Λέω «πάνω στο ύφος και το ήθος» γιατί δεν πρόκειται να επιχειρήσω να αναστρέψω τα επιχειρήματα του κ. Μιχαηλίδη, με τα οποία κατακεραυνώνει τους τρόπους με τους οποίους προσέλαβα και ανέγνωσα ένα μέρος του έργου του Ρίτσου. Υπάρχουν τα κείμενα, ας ανατρέξει κανείς σ' αυτά, αν το επιθυμεί· δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτα απ' όσα έγραψα στο ARB. Αρκεί να πω ότι πρόθεση του κειμένου δεν ήταν να αποτιμήσει εν γένει την ποίηση του Ρίτσου, αλλά να επιχειρήσει ένα είδος ανάγνωσης η οποία μπορεί να μην αρέσει στον κ. Μιχαηλίδη, αλλά διεκδικεί την προσωπική της γνησιότητα, χωρίς επαμφοτερισμούς.
Άλλο θα ήθελα να επισημάνω, και γι’ αυτό επανέρχομαι – δεν έχω άλλωστε κανένα λόγο να επιδοθώ σε άγονους διαξιφισμούς με τον κ. Μιχαηλίδη. Ο λόγος είναι ότι το μισαλλόδοξο και ειρωνικό του κείμενο χαρακτηρίζεται από εκείνο το διαχρονικά ισχύον και θλιβερό ολίσθημα της κριτικής, που τόσο συχνά συναντάμε σε ανάλογες αποτιμήσεις. Κι αυτό το μέγα ολίσθημα είναι να συγχέει ο κριτικός το πρόσωπο του συγγραφέα ενός κειμένου με το ίδιο το κείμενο, να αυθαιρετεί αποδίδοντάς του προθέσεις αλλότριες (ως και «κομμουνιστοφάγο» με αποκαλεί, αλλά θα αντισταθώ στον πειρασμό να αντιγυρίσω τον χαρακτηρισμό, αποκαλώντας τον, με τη σειρά μου, απολογητή του σταλινισμού), να καταφεύγει στην ευκολία των χαρακτηρισμών, να προβαίνει σε ηθικούς καταλογισμούς, να «ιδεολογικο-λογεί», την ίδια στιγμή που αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας αυτού του είδους τις προσεγγίσεις. Τα όσα γράφει ο κ. Μιχαηλίδης είναι μια λαλίστατη απόδειξη του πώς ένα κριτικό κείμενο μπορεί να αυτοδυναμιτιστεί από τα ίδια του τα όπλα – κυρίως από την επίθεση adhominem, την ανταπάντηση δηλαδή σε επιχειρήματα μέσω της προσωπικής προσβολής προς εκείνον που τα διατυπώνει.