Ξαναθυμήθηκα μια ιστορία αυτές τις μέρες. Λίγο-πολύ γνωστή. Η Έλση και η Φράνσις, οι ξαδέρφες. Η μια δεκαεφτά χρονών, η άλλη δέκα. Παίζουνε κάθε μέρα στο ποταμάκι, κάτω από τον κήπο. Όταν γυρνάνε μούσκεμα στο σπίτι, λένε πως κυνηγούσανε κάτι νεράιδες. Με τα πολλά, δανείζονται μια μηχανή για να το αποδείξουν. Υπάρχει ένας μπαμπάς, ερασιτέχνης φωτογράφος. Αυτός θα εμφανίσει τη φωτογραφία, την πρώτη στη σειρά: Ιούλιο μήνα, η Φράνσις με τρεις τέσσερις νεράιδες. Και δεύτερη φωτογραφία, τον Σεπτέμβρη: η Έλση μ’ ένα ξωτικό. Όλ’ αυτά στην Αγγλία του ’17. Στο Κόττινγκλι, μισό χωριό, μισό προάστιο του Μπράντφορντ.
* * *
Μέχρι το 1920, οι φωτογραφίες έχουν γίνει πέντε. Έχει μπει πια στη μέση ολόκληρη η Θεοσοφική Εταιρεία. Έχουν μπει στη μέση εμπειρογνώμονες από την Κόντακ και την Ίλφορντ, που εξετάζουν τα αρχαία γυάλινα αρνητικά. Ο πιο πιστός απ’ τους πιστούς, ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, αρθρογραφεί με πάθος. Βγάζει κι ένα βιβλιαράκι με μαρτυρίες και τα σχετικά. Και βέβαια και με φωτογραφίες.
Για τρία χρόνια, ο κόσμος μοιάζει να πιστεύει στη δευτέρα παρουσία των παραμυθιών. Ύστερα, η ιστορία ξεχνιέται λίγο λίγο. Πολύ αργότερα, το ’60, το ’80, όλο και κάποιος δημοσιογράφος ψάχνει να βρει την Έλση και τη Φράνσις, και τις βρίσκει. Η μία λέει πως ναι, ήταν πλάσματα της φαντασίας τους, όμως τα είδε κι ο φακός. Η άλλη λέει για χάρτινα αερικά, ψαλιδισμένες ζωγραφιές, κλωστές, μακριές καρφίτσες από γυναικεία καπέλα. Μόνο που αυτό έγινε σε τέσσερις φωτογραφίες. Η Πέμπτη ήτανε πέρα για πέρα αληθινή.
Εντάξει, δεν πιστεύω στις νεράιδες. Πιστεύω όμως όποιον τις πιστεύει. Κι έχω και μια αδυναμία στις ιστορίες που μου λένε «είναι-και-δεν-είναι».
* * *
Σ’ ένα πολύ ωραίο είναι-και-δεν-είναι ξαναβρέθηκα φέτος το καλοκαίρι, διαβάζοντας την Οδό Πολυδούρη.
Εδώ, αντί για ποταμάκι, ήταν-και-δεν-ήταν ένας δρόμος. Ούτε δρόμος ταξίδι ούτε μνημείο, κι ας ξεπλήρωνε κάποια παλιά οφειλή.
Κόντρα στον τίτλο της, η Ρούλα Γεωργακοπούλου έφτιαξε μια ασφυξία δωματίου, που θα πολλαπλασίαζε ασφυκτικά τα αισθήματα, και χώρεσε εκεί μέσα ένα αλλιώτικο αερικό: ένα κορίτσι, που παλεύει για να μη χωρέσει μέσα στην εποχή του. Μια Μαρία. Που ήταν-και-δεν-ήταν η Άλλη.
Από τις χαραμάδες άφησε να μπει ο αντίλαλος από έναν έξω κόσμο τελειωμένο προ πολλού. Δυσοίωνοι άνεμοι, γραφτά και πρόσωπα κομματιασμένα, κουβέντες του ραδιοφώνου και των σαλονιών, στίχοι ατόφιοι, κι άλλοι στίχοι, που μιλούν μονάχα με φωνήεντα.
Και, προπαντός, έκανε κάτι ευεργετικό: έγδυσε τη δική της Μαρία από τα αυστηρά της ρούχα, απ’ τα δάκρυα, απ’ τα σαν πένθιμα χτενίσματα των φωτογραφιών. Την έντυσε με λόγια κοφτερά, που παίρνουν πίσω το χυμένο αίμα των ποιημάτων. Της έδωσε θυμό και χιούμορ, πείσμα και θανατερή φρεσκάδα.
Ήταν, έτσι το ένιωσα, μια αθόρυβη δικαιοσύνη για την Άλλη Μαρία, που είχα μάθει να τη συμπονώ – ίσως και τίποτ’ άλλο. Και που την είχα φυλαγμένη, χρόνια και χρόνια, εκεί που αναπαύονται όλα τα παλιά ποιήματα.
* * *
Τι χρώμα ήταν οι νεράιδες; Ο Ντόυλ ξέρει. Οι αγγλικές, στο πράσινο του σμαραγδιού. Στην Καλιφόρνια χρυσές. Στην Αυστραλία καταγάλανες. Αλλά και πίσω απ’ τις θαμπές πόζες του Κόττινγκλι είχε χρώματα: όλα τα ροζ του κόσμου, έλεγε η Φράνσις. Η Έλση πάλι έμενε στα υλικά, και πώς τα ’χαν πετάξει στο νερό.
Μακριά από χρώματα κι από ζωγραφιστές βιογραφίες, η Ρούλα Γεωργακοπούλου βούτηξε σ’ ένα δύσκολο, ασπρόμαυρο υλικό, και το αγάπησε. Και μέσ’ από αυτά τα ασπρόμαυρα, και όχι μόνο, έβγαλε εκείνη την παλιά Μαρία των ποιημάτων, την έφερε σ’ ένα σαν χτες, που είναι και σαν τώρα, κι έχτισε μαζί της μια σχέση ιαματική, «βαθιά... ίσαμε τους βρόγχους». Την έντυσε μ’ ένα πουλόβερ που ξηλώνεται, «μ’ ένα στεφάνι από φλογίτσες... του μεγάλου πυρετού». Και την άφησε να βρει και να μιλήσει μια δική της γλώσσα, απαλλαγμένη από «παυσίλυπες σαβούρες». Μια γλώσσα περιπετειώδη, κάθετη, όπως ταιριάζει σ’ όποιον, σ’ όποιαν, φτάνει επιτέλους στον γκρεμό που διάλεξε.
* * *
Την ιστορία του Κόττινγκλι δεν την ξαναθυμήθηκα τυχαία. Διάβαζα τη Μαρία, διάβαζα τις διαδρομές, πάνω κάτω στους χάρτες και στους δρόμους, πάνω κάτω στα χρόνια, στα κλειστά δωμάτια, έβλεπα τα ίχνη της, πότε βαθιά στους ίσκιους της δικής της εποχής, πότε υπερφωτισμένα από έναν εικοστό πρώτο αιώνα που μπουκάριζε ορμητικά. Κι έψαχνα κάτι για να περιγράψω το αποτύπωμά της, γυρνούσα γύρω γύρω στο βολφράμιο των ακτινογραφιών, μόνη της μού το θύμισε, αλλά δεν το ’θελα ούτε τόσο κλινικό ούτε θανατηφόρο.
Στο κάτω κάτω, αυτή η Μαρία δεν ήταν η αρρώστια της. Είχε ένα είναι-και-δεν-είναι, σαν—
Και πέρασα, ούτε ξέρω πώς, στην άλλη ιστορία, που την αγαπώ και που με συγκινεί μ’ ένα σωρό τρόπους μέχρι και τώρα: είχε το υλικό που μου ’λειπε, αθώα αρνητικά από γυαλί και ασήμι, είχε και την επιμονή των κοριτσιών, μέχρι το τέλος, για την πέμπτη τους φωτογραφία, κι ακόμα, τι ωραία σύμπτωση, το χρονικό συν-πλην δυο κόσμων που δε συναντήθηκαν. Είπα λοιπόν μήπως την περιγράψω έτσι τελικά. Σαν να ’χε, λέει, περάσει φεύγοντας πάνω από το αρχαίο γυαλί στο πέμπτο αρνητικό. Με όλα τ’ άσπρα και τα μαύρα της και τα σκιερά της. Μια αινιγματική κι όμως αληθινή Μαρία των ποιημάτων. (Που κάποτε ήτανε δυο χρόνια πιο μικρή από την Έλση. Που ήτανε και πέντε χρόνια πιο μεγάλη από τη Φράνσις. Που όταν ο Ντόυλ, οι Θεοσοφιστές και τα λοιπά, εκείνη έμπαινε σ’ έναν μεγάλο έρωτα. Και που δεν ξέρω αν πίστεψε ποτέ της στις νεράιδες.)