Σύνδεση συνδρομητών

Μεταναστευτικό

Εμφάνιση άρθρων Books' Journal βάσει ετικέτας

Όταν μιλάμε για ιδεολογικές πεποιθήσεις, προκαταλήψεις ή και για προλήψεις, μπορεί να υπάρχουν τόσες «αλήθειες», όσοι και οι άνθρωποι που τις επικαλούνται.  

03 Ιανουαρίου 2023

Η αγένεια και η οργή

Iωάννης Α. Ζαγγανάς

Από χθες που συνέβη το περιστατικό με την Ολλανδή «δημοσιογράφο» Ίνγκεμπορ Μπέουχελ, η οποία κέρδισε τα εισαγωγικά στην ιδιότητά της, ήξερα πως μία από τις μικρές χαρές της επόμενης μέρας θα ήταν να διαβάσω το σχετικό άρθρο στην Αυγή.

10 Νοεμβρίου 2021

Το δόγμα της ανασφαλούς Ελλάδας

Παύλος Ελευθεριάδης

 

Από τον Παύλο Ελευθεριάδη

Μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας βλέπει την Ελλάδα ως μια χώρα διαφορετική από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και πιστεύει ότι η ιδιαιτερότητά της απειλείται και πρέπει να προστατευθεί. Βλέπει με μεγάλο σκεπτικισμό τις προσπάθειες «εκσυγχρονισμού» της χώρας και δυσπιστεί προς την εξωστρέφεια. Ως αποτέλεσμα, δεν εμπιστεύεται τη διεθνή συνεργασία, θεωρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα περιττές πολυτέλειες και προτιμά τη διατήρηση των συνηθισμένων πρακτικών μας, ό,τι και αν σημαίνει αυτό για την καθημερινότητά μας. Η συντηρητική αυτή αντίληψη της Ελλάδας δεν είναι καινούργια. Ενισχύθηκε όμως το τελευταίο διάστημα, ίσως λόγω των αβεβαιοτήτων της πανδημίας και της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Ζούμε, πιστεύω, την αναβίωση του δόγματος της ανασφαλούς Ελλάδας.

 

ΑΝΑΔΕΛΦΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ

Οι θεωρίες ανάδελφης και υπό απειλή εθνικής ταυτότητας δεν είναι δική μας πρωτοτυπία. Αντίστοιχες ιδέες υπάρχουν σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες και εκφράζουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ενίοτε και πλειοψηφικά, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Βρετανία με το σήμερα έντονα εθνικιστικό Συντηρητικό Κόμμα, ή στις ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικανούς του Ντόναλντ Τραμπ. Συχνά ξεχνάμε ότι οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές κοινωνίες της εποχής μας πέρασαν μεγάλες πολιτικές δοκιμασίες για να γίνουν φιλελεύθερες και δημοκρατικές. Όλες οι χώρες έχουν προοδευτικούς και συντηρητικούς πολίτες, με διαφορετικές κοσμοθεωρίες και προτεραιότητες. Οι συντηρητικοί νικούν όταν οι προοδευτικοί δεν είναι οργανωμένοι και αποφασισμένοι. Η συντηρητική ιδεολογία της εθνικής ιδιαιτερότητας ή μοναδικότητας δεν είναι πάντα ακραία, ή επιθετική. Μπορεί να εκφράζει ήπια τις γνήσιες ανησυχίες ενός τμήματος της κοινής γνώμης.  Κάποτε όμως γίνεται απειλητική για τη συνταγματική ισορροπία μιας πολιτείας, όταν αμφισβητεί κάποια από τα «συνταγματικά ουσιώδη» που προστατεύουν την ατομικότητα και την ισότητα.

Στην ελληνική περίπτωση, η συντηρητική αυτή ιδεολογία έχει πάρει την μορφή μια έντονης αντίληψης «θυματοποίησης» (victimisation), γνωστή από τη χρήση της από υπερσυντηρητικές δυνάμεις στην Αμερική. Στην ανάλυσή του για το φαινόμενο Τραμπ, ο αμερικανός φιλόσοφος Τζέισον Στάνλεϊ γράφει για τη «θυματοποίηση» των λευκών και λιγότερο μορφωμένων ψηφοφόρων του πρώην αμερικανού προέδρου και αναφέρει ότι, συχνά, η εθνικιστική ιδεολογία στηρίζεται σε μια νοητή ιεραρχία «ισχύος και αναγνώρισης» μεταξύ εθνοτικών ομάδων, που υποτίθεται βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό.[1] Λαϊκιστές πολιτικοί συχνά ενθαρρύνουν την εικόνα ότι μια κοινωνική –ή φυλετική– ομάδα υποφέρει σε σχέση με άλλες ώστε να εκμεταλλευθούν το θυμό και την αγανάκτηση των ακροατών τους. Στην ακραία εκδοχή του, το συναίσθημα της ομαδικής «θυματοποίησης» επιτρέπει σε μια κοινωνική ομάδα να απορρίψει τις αρχές της της δημοκρατικής κοινωνίας ή και να εγκρίνει τη βίαιη αντίδραση στις υποτιθέμενες προσβολές. Το «εμείς» μάχεται με το «αυτοί», που πάντα ορίζεται ως κάτι εκτός της δικής «μας» ομάδας. Έτσι, για παράδειγμα, είδαμε τους οπαδούς του Τραμπ να επιτίθενται στο κτίριο της αμερικανικής Βουλής ώστε να ακυρώσουν την επιβεβαίωση της εκλογικής του ήττας. Η εικόνα αυτή μας είναι οικεία. «Aντιμνημονιακοί» πολιτικοί στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια επίσης καταφέρθηκαν κατά των πολιτικών θεσμών μας και κατηγόρησαν όσους ήθελαν τη βοήθεια της Ευρώπης και την παραμονή στο ευρώ ως «μερκελιστές» ή ως «τρόικα εσωτερικού», δηλαδή ως προδότες του απλού λαού. Πρόκειται για το μόνιμο αφήγημα του λαϊκισμού.

Στα ευρωπαϊκά δεδομένα, ο γάλλος συγγραφέας Ρενώ Καμύ, στο βιβλίο του Η μεγάλη ανταλλαγή (Le Grand Remplacement), διατύπωσε την αστήρικτη και αντιεπιστημονική θεωρία ότι, με βάση κάποια διεθνή συνωμοσία, ο λευκός και χριστιανικός πληθυσμός της Ευρώπης απειλείται να αντικατασταθεί πλήρως από μουσουλμανικούς πληθυσμούς – και ότι δήθεν οι ευρωπαϊκές ΜΚΟ εργάζονται για την επιτυχία αυτού του σχεδίου.[2] Οι ανυπόστατες αυτές θεωρίες  έχουν ξεκινήσει ολόκληρο κίνημα «ταυτοτικής» εξέγερσης από τη νέα Δεξιά στη Γαλλία, αλλά έχουν επίσης εμπνεύσει εξαιρετικά βίαιες τρομοκρατικές ενέργειες, όπως στη Νορβηγία και στη Νέα Ζηλανδία. Ο Βίκτορ Όρμπαν χρησιμοποιεί ακριβώς αυτή τη λογική στην Ουγγαρία για να δείξει ότι δήθεν οι χριστιανοί απειλούνται στο ίδιο τους το σπίτι και διώκει Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και δημοσιογράφους ή ακτιβιστές που τολμούν να του αντιταχθούν.[3] Σήμερα, στη Γαλλία, οι ιδέες αυτές διακινούνται σε ακροδεξιές ιστοσελίδες και σελίδες σε κοινωνικά δίκτυα, που οι δημοσιογράφοι έχουν χαρακτηριστικά ονομάσει «φασιστόσφαιρα» (Fachosphère­).

Πολλοί έλληνες δημοσιογράφοι και σχολιαστές  στηρίζουν τις θεωρίες αυτές όχι μόνο στη δική μας ιδιότυπη «φασιστόσφαιρα» παρασιτικών ιστοσελίδων αλλά ακόμα και σε έγκυρα έντυπα, με εσχατολογικές προβλέψεις για την παρακμή του πολιτισμού μας και τον δήθεν «εξισλαμισμό» της Αθήνας ή της Ευρώπης. Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν έχει καταδικάσει ρητά αυτή την τοξική και βαθύτατα εσφαλμένη ρητορική. Το αντίθετο. Χρησιμοποιώντας ασαφή γλώσσα για την «υπεράσπιση των συνόρων» μας από αδιευκρίνιστες απειλές από το εξωτερικό, αλλά και μιλώντας για το μεταναστευτικό ζήτημα με στρατιωτικούς όρους ως «εισβολή», υιοθετεί την αντίληψη ότι οι Έλληνες δεχόμαστε επίθεση.

Η θεωρία αυτή μπορεί να μην ξεκίνησε από πολιτικά πρόσωπα, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν τα ζημιώνει. Αν η χώρα μας δέχεται επίθεση, τότε οι μηχανισμοί ασφαλείας του κράτους είναι το μόνο μέσο που έχουμε για να προστατευθούμε. Η ανασφάλεια μας οδηγεί έτσι στην προστατευτική αγκαλιά της πολιτικής και των κομμάτων εξουσίας. Κατ’ αυτή την έννοια, μια συντηρητική ιδεολογία που ξεκίνησε από το περιθώριο έχει πια αναβαθμιστεί σε προβεβλημένο δόγμα της ανασφαλούς Ελλάδας.   

 

ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΩΣ ΑΠΕΙΛΗ

Ποια όμως είναι ακριβώς η εξωτερική απειλή; Η σχετική συζήτηση ξεκίνησε με την παράδοξη απόφαση του Ερντογάν, τον Μάρτιο του 2020, να «ανοίξει τα σύνορα» και να μεταφέρει χιλιάδες «πρόσφυγες» από την Κωνσταντινούπολη προς τον Έβρο. Το επεισόδιο αυτό ήταν μια κυνική προσπάθεια του Ερντογάν να βλάψει την Ελλάδα και την ΕΕ ώστε να ικανοποιήσει τους τούρκους υπερεθνικιστές. Ο μόνος σκοπός του ήταν να προκαλέσει χάος, βία και αναρχία στα σύνορα της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας ως εργαλεία του τους απελπισμένους και εξαθλιωμένους μετανάστες της Κωνσταντινούπολης. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε παταγωδώς. Η ελληνική κυβέρνηση σωστά και νόμιμα –κατά την προσωπική μου άποψη– έκλεισε για λίγες ημέρες τα σύνορα, εφόσον αντιμετώπιζε μια συντονισμένη από την τουρκική κυβέρνηση βίαιη επίθεση. Δεν ήταν ακριβώς στρατιωτική εισβολή, αλλά ήταν μια εμφανώς κακόβουλη και οργανωμένη προσπάθεια παραβίασης των συνοριακών ελέγχων της χώρας.

Οι επιθετικές πράξεις της Τουρκίας ήταν προφανώς αντίθετες όχι μόνο στο γενικό διεθνές δίκαιο αλλά και στην κοινή δήλωση Τουρκίας-ΕΕ, που ρύθμισε τα θέματα της μετανάστευσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε ότι η αντίδραση της Ελλάδας ήταν εύλογη και δεν άφησε καμία αμφιβολία ότι δεν θα υποχωρήσει στους κυνικούς εκβιασμούς του τούρκου προέδρου. Το εγχείρημα της Τουρκίας έβλαψε κι άλλο την ήδη τραγική εικόνα του Ερντογάν και ενίσχυσε τη θέση της Ελλάδας, ως παράγοντα νομιμότητας και κανονικότητας στην Ευρώπη.

Αν και το επεισόδιο αυτό έληξε εδώ και πάνω από ένα χρόνο, φαίνεται ότι ακόμα στοιχειώνει την ελληνική πολιτική ζωή. Δυστυχώς, μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης δεν έχει καταλάβει ότι το στρατήγημα του Ερντογάν τελείωσε. Πιστεύει ότι είμαστε ακόμα υπό επίθεση. Επηρεάζεται ίσως από αυτά που λένε κάποιοι υπερ-συντηρητικοί σχολιαστές, οι οποίοι ισχυρίζονται –χωρίς κανένα στοιχείο– ότι δήθεν επίκειται εισβολή της Τουρκίας στα νησιά. Ευτυχώς, δεν βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα, οι τούρκοι ηγέτες είναι αδίστακτοι αλλά όχι παράφρονες. Η Τουρκία δεν διεκδικεί νησιά μας. Και όμως, πολλοί ακόμα πιστεύουν ότι η επίθεση του Ερντογάν συνεχίζεται στο Αιγαίο. Υποστηρίζουν ότι οι πρόσφυγες που καταφτάνουν σε επικίνδυνες βάρκες βρίσκονται υπό τις διαταγές του. Η πεποίθηση αυτή είναι προφανώς εσφαλμένη. Στο Αιγαίο σήμερα έρχονται μικρές ομάδες, με οικογένειες κυρίως από το Αφγανιστάν, τη Σομαλία και το Κογκό, και άλλες αφρικανικές χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει κάθε μήνα ο ΟΗΕ, κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2021, μόλις 1.762 άτομα κατέφτασαν στα ελληνικά παράλια (ενώ για όλο το 2020 ο συνολικός αριθμός ήταν 9.700). Το ένα τρίτο είναι παιδιά. Είναι προφανές ότι δεν έχουν καμία σχέση με το επεισόδιο του Έβρου ή με τους μετανάστες της Κωνσταντινούπολης. Έρχονται σε εμάς επειδή ονειρεύονται μια διαφορετική ζωή, όχι επειδή τους το είπαν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.

H δημόσια συζήτηση στη χώρα μας ξεχνά και μια άλλη διαφορά μεταξύ Έβρου και Αιγαίου. Τα χερσαία σύνορα μπορούν να κλείσουν, έστω προσωρινά. Τα θαλάσσια σύνορα δεν μπορούν να σταματήσουν τις διασώσεις προς το πλησιέστερο ασφαλές λιμάνι. Δεν μπορούν οι ελληνικές αρχές να αγνοήσουν τον κίνδυνο ζωής που προκαλείται από την επιβίβαση σε ετοιμόρροπες βάρκες. Η κυβέρνηση όμως δεν κάνει αυτή τη σημαντική διάκριση. Μιλάει γενικά και αόριστα για «φύλαξη των συνόρων» στη θάλασσα. Σε μια περίπτωση, τον Σεπτέμβριο του 2020, ο υπουργός Ναυτιλίας μίλησε ανοικτά για επιστροφή προσφύγων στην ανοικτή θάλασσα, χωρίς να συνειδητοποεί προφανώς ότι αυτό που είπε ήταν παραδοχή της επίσημης πολιτικής παράλειψης διάσωσης, δηλαδή της αθέτησης βασικών υποχρεώσεων της χώρας από το δίκαιο της θάλασσας. Στη θάλασσα προέχει η υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης ζωής σε κάθε περίπτωση.

Έτσι όμως η ασάφεια για τη φύση της «απειλής» διατηρείται. Η κυβέρνηση μιλάει για «φύλαξη» των συνόρων που τώρα είναι καλύτερη, ή πιο αποτελεσματική από ποτέ. Φύλαξη των συνόρων όμως από τι; Ποιος είναι ο σχετικός κίνδυνος; Υπάρχουν νομίζω δύο εύλογες απειλές στα σύνορα. Η πρώτη είναι η απειλή από το χάος και την αναρχία που μπορεί να προκληθεί από την άσκηση βίας στα συνοριακά φυλάκια, αυτό δηλαδή που προσπάθησε να κάνει ο Ερντογάν τον Μάρτιο του 2020. Η δεύτερη απειλή είναι η ενδεχόμενη ύπαρξη στα σύνορά μας υπερβολικά μεγάλου αριθμού προσφύγων. Ένας υπερβολικός αριθμός προσφύγων μπορεί να προκαλέσει κοινωνική και υγειονομική κρίση στην Ελλάδα ακόμα και αν προσέρχεται ειρηνικά και συντεταγμένα.  Κάτι τέτοιο έγινε το 2015, όχι τεχνητά λόγω του Ερντογάν, αλλά σταδιακά λόγω του πολέμου στη Συρία.   

Είναι σημαντικό να προσέξουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μιλάει σήμερα ούτε για την πρώτη αλλά ούτε και για τη δεύτερη απειλή. Σύμφωνα, τουλάχιστον, με τα επίσημα χείλη, ούτε το πρώτο ούτε και το δεύτερο ενδεχόμενο βρίσκονται στον ορίζοντα. Το χάος μιας μαζικής βίαιης εισόδου δεν φαίνεται να έρχεται, καθώς ο Ερντογάν είναι ήδη πιο συνεννοήσιμος. Ούτε όμως και τεράστιο πλήθος φαίνεται να υπάρχει, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μας τις δυσάρεστες εξελίξεις στο Αφγανιστάν, που ίσως οδηγήσουν σε αύξηση ροών σε μερικούς μήνες ή χρόνια. Φυσικά, τα δεδομένα μπορεί να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή, ιδίως αν ο απρόβλεπτος Ερντογάν αλλάξει ξανά στρατηγική. Τίποτε σχετικό όμως δεν φαίνεται τώρα στον ορίζοντα. Οι αριθμοί των μεταναστών είναι οι χαμηλότεροι εδώ και χρόνια. Γιατί όμως τότε ανησυχούν η κυβέρνηση και η κοινή γνώμη;

Πιστεύω ότι η ελληνική κοινή γνώμη, ή τουλάχιστον το πιο συντηρητικό μέρος της, έχει κατά νου μια τρίτη, διαφορετική «απειλή» από τους μετανάστες στα σύνορά μας. Η απειλή αυτή είναι κοντά στις σκοτεινές προφητείες του Ρενώ Καμύ και τη σχετική δαιμονολογία της «φασιστόσφαιρας». Πιστεύει ότι και η ίδια η ύπαρξη ενός ακόμα πρόσφυγα στη χώρα μας είναι κάτι επιβλαβές και επικίνδυνο. Ο κάθε πρόσφυγας είναι το πρόβλημα, ακόμα και αν η παραμονή του εδώ είναι ολιγοήμερη ή ολιγόμηνη. Δυστυχώς, η κυβέρνηση αφήνει την ερμηνεία αυτή ανοιχτή, χωρίς να την απορρίπτει ρητά. Η κυβέρνηση, για παράδειγμα, δεν έχει ορίσει ένα ανώτατο όριο στον αριθμό προσφύγων που η χώρα μας θα μπορούσε να διεκπεραιώνει αρμονικά και με τάξη κάθε μήνα. Δεν λέει π.χ. ότι μπορούμε να δεχτούμε χίλιους ή 10 ή 20 ή 100 χιλιάδες αιτούντες άσυλο το χρόνο, σύμφωνα με τους πόρους και τους χώρους που διαθέτουμε ή την πρόθεση των εταίρων μας να υποδεχθούν ένα μέρος τους. Βρισκόμαστε στο σκοτάδι για τις διοικητικές μας ικανότητες στην περίθαλψη μεταναστών. Η «απειλή» συνεπώς που η κυβέρνηση έχει κατά νου δεν σχετίζεται με κάποια διαπιστωμένη διοικητική ή οικονομική αδυναμία μας να περιθάλψουμε παραπάνω από όσους μπορούμε. Όταν λοιπόν η κυβέρνηση λέει ότι θα φυλάξει τα σύνορα με ένα νέο τείχος ή με τα όπλα, δεν εννοεί ότι θα σταματήσει τους πρόσφυγες όταν ξεπεράσουν το όριο που εξαντλεί τις δυνατότητές μας, αλλά λέει ότι θα αποτρέψει την είσοδο οποιουδήποτε νέου πρόσφυγα ή μετανάστη εξαρχής, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους. Ο αριθμός των ευπρόσδεκτων προσφύγων είναι ακριβώς μηδέν.

Η μηδενική ανοχή είναι όμως προδήλως παράνομη, αφού δεν αναγνωρίζει τα δικαιώματα στο πρόσκαιρο άσυλο που έχει ένας πρόσφυγας, απλά ως άνθρωπος από το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της ΕΕ αλλά και το ελληνικό Σύνταγμα.  Η ρητορική της μηδενικής ανοχής εισάγει έναν πολύ ισχυρό συμβολισμό στην πολιτική ζωή μας. Αν και προέρχονται απο διαφορετικά κράτη και εθνότητες, οι πρόσφυγες παρουσιάζονται, τουλάχιστον έμμεσα, ως μια ενιαία εχθρική ομάδα ανθρώπων, που ανταγωνίζεται και απειλεί τους Έλληνες και μόνο με την ύπαρξή της. Αυτή είναι μια εντελώς διαφορετική κατηγορία «απειλής» στα σύνορα, που ξεπερνά κατά πολύ τις άλλες δύο, γιατί εμφανίζει όλα τα μέλη της ομάδας των προσφύγων και μεταναστών, ανεξαρτήτως του αριθμού τους ή του τρόπου με τον οποίον έρχονται, ως όργανα κάποιου εχθρού ή, απλά, ως απρόσωπες αυτο-κινούμενες βιοχημικές απειλές. Μιλώντας αόριστα για «φύλαξη των συνόρων» αφήνουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο να θεωρούμε έστω και ένα νήπιο από τη λάθος χώρα ως εθνική –οικονομική, πολιτιστική, θρησκευτική, βιοχημική– «απειλή». Αρνούμαστε έτσι το ίδιο το νόημα του δικαίου των προσφύγων, αφού στερούμε από τους πρόσφυγες την ίδια την ιδιότητα του ανθρώπου σε ανάγκη.

Mέρος του συντηρητικού Τύπου θεωρεί τη θέση αυτή προφανή στις σημερινές συνθήκες. Κατηγορεί τις αντιπολιτευτικές φωνές και τις οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι η έμφασή τους στη διάσωση των προσφύγων σημαίνει ότι αυτές θέλουν «ανοιχτά σύνορα». Η κατηγορία αυτή είναι εντελώς λανθασμένη και παραπλανητική. Διάσωση δεν σημαίνει ανοικτά σύνορα, το αντίθετο: σημαίνει φυλασσόμενα και ελεγχόμενα σύνορα, σύμφωνα με το νόμο. Η είσοδος στη χώρα δεν σημαίνει ότι ο εισερχόμενος δεν θα καταγραφεί και δεν θα υπαχθεί στους νόμους της χώρας, ή ότι δεν θα απελαθεί μεθαύριο αν απορριφθεί το αίτημά του για άσυλο. Αντίθετα, αν γίνονται παρακρατικές επαναπροωθήσεις, όπως καταλογίζει στην Ελλάδα το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ, αυτό θα σήμαινε ότι τα σύνορά μας δεν θα ήταν κανονικά φυλασσόμενα, διότι παρακρατικές ομάδες θα δρούσαν εκτός του κράτους δικαίου. Αν οι καταγγελίες του ξένου Τύπου ειναι σωστές και γίνονται πράγματι παράνομες επαναπροωθήσεις που συγκαλύπτονται από την αστυνομία και τα δικαστήρια (τα οποία θα έπρεπε αντίθετα να τις διώκουν και τιμωρούν), τότε τα σύνορά μας θα είχαν πράγματι γίνει ξέφραγο αμπέλι, κατά την προφιλή έκφραση του υπουργού Μετανάστευσης). Τα άνομα σύνορα δεν συνιστούν καμία βελτίωση σε σχέση με τα ενδεχόμενα άναρχα σύνορα.

Τέλος είναι κατανοητό από όλους ότι καμία χώρα δεν μπορεί να διαχειριστεί απεριόριστο αριθμό προσφύγων. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν μπορεί να υποδεχτεί ένα εκατομμύριο σέ ένα χρόνο. Υπάρχουν όρια στην είσοδο προσφύγων, κάτι που –τουλάχιστον έμμεσα– αναγνωρίζει και το διεθνές δίκαιο, που μας επιτρέπει να λαμβάνουμε μέτρα αν υπάρχουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Κάτι αντίστοιχο έγινε στον Έβρο. Υπάρχουν νομικοί που αρνούνται ότι υπάρχουν τέτοια όρια, αλλά η προσωπική μου γνώμη είναι ότι δεν έχουν δίκιο. Αλλά για να είναι νόμιμα τα έκτακτα μέτρα πρέπει να λαμβάνονται δημόσια και ρητά, όταν υπάρχει πραγματική αιτία, και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Η δυνατότητα να λαμβάνεις μέτρα σε συνθήκες κρίσης είναι κάτι διαφορετικό από το να κλείνεις ερμητικά τα σύνορα επ’ αόριστον χωρίς ξεκάθαρο λόγο, με άτυπο και ενδεχομένως μη διαφανή τρόπο και βάζοντας στην άκρη τους συνήθεις ελέγχους του κράτους δικαίου.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν λέει ότι έχουμε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ούτε και αναζητεί ακριβείς λόγους για τη μηδενική ανοχή. Θεωρεί ότι η πολιτική της μηδενικής ανοχής είναι μια μορφή κανονικής προστασίας των συνόρων. Όπως είδαμε, αυτό είναι λάθος. Οι νομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν οι ίδιες: να έχει κάποιες πόρτες ανοιχτές, ώστε να εξετάζει εξατομικευμένα το αίτημα οιουδήποτε καταφτάνει στη δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών, είτε είναι στην ξηρά είτε στη θάλασσα. Η συνεχιζόμενη λοιπόν ασάφεια στο περιεχόμενο της φράσης «προστατεύουμε τα σύνορά μας» ενισχύει την εντύπωση ότι για την Ελλάδα  κάθε πρόσφυγας είναι εξ ορισμού ανεπιθύμητος ώστε η αίτησή του για άσυλο να είναι εκ των προτέρων απορριπτέα, αφού όλοι είναι κάποιας μορφής απειλή για τους Έλληνες, σύμφωνα με μια διάχυτη θεωρία «θυματοποίησης». Αυτή η πολιτική είναι ευθέως παράνομη.

Η πολιτική αυτή έχει ήδη αρνητικές συνέπειες για την εικόνα της Ελλάδας στον κόσμο. Εντελώς πρόσφατα, το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο PBS διαπίστωσε ότι γίνονται επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο και εκτίμησε ότι συγκαλύπτονται από τις ελληνικές αρχές. Για να δώσει έμφαση στην ευθύνη του ελληνικού πολιτικού κόσμου αντιπαρέβαλε ένα βίντεο του πρωθυπουργού όπου δηλώνει ότι η Ελλάδα «προστατεύει» τα σύνορά της, με εικόνες ανδρών σε σκάφος του λιμενικού να χτυπούν με ράβδους γυναικόπαιδα. Οι εικόνες αυτές κάνουν τεράστια ζημιά στην εικόνα της χώρας. Όσο η χώρα μας φέρεται να επιλέγει την παρανομία και τη βαναυσότητα στο Αιγαίο, τόσο θα μοιάζει με το καθεστώς Ερντογάν και θα χάνει την εμπιστοσύνη των πιο δημοκρατικών κρατών της ΕΕ, οι ηγεσίες των οποίων λογοδοτούν σε ένα κοινό με αυξημένο ηθικό αισθητήριο. Οι κυβερνήσεις αυτές δεν θα μπορέσουν για πολύ καιρό ακόμα να αγνοήσουν παραβιάσεις του κράτους δικαίου από την Ελλάδα, ιδίως αν κάποια από τις διεθνείς προσφυγές κατά της Ελλάδας γίνει αποδεκτή. Για τις πιο δημοκρατικές χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ υπό τον Τζο Μπάιντεν, η ελληνική κυβέρνηση ενδέχεται να γίνει ένας απρόβλεπτος και αντιδημοφιλής εταίρος, όπως είναι εδώ και πολλά χρόνια η Ουγγαρία και η Πολωνία. Γι’ αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έπαψε να χρηματοδοτεί τις κοινές ενέργειες του ελληνικού λιμενικού με την Υπηρεσία Συνόρων της ΕΕ (Frontex) στο Αιγαίο, αφού η Ελλάδα κατηγορείται για σωρεία παράνομων ενεργειών που παραμένουν υπό (διεθνή) διερεύνηση. Οι πιθανότητες συνεργασίας και αλληλεγγύης για το μεταναστευτικό στην ΕΕ θα γίνουν ελάχιστες αν η Ελλάδα επιλέξει να αγνοήσει την ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

 

«ΘΑ ΡΩΤΗΣΕΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ;»

Δεν νομίζω ότι η ερμηνεία της δημόσιας συζήτησης για το μεταναστευτικό ως φαινόμενο ακραίας εθνικής «θυματοποίησης» είναι υπερβολική.  Όταν η ευρωβουλευτίνα των ευρωπαίων Πρασίνων, Τίνεκε Στρικ, εξέφρασε ανησυχία στο twitter για τη μεταχείριση των έγκλειστων μεταναστών στην Αμυγδαλέζα κατά τη μεγάλη φωτιά στην Βαρυμπόμπη, στις αρχές Αυγούστου, ο υπουργός Μετανάστευσης Νότης Μηταράκης της έγραψε αμέσως: «Θα δείξετε ενδιαφέρον για τους ντόπιους, που υποφέρουν από τη φωτιά; Θα ρωτήσετε και γι’ αυτούς;»  Η αγανάκτηση του κ. Μηταράκη ήταν παράλογη αν σκεφτεί κανείς ότι η κ. Στρικ ασχολείται στο Ευρωκοινοβούλιο με το χαρτοφυλάκιο μετανάστευσης και ότι η μοίρα των ντόπιων κατοίκων της Αθήνας δεν εξαρτάται από τις αποφάσεις ενός υπουργού Μετανάστευσης. Δεν είχε κανένα νόημα να ρωτήσει γι’ αυτούς, αφού μπορούσαν να πάνε όπου θέλουν χωρίς άδεια. Η προσοχή της ήταν εύλογα στραμμένη στους έγκλειστους της Αμυγδαλέζας.

Η θυμωμένη αντίδρασή του υπουργού, όμως, ήταν απόλυτα λογική, αν δει κανείς ότι ο κ. Μηταράκης ενεργούσε όχι μόνο ως υπουργός Μετανάστευσης, αλλά ως ένας από τους κύριους εκφραστές της συντηρητικής Ελλάδας, ενδεχομένως ως ένας ιδεολογικός ηγέτης του κόμματός του, ο οποίος τολμά να πει πράγματα που άλλοι συντηρητικοί πολιτικοί διστάζουν να πουν. Η στόχευση του υπουργού ήταν ακριβώς να αντιπαραβάλει ιδεολογικά τους Έλληνες με τους ξένους πρόσφυγες, ως αντίπαλες ομάδες ευθέως ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Επεδίωξε να εκφράσει τον διάχυτο θυμό και την αγανάκτηση των ντόπιων έναντι των παράνομων «εισβολέων», αλλά και για τη δήθεν «εχθρότητα» που δείχνει η Ευρώπη προς τους Έλληνες. Έτσι εξηγείται γιατί στρέφουμε κανόνια και πολυβόλα στους ικέτες που ζητούν άσυλο στον Έβρο ή το Αιγαίο. Οι φράσεις του υπουργού ακολουθούν με ακρίβεια τη θεωρία της «θυματοποίησης» και της αναμέτρησης των πληθυσμών, από την οποία μας προστατεύουν τα τείχη, τα συρματοπλέγματα και τα όπλα. Δεν ήταν μια απομονωμένη παρατήρηση.

Σε προηγούμενη ομιλία του στη Βουλή, στις 7 Ιουλίου, ο κ. Μηταράκης είχε πει χαρακτηριστικά ότι «η χώρα μας έχει εγκλωβιστεί στο Δουβλίνο, δεν έχουμε καμία στήριξη από κανέναν και εξαιτίας αυτού βρεθήκαμε να είμαστε μόνοι μας στις μεγάλες κρίσεις». Οι εκφράσεις αυτές ήταν προφανώς λανθασμένες: παραγνωρίζουν τα δισεκατομμύρια που δίνει η ΕΕ κάθε χρόνο στην Ελλάδα και την Τουρκία για το μεταναστευτικό, καθώς και τις διπλωματικές και στρατιωτικές προσπάθειές της να σταματήσει τις αιτίες των προσφυγικών ροών στην Τουρκία, την Αφρική και αλλού. Δεν ήταν όμως προϊόν άγνοιας, ούτε ήταν τυχαίες. Καλλιεργούν μια συγκεκριμένη ιδεολογία από την οποία κάποιοι πολιτικοί πιθανόν θεωρούν ότι ωφελούνται, αφού τους δίνει το δικαίωμα να αυτοπαρουσιάζονται ως η κύρια άμυνα της πολιορκημένης Ελλάδας. Όσο πιο ανασφαλείς νιώθουν οι έλληνες πολίτες έναντι εξωτερικών εχθρών, τόσο πιο χρήσιμος θα φαίνεται ο πολιτικός κόσμος στο σύνολό του.

 

ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Κάποιοι σχολιαστές θεωρούν ότι η αντι-μεταναστευτική ρητορική είναι ίσως δύσοσμη και δυσάρεστη, αλλά είναι τουλάχιστον περιορισμένης εμβέλειας, αφού αφορά μόνο ένα σχετικά μικρό κομμάτι της πολιτικής ζωής μας, και η επιρροή της εκτείνεται ίσως μόνο στη δική μας «φασιστόσφαιρα». Δεν συμφωνώ. Η ιδεολογία της ανασφαλούς και απομονωμένης Ελλάδας είναι ο κυριότερος αντίπαλος του εκσυγχρονισμού της χώρας. Ο φόβος και η ανασφάλεια κλείνουν τους ορίζοντές μας. Η βαθιά ανησυχία που καλλιεργείται από το ανερχόμενο ιδεολογικό δόγμα της ανασφαλούς Ελλάδας συντηρεί εθνικιστικά και αντιδυτικά επιχειρήματα, που ενισχύουν την αντίληψη ότι, επειδή η Ελλάδα είναι «διαφορετική», δεν ωφελείται από ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις αλλά χρειάζεται μόνο ισχυρές και μαχητικές ηγεσίες, δηλαδή πυγμή και αποφασιστικότητα. Επειδή είμαστε άλλου τύπου κράτος, δεν χρειαζόμαστε, λένε, ανοικτή οικονομία ή αμερόληπτη και ακέραιη δημόσια διοίκηση, ή ισότητα ευκαιριών, ή καταπολέμηση της διαφθοράς, ή πολυμερείς θεσμούς διεθνούς συνεργασίας, ή το σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Για τις θεωρίες αυτές, τα παραδείγματα ευνομούμενων κρατών της Ευρώπης είναι άσχετα με την ελληνική εμπειρία.

Αυτός ο ιδιότυπος ελληνικός «εξαιρετισμός» εγγυάται τη στασιμότητα. Ένα πρόγραμμα προοδευτικής μεταρρύθμισης, αντίθετα, θα στηριζόταν σε μια εντελώς διαφορετική κοσμοαντίληψη, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα δεν είναι μια εξαιρετική περίπτωση στην Ευρώπη ούτε είναι καταδικασμένη να είναι ουραγός. Η Ελλάδα δεν απειλείται από τον ανόητο δικτάτορα εξ Ανατολών, έχει πετύχει πολλά ακριβώς λόγω των προοδευτικών θεσμών της και του δυναμισμού της κοινωνίας της και παραμένει –παρά την οικονομική κρίση– μια ασφαλής χώρα, που μπορεί με αυτοπεποίθηση να συζητήσει ανοικτά για τις αδυναμίες και να σχεδιάσει ειρηνικά τις προοπτικές της. Δυστυχώς, σήμερα η ανασφαλής Ελλάδα έχει φτάσει να φοβάται ακόμα και μωρά που φτάνουν μέσα σε άθλιες βάρκες στις παραλίες μας. Μια φοβισμένη Ελλάδα, χωρίς αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση δεν πρόκειται όμως ποτέ να κάνει σημαντικά βήματα για να βελτιώσει τους θεσμούς της ή για να ενταχθεί πιο αρμονικά στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Ο φοβισμένος άνθρωπος κοιτάει πίσω του, όχι μπροστά του.

Αθήνα, 24 Αυγούστου 2021

 

[1]Jason Stanley, How Fascism Works: The Politics of Us and Them (New York: Random House, 2018) 93-108.

[2] Renaud Camus, Le Grand Remplacement (Plieux: Chez l'auteur, 2012).

[3] Bλ. Stanley, How Fascism Works, σ. 106-108.

21 Οκτωβρίου 2021