Σύνδεση συνδρομητών

Γιωσέφ Ελιγιά: ιδεολογία και πολιτική

Τετάρτη, 20 Ιουλίου 2022 11:12
O Γιωσέφ Ελιγιά με δύο φίλους του, εβραιογιαννιώτες, στο Αργυρόκαστρο, 1925.
Αρχείο Ελένης Κουρμαντζή
O Γιωσέφ Ελιγιά με δύο φίλους του, εβραιογιαννιώτες, στο Αργυρόκαστρο, 1925.

 «Οι ιδεολογικές μου πεποιθήσεις δεν με εζημίωσαν, τουναντίον με ωφέλησαν στη φιλολογική μου δραστηριότητα».

                                                                                                         Γιωσέφ Ελιγιά, Γιάννενα 1924[1]

Ο Ιωσήφ Ηλία Καπούλιας, ή Ιωσήφ Ηλία Ιωσήφ, ή ο γνωστός μας Γιωσέφ Ελιγιά, παραμένει έως και σήμερα ο «γνωστός - αγνοημένος», αν και υπήρξε από την αρχή σχεδόν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας διανοητής και πρωτοπόρος αγωνιστής των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων[2]. Και για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια ενός άλλου γιαννιώτη εβραιοφιλοσόφου, του Σάββα Μιχαήλ, «ο Γιωσέφ Ελιγιά, εβραίος από τα Γιάννενα, ποιητής, σοφός κι επαναστάτης – και γι’ αυτό τριπλά τετραπλά κυνηγημένος: Σαν εβραίος από τους αντισημίτες. Σαν ποιητής από τους στερημένους καιρούς. Σαν σοφός από έναν κόσμο που περιφρονεί την εκμετάλλευση, την καταπίεση, τον εξευτελισμό ανθρώπου προς άνθρωπο».[3]

Αν θελήσουμε να δώσουμε μια απλή απάντηση στα παραπάνω, θα πρέπει να επικαλεσθούμε τα αλληγορικά λόγια του Δημήτρη Χατζή από το γνωστό μας διήγημα «Σαμπεθάι Καμπιλής» του Τέλους της μικρής μας πόλης[4]: «Ο Ελιγιά τόλμησε, λένε, να κάνει ρωγμή στον Μωσαϊκό και στον Ρωμέικο Νόμο». Το διήγημα αυτό, στην πρώτη έκδοση της συλλογής, το 1953, φέρει τον παρενθετικό τίτλο «(χρονικό μιας ισραηλιτικής κοινότητας)», και τούτο διότι, ως προς την αφηγηματική του δομή, παρουσιάζει τα γνωρίσματα του είδους του χρονικού, δηλαδή διαθέτει αρχή και τέλος, και, επί του περιεχομένου, πλήθος από ιστορικά, λαογραφικά, δημογραφικά, πολιτιστικά και ψυχογραφικά στοιχεία. Ο Δημήτρης Χατζής δεν είχε γνωρίσει προσωπικά τον Γιωσέφ Ελιγιά, αλλά, όπως ο ίδιος δήλωνε, «ό,τι έγραψε για τον Ελιγιά το έγραψε από φήμες που κυκλοφορούσαν στα Γιάννενα»[5], φήμες τις οποίες ο ίδιος είχε καταγράψει από τον πανίσχυρο τότε στην Κοινότητα Σαμπεθάι Καμπιλή, από το ιδεολογικό στέλεχος του ΚΚΕ στα Γιάννενα Βασίλη Καρασκόγια, και από τους λοιπούς συντρόφους του ποιητή.

Ο Γιωσέφ Ελιγιά, παιδί μιας φτωχής μικροαστικής εβραϊκής οικογένειας των Ιωαννίνων, γεννήθηκε το 1901.[6] Διακρίθηκε για τη δίψα του στη μάθηση και για την οξύνοιά του, ενώ μεταξύ των διδασκάλων του ήταν ο πολυμαθής Αβραάμ Δαυίδ, ο οποίος τον μύησε στην εβραϊκή ιστορία και παράδοση, και στον οποίον αργότερα ο Ελιγιά θα αφιερώσει την περισπούδαστη μελέτη του «Περί Μεταβιβλικής Ποιήσεως», Γιάννενα 1924.

Όταν ο Ελιγιά αρχίζει να εμφανίζεται στα γράμματα, μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τον σιωνισμό. Ας σημειωθεί ότι στις αρχές του 19ου αιώνα, μέσα στον παγκόσμιο εβραϊσμό συναντούνται τρία ιδεολογικά ρεύματα: ο σιωνισμός, με ηγέτες τους διανοούμενους Θεόδωρο Χερτζλ και Μαξ Νορντάου,  διακήρυττε τη δημιουργία μιας εβραϊκής πατρίδας· ο αφομοιωτισμός πρότεινε τη μόρφωση και την εξύψωση του πολιτισμού των απανταχού εβραίων και, παράλληλα, την παραμονή τους στις κατά τόπους πατρίδες· τέλος, ο σοσιαλισμός πρόσταζε το διαχωρισμό των φτωχών εβραίων από τους πλούσιους και την υπέρβαση του διλήμματος μεταξύ σιωνισμού και αντισημιτισμού μέσω του σοσιαλιστικού αγώνα. Έτσι και ο Ελιγιά, επηρεασμένος καταρχάς από το κίνημα του σιωνισμού, έγραψε το 1918 τα ποιήματα «Για σε Σιών πατρίδα μου το αίμα μου θα χύσω» και «Οι τρεις Ραββίνοι»[7].

Το 1919, αποφοιτά από τη Σχολή Alliance Israélite Universelle των Ιωαννίνων. Σημειωτέον ότι οι Σχολές της Alliance, φιλογαλλικού προσανατολισμού, οι οποίες ιδρύονται απανταχού στην Ευρώπη με έδρα το Παρίσι, υπήρξαν προϊόν του αφομοιωτικού κινήματος με στόχο την ανώτερη μόρφωση των απανταχού εβραϊκών κοινοτήτων. Η Σχολή της Alliance στα Γιάννενα ιδρύθηκε το 1904. Εδώ θα μορφωθεί ο Ελιγιά και θα αναλάβει ως διδάσκαλος το 1918, θέση που θα διατηρήσει έως το τέλος του 1924 με μικρές διακοπές. [8]

Είναι τα χρόνια αυτά κατά τα οποία αναδεικνύεται ως ποιητής, παράγοντας μια ποίηση που κινείται μεταξύ λυρισμού και ρεαλισμού, ενώ επιδίδεται ταυτόχρονα στον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα της εποχής.[9] Είναι επίσης η εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ο τοπικός γιαννιώτικος πληθυσμός υποφέρει από κάθε είδους στερήσεις. Έκφραση της αναγκαιότητας αυτής είναι η δημιουργία του Πανηπειρωτικού Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων το 1922, στο οποίο συσπειρώνονται πλήθος Σωματείων, Συνδέσμων και Συλλόγων, δηλαδή όλα τα συνδικαλιστικά όργανα.[10] Παράλληλα, το 1923, ιδρύονται στην πόλη δύο σύλλογοι εφέδρων στρατιωτών, η Πανηπειρωτική Ένωσις Παλαιών Πολεμιστών και ο Πανηπειρωτικός Σύνδεσμος Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου, ο μεν πρώτος αριστερής απόκλισης, ο δε δεύτερος βενιζελικής.[11] Η Πανηπειρωτική Ένωσις Παλαιών Πολεμιστών θα εκδώσει το 1924 τη σοσιαλιστική εφημερίδα Νέος Αγών, έχοντας ως πρόδρομο την εφημερίδα των τσαγκαράδων, Άνθρωπος (Γιάννενα 1922).  

Ο Γιωσέφ Ελιγιά ενσωματώνεται στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων με δυναμική κοινωνική και πολιτική παρουσία. Στους στόχους του Εργατικού Κέντρου το 1923 είναι και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Εκδήλωση πανηγυρική με κεντρικούς ομιλητές και θέματα σχετικά με τα γεγονότα της εκτέλεσης των εργατών της Αμερικής (1887) και την κοινωνική επανάσταση, η οποία συντελείται στη Σοβιετική Ρωσία. Μεταξύ των ομιλητών, ο διδάσκαλος και ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά, απαγγέλλει ένα δικό του σοσιαλιστικό ποίημα καθώς και αποσπάσματα από το «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη (Δ. Τανάλια) και από το «Παραμύθι» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.[12] Το 1924, η κομμουνιστική Νεολαία της πόλης γιόρτασε την 5η επέτειο της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, με ομιλίες και διάφορα επαναστατικά τραγούδια.[13] Και όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ, «την ίδια στιγμή που έβγαζε πύρινους λόγους για την προλεταριακή Πρωτομαγιά στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων, την Πρωτομαγιά του 1923, ο Ελιγιά έγραφε για την εβραϊκή ποίηση της αλ Ανταλούς και μετέφραζε ποιήματα του Γεουντά Α-Λεβί, όπως δείχνει η δημοσίευσή τους τον Ιούλιο του 1923 στη Βίγλα, μηνιαία φιλολογική και καλλιτεχνική έκδοση του Μεσολογγίου. Ουσιαστικά στοιχεία των συλλογισμών του που βλέπουν το φως στη Βίγλα το 1923 ενσωματώνονται στη διάλεξή του στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων το 1924».[14]

 

Αντιμιλιταριστής ποιητής

Σε έγγραφο του Πανηπειρωτικού Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων, στις 9 Νοεμβρίου 1922, μετά και από μαζικά συλλαλητήρια, ζητείται από τις Αρχές η διανομή αλεύρου και σίτου, η επάρκεια στην αγορά άρτου και ξυλανθράκων, η καταπολέμηση της αισχροκέρδειας (βλ. μαυραγοριτισμού) και η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της απελπιστικής κατάστασης των κατοίκων της πόλης, λόγω και της ανεργίας από την οποία πλήττεται ο πληθυσμός[15]. Και μέσα σε αυτήν την κατάσταση, η οποία είναι απόρροια των μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνθηκών και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αρχίζει να αμβλύνεται η διάκριση μεταξύ ελλήνων χριστιανών, εβραίων ή και μουσουλμάνων που είχαν παραμείνει τότε στα Γιάννενα. Αυτό είναι το κλίμα μέσα στο οποίο ενσωματώνεται ο σοσιαλιστής πλέον διανοούμενος Γιωσέφ Ελιγιά, ο οποίος, παράλληλα με τη λυρική του ποίηση και τους τόνους πεσιμισμού της, προσφεύγει σε μια νέα ποίηση περισσότερο ρωμαλέα και μαχητική, παραμένοντας όμως ένας από τους πιο αισθαντικούς και βαθυστόχαστους ποιητές του μεσοπολέμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Ελιγιά θεωρούσε υποδειγματικό δάσκαλο στην ποίησή του τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία και αυτή συγκινούνταν μέσα από τη φυλακή με το «λουλούδι που έβλεπε μέσα από τα σίδερα» και με την «πρώτη πεταλούδα που ανάγγειλε την άνοιξη στους δεσμώτες».[16]

Στο διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου - Νοεμβρίου του 1920, αναπτύσσεται στην Ελλάδα έντονη αντίδραση εναντίον της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία εκφράζεται τόσο από το ίδιο το Κόμμα όσο κι από τις «Ομάδες των κομμουνιστών του μετώπου».[17] Την αντίδραση αυτή εκφράζει απόλυτα η Πανηπειρωτική Ένωση Παλαιών Πολεμιστών με το δημοσιογραφικό της όργανο Νέος Αγών, θέση την οποία ασπάζεται και ο Γιωσέφ Ελιγιά, ο οποίος δηλώνει απρόθυμος να στρατευτεί.

Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ το πρωτοποριακό αντιμιλιταριστικό του ποίημα με τον τίτλο «Μιλιταρισμός» ή «Μπότα»[18], το οποίο αναδημοσιεύεται αργότερα στους Πρωτοπόρους.[19] Παραθέτουμε την πρώτη στροφή του ποιήματος:

                              Η μαύρη Πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη,

                              Την ευτυχία που διάβηκε λες μάταια να γυρεύει.

       Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μέσ’ στο χακί διαβαίνει,

                              Κάποι’ αστραπή φειδογλυστρά μέσ’ στης καρδιάς τα ερέβη.

                              Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια,

                                             Ντραν, ντραν, κροτούνε τα σπιρούνια...

Το παραπάνω ποίημα, εκτός από το έντονα αντιμιλιταριστικό του ύφος, εμπεριέχει και αλληγορικές - πολιτικές νύξεις, όταν αναφέρεται, παραδείγματος χάρη, στη δεύτερη στροφή, στον «Γιο του Ψηλορείτη», δηλαδή στον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Στον Νέον Αγώνα ο Ελιγιά, τακτικός συνεργάτης του, δημοσιεύει πάντοτε στην πρώτη του σελίδα και ένα του ποίημα. Δίνουμε εδώ ενδεικτικά ένα από τα χαρακτηριστικά αυτά ποιήματα, που έχει τίτλο «Εργάτης»[20] και διακρίνεται για τον προλεταριακό του χαρακτήρα:

                              Γλυκοχαράζει η αυγή, τη γλυκοχαιρετίζεις

                              και ξεκινάς πικρέ αδερφέ για τον τραχύν αγώνα,

                              με ροζιασμένα μπράτσα, ωιμέ, και πληγιασμένο γόνα,

                              μέσ’ στης δουλειάς την κόλαση της ζωής τάνθια μαδίζεις.

                             

                              Η νειότη πλάι στο γκρεμό σέρνεται της αβύσσου

                              και ξεκινούν τα γηρατειά στον κάμπο απ’ τ’ ασφοδέλια,

                              κι εν ώ κροτούνε του άρχοντα στην Πολιτεία τα γέλοια

                              σκλάβε πονώ τον πόνον σου, βυζαίνω απ’ την οργή σου.

Στα Γιάννενα όμως της δεκαετίας του 1920, έντονη παραμένει και η πνευματική δράση των διανοούμενων της πόλης. Ιδρύεται εδώ ο προοδευτικός Εκπαιδευτικός Όμιλος Ιωαννίνων[21], «Παράρτημα» αυτού των Αθηνών, με στόχους τη «δημοκρατικοποίηση» της Παιδείας και τη σύνδεσή της με την πραγματικότητα της ελληνικής ζωής και του νεοελληνικού κόσμου (αποβάλλοντας κάθε ίχνος «ψευδοκλασικισμού» και «προγονοπληξίας»), την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας και τη διερεύνηση τρεχόντων φιλολογικών και παιδευτικών ζητημάτων. Σε μια συνεδρίαση του Ομίλου προσκαλείται ο Ελιγιά, ο οποίος, σε ένα κατάμεστο ακροατήριο της μεγάλης αίθουσας της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, θα παρουσιάσει το θέμα του «Περί Μεταβιβλικής Ποιήσεως»[22]. Η διάλεξη αυτή, τον Δεκέμβριο του 1924, αφιερωμένη στον διδάσκαλό του Αβραάμ Δαυίδ, περιστρέφεται γύρω από το ιστορικό γίγνεσθαι, την Τέχνη, τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, την εβραϊκή παράδοση, φθάνοντας ακόμη και στους φιλοσόφους ποιητές της μεσαιωνικής Ισπανίας, και όλα τούτα υπό το πρίσμα της μαρξιστικής θεώρησης. Η ομιλία αυτή σχολιάστηκε θετικά από όλους τους διανοούμενος αρθρογράφους των εφημερίδων της πόλης. Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί ότι, τη δεκαετία του 1920, εκδίδονται στα Γιάννενα οι εφημερίδες Ήπειρος και Ελευθερία των λογίων Γεωργίου Χατζή - Πελλερέν και Χρήστου Χρηστοβασίλη αντίστοιχα, Κήρυξ του Δημοσθένη Πανίδη, Ηπειρωτική Ηχώ του Ευθύμιου Τζιάλλα, καθώς και άλλες μικρότερης εμβέλειας. Όλες τούτες οι τοπικές εφημερίδες, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, έπλεξαν το εγκώμιο στον Γιωσέφ Ελιγιά, γεγονός που δεικνύει ότι η πόλη διέθετε το ανάλογο υπόβαθρο εκτίμησης μιας τέτοιας ομιλίας, αλλά και μιας τέτοιας προσωπικότητας. Χαρακτηριστικό είναι το κριτικό σχόλιο του Γεωργίου Χατζή - Πελλερέν (πατέρα του Δημήτρη Χατζή) στην εφημερίδα Ήπειρος, ο οποίος γράφει για τον Ελιγιά:

Ο κύριος Ιωσήφ Καπούλιας είναι εγκρατής της εβραϊκής φιλολογίας […] και συγχρόνως ποιητής με πολύ ισχυράν έμπνευσιν και αισθητικήν μόρφωσιν […] επιπλέον δε γνώστης όσον ολίγοι της νεοελληνικής φιλολογίας και των μυστικών του ρυθμού και της αρμονίας της γλώσσης…

Δίνουμε εδώ σχετική περίληψη της ομιλίας, όπως τούτη δημοσιεύτηκε στις γιαννιώτικες εφημερίδες (10-20 Δεκεμβρίου 1924):

Το ανθρώπινο πνεύμα στρέφεται στην ιστορία είτε γιατί αυτή δίδει μαθήματα για την αποφυγή των περασμένων αμαρτημάτων, είτε γιατί η ίδια η φύση του ανθρώπου τον ωθεί να στρέφεται προς τα πίσω· ως μοχλός αυτής της στροφής χρησιμεύει και η βιβλική ποίηση. Αυτή η ποίηση, για να ξαναβρεί τη φρεσκάδα της, πρέπει να απαλλαγεί από τις θεωρήσεις διάφορων θεολογιών, όπως της εβραϊκής και της χριστιανικής, που της έδωσαν μεταφυσική οντότητα· κατ’ αυτό τον τρόπο, σπουδαία παραμένει η εβραϊκή φιλολογική παραγωγή της μεσαιωνικής αραβικής Ισπανίας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους Γεουδά Αλεβή και Σολομών Ιμπν Γκεβερούλ.

Άξιο προσοχής επίσης είναι το σημείο στο οποίο ο Ελιγιά εκφράζει τη θέση του «ματεριαλιστή» ποιητή έναντι μιας ευρύτερης ποίησης, αλλά και το σημείο όπου ο ίδιος επικρίνει την ποίηση του Κωστή Παλαμά, αναγνωρισμένης ηγετικής φυσιογνωμίας της εποχής.

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

δεν είναι απαραίτητο ο μαρξιστής να θεωρεί την Τέχνη ως πιστό αντίγραφο της επαναστατικής ιδεολογίας, αλλά να μπορεί να κρίνει θετικά, διαμέσου του αισθητικού ματεριαλισμού, και άλλες μορφές τέχνης, όπως τις «Σιωνίδες» του Αλεβή ή και τον «Ύμνο προς την Ελευθερίαν» του Σολωμού· απαιτεί όμως από άλλους ποιητές, όπως για παράδειγμα από τον Παλαμά, να δίδουν περισσότερη προσοχή στα νεότερα κοινωνικά ρεύματα.

 

Ο «Νέος Αγών»

Μετά την παραπάνω εκδήλωση, ακολουθούν σύντομα τα γεγονότα τα περί της εφημερίδας Νέος Αγών[23]. Και όλα αυτά, με αφορμή την κυκλοφορία στην πόλη, στις 19 Μαρτίου 1924, ένθετης προκήρυξης στον Νέον Αγώνα του Εργατικού Κέντρου Καβάλας, που υπερασπίζεται το δικαίωμα των καπνεργατών για τα ανεπεξέργαστα καπνά. Στις 21 Δεκεμβρίου 1924 συλλαμβάνονται κατά τον τότε ισχύοντα στρατιωτικό νόμο τα περισσότερα μέλη του πυρήνα της εφημερίδας. Μεταξύ αυτών, λίγες μέρες αργότερα, ο Γιωσέφ Ελιγιά οδηγείται στις φυλακές.

Ιστορική παραμένει η φωτογραφία στις φυλακές Ακραίου Ιωαννίνων, στην οποία διακρίνονται τα μέλη της σύνταξης της εφημερίδας Νέος Αγών Πέτρος Πάμπος (τυπογράφος), Πέτρος Αποστολίδης (γιατρός, μετέπειτα ο «κόκκινος Δήμαρχος» της πόλης), Γιωσέφ Ελιγιά (ποιητής). Η φωτογραφία αυτή μπορεί να συσχετιστεί με μια αντίστοιχη, στην οποία απεικονίζονται οι Κ. Σκλάβος και Γ. Μοναστηριώτης, πίσω από τα σίδερα των φυλακών Συγγρού, στις 19 Μαρτίου 1924.[24] Στην απομόνωση, όπου ο Ελιγιά βρίσκεται, και μέσα στο υπόγειο της φυλακής, γράφει το ποίημα «Πίσω απ’ τα κάγκελα», τιτλοφορούμενο και ως «De Profundis» (Εκ Βαθέων)[25], το οποίο και απαγγέλλει στους συγκρατούμενούς του:

Βαρειά βαρειά στη σάρκα μου κροτούν τα σίδερά σου

Σκλαβιά πικρή, σκλαβιά αιματοβυζάστρα.

Και λαχταράω για λύτρωμα, για τον πλατύν αγέρα

Μα, ωιμέ, τριπλά της φυλακής τα κάστρα.

Μαύρε Σατράπη, άγριε φονιά, δε με νικάς, ωστόσο,

Και ταπεινά η ψυχή μου δε λυγίζει.

Δε ζητιανεύω λευτεριά, δε ζητιανεύω χάρι

Στην πόρτα, ω Κάιν, το κρίμα σου σταλάζει!

Σ’ αυτό το κλίμα της τρομοκρατίας εντάσσεται άλλωστε και το γεγονός του γρονθοκτυπήματος στον Γιωσέφ Ελιγιά, το οποίο έλαβε χώρα στις 15 Νοεμβρίου 1924. Σε έγγραφο Υποβολής Δελτίου Συμβάντων, της 16ης Νοεμβρίου 1924, της Διοίκησης Χωροφυλακής Ιωαννίνων (αριθ. 2045/138, Τμήμα ΙΙΙ) προς τη Γενική Διοίκηση Ηπείρου (αριθ. 13393, 17/11/24), αναφέρεται ότι «χθες και περί ώραν 7 1/2 μ.μ. κατερχόμενος της οδού Αβέρωφ ο Ιωσήφ Ηλία ή Καπούλιας, Ισραηλίτης, υπέστη επίθεσιν παρ’ αγνώστου, όστις διά των γρόνθων του τον ετραυμάτισεν ελαφρώς (sic) […] άνωθεν του δεξιού οφθαλμού. Ο δράστης μετά την πράξιν του εξηφανίσθη και διατελεί άγνωστος».[26]

Παράλληλα, και στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής του δράσης, ο Ελιγιά θα προβεί σε μια δριμεία κριτική στους πλούσιους και ιθύνοντες της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Χαρακτηριστικό παραμένει το ποίημά του με τον τίτλο «Οι Φαρισαίοι»[27] και με υπότιτλο «(Σάββατο Σαββατών)», στο οποίο και προτάσσεται από τον ποιητή η ρήση του Ιησού «Ουαί, ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί (Χριστός)». Το ποιητικό αυτό κείμενο διακρίνεται για την ταξική του διαστρωμάτωση, όπου εδώ ο ποιητής επικρίνει τους οικονομικά δυνατούς ομοθρήσκους του, οι οποίοι αδιαφορούν για το «αν αύριο / Το σφαχτάρι θα γλυκοσπαρταρά», αν είναι «σήμερα Ταπεινωμένος ο σκλάβος» και αν «ο σκλάβος [είναι] χλωμός και ταπεινός». Και όλα τούτα, με την ειρωνική επίκληση, «Ω Φαρισαίοι κυρτοί, προσευχηθήτε!», και με τους στίχους «…Σε μιαν άκρη, σοβαρός, ο τραπεζίτης, / Με τη ματιά στη Βίβλο καρφωμένη, / Αψελλίζει της Μετάνοιας το τροπάρι / Κ’ έχει χλωμή, χλωμότατη θωριά…». Από την άλλη, διακρίνουμε στο ποίημα και την πολιτική σκέψη του Ελιγιά, όταν ο ίδιος συμβολικά αναφέρεται στη σοσιαλιστική επανάσταση των εργατών της Οικουμένης, γράφοντας: «Γύρω, κάποιος Ντουνιάς τραντάζει, σειέται, / Κάποια ρομφαία πύρινη σπιθίζει».

Παρεμφερές με τους «Φαρισαίους» είναι και ένα άλλο του ποίημα που φέρει τον τίτλο «Το Τορά μας»[28], και το οποίο είναι «Χαρισμένο σε κάποιους σκλάβους του Γκέττο». Το κείμενο αυτό μας παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή στην εβραϊκή θρησκεία. Τα ποιήματα «Οι Φαρισαίοι» και «Το Τορά μας» κινούνται στην ίδια θεματική. Η διαφορά είναι ότι στο μεν πρώτο, δηλαδή στους «Φαρισαίους», ο Ελιγιά καταδικάζει τους υποκριτές και τους αδιάφορους στον ανθρώπινο πόνο ομοθρήσκους του, ενώ στο δεύτερο, «Το Τορά μας», ο ποιητής απευθύνεται  στην τάξη αυτή των ομοθρήσκων την οποία βλέπει με συμπάθεια, προτείνοντάς της να μπει στον κοινωνικό αγώνα, εγκαταλείποντας την υπεροψία του «αρχαίου μεγαλείου».

 

Μακριά από τα Γιάννενα

Ο Γιωσέφ Ελιγιά αποφυλακίζεται στις αρχές του 1925, ενώ πέντε από τους συντρόφους του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ήταν τότε η δικτατορία του Παγκάλου και ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος. Η ποινή των συντρόφων του μετατράπηκε με αθωωτικό βούλευμα, μετά από ακυρωτική απόφαση του Αναθεωρητικού,[29] αλλά τρεις από αυτούς πήραν τον δρόμο της εξορίας προς την Ανάφη.[30] Ο Ελιγιά φεύγει από τα Γιάννενα[31], αυτοεξοριζόμενος, και μετά από μια μικρή παραμονή του στο Αργυρόκαστρο, έρχεται στην Αθήνα. Εδώ θα γράψει μεταξύ των άλλων το υπαρξιακό, σχεδόν νιτσεϊκό, ποίημα με τον τίτλο «Στον εαυτό μου» (1926), τα ταξικά «Όραμα Γολγοθά» (1928) και «Ιησούς» (1929), καθώς και το πολιτικό – πολιτειακό «Πόρνη», ενώ θα επιδοθεί παράλληλα στη συνέχιση των μεταφράσεών του πάνω σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης.

Δίνουμε μερικούς στίχους από το αλληγορικό ποίημα «Στον εαυτό μου» [32]:

Σαύρα, πανάθλιο σερπετό, που στα χαλίκια σέρνεις

Του ξεπεσμένου εγώ σου την ορφάνια.

Σα νυχτοπούλι στου γκρεμνού τα βάθη σιγογέρνεις

Και κλαις για τη χαμένη περηφάνεια…

Στην Αθήνα ο Ελιγιά έρχεται σε επαφή με την πρωτοπορία της ελληνικής σκέψης και διανόησης, όπως ο Πέτρος Πικρός και η Γαλάτεια Καζαντζάκη, καθώς και οι Μάρκος Αυγέρης, Κώστας Βάρναλης, Τέλλος Άγρας, Γιώργος Κοτζιούλας, Στέφανος Δάφνης, Φώτης Κόντογλου, Πέτρος Χάρης, Μιλτιάδης Μαλακάσης και άλλοι. Συνεργάζεται επίσης με τη Μεγάλη Εγκυκλοπαιδεία του Πυρσού, καθώς και με άλλα φιλολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά. Συντάσσει για την Εγκυκλοπαιδεία διακόσια τρία λήμματα ιστορικού, φιλοσοφικού, φιλολογικού και λοιπού περιεχομένου[33], ενώ συνεχίζει τις μεταφράσεις βιβλικών και εβραϊκών λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία και δημοσιεύει σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής. Κορυφαία παραγωγή του θα είναι η ολοκλήρωση της μετάφρασης του Άσματος Ασμάτων (Chir Ahchirim)[34], την οποία πρωτοπαρουσιάζει στην Εγκυκλοπαιδεία στις 9 Οκτωβρίου 1927. Επίσης αριστοτεχνική είναι και η μετάφρασή του στον «Ησαΐα» με τα πολύτιμα σχόλια, μοναδικό κεφάλαιο για τα νεοελληνικά γράμματα, καθώς και η μετάφραση και κριτική του μελέτη στον «Ιωνά».

Τελευταίος σταθμός της πορείας του Ελιγιά θα είναι το Κιλκίς. Εδώ έρχεται το 1930 με το διορισμό του ως καθηγητής της γαλλικής στο Γυμνάσιο της πόλης, ενώ αναμένει πρόσκληση από τον Νικόλαο Βέη για τη θέση εβραιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.

Στο Κιλκίς, ως διορισμένος εκπαιδευτικός, αναγκάζεται να κρύβει τη συνεργασία του με αριστερά περιοδικά, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στον χρόνο παραμονής του στο Κιλκίς, αλλά αναφέρουμε μόνον ενδεικτικά δύο τίτλους ποιημάτων του: το «Πουρείμ»[35] (= εβραϊκό καρναβάλι), το οποίο αφιερώνει στη μητέρα του με έναν έντονο συναισθηματικό τόνο, «Κάτι σα γράμμα στη μαννούλα μου», και το «Κιλκίς»[36], ως προσφορά «Στη μακάρια σκιά του Ποιητή της “Πρέβεζας”», γινόμενος έτσι ο ίδιος προπομπός του χαρακτηρισμού των μετέπειτα κριτικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως «Σχολή του Κώστα Καρυωτάκη», ή άλλως, ως «Σκιά του Κώστα Καρυωτάκη».

Ως επίλογο, θα ανατρέξουμε στο ποίημα «Το Τορά μας» και στο διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Σαμπεθάι Καμπιλής».

Η προτροπή του Ελιγιά «Ώ αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου «μεγαλείο». / Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο, έλα…» μπορεί να συσχετισθεί με τα λόγια του Δημήτρη Χατζή, όπου εδώ ο συγγραφέας παρουσιάζει και πάλι τον ποιητή να προτρέπει συμβολικά τους ομοθρήσκους του «να σπάσουν μια και καλή τις πλάκες του Μωυσή», και να πάνε «οι φτωχοί με τους φτωχούς, κι οι αρχόντοι με τους αρχόντους».

Ο Ελιγιά δεν εισακούστηκε. «Κι ο χαμός του θα προεικονίσει τον χαμό της “Ιερουσαλήμ της Παμβώτιδας” στις 25 Μαρτίου 1944»[37], τη μέρα δηλαδή που προετοιμάστηκε το «Ολοκαύτωμα της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων».

 

[1] Η ενασχόλησή μου με την προσωπικότητα και το έργο του Γιωσέφ Ελιγιά ξεκινά το 1992, με έρευνα, διαλέξεις και σχετικές δημοσιεύσεις, ενώ παράλληλα από το 1997 έως το 2007 εισήγαγα τη διδασκαλία της ποίησης του Γιωσέφ Ελιγιά στα Τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Προς τούτοις, συνεχείς υπήρξαν και οι σχετικές ομιλίες και δημοσιεύσεις μου για τον ποιητή και διανοούμενο, καθώς και για το ευρύτερο πλαίσιο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων, τόσο εντός, όσο και εκτός των ελληνικών συνόρων.

[2] Ελένη Κουρμαντζή, Γιωσέφ Ελιγιά, Πρωτοπόρος διανοούμενος των Ιωαννίνων στη δεκαετία του ’20, Έκδοση του Δήμου Ιωαννιτών, Ιωάννινα 1993.

[3] Σάββας Μιχαήλ, «Ένας Εβραίος από τα Γιάννενα στην αραβική αλ Ανταλούς», ομιλία (υπό δημοσίευση), «Στη μνήμη του μεγάλου βιολονίστα Τάτση Αποστολίδη και του πρωτοπόρου σκηνοθέτη Κώστα Σφήκα, μελών της ΕΠΟΝ Ιωαννίνων», Επιστημονική Ημερίδα «Κατοχικά Γιάννενα», Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, Γιάννενα, 26 Απριλίου 2010, σ. 2.

[4] Δ. Χατζής, Το Τέλος της μικρής μας πόλης, εκδ. Νέα Ελλάδα, Βουκουρέστι 1953, σ. 75-110.

[5] Από επιστολή του ιδίου στον λόγιο του Μεσολογγίου, Γεράσιμο Κασόλα.

[6] Rae Dalven, The Jews of Ioannina, Cadmus Press, Printed in Greece, 1990, σ. 167-171.

[7] Γιωσέφ Ελιγιά – Ποίηση, επιμέλεια: Γεώργιος Ζωγραφάκης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1981, σ. 11-12.

[8] Ελένη Κουρμαντζή, Γιωσέφ Ελιγιά, Αλλιανιστής και Πρωτοπόρος, Έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2001, σ. 11.

[9] Για την περίοδο αυτή και τα τεκταινόμενα στην πόλη των Ιωαννίνων, βλ. Π. Νούτσου, «Τα Γιάννινα, ο Ελιγιά και το δίπολο “Φασιμός” και “Αντιφασισμός” του Μεσοπολέμου», Πρεβεζιάνικα Χρονικά, τεύχ. 26, Πρέβεζα 1992.

[10] Ελένη Κουρμαντζή, Γιωσέφ Ελιγιά, Πρωτοπόρος διανοούμενος των Ιωαννίνων στη δεκαετία του ’20, ό.π., σ. 14.

[11] Ό.π., σσ. 14 – 15.

[12] Ό.π., σ. 15.

[13] Ριζοσπάστης, 24 Ιανουαρίου 1924, φύλλο 2824/814.

[14] Σάββας Μιχαήλ, «Ένας Εβραίος από τα Γιάννενα στην αραβική αλ Ανταλούς», ό.π., σ. 6.

[15] Βλ. Έγγραφα της περιόδου στο, Ελένη Κουρμαντζή, Γιωσέφ Ελιγιά, Πρωτοπόρος διανοούμενος των Ιωαννίνων στη δεκαετία του ’20, ό.π.

[16] Πρωτοπόροι, Τόμ. Β΄, Αθήνα 1931, σ. 293.

[17] Αντί, 1978, σ. 25, όπου και «Ένθετη Προκήρυξη προς τους στρατιώτες».

[18] Πλην της πιθανότητας δημοσίευσης του παραπάνω ποιήματος στην εφημερίδα των Ιωαννίνων Νέος Αγών (1924), βλ. και Πρωτοπόροι, ό.π., σ. 293.

[19] Πρωτοπόροι, ό.π., όπου και παρουσιάζονται οι τρεις στροφές του ποιήματος με τον τίτλο «Μιλιταρισμός».

[20] Το ποίημα αυτό παρατίθεται στη διάλεξη που έκανε ο Π. Φάντης για τον Γ. Ελιγιά, βλ. εφ. Ήπειρος, 2 Σεπτεμβρίου, Ιωάννινα 1931· επίσης βλ. και Ελένη Κουρμαντζή, «Γιωσέφ Ελιγιά – Σαμπεθάι Καμπιλή: Ιδεολογικά προβλήματα στην προπολεμική Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων», Ανάτυπο από τη «ΔΩΔΩΝΗ: Φιλολογία», Τόμος ΚΒ΄, Ιωάννινα 1993, σ. 197-198.

[21] Ο Όμιλος αυτός είχε ιδρυτές τους Χρ. Ι. Σούλη, Χρ. Χρηστοβασίλη, Γ. Χατζή - Πελλερέν, Ολυμπιάς Μίνω, Γιωσέφ Ελιγιά. Για τον Όμιλο, βλ. σχετικά, Νίκου Β. Κοσμά, «Ο Ηπειρωτικός Εκπαιδευτικός Όμιλος», Αφιέρωμα εις την Ήπειρον – Εις μνήμην Χρίστου Σούλη (1892 – 1951), Τυπογραφείον Μυρτίδη, Αθήνα 1956, σ. 165 κ.ε.

[22] Βλ. Δημοσίευση μέρους της διάλεξης στην τοπική εφημερίδα Ηπειρωτική Ηχώ, Ιωάννινα 16 Δεκεμβρίου 1924, σε τρεις συνέχειες. Οι αρχές της εποχής απαγόρευσαν την έκδοση ολόκληρης της διάλεξης και το γεγονός αυτό είχε επακόλουθο διαμαρτυρίες στον υπόλοιπο Τύπο της εποχής. Για τα παραπάνω, βλ., Ε. Κουρμαντζή, «Γιωσέφ Ελιγιά: Τα προεόρτια μιας φυγής», Ηπειρωτικά Γράμματα, έτος Α΄, τεύχ. 1, Ιωάννινα 2002, σ. 435-454.

[23] Η εφημερίδα Νέος Αγών κυκλοφόρησε μόνο σε 10 φύλλα, διότι οι Αρχές έπαψαν την κυκλοφορία της, καταστρέφοντας μάλιστα τα τυπογραφικά στοιχεία του 11ου φύλλου. 

[24] Ως προς την πρώτη φωτογραφία, βλ. Π. Αποστολίδη, Όσα θυμάμαι, 1900-1969, Τόμ. Β, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1963, ένθετη σελίδα μεταξύ των σ. 48-49. Ως προς τη δεύτερη φωτογραφία, βλ. Αντί, 1978, σ. 39.

[25] Γιωσέφ Ελιγιά – Ποίηση, ό.π., σ. 77.

[26] Ελένη Κουρμαντζή, Γιωσέφ Ελιγιά, Πρωτοπόρος διανοούμενος των Ιωαννίνων στη δεκαετία του ’20, ό.π., βλ. παράθεμα. Για το γεγονός αυτό, βλ. και Π. Αποστολίδη, Όσα θυμάμαι, 1900 – 1969, ό.π., σ. 69.

[27] Πρωτοπόροι, ό.π., σ. 294.

[28] Πρωτοπόροι, ό.π., σ. 310.

[29] Π. Αποστολίδη, Όσα θυμάμαι, 1900-1969, ό.π., σ. 77.

[30] Ριζοσπάστης, «Η τυραννία του Αλή Πασά αναζεί και πάλι», 12 Ιανουαρίου 1925, φύλλο 2672 – 1172.

[31] Ήπειρος (Διευθυντής: Δ. Χατζής), αρ. φύλλου 37784/5225, Πέμπτη 30 Ιουλίου 1931, σ. 1.

[32] Γιωσέφ Ελιγιά – Ποίηση, ό.π., σ. 70.

[33] Rae Dalven, Poems by Joseph Eliyia, Published In Memoriam by the Greek Jews of New York, Anatolia Press, New York 1944, σ. 19-20.

[34] Γιωσέφ Ελιγιά, Άσμα – Ασμάτων – Μετάφραση, Σχόλια και Κριτική, Εισαγωγή Όλμου Περάνθη, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1974.

[35] Γιωσέφ Ελιγιά – Ποίηση, ό.π., σ. 50

[36] Ό.π., σ. 51.

[37] Σάββας Μιχαήλ, «Ένας Εβραίος από τα Γιάννενα στην αραβική αλ Ανταλούς», ό.π., σ. 12.

Ελένη Κουρμαντζή

Επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο «Άγιος Κύριλλος και Άγιος Μεθόδιος» του Βελίκο Τίρνοβο της Βουλγαρίας. Βιβλία της: Γιωσέφ Ελιγιά (2001), Το βιβλίο στην ακμή του νεοελληνικού διαφωτισμού 1761-1820 (2002), Η νεοελληνική αναγέννηση στα Γιάννενα (2007).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.