς Θεού: ήδη εδώ και κάποια χρόνια η Εγνατία έχει κατέβει στην Τσιμισκή, και η Τσιμισκή έχει κατρακυλήσει στη Μητροπόλεως, αφήνοντας ανάμεσά τους το ξεδοντιασμένο στόμα της πλατείας Αριστοτέλους, αυτού του κακόγουστου αχανούς κρατήρα μιζέριας. Επόμενο ήταν, και άργησε, η απόλυτη καταστροφή που θα επιφέρει (οσονούπω) ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να κατεβάσουν τη Μητροπόλεως στην Κορομηλά, και να πνίξουν την Κορομηλά στη θάλασσα. Κι έπειτα… έπειτα θ’ αρχίσουν να έρχονται τα δυτικά προάστια στο κέντρο, και η πόλη θα γίνει αυτό που λαχταράνε πάρα μα πάρα πολλοί, και σίγουρα όλα τα κτήνη που επί χρόνια στέκονταν σαν ρομπότ έξω από ταβέρνες και εστιατόρια μονολογώντας τα βρόμικα συνθήματά τους, θυμίζοντας Ιταλία του Μεσοπολέμου, και όσοι σπάγαν βιτρίνες καταστημάτων τις Κυριακές ή έδερναν κόσμο στις γωνίες. Μην αναρωτιέσαι: δεν υπάρχει κανένα Αυγό του Κολόμβου εδώ, καμία απορία σχετικά με το αν η φτώχεια θα φέρει τον φασισμό ή ο φασισμός τη φτώχεια: καμία φτώχεια δεν έχει φέρει κανέναν φασισμό. Απλώς, ζούμε σε μια χώρα-παρία, μια χώρα-ζόμπι, μια φελαχοχώρα. Κι εμείς δεν θα’χουμε Έζρα Πάουντ να στεφανώσει αυτούς που θα γελούν με τα μαύρα τους πουκάμισα μεθαύριο, δεν θα ’χουμε καν Ντ’Ανούντσιο. Μόνο τους Χαϊκάληδες θα’χουμε, και τους Λαζόπουλους.
Κάντε ένα απλό τεστ, που δεν θα σας πάρει πάνω από 5 λεπτά. Απομονώστε στην τύχη οποιαδήποτε είδηση απασχολεί πολύ ή λίγο την επικαιρότητα: από τα επίθετα με τα οποία χαρακτηρίζουν οι του ΣΥΡΙΖΑ, ας πούμε, όποιο πρωτοκλασάτο μέλος της κυβέρνησης εκπαραθυρώνεται («φιλάργυρος», «ύπουλος», «πραξικοπηματίας», «δικτατορικής ψυχοσύνθεσης», «ύποπτος» κλπ. κλπ.), μέχρι το ότι σχεδόν μια βδομάδα μετά το λιντσάρισμα του Κουμουτσάκου οι γνωστοί δράστες τής εν μέση οδώ επίθεσης είναι ακόμη στη γιάφκα τους και γυαλίζουν ξιφολόγχες, γυμνοί, πασαλειμμένοι μερέντες και χασκογελώντας στον καθρέφτη με τα σάλια να τρέχουν στο πιγουνάκι τους. Πάρτε, είπαμε, οποιαδήποτε είδηση: από την ατυχή παιδική ηλικία του πρωθυπουργού που τον άφησε έτσι αδιανόητα και ντροπιαστικά αμόρφωτο (όλοι κοκκινίζουμε όποτε μιλάει, για λογαριασμό του, ακόμη κι εμείς που τον απεχθανόμαστε βίαια), μέχρι τις απεργίες των λιμενεργατών που είχαμε προχτές και που ταλαιπώρησαν μερικές δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία, ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα — κατεστραμμένους. Βάλτε την είδηση αυτή καλά στο μυαλό σας, πιπιλίστε τη λίγο σαν καραμέλα, γυρίστε τη μέσα στο στόμα, και συνειδητοποιήστε ότι, ναι, ζείτε κάπου μέσα της: αυτός είναι ο κόσμος σας. Ωραία; Ωραία. Τώρα, πολύ απλά, πληκτρολογήστε στο Twitterτον τίτλο ενός ξένου περιοδικού. Όχι κατ’ ανάγκην πολιτικού. Οποιουδήποτε — να έχει τέλος πάντων μια κάποια ιστορία, να ’ναι μερικών δεκαετιών παλιό, απ’ αυτά που κόβουμε απ’ τα τσιγάρα μας και που αγοράζουμε μέχρι και μακαρόνια νούμερο 6 ετικέτας για να μη χάσουμε τη συνδρομή μας, γιατί αλλιώς θα ξεσπάσουμε άγρια πάνω στους φασίστες των δύο λερών άκρων. Όταν το κάνετε κι αυτό, απομονώστε τους δέκα πρώτους τίτλους του περιοδικού που επιλέξατε. Και διαβάστε τους, έναν-έναν. Ωραία κι αυτό; Ωραία. Λοιπόν, οι τίτλοι αυτοί σάς λένε ποιος είναι ο πραγματικός κόσμος. Ο δικός σας είναι ο κόσμος του Φόρεστ Γκαμπ.
Ο ένας από τους δυο μου φίλους —νέα, μορφωμένα παιδιά, κάπου στα τριάντα— είχε δίπλωμα κυβερνήτη σκάφους αλλά και ένα ολόκληρο παλιό σκαρί, είκοσι τέσσερα πόδια ή κάτι τέτοιο, οικογενειακή κληρονομιά. Μόνο που σάπιζε κάπου και, αν το ’βλεπες, εκτός τού ότι δεν θα του έριχνες δεύτερη ματιά, θα ήσουν παραπάνω από σίγουρος ότι ήταν απλώς για πέταμα. Το πολύ-πολύ να ’βγαζε κάποια πράγματα για ανακύκλωση έτσι και το διέλυες σωστά, αλλά και πάλι: το πολύ-πολύ. Έκανε δουλειές του ποδαριού αυτό το παιδί, τα τελευταία χρόνια δούλευε πακετάς σε ένα σαντουιτσάδικο. Δεν είναι εύκολη δουλειά —θέλει κότσια, είσαι όλη μέρα πάνω σ’ ένα μηχανάκι βρέχει-χιονίσει και τρέχεις σαν τρελός για να μην κρυώσει το φαγητό— και αμείβεται άσχημα. Και ο άλλος ο φίλος κάτι παρόμοιο έκανε. Μην τα πολυλογώ, το συζήτησαν μια, το συζήτησαν δυο και, μολονότι όλο αυτό άρχισε σίγουρα σαν αστείο, ή και σαν φάρσα, πήραν εντέλει τη μεγάλη απόφαση. Και άρχισαν να δουλεύουν πάνω στο σκάφος. Πολύ καιρό. Και οι δύο. Πολύ καιρό, και πολύ σκληρά. Με τα χέρια. Χρειάστηκαν και κάποια χρήματα, έψαξαν, κατάφεραν να τα δανειστούν, τα επένδυσαν σε μαστόρους και υλικά. Και, ξαφνικά, κάτι άρχισε να σχηματίζεται. Το σκάφος ξανάρχισε να μοιάζει με αυτό που υπήρξε παλιά. Οι τρύπες έκλεισαν, το κατάστρωμα στρώθηκε, οι καμπίνες ξαναφτιάχτηκαν, η κουζίνα ξανάγινε από την αρχή, τα μέταλλα γυαλίστηκαν, οι μηχανές δούλεψαν σωστά, τα όργανα πήραν μπρος. Η βάρκα ξαναμπήκε μετά από πολύ-πολύ καιρό στο νερό και, ω του θαύματος, αποδείχτηκε αξιόπλοη. Και, απρόοπτα σχεδόν, έτσι από τη μια μέρα στην άλλη, άρχισε η δουλειά: ξεναγήσεις τουριστών στα παράλια ενός νησιού, κάπου στις Κυκλάδες. Με ακόμη περισσότερα έξοδα στην αρχή: αδειοδότησης, ελλιμενισμού, τροφοδοσίας — χίλια δυο. Και με ελλιπείς γνώσεις για το πώς ακριβώς προσελκύεις τους τουρίστες, ποιους ανθρώπους πρέπει αρχικά να προσεγγίσεις, πόσο να τους πληρώσεις, τι να προσέχεις, τι να προσφέρεις εκτός από τη βόλτα στη θάλασσα — ένα βουνό θέματα. Ξεκίνησαν στα τέλη της άνοιξης, και τους πρώτους πέντε μήνες κοιμόνταν κάθε βράδυ (κάθε βράδυ) στις καμπίνες. Έπρεπε να ξυπνούν από το χάραμα για να τις τακτοποιούν για να φαίνονται σαν να μην είχε μπει άνθρωπος εκεί, και σίγουρα όχι το πλήρωμα: οι πελάτες δεν θα το εκτιμούσαν αν τους έβλεπαν να βγαίνουν αγουροξυπνημένοι από το κύτος του σκάφους. Θυμήθηκαν επίσης πως ένας τρίτος φίλος τους είχε μεγάλο ταλέντο στη μαγειρική: προσελήφθη αμέσως για μάγειρας — ευτυχώς, οι καμπίνες ήταν τρεις. Από τον έκτο μήνα, βρήκαν δωμάτια στο νησί, και έλυσαν αυτό το πρόβλημα. Επέστρεψαν στην πόλη πριν λίγες μέρες, μετά από οχτώ μήνες καθημερινής (καθημερινής) δουλειάς, από τις 8 το πρωί ώς τις 10 το βράδυ. Ξεχρέωσαν, έβγαλαν αρκετά χρήματα, έφεραν το σκάφος πίσω για επισκευές και επιπλέον ανακαίνιση, αρχές Μαρτίου ξαναπιάνουν δουλειά πέρα στο νησί, υπολογίζουν να έχουν ένα ισχυρό κεφάλαιο στα χέρια τους μετά από δυο-τρία χρόνια. Γελάνε τα μάτια τους, τα πρόσωπά τους είναι φωτεινά, οι ξεναγήσεις τους και το φαγητό που προσφέρουν έχουν αφήσει εποχή. Δεν το ’βαλαν κάτω — πέτυχαν. [§] Αυτό. [§] (Θα πεις, ναι, μα είχαν κάτι, είχαν, ένα σκάφος. Όχι: είχαν μια σάπια βάρκα, και χρέη, και δούλευαν ντελίβερι).
Πληροφορήθηκα αργά τον θόρυβο που ξεσήκωσε το άρθρο του Νίκου Βατόπουλου στην Καθημερινή της Κυριακής, και ειδικά τις επιθέσεις που δέχεται έκτοτε, είτε από ελάχιστους επώνυμους που προσπαθούν να ρουφήξουν όσο μεδουλάκι απόμεινε στο κόκαλο που τους πετά το κράτος, είτε, κυρίως, από ανώνυμους τραμπούκους, τσόλια της αμεσοδημοκρατίας, δηλαδή του μουσολινισμού, του φασισμού. Αναμενόμενο: η αρένα διψά πάντα για νέο αίμα, και το πόπολο στις κερκίδες πετάει μέσα τον πρώτο που δεν θα πει σωστά τα συνθήματα, προγράφει όποιον δεν της μοιάζει, δείχνει με το δάχτυλο εκείνον τον μοναχικό που δεν θα σηκώσει το χέρι σε άριο χαιρετισμό όπως όλοι οι άλλοι, αλλά ίσα-ίσα θα σταυρώσει επιδεικτικά τα χέρια στο στήθος — αύριο θα ’ναι κάποιος άλλος, μεθαύριο φυσικά ένας από δαύτους, πιο μετά όποιος θα βάφει τα μαλλιά ή τα μάτια του, από βδομάδα όποιος τολμά να ζωγραφίζει ή να διαβάζει ή να συχνάζει στα λάθος μέρη. Έτσι θα πάει. Ο μικροαστισμός στον «χώρο» (περί αυτού πρόκειται) έχει καταδειχθεί εδώ και πολλά χρόνια, απλώς πλέον με τα σόσιαλ έχει βαρέσει τιλτ: η Μαντάμ Σουσού είναι κομμάτι, πια, της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αλλά είναι μια Μαντάμ Σουσού με ξυράφι στο μανίκι και σιδερογροθιά στην τσέπη. Μια Μαντάμ Σουσού που καμώνεται τον αρχάγγελο της βίας — και που, ας το ομολογήσουμε, τα καταφέρνει στον ρόλο της μια χαρά.
Παίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ παιχνίδια για να νέμονται κομμάτια της εξουσίας και να βρίσκονται κοντά σε αυτούς που παίρνουν τις μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον της χώρας; Κινούνται με καθαρά κερδοσκοπικά κριτήρια και αναλόγως διαμορφώνουν την εκάστοτε πολιτική τους, που πότε είναι έτσι και πότε αλλιώς, μόνο και μόνο για να προσπορίζονται οι ιδιοκτήτες τους κρατικές δουλειές, να νέμονται θαλασσοδάνεια ή απλώς για να γλιτώσουν μια σίγουρη καταδίκη σε ένα πιθανό δικαστήριο για βρομιές που διέπραξαν στο παρελθόν; Χαϊδεύουν το πιγούνι του αναγνώστη, του ακροατή και του τηλεθεατή, λέγοντας ναι με τσιρίδες και βεγγαλικά σε κάθε φτηνή απαίτησή του, μόνο και μόνο για να τον έχουν μαζί τους, να τον έχουν μαζικά μαζί τους, δεμένο πισθάγκωνα στο άρμα τους; Επενδύουν στον λαϊκισμό και βασίζονται πάνω στις φοβίες του κοσμάκη, γιατί η πλειονότητα των δυνάμει τηλεθεατών, ακροατών, αναγνωστών είναι έτοιμη λόγω εγγενών χαμηλών δυνατοτήτων και επίκτητης αμορφωσιάς να ενδώσει σε ό,τι πιο φτηνό, χυδαίο, κοπρολαγνικό και ακραίο; Ναι, τα περισσότερα ΜΜΕ αυτά κάνουν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και, σε άλλο βέβαια επίπεδο, πολύ πιο υψηλό κατά μέσον όρο, στο εξωτερικό. Αλλά μερικά ΜΜΕ εξαιρούνται από αυτή την πολύ γενική κατηγοριοποίηση: απλώς είναι όργανα του φασισμού — τα θέλουν και τα κάνουν. Και κάποιοι δημοσιογράφοι απλώς είναι χρυσαυγίτες με ποσέτ — τα θέλουν και τα λένε, εξεπιτούτου δείχνουν με το δάχτυλο στον Ρουπακιά το επόμενο θύμα του.
Χθες ήταν η δεύτερη φορά τους τελευταίους εφτά και κάτι μήνες που δεν ανέβασα το Ημερολόγιο Γεφύρας αποβραδίς, όχι από έλλειψη θέματος (πάντα δεν έχω θέμα, ποτέ δεν υπάρχει θέμα), αλλά από δυσανεξία ως προς τη δημόσια σφαίρα, όπως συνηθίζουμε να τη λέμε, και είναι ωραία εικόνα αυτή, μια σφαίρα που καμιά φορά δεν αντέχεται, και από εφηβική αντίδραση απέναντι στη διαρκή και ακατάβλητη επίθεση της καθημερινότητας, τις φορτικές στιγμές εκείνες που το πράγμα κιτρινίζει πολύ, και κιτρινίζει έντονα, και γίνεται μια μεγάλη Αυριανή που πέφτει πάνω σου και σε πλακώνει, αφού πρώτα έχει καλύψει καθετί ένα γύρο —νησίδες μόνο απομακρυσμένες μεταξύ τους λίγο αντιστέκονται με τα τελευταία τους πυρομαχικά, ή με χωρίς πυρομαχικά—, και κάπως, έλεγα από μέσα μου, σαν συμβολική πράξη αντίστασης κόντρα σ’ αυτό που σε φτωχαίνει —πάντα ισχυριζόμουν πως όταν αδειάζεις το τασάκι του αυτοκινήτου σου στον δρόμο δεν βρομίζεις (μόνο) το αστικό περιβάλλον, αλλά κάνεις και το ψωμί να ακριβύνει και τον χωροφύλακα στη γωνία να σμίγει τα φρύδια, κι ας μη νοιάζεται αυτός να ’ναι καθαρός ο δρόμος, κι ας παρακαλάει να αδειάσεις το τασάκι σου για να γενικευτεί περισσότερο όλο το κακό, όπως πάντα θέλει ο χωροφύλακας—, αλλά και επειδή εκείνο το κορίτσι που μιλούσαμε χτες μού ’λεγε για το οξυγόνο που χρειάζεται, λέει, η μαμά της στο νοσοκομείο, το πολύ ακριβό οξυγόνο (το οξυγόνο είναι ακριβό σαν χρυσάφι), κι άντε να βρεις χρήματα να το ψωνίζεις όταν δεν έχεις για να φας, και τέλος πάντων ήταν κι άλλοι οι λόγοι που δεν έκατσα να γράψω το Ημερολόγιο Γεφύρας αποβραδίς, ίσως-ίσως και επειδή ήμουν μεθυσμένος, όχι πολύ, ίσα-ίσα για να βρω άσχετες δικαιολογίες για να μην το γράψω. Και ούτε τώρα το έγραψα. Κι ακόμη να πέσει η τιμή του οξυγόνου.