Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Σαν τους ομόκεντρους κύκλους στον κομμένο κορμό, που φανερώνουν την ηλικία του δέντρου, η ζωή μας δεν παρουσιάζει μεγάλες ή έντονες αλλαγές — δεν έχει να επιδείξει πολλά καινούρια θεάματα — προτιμά να βαδίζει πάνω στα ίδια χνάρια, φορώντας απλώς μεγαλύτερο νούμερο παπούτσι. Τρόμοι, μικροί και μεγάλοι, αγάπες, έρωτες, συνήθειες που εξακολουθούν να σε τραβούν σαν μαγνήτης, αποτυχίες, περισσότερες αποτυχίες, λάθη, τα ίδια πάντα, όλα τους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των παλιών, των πρώτων, μα λάθη που πάντα — που απλώς απαιτούν μεγαλύτερα πρόστιμα κάθε φορά, και τα εισπράττουν. Γυρνάμε και γυρνάμε γύρω από τον κεντρικό άξονα, αλωνίζοντας και όλο αλωνίζοντας τον παλιό εαυτό μας, γύρω από τον ίδιο αρχέγονο κεντρικό άξονα, τον εαυτό, εκείνον που μας έτυχε όταν συλληφθήκαμε, πριν κλάψουμε για πρώτη φορά, και πολύ πριν καταλάβουμε πως αυτό το κλάμα θα συνεχίζεται για πάντα, για μια ζωή — με πιο ώριμα απλώς δάκρυα όσο περνάει ο καιρός και όσο πληθαίνουν οι λόγοι να κλαις, με πιο ώριμα δάκρυα όσο αραιώνουν οι άνθρωποι που σε κάνουν, με την απουσία τους, να κλαις. Γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, κύκλοι που μοιάζουν μεταξύ τους και που ελάχιστα απέχει ο ένας από τον άλλο, τόσο ελάχιστα που εντέλει και η ίδια η απόσταση του πρώτου από τον τελευταίο εκμηδενίζεται, γίνεται ένα βήμα, ένα ακόμη ξύπνημα, ένα ακόμη λάθος, μία ακόμη αποτυχία, μία (η ίδια πάντα) συνήθεια, ένας ακόμη έρωτας, μία ακόμη αγάπη, ένας ακόμη τρόμος, μία διαρκής ανάπτυξις βαθείας ρυτίδος — απλώς, για να το καταλάβεις, πρέπει να κοπεί ο κορμός με εκείνο το μεγάλο πριόνι, που τη μια του λαβή κρατάει ο ακίνητος χρόνος και την άλλη κουνάς, μέσα-έξω, μέσα-έξω στον κορμό, έξαλλα, εσύ.
Ένας καλός φίλος (μεταξύ όλων των άλλων) αναρωτιόταν εχθές πώς είναι δυνατόν και οι «κατεξοχήν θεματοφύλακες του εθνικισμού» —οι ρυπαροί Χρυσαυγίτες, μέλη και οπαδοί μιας συμμορίας μπράβων της νύχτας, εγκληματίες του ποινικού δικαίου οι περισσότεροι και θιασώτες όλοι τους της «πολιτικής» τρομοκρατίας: το Δεύτερο Άκρο δηλαδή, ο σωσίας τής 17Ν απ’ τα δεξιά—, πώς γίνεται λοιπόν και λιντσάρουν έναν πολιτικό που, μολονότι μάλιστα ήπιων τόνων και διαλλακτικός, διαδηλώνει κατά της «αντεθνικής» άποψης του Φίλη. Φυσικά και το ερώτημα ήταν ρητορικό, καθώς και εκείνος και όλοι μας ξέρουμε πως το σύνθημα που δονούσε επί μήνες την Πλατεία των Αγανακτισμένων, το βρόμικο σύνθημα που ομοθυμαδόν κραύγαζαν με σάλια και υλακές οι ομονοούντες εκεί, το «Αλήτες, προδότες πολιτικοί», είναι η αποκολλητική ουσία της λογικής, υπό την καταλυτική δύναμη της οποίας ζούμε έκτοτε, και που, αφού γκρέμισε, όχι τη συγκυβέρνηση μόνο Σαμαρά-Βενιζέλου, αλλά την οικονομία πάνω που πήγαινε να ανασάνει, σμπαράλιασε εν συνεχεία τα πάντα στη χώρα. (Μολονότι, ας επαναλάβουμε, είμαστε ακόμη κάπου στο τέλος της αρχής: έχουν να γίνουν πάρα πολλά ακόμη, δεν θα γλιτώσουμε, δα, με τα capital controls και με τους φόρους επί των φόρων τού Τσίπρα: ας μην το ξεχνάμε αυτό, και ας παίρνουμε ο καθένας τα μέτρα του). Η Πλατεία με τα αυγά και τις μούντζες γέννησε ένα τέρας, και είναι κουτό και δείγμα ανωριμότητας και μεγάλης βλακείας να το ξεχνάμε. Οι δε «λαοσυνάξεις» σαν και τη χθεσινή πάντα μα πάντα πλέον θα είναι ένα από τα τερέν των φασιστόμουτρων. Μέχρι να παταχθούν όλοι αυτοί (και θα παταχθούν, ένας-ένας με τη σειρά: εμπρός, μαρς), χρειάζεται περίσκεψη και σύνεση. Και προπαντός: πέρα από το ότι πρέπει να ανορθωθεί η οικονομία για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, άρα να διασφαλιστεί διά παντός η πρόσδεση της χώρας στην Ένωση, και παράλληλα μ’ αυτό, χρειάζεται φτύσιμο στον εθνικισμό, από όλους: από τη Νέα Δημοκρατία κυρίως, από το ΠΑΣΟΚ ευθέως, από το Ποτάμι χωρίς μισόλογα — από τους πάντες. Φτύσιμο και κρυστάλλινες κουβέντες. ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟΠΙΑΣΜΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ! Ο εθνικισμός είναι αντεθνικός, ο εθνικισμός καταστρέφει την οικονομία, ο εθνικισμός σκοτώνει.
EDIT: Όταν ανήρτησα αυτό το κείμενο, δεν είχα δει τα εξής (που με άφησαν άναυδο):
https://twitter.com/v_meimarakis/status/662340022696288256
https://twitter.com/FofiGennimata/status/662346543165517824
Ήταν ένας στο ματς χτες, που όλο έβριζε. Τους πάντες. Αντιπάλους, διαιτητές, μάνατζερ, διοικήσεις, σωματεία, ενώσεις, τύχη, μοίρες, θεούς, διαβόλους — τα πάντα. Από το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο σφύριγμα. Λόγοι υπήρχαν βέβαια, πάντα υπάρχουν, αν και δεν αφορούσαν —πλην ελαχίστων— τον συγκεκριμένο αγώνα: οι περισσότεροι, και σίγουρα οι βασικότεροι, ήταν γεννήματα τού χτες, λάθη που έγιναν στο παρελθόν, αυτογκόλ που σημειώθηκαν σε περασμένες εποχές, χτυπήματα που δόθηκαν πριν από καιρό, και τρικλοποδιές που μπήκαν παλιά, ή και όχι και τόσο παλιά, πάντως όχι σ’ αυτό το ματς. Έβριζε, και έβριζε, και έβριζε, ασυντόνιστα με το θέαμα που παρουσιαζόταν στο γήπεδο, σαν να μην έβλεπε τον αγώνα, σαν να έβλεπε άλλους, αγώνες που έληξαν μέσα σε δάκρυα, απορία και θάμπος κάποτε. Δύο λεπτομέρειες: τα ’λεγε σιγανά όλα αυτά, η φωνή του ίσα που ξεπερνούσε τον εαυτό του, ο αέρας γύρω του ταλαντωνόταν ελάχιστα παρά την αθρόα προσφορά των λέξεων, ζήτημα αν τον άκουσαν άλλοι εκτός από τους πολύ-πολύ κοντινούς του. Είναι —το ξέρετε— όπως οι φωνές που βγάζουμε όλοι εμείς στα λογής κοινωνικά δίκτυα: φωνίτσες που κανείς δεν ακούει, που δύσκολα κρύβουν τις καταβολές και τις ενοχές μας, που ποτέ δεν επηρεάζουν τίποτε και κανέναν μα κανέναν απολύτως. Και σίγουρα όχι μια κυβέρνηση που ήρθε εδώ, καλεσμένη τού όχλου, για να εδραιώσει ένα εθνοσωτήριον καθεστώς, όπως αυτή το θέλει, και όπως δεν θα μπορούσε ποτέ του να το φανταστεί ο αλητήριος όχλος. Κανείς δεν ακούει, κανέναν δεν επηρεάζουμε, φωνάζουμε με το στόμα παραγεμισμένο βαμβάκι. Και κατά βάθος το ξέρουμε: αλλά το ξεχνάμε τεχνηέντως, για να μη μας πάρουν τα δάκρυα από τη δειλία, τη ανημποριά, ή και τα δύο. [§] Η δεύτερη λεπτομέρεια είναι ότι αυτός ο άνθρωπος είχε την κοψιά μου.
Διάβαζα ένα άρθρο στο pontos-news.gr, με τον τίτλο «Δείτε τις χώρες που έχουν αναγνωρίσει την Γενοκτονία των Ποντίων». Κάνει μία εισαγωγή, και μετά λέει: «Ακολουθούν οι χώρες που έχουν αναγνωρίσει την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου: 7 πολιτείες των ΗΠΑ αναγνώρισαν τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. [...] Η Κυπριακή Βουλή καθιέρωσε την 19 Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. [...] Με ομόφωνη απόφαση η ολομέλεια της Ελληνικής Βουλής όρισε την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. [...] Η τοπική βουλή της Νότιας Αυστραλίας αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. [...] Το Σουηδικό κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ [sic] της γενοκτονίας των Ποντίων. [...] Η Γερουσία της πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. [...] Η Βουλή της Νέας Νότιας Ουαλίας [πρώτα ήταν η Γερουσία, τώρα είναι η Βουλή] με πρόταση του πρωθυπουργού της πολιτείας Μπάρι Οφάρελ αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ποντίων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων». Βλέπουμε κάτι εδώ. [§] Εν πάση περιπτώσει, αυτό το 'βαλα πιο πολύ για το γελοίον του πράγματος: το κείμενο είναι κακό, πολύ κακό. Άλλο θέλω να πω: ότι, βλαξ-ξεβλάξ ο Φίλης, όσοι αφρίζουν εναντίον του καταντούν καλύτεροι βλάκες: έχει δίκιο εδώ. Αυτό. Και, άντε και τούτο: δεν έχει σημασία ποιος βλαξ είναι καλύτερος βλαξ, πια, φιλαράκο. Σημασία έχει ότι, έτσι κι αλλιώς, από τον εθνικισμό αυτής εδώ της Αριστεράς θα πάμε. Αυτηνής που διαλέξαμε. Και θα πάμε σούμπιτοι.
Όταν έγινε ένας μεγάλος πόλεμος και όλοι έφυγαν από την πόλη από τον φόβο του μαχαιριού, έμειναν πίσω μόνοι τους οι σκύλοι και οι γάτες, γιατί κανείς δεν είχε χώρο ή μυαλό γι’ αυτά —όλοι έφυγαν γρήγορα, βιαστικά, νύχτα, από τη θάλασσα—, και για καιρό τα ήμερα εκείνα ζώα περίμεναν τον κόσμο να γυρίσει και κοιτούσαν όλο προς τη μεριά που είχαν φύγει όλοι τους με τα καράβια, και σουλατσάριζαν στην προκυμαία πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, και έτρωγαν από τα σκουπίδια. Αλλά ο κόσμος δεν γύρισε, και τα σκυλιά και οι γάτες το πήραν κάποια φορά απόφαση ότι θα έμεναν μόνοι, και τα μάτια τους εκείνη τη στιγμή στοίχειωσαν και λόξεψαν, κι άρχισαν από την ίδια κιόλας νύχτα να κουμαντάρουν την πόλη, οι μεν από δω, οι δε από κει, κι όποτε κάποιος περνούσε από λάθος ή για να κυνηγήσει κρυφά στη μεριά των άλλων, τον έπιανε ο εχθρός, και τον έπνιγαν και του ξερίζωναν την καρδιά και παλούκωναν το κεφάλι του σε ένα ψηλό σημείο να φαίνεται από μακριά και να δίνει το παράδειγμα. Βέβαια αυτά λίγο τρόμαζαν οποιονδήποτε, έγιναν συνήθεια, και συνέχεια υπήρχαν αυτοί που αψηφούσαν τα σύνορα και τις περιπόλους για να περάσουν απέναντι, στον εχθρό, όχι για κυνήγι πια ή από λάθος αλλά για τη χαρά του κινδύνου, μέχρι που κι αυτή η συνήθεια γενικεύτηκε, και οι τομείς καταργήθηκαν ολωσδιόλου, και ένας μεγάλος πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα στα δύο είδη, και τα αφάνισε. Κι έπειτα μια μέρα, ένα πρωί, οι άνθρωποι γύρισαν, αλλαγμένοι, αλλιώτικοι, αμίλητοι, λειψοί, και μπήκαν πάλι στα σπίτια τους που είχαν ρημάξει και άνοιγαν τις καινούριες τους βαλίτσες για να τακτοποιηθούν, και τότε πια υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι που πάλευε έξω, σε μια ανασκαμένη από τις βόμβες αλάνα, ένας σκύλος, ο τελευταίος, και μια γάτα, η τελευταία κι αυτή, και ένα παιδί τα είδε που πολεμούσαν με τόση λύσσα και φώναξε, και ήρθαν οι μεγάλοι για να τα χωρίσουν, και πράγματι τα χώρισαν κάποια στιγμή, με πολλή δυσκολία, μα εκεί που κοιτούσαν τις πληγές και τις γρατζουνιές στα χέρια τους, ο σκύλος και η γάτα τούς ξέφυγαν πάλι, και πιάστηκαν στόμα με στόμα και δαγκώθηκαν πολύ, και πέθαναν εκεί στην αλάνα, γιατί κάτι τούς έλεγε πως ο πόλεμος θα ξανάρθει, και πως θα έμεναν πάλι μόνοι, να περιμένουν τον κόσμο να γυρίσει από τη θάλασσα, μάταια.
Όλο και περισσότεροι γράφουν, τις τελευταίες ημέρες, για το μεγάλο δίκιο της Ευρώπης, που μόνη αυτή δέχεται τα κύματα των εξαθλιωμένων προσφύγων, τη στιγμή μάλιστα που η Σαουδική Αραβία, ας πούμε, δεν δέχεται κανέναν τους στα εδάφη της, μολονότι, αν μη τι άλλο, έχει και τα χρήματα και τον χώρο, ενώ και οι ίδιοι οι ξεσπιτωμένοι Σύροι δεν την προτιμούν, επειδή είναι ένα ανελεύθερο κράτος που δεν αναγνωρίζει τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, κρατά τις γυναίκες μακριά από τη ζωή και αποκεφαλίζει κρατουμένους για «αδικήματα» που για τον πολιτισμένο κόσμο (εννοούν τη Δύση, τα χριστιανικά κράτη) δεν είναι καν αδικήματα. Οι παράφρονες ισλαμιστές, λένε, σφάζουν και μακελεύουν, οι πετρελαιάδες τους χρηματοδοτούν και κωφεύουν στις οιμωγές των ομοθρήσκων τους, και η καημένη η Ευρώπη καλείται να βγάλει και πάλι τα κάστανα από τη φωτιά. Η απάντησή μου είναι πως, δεν καλείται απλώς να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, αλλά οφείλει να τα βγάλει. Και όχι μόνο: εντέλει, θα τα καταφέρει κιόλας. Γι’ αυτό είναι η Ευρώπη, όχι για να μας παρέχει βιβλία να διαβάζουμε, τραπεζάκια σε όμορφα καφέ για να τα ακουμπάμε και Μέγαρα για να ακούμε τις παλιές μουσικές: όλα αυτά είναι παρεπόμενα της αποστολής της. Η Ευρώπη υποχρεούται να μερεύει τον κόσμο. Το ίδιο και η Αμερική βέβαια, που, ως νέα, θα ακολουθεί πάντα δεύτερη, παρά την ισχύ της. Η Ευρώπη θα δεχτεί ακόμη και όλη τη Συρία αν χρειαστεί, και θα το κάνει μετά χαράς. (Και θα κερδίσει από αυτό: δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα, δεν υπάρχει δωρεάν άσυλο).
Και τι κάνουμε λοιπόν μέχρι να επιβληθεί το καθεστώς στη χώρα και να πανηγυρίζει έξαλλα ο κόσμος στους δρόμους για τη μεγάλη νίκη της συντήρησης (εντέλει όμως: επιτέλους, της Αριστεράς), αν δεν γίνεται να μεταναστεύσουμε λόγω φτώχειας, ηλικίας, δειλίας, αδράνειας ή βλακείας; Θα σας πω: πασχίζουμε να μαζέψουμε προμήθειες — από χρήματα και τρόφιμα και ποτά, μέχρι βιβλία και συντρόφους. Αυτή η δεύτερη κατηγορία φαίνεται πιο εύκολη, και πράγματι είναι. Και η πρώτη δικαίως φαντάζει βουνό. (Προσωπικά δεν είμαι σε θέση να αγοράσω αρκετό λάδι, ας πούμε, ή τον καφέ που πίνω: όχι περισσότερο από ένα-δυο εναμισόλιτρα από το πρώτο, και δη «ετικέτας», και δυο κουτιά νες από το δεύτερο· και, άλλωστε, και εκατό-διακόσια ευρώ να έχει κάποιος, τι να πρωτοαγοράσει, τι να πρωτοαποθηκεύσει, και πού — ό,τι και να εξασφαλίσεις μέσα στο σπίτι σου, δεν θα φτάσει· και, μέχρι να ’ρθει αυτό που έρχεται καλπάζοντας, θα τα έχει καταναλώσει όλα). Έτσι, επιδοθείτε στη δεύτερη κατηγορία, μανιωδώς και λυσσαλέα: βρείτε συντρόφους (και αγαπάτε τους, και κάντε τους να σας αγαπήσουν) και προμηθευτείτε βιβλία (και μην τα δανείζετε). Δεν έχω να πω κάτι άλλο αυτή την κρύα Κυριακή. [§] ΥΓ. Ώς τότε, βέβαια, κάντε κι εσείς χαβαλέ, όπως όλοι οι άλλοι. Έρχονται και Γιορτές, όλα καλά. Δεν είναι λόγος να στενοχωριέται κανείς. Σε τελική ανάλυση, δεν γαμιέται;
Σε μία χώρα που μισεί τις συγκλίσεις και που εν καιρώ ειρήνης προτιμά αφεύκτως τον αφανισμό της παρά να συναινέσει σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, δηλαδή σωτηρίας, όπως στα χωριά της βόρειας Αλβανίας, της Σικελίας και της Κρήτης που επιλέγουν τη βεντέτα, την αιματηρή θυσία της οικογένειας, παρά τη ζωή, πέραν τού ολέθριου κομματισμού, της επικής έλλειψης συνείδησης συνέχειας στο δημόσιο —συγγενείς νόσοι αμφότερες του ελληνικού πράγματος: εδώ και κοντά δύο αιώνες, το ίδιο φασούλι— και της αναπόδραστης βασάνου όσων έχουν τάχα να χάσουν τα «κεκτημένα» τους από τις αλλαγές (από όποια αλλαγή), το κυριότερο εμπόδιο των μεταρρυθμίσεων είναι ο μυωπικός προγραμματισμός τους: οι κυβερνώντες σχεδιάζουν την όποια δράση τους, στην καλύτερη περίπτωση, με ορίζοντα εκλογικού κύκλου και εκκινώντας πάντα από το μηδέν, σαν να μην προηγήθηκε τίποτε: ab ovo — επινοούν και αφηγούνται τον κόσμο από το αυγό της Λητούς ξανά και ξανά. Στην περίπτωσή μας, γιατί πλέον τα πράγματα άλλαξαν, οι Τσίπρας και Καμμένος, σαν άλλοι Γιωρίκας και Κωστίκας, ή όπως στην ταινία «Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος», προτίμησαν (κι εδώ αφαιρώ από τη συλλογιστική μου το σχέδιο του πρώτου να απαγάγει τη χώρα και να τη βγάλει εκτός Ευρώπης), προτίμησαν, λέω, να ξεκινήσουν πολύ πριν από το μηδέν, για λόγους αυθεντικής μικροπολιτικής και λαϊκιστικού εντυπωσιασμού, εντυπωσιασμού λαϊκής αγοράς και επιθεωρήσεως, ώστε να το φτάσουν κάποια στιγμή, να φτάσουν το μηδέν, εννοώ, ασθμαίνοντας και έχοντας βέβαια κατακάψει στο μεταξύ όλα τα υλικά που μπορούν να συνεισφέρουν στην κίνηση της μηχανής: όλο το «λίπος». Το πλάνο τους δεν είναι κοντόθωρο όπως των κανονικών πολιτικών: είναι απλώς ανύπαρκτο. Είναι το «βλέποντας και κάνοντας» για να περάσει κι αυτή η ρημαδομέρα, και, αν όλο αυτό αυτό αφορούσε μιαν άλλη χώρα, ευρισκόμενη κατά προτίμηση σε άλλη ήπειρο, ίσως απλώς να μας προκαλούσε —το πολύ— συγκρατημένα γέλια. Τώρα απλώς θα μας στερήσει από τα βασικά. [§] Πριν από δέκα χρόνια, ο Σημίτης είχε πει —όπως μού θυμίζει κάτι που διαβάζω— το περίφημο, «Δεν είμαστε καταδικασμένοι στη μιζέρια». Έπεσε έξω.
Είναι μια παροιμία —νομίζω ιταλική— που πάει κάπως έτσι: όταν ένα καβούρι, λέει, πάει να βγει από τον κουβά, το τραβάνε τα άλλα πίσω. Είναι βέβαια μια εντυπωσιακή σκέψη, και άλλο τόσο εντυπωσιακή η αναλογία, όμως εκείνο που χθες, όταν την ξαναθυμήθηκα, μου έκανε ακόμη πιο πολλή εντύπωση είναι η εξής λεπτομέρεια: ένα είναι το καβούρι που πάει να βγει από τον κουβά, κι όλα τα άλλα, τα πολλά, είναι που το τραβούν πίσω και το εμποδίζουν να φύγει, να το σκάσει. Εδώ, οι αναλογίες είναι ακόμη πιο ανατριχιαστικές. Για να μην τα πολυλογώ, υπάρχει μια αλήθεια που μας ξεπερνά, ό,τι κι αν θέλουμε, ό,τι κι αν ονειρευόμαστε, όσο κι αν φωνάζουμε και κριτικάρουμε: υπακούμε στη συνισταμένη βούληση των πολλών, της πλειοψηφίας — αν η πλειοψηφία βδελύσσεται την Ευρώπη (όχι τον πλούτο της: τη δυνατότητα της ελευθερίας των σωμάτων της, για την οποία και γίνεται όλο το μακελειό, όλος ο αγώνας), είτε θα υποταχτούμε στην επιθυμία της, είτε θα φύγουμε. (Ναι, προφανώς και υπάρχει και ο δρόμος της σύγκρουσης, αλλά ήταν που ήταν δύσκολος μέχρι τώρα — πλέον, και ειδικά στην εποχή των παγετώνων που έρχεται στη χώρα, είναι και θα γίνει πολύ περισσότερο από ποτέ ατελέσφορος, στέρφος, τζούφιος). Και, μεταξύ μας: τη βδελύσσεται. Οι πολλοί —ήδη το απέδειξαν, μη γελιόμαστε— θα προτιμήσουν ακόμη και την πείνα από την ελευθερία. Και τα καβούρια έχουν δυνατές δαγκάνες.
Εχθές ένας γνωστός, πολύ γνωστός συνάδελφος, συγγραφέας και μεταφραστής, αυτό που λέμε έγκριτος —και το εννοούμε: ας ληφθεί η τετριμμένη και αφρόνως πολυχρησιμοποιημένη λέξη κατά κυριολεξίαν στην περίπτωσή του—, με πολλές περγαμηνές και με δεκάδες, μάλλον εκατοντάδες επαινετικές κριτικές για τη δουλειά του, με τρομερή εποπτεία επάνω σε πολύ πλατιά πεδία της γλώσσας και του στοχασμού, σε μια συζήτηση που είχαμε στο πόδι, καθώς είχαμε συναντηθεί περισσότερο στην τύχη κι ενώ λέγαμε απλώς δυο λόγια για την παρέλαση των τανκς και των απορριμματοφόρων, μου αποκάλυψε ότι σκοπεύει να μεταναστεύσει, μιας και εδώ πλέον πολύ δύσκολα βρίσκει δουλειά και, όταν βρει, οι αμοιβές είναι «της δεκαετίας τού ’80», όπως μου είπε χαρακτηριστικά. Δεν είναι ο μόνος, οι περισσότεροι φίλοι μου —ένας κι ένας όλοι τους, εξαιρετικά παιδιά— βρίσκονται από μήνες τώρα στο εξωτερικό, για δουλειά και, επί τη ευκαιρία, και για επιπλέον σπουδές, και όσοι έχουν μείνει εδώ είναι κι αυτοί σε συζητήσεις, ή προς άγραν βίζας, ή, γενικά, στη διαδικασία να φύγουν. Τα ’χουμε ξαναπεί από δω, αρκετές φορές. Τα πράγματα είναι άσχημα πολύ, και η κατάρρευση που έρχεται θα μας χτυπήσει όλους με βιαιότητα. Φεύγετε να φεύγουμε, λοιπόν. Λογικά, δεν θα έπρεπε να σταθώ στην απόφαση του φίλου μου και να την αναφέρω εδώ στο Ημερολόγιο — είναι ένας από τους τόσους. Το κάνω για ένα λόγο: επειδή ο συγκεκριμένος φίλος είναι εξήντα δύο ετών.