Σύνδεση συνδρομητών

Λένα Ράμμου

Λένα Ράμμου

Σύμβουλος διοίκησης και διαχείρισης στον οπτικοακουστικό τομέα. Έχει συνεργαστεί με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Media Desk Hellas, το υπουργείο Πολιτισμού κ.ά. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Πολιτισμός και Παραγωγή Ταινιών Ντοκιμαντέρ» του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Επιστρέφοντας από την Αμερική το 1996, πληροφορήθηκα για κάποιον σπουδαίο διευθυντή ενός παράλληλου τμήματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες». Την ίδια χρονιά, επισκέφτηκα το Φεστιβάλ, και δεν ξεκόλλησα από τις αίθουσες όπου παίζονταν «οι ταινίες του Εϊπίδη». Χαμός! Ουρές, κόσμος στα σκαλάκια, ο ένας πάνω στον άλλον κυριολεκτικά, ατέλειωτες συζητήσεις στα μπαράκια μετά. Ζωή. Άρρηκτα συνδεδεμένη με το σινεμά. Άρρηκτα συνδεδεμένη με το σινεμά ήταν και η μυθιστορηματική ζωή του Δημήτρη Εϊπίδη.

Στο τεύχος 8 του περιοδικού Κινηματογραφιστής που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1999, πήραμε (η συνεργάτρια του περιοδικού Χριστίνα Μούργκα) μια συνέντευξη από τον Εϊπίδη για το νέο του εγχείρημα, το 1ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα. «Το ντοκιμαντέρ έχει μέλλον», είχε πει. «Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι μια διεθνής ετήσια εκδήλωση, μη διαγωνιστική, όπου ταυτόχρονα διοργανώνεται ένα τμήμα Αγοράς το οποίο θέλω να ελπίζω ότι θα εξασφαλίζει την εμβέλεια και τη συνέπεια αυτής της εκδήλωσης. Δεν αρκεί να προβάλλει κανείς πέντε, δέκα, πενήντα ταινίες, και την επόμενη εβδομάδα να εξαφανιστούν. Πρέπει να φροντίζει ώστε κάποιες από αυτές να αποκτήσουν διανομή». Η πορεία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ που φέτος θα υλοποιήσει την 23η του διοργάνωση απέδειξε ότι ο Εϊπίδης τα κατάφερε. Το όραμά του έγινε πραγματικότητα.

Είχα την τιμή και τη χαρά να συνεργαστώ πολύ στενά με τον Δημήτρη Εϊπίδη για έντεκα χρόνια – από το 2006 μέχρι το 2016 που παραιτήθηκε. Αρχικά ως συντονίστρια του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και, από το 2010 και μετά, ως γενική συντονίστρια του Οργανισμού. Δεν ήταν εύκολος τύπος. Την πρώτη κιόλας χρονιά, στο 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, σκοτωθήκαμε. Ήταν Παρασκευή, θυμάμαι. Διαφωνήσαμε. Το Φεστιβάλ πλησίαζε. Του είπα ότι θα συνεχίσω να εργάζομαι ώσπου να ολοκληρωθεί το έργο, και θα επικοινωνούμε όσο το δυνατόν λιγότερο. Συνεχίσαμε να εργαζόμαστε επικοινωνώντας με e-mail το Σαββατοκύριακο, και τη Δευτέρα. Την Τρίτη το πρωί μου τηλεφώνησε. Άκουσα μια σχεδόν παιδική, γαλίφικη, διστακτική φωνή να μου λέει: «να… μονιάσουμε;». Ξέσπασα σε γέλια και του είπα ναι, να μονιάσουμε. Από την αρχή εκείνης της πρώτης χρονιάς, ο Εϊπίδης με ενέπνευσε, μου θύμισε γιατί είχα διαλέξει να σπουδάσω και να ασχληθώ με τον κινηματογράφο. Με καθοδήγησε. Έγινε ο μέντοράς μου. Όπως και πολλών άλλων.

Δεν ήταν μόνο πολύ εργατικός. Ήταν ακούραστος. Μια μέρα είχε δει οκτώ ταινίες στο γραφείο – πολύ σύνηθες. Και το βράδυ μού λέει: «Τι θα κάνουμε τώρα κυρία Ράμμου; Πάμε κανένα σινεμά;» Σε όλη τη διάρκεια της σχέσης μας, που συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του, μιλούσαμε στον πληθυντικό. Τον αγαπούσα και ξέρω ότι κι εκείνος με αγαπούσε. Μετά το τέλος του 8ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ μου ανακοίνωσε: «Είστε οικογένεια για μένα. Η αδερφή μου. Εμείς θα γεράσουμε μαζί». Τι κι αν είχαμε 25 χρόνια διαφορά; Το πνεύμα του Εϊπίδη ήταν πιο νέο, πιο ζωντανό απ’ το δικό μου.

Άνθρωπος βαθιά ευφυής, τολμηρός, πεισματάρης, μοναχικός, ρομαντικός, συγκρουσιακός, γκρινιάρης, αεικίνητος. Περήφανος. Λάτρης της τέχνης και του ωραίου. Ελιτίστας. Με εξαιρετικό χιούμορ. Με εκτόπισμα. Δύσκολος και ταυτόχρονα ερωτεύσιμος. Τον θυμάμαι να ψάχνει τους πάγκους στα παζάρια του Βερολίνου μπας και έχει ξεπέσει κανένα έργο του αγαπημένου του Γιώργου Μπουζιάνη. Στα φεστιβάλ του εξωτερικού έχαιρε τεράστιας εκτίμησης. Για να διανύσεις με τον Εϊπίδη μια απόσταση πέντε λεπτών, σου έπαιρνε μισή ώρα γιατί συνέχεια κάποιος τον σταματούσε για να του δώσει μια ταινία ή να του ζητήσει τη γνώμη του για την επόμενη ταινία του. Στενός φίλος μεγάλων προσωπικοτήτων του σινεμά και της σύγχρονης τέχνης, όπως ο Άντι Γουόρχολ. Όλοι θυμόμαστε το 2013 που ο Τζιμ Τζάρμους τον αποκάλεσε από τη σκηνή του κατάμεστου Ολύμπιου «νονό του ανεξάρτητου κινηματογράφου». Ο Εϊπίδης είχε διαλέξει και είχε παίξει στο Μόντρεαλ την πρώτη μικρού μήκους ταινία του σκηνοθέτη.

Όταν οι καταστάσεις στη δουλειά ήταν επικίνδυνες, με σκληρές προθεσμίες, έλλειψη χρόνου και χρημάτων, είχε το χάρισμα να μας καθησυχάζει, να μας εμπνέει και να μας ντοπάρει σαν ένας καλός προπονητής. Διότι, βεβαίως, ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του. Και είχε τεράστιο ταλέντο. Διότι περί ταλέντου πρόκειται. Πώς επέλεγε τις ταινίες; «Κοινή λογική χρειάζεται», μου έλεγε. «Και τι άλλο;». «Ένας χαρακτήρας ερωτεύσιμος». Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι δεν είχε καμία συνταγή. Είχε απλώς τεράστιο ταλέντο που συμπληρωνόταν από εργατικότητα. Κάθε φορά, πριν από κάθε Φεστιβάλ, είχε μεγάλη αγωνία κι έλεγε: «Φέτος δεν έχουμε καλό πρόγραμμα. Αποκλείεται να έχουμε κόσμο. Τι θα κάνουμε;». Κι όταν έπαιρνε στα χέρια του τον φρεσκοτυπωμένο Κατάλογο και τον ξεφύλλιζε, στις πρώτες σελίδες έλεγε: «Τελικά, ίσως δεν είναι και τόσο κακό το πρόγραμμα». Και όταν τέλειωνε το ξεφύλλισμα, έλεγε με σιγουριά: «Καλό πρόγραμμα έχουμε». Κάθε φορά το ίδιο. Κάθε φορά είχε την αγωνία του πρωτάρη. Και όταν ξεκινούσαμε την προετοιμασία του επόμενου Φεστιβάλ, επιζητούσε το καινούργιο, το διαφορετικό. Σε όλα. Από τους σκηνοθέτες και τις ταινίες μέχρι τις φωτογραφίες του Καταλόγου. «Φεστιβάλ κάνουμε, δεν κάνουμε κονσέρβα». Βαριόταν εύκολα. Όταν όλα κυλούσαν ομαλά, δεν άντεχε. Επινοούσε προβλήματα για να είναι σε εγρήγορση. Γινόταν γκρινιάρης και μουρτζούφλης, σχεδόν αφόρητος.

Ο Εϊπίδης αισθανόταν –και ήταν– υπεύθυνος απέναντι στο κοινό του. Αυτός ήταν και ο λόγος της συχνής σύγκρουσής του με τους έλληνες κινηματογραφιστές. «Τι είναι οι ταινίες; Γραμματόσημα; Από όλες τις χώρες θα μαζεύουμε;». Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να αντιληφθεί το «θεσμικό πλαίσιο» ενός διεθνούς εθνικού φεστιβάλ, που χρηματοδοτείται από την ελληνική πολιτεία. Όταν του το υπενθύμιζα, αντέτεινε: «Να το ανεξαρτητοποιήσουμε το Φεστιβάλ. Θα βρούμε χορηγούς και θα το κάνουμε μόνοι μας». Το Ντοκιμαντέρ εννοούσε. Και όταν του έλεγα ότι «πρέπει» να πάμε στην τάδε εκδήλωση που βαριόταν θανάσιμα, μου έλεγε γελώντας: «Μα τι είμαι εγώ, κλάουν (η δική του προφορά του clown/κλόουν), να με γυρίζετε από ’δώ κι από ’κεί»;

Η περηφάνια του –που δεν ήταν ψωροπερηφάνια– τον ώθησε να συγκρουστεί με την οικογένειά του και να φύγει στο εξωτερικό για να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Δεν δίστασε να πλένει πιάτα για να σπουδάσει σινεμά. «Μάζευα από το πάτωμα τους συνδετήρες για να βγει το Φεστιβάλ του Μόντρεαλ». Ο Εϊπίδης ήταν «τσιγκούνης» με τις δαπάνες του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το ίδιο έκανε με κάθε φεστιβάλ που υπηρέτησε. Δεν δίστασε να συγκρουστεί με όποιον και ό,τι στεκόταν εμπόδιο στο όραμά του.

Ήταν βαθιά πολιτικό –όχι κομματικό– ον. Γι’ αυτό επιβίωσε 24 χρόνια στο Φεστιβάλ, σε διαφορετικούς, πάντα ηγετικούς ρόλους, χωρίς καμιά κυβέρνηση να τον αμφισβητήσει. Όταν από την «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, επί υπουργίας Πολιτισμού Μπαλτά, ζητήθηκε η παραίτησή του, την έστειλε αμέσως. Ήταν Ιανουάριος. Και δεν δίστασε να τσαλαπατήσει την περηφάνια του και να παραμείνει στο τιμόνι του Οργανισμού προκειμένου να προλάβει να πραγματοποιηθεί απρόσκοπτα το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.

Με τους διαδόχους του ήταν ικανοποιημένος. Με την Ελίζ Ζαλαντό είχαν εξαιρετική σχέση και συνεργασία, χρόνια πριν εκείνη διοριστεί στο Φεστιβάλ. Για τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να φανταστεί καλύτερο διάδοχό του.

Ο Δημήτρης Εϊπίδης δεν γέρασε ποτέ. Από σχετικά νεαρή ηλικία ταλανιζόταν από πολλά προβλήματα υγείας. Δεν τους έδινε σημασία. Συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχαν. Ευτύχησε να ζήσει τη ζωή που επιδίωξε. Ευτύχησε να ευτυχεί μέσα από τη «δουλειά» του. Το σινεμά δεν ήταν δουλειά για τον Εϊπίδη. Ήταν ο έρωτάς του. Και του παραδόθηκε ολοκληρωτικά.

 

Ποιος ήταν

Ο Δημήτρης Εϊπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και αμερικανικό θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, καθώς και σκηνοθεσία θεάτρου στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών στη Νέα Υόρκη. Είναι επίσης απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου του Λονδίνου.

Το 1971 ίδρυσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ με έμφαση στον νέο κινηματογράφο, το οποίο διηύθυνε επί 14 χρόνια. Ώς το 2020 παρέμεινε σύμβουλος και διευθυντής του διεθνούς του προγράμματος. Από το 1988 ώς το 2018 ήταν στέλεχος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, ως υπεύθυνος διεθνούς προγράμματος. Από το 1992 έως το 2005 διηύθυνε το παράλληλο τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, «Νέοι Ορίζοντες».

Το 1999, ίδρυσε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα, το οποίο διηύθυνε έως το 2016. Από το 1995 έως το 2015, ήταν επίσης διευθυντής προγράμματος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ισλανδίας στο Ρέικιαβικ.

Ο Δημήτρης Εϊπίδης έχει διδάξει Ιστορία Κινηματογράφου και Αισθητική στο Πανεπιστήμιο McGill του Μόντρεαλ από το 1968 ώς το 1970 και στο Πανεπιστήμιο Concordia μέχρι το 1971. Έχει υπάρξει μέλος διεθνών κριτικών επιτροπών σε πολλά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων του Σαν Σεμπαστιάν, της Κωνσταντινούπολης, της Αβινιόν, της Ιερουσαλήμ, της Μόσχας, της Σεούλ, της Φιλαδέλφειας, του Μπιλμπάο, του Κάρλοβι Βάρι, της Τεργέστης, της Λειψίας, του Άμστερνταμ, της Αγίας Πετρούπολης κ.ά.

Το 1999, του απονεμήθηκε το τιμητικό βραβείο της FIPRESCI (Διεθνής Συνομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου) για την ποιότητα και την πρωτοτυπία των προγραμμάτων των «Νέων Οριζόντων» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τον Απρίλιο του 1993, ο ιρανός υπουργός Πολιτισμού του απένειμε στην Τεχεράνη ένα τιμητικό βραβείο σε αναγνώριση της συμβολής του στην προώθηση του ιρανικού κινηματογράφου διεθνώς. Παρά το βραβείο, όμως, όταν χρειάστηκε, εναντιώθηκε στο ιρανικό κράτος υπερασπιζόμενος την ελευθερία του Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος διώχθηκε από το καθεστώς της χώρας του λόγω του έργου του. Από το 2001, ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Τον Μάιο του 2010 διορίστηκε στη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, από την οποία παραιτήθηκε το 2016. Πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 2021.

 

Με τα λόγια του Εϊπίδη

Ο Δημήτρης Εϊπίδης μιλούσε συχνά αποφθεγματικά, αλλά και με ουσία. Κάνω μια χαρακτηριστική επιλογή, απ' όσα μας έλεγε:

-Η τέχνη είναι τέχνη. Είναι ελευθερία.

-Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο στη ζωή από το να προωθείς το σινεμά.

-Θα προτιμούσα να έχω μια κινηματογραφική αίθουσα κατά τα 2/3 άδεια, αρκεί το 1/3 να είναι γεμάτο με ευφυΐες.

-Είμαι αθώος. Ανόητος, αλλά αθώος.

-Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ανόητοι. Ακόμα και για κείνους που δεν γνωρίζω, το διαισθάνομαι. Εκπέμπουν ανοησία.

-Δεν θα φτιάξω το επαγγελματικό μου προφίλ σε βάρος των ταινιών και των σκηνοθετών.

-Είναι πλέον επίσημο: είμαι όσο γέρος είναι και ο Άι-Βασίλης.

-Μου αρέσει να βλέπω νεαρά ζευγάρια. Έχουν κάτι τόσο θετικό που σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι ερωτευμένα.

-Έχω πλύνει όλα τα πιάτα του Σαν Φρανσίσκο. Τουλάχιστον δυο φορές.

-«Σε σκεφτόμουν προχτές που έπλενα τα πιάτα», μού είπε ο Άκι Καουρισμάκι.

-Χρειαζόμαστε κάμποσα μπουκάλια κρασί για ν’ απελευθερώσουμε τη φαντασία και την ελευθερία της σκέψης μας.

-Μου αρέσουν τα ψέματα. Χρειαζόμαστε φαντασία. Η πραγματικότητα είναι βαρετή.

-Η επιλογή Προγράμματος είναι θέμα διαίσθησης. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι ιστορίες. Η ιστορία είναι ένα από τα στοιχεία, σχεδόν άχρηστο. Μια ταινία μπορεί να είναι μόνο φως και σκιές, εντελώς αφηρημένη, και, παρ’ όλα αυτά, να επικοινωνεί με το κοινό.

-Παλιά πήγαινα σινεμά στη Νέα Υόρκη και έβαζα βαμβάκι στ’ αυτιά μου. Δεν ήθελα να καταλάβω την ιστορία, ήθελα να νιώσω την ταινία. Χρησιμοποιούσα πολύ βαμβάκι εκείνη την εποχή.

-Μια καλή ταινία την αισθάνεσαι σ’ όλο σου το σώμα, μέχρι τα ακροδάχτυλα.

-Μια ταινία υπάρχει και χωρίς εσένα. Να το θυμάσαι πάντα αυτό.

-Στο μυαλό μου, όλα είναι εφικτά.

-Τι ζωή κι αυτή! Ακόμα περιμένω ένα θαύμα!

-Ξέρεις πώς νιώθεις όταν δεν ανήκεις πουθενά;

-Πρέπει να διατηρούμε από την αγνότητα του πνεύματός μας.

-Θ’ αλλάξουμε τον κόσμο.

-Πεθαίνω από νιότη.