Σύνδεση συνδρομητών

Οι βιοκοινωνικές ασυμβατότητες των ολοκληρωτικών συστημάτων

Λευτέρης Ζούρος
Σάββατο, 19 Σεπτεμβρίου 2015 08:09
O Τροφίμ Ντενίσοβιτς Λυσένκο φωτογραφημένος με ένα στάχυ. Ο γεωπόνος του σταλινικού καθεστώτος ισχυριζόταν ότι τα κληρονομικά χαρακτηριστικά των φυτών αποκτώνται από επιρροές του περιβάλλοντος. Έλεγε ότι αν βλαστήσει σπόρους σιταριού και τους υποβάλει σε ένα σοκ χαμηλής θερμοκρασίας, τα φυτά θα αποκτήσουν την ικανότητα να καρποφορούν στις ψυχρές πεδιάδες της Σιβηρίας. Μεταξύ 1934 και 1940, εκτελέστηκαν ή παύθηκαν αρκετοί σοβιετικοί βιολόγοι και γενετιστές, ενώ τα «πειράματα» του Λυσένκο, μολονότι αποτελούσαν παταγώδη αποτυχία, ανακοινώνονταν ως τεράστια επιτεύγματα.
Αρχείο The Books' Journal
O Τροφίμ Ντενίσοβιτς Λυσένκο φωτογραφημένος με ένα στάχυ. Ο γεωπόνος του σταλινικού καθεστώτος ισχυριζόταν ότι τα κληρονομικά χαρακτηριστικά των φυτών αποκτώνται από επιρροές του περιβάλλοντος. Έλεγε ότι αν βλαστήσει σπόρους σιταριού και τους υποβάλει σε ένα σοκ χαμηλής θερμοκρασίας, τα φυτά θα αποκτήσουν την ικανότητα να καρποφορούν στις ψυχρές πεδιάδες της Σιβηρίας. Μεταξύ 1934 και 1940, εκτελέστηκαν ή παύθηκαν αρκετοί σοβιετικοί βιολόγοι και γενετιστές, ενώ τα «πειράματα» του Λυσένκο, μολονότι αποτελούσαν παταγώδη αποτυχία, ανακοινώνονταν ως τεράστια επιτεύγματα.

Λακτίζουμε ανυπόδητοι προς κέντρα όταν τα βάζουμε με την ετερότητα. Ας την παραδεχθούμε, ας την εναγκαλιστούμε και ας την προαγάγουμε. Ως κοινωνία έχουμε υποχρέωση να απαλύνουμε τον πόνο του αδικημένου από τη φύση ή τις κοινωνικές συγκυρίες. Έχουμε όμως ίση υποχρέωση να προωθήσουμε τον προικισμένο σε όποια σφαίρα τον ωθεί το ταλέντο του – την επιστήμη, τη διανόηση, την τέχνη, την επιχειρηματικότητα. Πρέπει, κατά συνέπεια, να συνταχθούμε πίσω από ένα πολίτευμα που τάσσεται υπέρ αυτών των σκοπών. Αναδημοσίευση από το Books' Journal #58, Σεπτέμβριος 2015, που κυκλοφορεί.

 

Ιστορία #1. Κυριακή Εθνικών Εκλογών στον Μανδαμάδο Λέσβου: Πού πας μωρή Στρατιάδα, πουρνό-πουρνό; Στον Ταξιάρχη. να ανάψω ένα κερί, να βγει το κουκουέ.

Ιστορία #2. Σοβιετική Ένωση, δεκαετίες του ’30 και του ’40 του 20ού αιώνα. Ο γεωπόνος Λυσένκο επιμένει ότι αν βλαστήσει σπόρους σιταριού και τους υποβάλει σε ένα σοκ χαμηλής θερμοκρασίας, τα φυτά θα αποκτήσουν την ικανότητα να καρποφορούν στις ψυχρές πεδιάδες της Σιβηρίας. Το πείραμα αποτυγχάνει1.   

Ιστορία #3. Τα βακτήρια «συνομιλούν» μεταξύ τους μέσω μια χημικής γλώσσας, διαθέτοντας έτσι τη δυνατότητα συλλογικών συμπεριφορών, η μελέτη των οποίων είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της περιβαλλοντικής τους συνεισφοράς όσο και της παθογένειάς τους, όπου αυτή εμφανίζεται2.

Τι κοινό μπορεί να υπάρχει μέσα σ’ αυτές τις ιστορίες; Έχουν πολλά γραφεί για το κατά πόσο μια ολοκληρωτική κοινωνία είναι εφικτή και βιώσιμη. Η αντιμετώπιση του θέματος που θα υιοθετήσω εδώ έχει τις ρίζες της στην ερμηνεία των φαινομένων μέσα από το πρωτόκολλο της φυσικής επιστήμης και έχει γίνει γνωστή, τα τελευταία τριάντα χρόνια, ως κοινωνιοβιολογία3. Πρόκειται, ασφαλώς, για μια ανορθόδοξη προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Η ανορθοδοξία έχει αποδειχθεί πολλές φορές, ασφαλώς όχι πάντοτε, δύναμη αποτελμάτωσης και στροφής προς μια νέα θεώρηση4. Έχω αλλού υποστηρίξει την άποψη ότι η κοινωνιοβιολογία έχει τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας αναγεννησιακής στροφής στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών5. Από τη σκοπιά της κοινωνιοβιολογίας, το κύριο κοινό χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών συστημάτων είναι η εξάλειψη των διαφορών μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας και η επιβολή μιας ομοιόμορφης κατάστασης. Στο σημείο αυτό συγκλίνουν τόσο οι δεξιοί (επιβολή μιας ρατσιστικής και πολιτισμικής ομοιομορφίας), όσο και οι αριστεροί (επιβολή οικονομικής ισότητας) και, ακόμα, οι θρησκευτικοί (το ένα και μοναδικό δόγμα) ολοκληρωτισμοί. Αυτό το κοινό χαρακτηριστικό καθιστά δευτερεύουσες τις οποιεσδήποτε διαφορές. Στην πράξη, οι κοινωνικές διαφορές (οικονομικές, πολιτισμικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές ή οποιασδήποτε άλλης μορφής) είναι εγγενώς συνδεδεμένες έτσι ώστε οι επεμβάσεις στο χώρο της μιας (είτε προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης είτε προς την κατεύθυνση της διόγκωσης) να επηρεάζουν αναπόφευκτα το χώρο μιας άλλης. Ακόμα, άλλα έντονα κοινά χαρακτηριστικά, όπως η συγκεντρωτική και αυταρχική εξουσία, μπορούν να θεωρηθούν ως παράγωγα, παρά ως αίτια, της αρχής για την επιβολή της ομοιομορφίας.

Η δυσκολία να αντιληφθούμε γιατί οι φυσικές επιστήμες –και η Βιολογία ειδικότερα, ως η πλησιέστερη στο θέμα– έχουν το δικαίωμα να μπαίνουν στα χωράφια της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας και γενικά των ανθρωπιστικών επιστημών και της τέχνης πηγάζει από μια σειρά θεμελιωδών παρεξηγήσεων. Απ’ αυτές πρώτη είναι η διαφορά μεγέθους. Από το γιατί και το πώς πέφτει το μήλο από τη μηλιά μπορούμε να κατανοήσουμε πολλά για το πώς προέκυψαν και κινούνται oι γαλαξίες, κάτι αδιανόητο πριν από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα. Σήμερα θεωρούμε αδιανόητο ότι η μελέτη των κοινωνιών των βακτηρίων μπορεί να μας πει τίποτε για τις κοινωνίες των ανθρώπων. Όμως οι αποστάσεις είναι συγκρίσιμες. Η απόσταση μεταξύ των κοινωνιών των βακτηρίων και του ανθρώπου είναι αβυσσαλέα, αλλά εξ ίσου αβυσσαλέα είναι η διαφορά μεγέθους μεταξύ ενός μήλου και ενός γαλαξία. Αν μπορέσαμε να περάσουμε από το μήλο στους γαλαξίες γιατί να μην μπορούμε να κάνουμε το ίδιο για τα βακτήρια και τον άνθρωπο; Η απάντηση δεν είναι άλλη από το ότι για τη δεύτερη περίπτωση βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή πριν από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα. Μόνο που, σήμερα, η επιστήμη τρέχει πολύ πιο γρήγορα και δεν θα χρειαστούμε 400 χρόνια για να γεφυρώσουμε το χάσμα. Γνωρίζουμε ήδη ότι δεν υπάρχει βιολογικό είδος που να μην έχει κάποια μορφή κοινωνικής ζωής. Αν δε περάσουμε από τα βακτήρια στις μέλισσες και από τις μέλισσες στις φάλαινες και στους πιθήκους, η άρνηση κοινωνικής ζωής σ’ αυτά τα είδη καταντά παιδαριώδης. Δεν δικαιούμαστε να μιλούμε για βιολογική και κοινωνική εξέλιξη ως ξεχωριστές διαδικασίες. Το ορθότερο είναι να μιλούμε μόνο για εξέλιξη. Η χρήση του όρου βιοκοινωνική εξέλιξη, όπως στον τίτλο αυτού του δοκιμίου, έχει απλώς ενδεικτική σημασία.

Η δεύτερη παρεξήγηση έχει να κάνει με την «ιστορία» της απόστασης. Η τεράστια διαφορά μεταξύ γαλαξιών και μήλου και μεταξύ βακτηρίων και ανθρώπου αξιώνει το δικαίωμα της αναγνώρισης της ύπαρξής της (που το δικαιούται), αλλά φαίνεται να αξιώνει και ένα δικαίωμα «αυθυπαρξίας» (που δεν το δικαιούται). Το θέμα είναι λεπτό, μπορεί όμως να κατανοηθεί με ένα απλό πείραμα σκέψης. Ας θεωρήσουμε τέσσερις ενυπάρχουσες καταστάσεις –τις Β,Γ, β, γ– τις οποίες ομαδοποιούμε σε δυο ζεύγη, το ζεύγος Β-Γ και το ζεύγος β-γ. Η απόσταση μεταξύ Β και Γ είναι ίση με την απόσταση μεταξύ β και γ. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Στη περίπτωση του πρώτου ζεύγους υπήρξε μια φυσική πορεία που οδήγησε από μια προγονική κατάσταση Α στις καταστάσεις Β και Γ. Στην περίπτωση του δεύτερου ζεύγους δεν υπήρξε και δεν υπάρχει φυσική σύνδεση μεταξύ των δυο μελών, δεν υπήρξε πρότερη κατάσταση α. Η διαφορά είναι θεμελιώδης, αποτελεί τη βάση δυο αντικρουόμενων κοσμοθεωριών: τον μονισμό (την άποψη ότι ο κόσμος έχει μια ενότητα, συνέχεια και συνέπεια) και τον δυϊσμό (την άποψη ότι υπάρχουν δυο κόσμοι, αυθύπαρκτοι και ανεξάρτητοι). Για το μήλο και τους γαλαξίες δεν αρνείται κανείς ότι πρόκειται για την περίπτωση Β-Γ, έχουμε μονισμό. Αντίθετα, δεν σπανίζουν εκείνοι που προτιμούν την περίπτωση β-γ, τον δυϊσμό, για τις κοινωνίες των βακτηρίων και του ανθρώπου. 

Φθάνουμε έτσι στο τρίτο πρόβλημα. Ο δυϊσμός έρχεται σε πολλές μορφές. Ο πιο γνωστός –για πολλούς ο μόνος– είναι η ύπαρξη δύο κόσμων, του φυσικού και του μεταφυσικού. Αυτόν μπορούμε να τον ονομάσουμε δυϊσμό «πρώτου βαθμού». Γιατί ακολουθούν, ως παράγωγά του, μια σειρά δυϊσμών «δευτέρου βαθμού». Οι βιταλιστές του 18ου αιώνα είχαν υιοθετήσει μια δυϊστική άποψη για το φαινόμενο της ζωής, έψαχναν για τη vis vitalis, τη δύναμη που διαφοροποιεί τη χημεία του έμβιου κόσμου από τη χημεία του άβιου. Το ψάξιμό της έχει σταματήσει προ πολλού. Και αν, με πολλή βαρυθυμία, δεχόμαστε σήμερα ότι υπάρχει μια κοινή χημεία που ενώνει τον άβιο με τον έμβιο κόσμο, αυτό δεν μας εμποδίζει να κρατήσουμε αγεφύρωτο ένα άλλο χάσμα: αυτό που βάζει όλες τις μορφές της ζωής από τη μια μεριά και τον άνθρωπο από την άλλη. Γιατί θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος έχει ιδιότητες, όπως η συνείδηση και η ελεύθερη βούληση, που δεν μπορούν να υπάρξουν σε καμιά άλλη μορφή φθαρτής ύλης. Κατ’ ουσίαν, βαυκαλιζόμαστε με την υπόθεση μιας άλλης «δύναμης», ας την ονομάσουμε vis conscientiae, που διαφοροποιεί μέσα στο βασίλειο της ζωής τον άνθρωπο από το υπόλοιπο κόσμο. Η vis conscientiae πιθανότατα δεν θα έχει καλύτερη τύχη από τη vis vitalis.

Ο δαρβινισμός κατέλυσε το δυϊσμό που ήθελε τη ζωή έξω από το χώρο της φυσικής επιστήμης. Η κοινωνιοβιολογία επιχειρεί το ίδιο για το δυϊσμό που θέλει ένα μέρος των ιδιοτήτων του ανθρώπου έξω από αυτόν τον χώρο. Το επιχειρεί χρησιμοποιώντας το ίδιο εργαλείο: τη μελέτη της ροής της πληροφορίας στο μήκος του χρόνου. Υπάρχουν πολλές μορφές πληροφορίας και η γενετική είναι μόνο μια από αυτές. Η πολεμική κατά της κοινωνιοβιολογίας παραγνωρίζει το σημείο αυτό, θεωρεί ότι η κοινωνιοβιολογία στηρίζεται πάνω σε μια μονόδρομη σχέση μεταξύ γονιδίων και κοινωνικών φαινομένων. Ένα μεγάλο μέρος της πληροφορίας πάνω στην οποία στηρίζεται η ζωή είναι όντως γραμμένη στο DNA. Όμως, το DNA δεν είναι ο μόνος φορέας πληροφορίας στο βασίλειο της ζωής. Το μερίδιό του διαφέρει ανάλογα με το βιοκοινωνικό κράμα που χαρακτηρίζει το ένα ή το άλλο είδος. Θα μπορούσαμε να υποκύψουμε σε έναν δυϊστικό πειρασμό, να βάλουμε σε ένα καλάθι τη γενετική πληροφορία και σε ένα άλλο την πληροφορία κάθε άλλης μορφής, τη μη γενετική πληροφορία. Αν το κάνουμε, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι γνώσεις μας σχετικά με τη φυσική βάση της μη γενετικής πληροφορίας (οι εγκεφαλικές και νευρωνικές διεργασίες που τη δημιουργούν, την αποθηκεύουν, την τροποποιούν και τη μεταδίδουν) βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. Αλλά ας μην ξεχνούμε τη σκληρή αντίδραση που αντιμετώπισε το γονίδιο όταν μας έκανε οριστικά αισθητή την ύπαρξή του μόλις έναν αιώνα πριν. Ούτε μπορούμε να μιλήσουμε για απόλυτη διάκριση μεταξύ γενετικής και μη γενετικής πληροφορίας, ο δυϊσμός είναι και εδώ παραπλανητικός. Αντίθετα, μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στη μονιστική άποψη ότι, για να αποτελέσει εξελικτική δύναμη, κάθε μορφή πληροφορίας πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής (μεταβίβαση και εξάπλωση στον πληθυσμό), της μεταλλαγής (τροποποίηση και μεταβλητότητα) και της επιλογής (ανταγωνισμός, με αποτέλεσμα την επικράτηση μιας μορφής ή τη δυναμική συνύπαρξη περισσοτέρων μορφών στο μήκος του χρόνου)6.

Αυτά όσον αφορά το γιατί η κοινωνιοβιολογία τολμά να μπαίνει στα χωράφια των ανθρωπιστικών επιστημών. Τι έχει να πει ειδικά για το πόσο εύπλαστη και χειραγωγήσιμη είναι η ανθρώπινη φύση; και πόσο εύκολη, εφικτή και, το κυριότερο, επιθυμητή είναι η ομοιογενοποίηση μιας κοινωνίας; Η Στρατιάδα δεν είναι ακριβώς ο πολίτης που οραματίζεται ο μαρξισμός. Φταίει για αυτό το πού και το πώς μεγάλωσε; Ασφαλώς, αλλά μόνο σε κάποιο βαθμό. Κάτι βαθύτερο κάνει τη Στρατιάδα να διαφέρει από την Αμερσούδα που δεν πηγαίνει συχνά στον Ταξιάρχη και πιθανώς δεν ψηφίζει κουκουέ, μολονότι μεγάλωσε στο ίδιο χωριό. Το χωριό της Στρατιάδας είναι ένας πολυμορφικός μικρόκοσμος, πάντα ήταν. Με όλες τις διαβαθμίσεις της ειλικρίνειας και της μπαγαποντιάς, του φιλότιμου και της αχαριστίας, του συμβιβασμού και της σύγκρουσης, του θάρρους και της δειλίας, και πάει λέγοντας. Και ας πέρασαν από πάνω του σαν οδοστρωτήρες κατακτητές λογιών-λογιών (Έλληνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Λατίνοι, Οθωμανοί) και λογιών-λογιών θρησκείες (από τον Όλυμπο ώς τη Γαλιλαία και τη Μέκκα). Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό. Πρόκειται για το νόμο της ποικιλότητας, αυτό που έχω ονομάσει ετερότητα6.  Στην απλούστερη πρόσληψή του, ο νόμος της επιλογής οδηγεί σε μια βέλτιστη κατάσταση για όλα τα άτομα του πληθυσμού – καθαρίζει το σιτάρι από την ήρα. Αν μείνουμε σ’ αυτή την αντίληψη για τη φυσική επιλογή, αν την δούμε μόνο ως δύναμη κάθαρσης, θα έχουμε ουσιωδώς υποεκτιμήσει το ρόλο της στην ιστορία της ζωής. Μέσα στη τεράστια ετερογένεια και μεταβλητότητα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος που εξελίσσεται ένας πληθυσμός, η επιλογή δεν μπορεί ποτέ να είναι μίας και αμετάβλητης κατεύθυνσης (εκτός από κάποια χαρακτηριστικά σχεδόν πλήρους ανικανότητας επιβίωσης και αναπαραγωγής, όπως για παράδειγμα οι ακραίες μορφές αναιμίας), και αυτές οι αλλαγές στο μέγεθος και τη φορά της επιλογής οδηγούν νομοτελειακά στην ετερότητα. Το ξεκαθάρισμα του σιταριού από την ήρα αποτελεί επουσιώδες έργο μπροστά στο δίλημμα σιτάρι ή κριθάρι. Και τις περισσότερες φορές, η χειρότερη λύση αποδεικνύεται ο μονομορφισμός: μόνο σιτάρι ή μόνο κριθάρι.

Για να εκτιμήσουμε το νόμο της ετερότητας πρέπει να υποκαταστήσουμε στη σκέψη μας το άτομο με τον πληθυσμό, να κατανοήσουμε ότι οι εξελικτικές δυνάμεις σπάνια οδηγούν στην επικράτηση μιας βέλτιστης μορφής. Η θεωρία της φυσικής επιλογής ως δύναμης συγκράτησης και προαγωγής της διαφορετικότητας είναι απλή και αρκούντως τεκμηριωμένη από την ιστορική πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες, μπορούμε όμως να επιστρατεύσουμε την κοινή λογική. Όταν πρόκειται να εκτεθούμε σε ένα άγνωστο για τον οργανισμό μας περιβάλλον καλό θα είναι να κρατάμε δυο και τρία διαφορετικά αντιβιοτικά – γιατί ο κόσμος των βακτηρίων είναι ποικιλόμορφος. Αν θέλουμε να απαλλαγούμε από την ανάγκη των πολλαπλών αντιβιοτικών, θα πρέπει να απαλλαγούμε από την πολλαπλότητα των βακτηρίων, που σημαίνει ότι  θα πρέπει να αλλάξουμε εκ βάθρων το φυσικό περιβάλλον. Πρόκειται για μια λογική που οδηγεί νομοτελειακά στο να γυρίσουμε πίσω στη Μεγάλη Έκρηξη και να προκαλέσουμε μια καινούργια, με τις προδιαγραφές που απαιτούν οι ιδεοληψίες μας. Και όταν καταλήξουμε σ’ αυτό το σημείο σκέψης, δεν θα διαφέρουμε πολύ από τον πιο φονταμενταλιστικό θρησκευτισμό. Όμως τότε ο θρησκευτισμός θα έχει αποδειχθεί σοφότερος. Έχοντας ομολογήσει την απιθανότητα ενός επίγειου παράδεισου, τον μετέφερε σ’ έναν άλλον, άυλο κόσμο. 

Είναι πολύ αργά για τη Στρατιάδα να μετατραπεί σε συνειδητό μαχητή των μαρξιστικών ιδεωδών – ας μείνει πιστή στον Ταξιάρχη, αρκεί να ψηφίζει κουκουέ. Αν όμως τα παιδιά και τα εγγόνια της υποβληθούν νωρίς στη σωστή διαπαιδαγώγηση, ο κόσμος θα αλλάξει, ίσως και διά παντός – χωρίς καν την ανάγκη της διαπαιδαγώγησης. Αυτό είναι το μοτίβο του ολοκληρωτισμού. Μόνο που τώρα γνωρίζουμε από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες ότι τρεις και τέσσερις γενιές επίμονης διαπαιδαγώγησης δεν έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μόλις αποσύρθηκε ο πέπλος της φοβίας, η υποβόσκουσα ετερότητα ως προς το θρησκευτικό συναίσθημα αναδύθηκε σε όλο το μεγαλείο της. Η υπενθύμιση θα ήταν περιττή αν δεν είχε αιτιώδη σχέση με το φαινόμενο Λυσένκο. Η βασική ιδέα του λυσενκοϊσμού ήταν ότι ένα εξωτερικό ερέθισμα (το ψυχρό σοκ) θα άλλαζε τη φυσιολογία του φυτού προς την κατεύθυνση του σοκ (θα το έκανε ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες) και ότι αυτή η αλλαγή θα περνούσε στους σπόρους που θα παρήγαγε το φυτό – κάπως σαν να περιμένουμε ότι το έμβρυο μιας γυναίκας που μαύρισε στην παραλία θα γεννηθεί μελαψό. Πρόκειται για μια ακραία έκδοση της θεωρίας της μεταβίβασης των επίκτητων χαρακτηριστικών. Τα επίμονα και δύστροπα γονίδια που ελέγχουν τη φυσιολογία του φυτού (και το χρώμα της επιδερμίδας) δεν έχουν θέση σ’ αυτό το σχήμα, γιατί αλλάζουν με αργούς ρυθμούς, και η εξάπλωση της νέας μορφής στους πληθυσμούς απαιτεί χιλιάδες γενιές. Ο Μέντελ και οι νόμοι του απαγορεύτηκαν στην ΕΣΣΔ όσο μεσουρανούσε ο Λυσένκο, και όσοι επέμεναν να τους υποστηρίζουν εξαφανίστηκαν στα γκουλάγκ της Σιβηρίας. Καθόλου περίεργο. Η άποψη του Λυσένκο περί βιολογίας ταίριαζε γάντι με τα θέσφατα του μαρξισμού. Σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς θα αναδύονται και θα κυριαρχούν οι τσαρλατάνοι της επιστήμης –ο Μένγκελε στον ναζισμό, ο Λυσένκο στον κομμουνισμό– τόσο νομοτελειακά όσο και οι αδίστακτοι δικτάτορες.

Η γενετική αλλαγή δεν είναι αξιωματικά αδύνατη – αν ήταν δεν θα υπήρχε εξέλιξη της ζωής. Πριν από 375 εκατομμύρια χρόνια ο πρόγονός μας ζούσε στο νερό, σήμερα εμείς οι απόγονοί του δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το οξυγόνο της ατμόσφαιρας – ριζική αλλαγή, αλλά απελπιστικά αργή. Κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι θα χρειαστούν 300 εκατομμύρια χρόνια για να αλλάξει η ψυχοσύνθεσή μας. Όμως ο ισχυρισμός ότι γεννιόμαστε πανομοιότυποι για τα ψυχικά και διανοητικά μας χαρακτηριστικά είναι εξ ίσου αφελής. Το παραδεχόμαστε, με βαριά καρδιά, για την ικανότητα να λύνουμε διαφορικές εξισώσεις και να παίζουμε πιάνο, αλλά ώς εκεί. Πάλι επιστρατεύουμε τον δυϊσμό: κληρονομική διαφορετικότητα για κάποια χαρακτηριστικά, κληρονομική ομοιότητα για κάποια άλλα. Ο ποικιλόμορφος κόσμος του χωριού της Στρατιάδας είναι το προϊόν μιας διαδικασίας εκατοντάδων, ίσως και χιλιάδων, γενιών. Και αυτές οι διαδικασίες έχουν το ιδίωμα να αφήνουν το αποτύπωμά τους πάνω στη πληροφορία που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Υπάρχει μια προδιάθεση στο γιατί η θρησκοληψία της Στρατιάδας ξεπερνά τη θρησκοληψία της Αμερσούδας. Δεν χρειάζεται να πάμε 300 εκατομμύρια χρόνια πίσω για να αναζητήσουμε τις απαρχές της, μας αρκούν οι εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια που τα προγονικά μας είδη ξεκίνησαν και υποτάχθηκαν σε ένα σχήμα κοινωνικής ζωής. Αυτές οι προδιαθέσεις δεν ξεγράφονται διαμιάς, παίρνουν το χρόνο τους, και ο χρόνος μπορεί να είναι ανάλογος με το χρόνο που τις εξέθρεψε. Πολύ πιο σημαντικό είναι το ερώτημα αν θέλουμε να τις απαλείψουμε. Και ακόμα πιο σημαντικό είναι το ερώτημα αν μπορούμε να τις απαλείψουμε. Δεν είναι στο χέρι μας –τουλάχιστον όχι ακόμα– να ομοιογενοποιήσουμε τον φυσικό κόσμο. Οι υδάτινες μάζες της Γης επικοινωνούν, η θερμοκρασία διαχέεται μέσα στο νερό, όμως οι ωκεανοί δεν απέκτησαν ποτέ την ίδια θερμοκρασία. Η διάχυση είναι ακόμα πιο γρήγορη μέσα στον αέρα, όμως δεν ελπίζουμε ότι η ατμόσφαιρα θα αποκτήσει ποτέ την ίδια θερμοκρασία σε κάθε γωνία της Γης. Οι δυνάμεις της ομοιογενοποίησης ωχριούν μπροστά στις δυνάμεις της διαφοροποίησης. Το ίδιο ισχύει για τις μορφές της ζωής και για τις κοινωνίες.

Ποιο είναι το μάθημα; Λακτίζουμε ανυπόδητοι προς κέντρα όταν τα βάζουμε με την ετερότητα. Ας την παραδεχθούμε, ας την εναγκαλιστούμε και ας την προαγάγουμε. Ως κοινωνία έχουμε υποχρέωση να απαλύνουμε τον πόνο του αδικημένου από τη φύση ή τις κοινωνικές συγκυρίες. Έχουμε όμως ίση υποχρέωση να προωθήσουμε τον προικισμένο σε όποια σφαίρα τον ωθεί το ταλέντο του – την επιστήμη, τη διανόηση, την τέχνη, την επιχειρηματικότητα. Πρέπει, κατά συνέπεια, να συνταχθούμε πίσω από ένα πολίτευμα που τάσσεται υπέρ αυτών των σκοπών. Στην αναζήτηση μιας ρεαλιστικής ηθικής7 ισχυρίστηκα ότι μπορούμε να αντλήσουμε μαθήματα από τις θετικές επιστήμες, όχι τόσο από τις επιτυχίες τους όσο από τον τρόπο που λειτουργούν: την άρνηση της απόλυτης αλήθειας και την αντικατάστασή της με μια αέναη διαδικασία αυτοελέγχου και βελτίωσης μέσω της δοκιμής και της απόρριψης του λάθους. Στο σημείο αυτό, η επιστήμη απλώς αντιγράφει τη φύση (στη βιολογία αυτό το πρωτόκολλο είναι γνωστό ως φυσική επιλογή). Από όλα τα πολιτεύματα που δοκιμάστηκαν, οι δημοκρατίες δυτικού τύπου φαίνεται να έχουν το χαρακτηριστικό της αυτοκριτικής και της αυτοδιόρθωσης στον μεγαλύτερο βαθμό. Όσο για αυτούς που ενοχλούνται από την ποικιλότητα και την ετερογένεια, καλά θα κάνουν να την αποδεχθούν ως φυσική αναγκαιότητα και να ασχοληθούν με το πώς θα διαχειριστούν τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά της. Αλλιώς, ας πάρουν το πρώτο διαστημόπλοιο για μονόχρωμους κόσμους και ας αφήσουν αυτόν τον πλανήτη να ζήσει.

  1. David Joravsky, The Lysenko affair, The University of Chicago Press, 1970. Nils Roll-Hansen, The Lysenko Effect: The Politics of Science, Humanity Books, 2005.
  2. Bonnie Bassler, Ηκοινωνικήζωήτωνβακτηρίωνκαιηεπόμενηγενιάαντιβιοτικών, Princeton University, Department of Molecular Biology. tedlinkhttp://www.e-steki.gr/showthread.php?t=69250
  1. Κώστας  Κριμπάς, Κοινωνιοβιολογία, Κάτοπτρο, 2007.
  2. ThomasKuhn, ThestructureofScientificRevolutions, TheUniversity of Chicago Press, 1962, και «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», περ. Σύγχρονα Θέματα, 1997.
  3. Λευτέρης Ζούρος,Κριτική για την Κριτική της Κοινωνιοβιολογίας, σ. 483-496. Σ. Τσινόρεμα και Χ. Λούης, Θέματα Βιοηθικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013.
  4. Το θέμα του πώς από τη γενετική πληροφορία μπορεί να προκύψουν άλλες μορφές πληροφορίας που δεν είναι εγγεγραμμένες στο DNA, ο βαθμός της αυτοτέλειας και οι διαφορές τους από τη γενετική πληροφορία ως προς τον τρόπο με τον οποίον αναπαράγονται, τροποποιούνται και ανταγωνίζονται μέσα σε έναν πληθυσμό βρίσκεται στην καρδιά της κοινωνιοβιολογίας. Βλέπε μέρος τρίτο του: Λευτέρης Ζούρος, Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009.
  5. Λευτέρης Ζούρος, Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό. Σκέψεις για μια ρεαλιστική ηθική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014.

 

 

 

Λευτέρης Ζούρος. Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει διδάξει εξελικτική βιολογία ως τακτικός καθηγητής στο Dalhousie University του Καναδά και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και ως προσκεκλημένος καθηγητής σε διάφορα άλλα πανεπιστήμια. Συμμετέχει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Βιοηθικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Βιβλία του: Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο, (2009), Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό (2014), Ίωνος Δελαλίδη (αποβιώσαντος) ποιήματα που έγιναν ιστορίες (2014).

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.