Τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε μεγάλη άνθηση στο κρατικό ραδιόφωνο. Τα προγράμματα ανανεώθηκαν αλλά και παλιές σημαντικές εκπομπές ανασύρθηκαν από τη σκόνη των αποθηκών. Ανάμεσα σ’ αυτές και η σειρά «Το έργο τους και η φωνή τους». Περιελάμβανε “αυτοπροσωπογραφίες” διακεκριμένων καλλιτεχνών και συγγραφέων. Ήταν μια ιδέα του Ντίμη Αποστολόπουλου (1909-1962), διευθυντή του Τμήματος Πνευματικής Καλλιέργειας στο τότε ΕΙΡ. Η αναμετάδοσή τους έγινε την άνοιξη του 1985.
Παρακολούθησα με περιέργεια το ραδιοφωνικό αυτοσκιτσάρισμα του Κ.Θ. Δημαρά στην εκπομπή της 18ης Απριλίου 1985. Πρώτη φορά άκουγα τη φωνή του, και μάλιστα από την παλαιά ηχογράφηση του 1958. Με το ραδιόφωνο, ο ιστορικός της λογοτεχνίας είχε και επαγγελματική σχέση αφού διετέλεσε, αμέσως μετά την Κατοχή, το 1945-46, διευθυντής προγράμματος στο ΕΙΡ. Η συνέντευξη δόθηκε στο μέσον της πνευματικής του διαδρομής, που ξεκίνησε το 1928. Συγκρίνοντάς την με τις άλλες εκπομπές της σειράς, τη βρήκα καλύτερα οργανωμένη, πολύ κοντά στον γραπτό λόγο και πλουσιότερη σε αυτοβιογραφικές πληροφορίες. Ξεχωρίζουν οι διακριτικοί τόνοι στις αναφορές στους οικείους του ενώ εκφράζει ανυπόκριτο θαυμασμό και βαθιά ευγνωμοσύνη σε όσους συνέβαλαν στην πνευματική του συγκρότηση παραθέτοντας και τα ονόματά τους: «ό,τι μπορέσω να παραδώσω φεύγοντας από τη ζωή θα οφείλεται πολύ περισσότερο στη δική τους προσφορά παρά τη δική μου επεξεργασία». Γ.Ζ.
Εκπομπή: Το έργο τους και η φωνή τους, 18/4/1985
Εισαγωγή: Ψάχνοντας στο ραδιοφωνικό αρχείο της ΕΡΤ, βρήκαμε μια σειρά εκπομπών με τίτλο Το έργο τους και η φωνή τους. Ηταν παραγωγή του Ντίμη Αποστολόπουλου και μεταδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 από το Δεύτερο Πρόγραμμα του τότε ΕΙΡ. Στην ουσία όμως ήταν μια πολύτιμη καταγραφή της σκέψης πολλών μεγάλων ελλήνων δημιουργών του πνεύματος και της τέχνης που άλλοι δεν ζουν πια και άλλοι είναι σήμερα μεγαλύτεροι. Ευτυχώς, σώθηκαν μέχρις εμάς αρκετές απ’ αυτές τις εκπομπές που θα τις ακούτε σήμερα, ακριβώς όπως είχαν μεταδοθεί τότε.
Κωνσταντίνος Δημαράς
Η δημοσιογράφος: Σ’ αυτόν τον κύκλον εκπομπών προσκαλούνται επιφανείς εκπρόσωποι των γραμμάτων, της τέχνης και της επιστήμης για να ερμηνεύσουν και να κρίνουν οι ίδιοι, από το μικρόφωνο, το έργο τους. Η σημερινή εκπομπή, 16η κατά σειρά, είναι αφιερωμένη στον επιφανή κριτικό, δοκιμιογράφο και ιστορικό της λογοτεχνίας μας Κωνσταντίνο Δημαρά, με πολλά κριτικά και φιλολογικά μελετήματα στο ενεργητικό του.
Το κύριο όμως έργο του είναι η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Το βιβλίο αυτό που ανατρέχει ώς τα υστεροβυζαντινά χρόνια για να διαγράψει το ελληνικό ύφος και να καθορίσει τα ουσιώδη γνωρίσματα του νεοελληνικού πνευματικού πολιτισμού, εθεωρήθη απ’ όλους ως ένας σταθμός στην ιστορία των γραμμάτων μας και ως ένα πραγματικό φιλολογικό γεγονός. Εκτός όμως από την πολύτιμη συγγραφική εργασία του, ο Κωνσταντίνος Δημαράς έχει διακριθεί για τη σημαντική συμβολή του στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και την ενίσχυση της πνευματικής μας ζωής. Δώδεκα χρόνια τώρα διδάσκει πάνω σε θέματα της λογοτεχνίας στον μορφωτικό σύλλογο “Αθήναιον”. Το 1945 ήταν διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και το 1946 ανέλαβε τη γενική του διεύθυνση. Σήμερα είναι γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων του υπουργείου Εθνικής Παιδείας.
Ακούστε μια ωραία σελίδα του Δημαρά. Θα σας την διαβάσει ο εκφωνητής μας Τζων Βεϊνόγλου.
[Ο λυρικός λόγος σήμερα]
Η μελέτη του λυρικού λόγου θα απαιτούσε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο αναφορικό με τη σημασία της μνήμης για την καλλιέργεια του λυρισμού. Στην περίπτωση αυτή το βάρος της μελέτης θα έπεφτε όχι στην έμπνευση, στη δημιουργία αλλά στον δέκτη, είτε τον πούμε αναγνώστη είτε καλύτερα τον πούμε ακροατή. Με το πέρασμα των χρόνων καθώς όλα αλλάζουν και τα πράγματα και το ονομάτισμά τους, επόμενο είναι ν’ αλλάξουν ακόμη και οι μορφές εκείνες της παιδείας, όσες ανταποκρίνονται στις βασικές ανάγκες της ψυχής του ανθρώπου. Έτσι άλλαξε και η λυρική ποίηση, αλλά τούτο δεν εμποδίζει όταν θέλουμε να εξετάσουμε τον λυρισμό να προσπαθούμε ν’ αναχθούμε και στην πρώτη του αρχή για να καταλάβουμε ύστερα πιο καλά την εξέλιξή του. Τούτο με φέρνει να μιλώ μάλλον για τον ακροατή των ποιημάτων παρά για τον αναγνώστη τους.
Το ποίημα στην αρχή του είναι αναπόσπαστο με κάποιο είδος τραγουδιού. Μόνον όταν έχουμε αδιάκοπα στο νου μας τη σχέση αυτή μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια τι ζητάει το κοινό από το ποίημα, δηλαδή από τον ποιητή, και δεν είναι μόνο σωστό αυτό για την αρχαιότητα. Κάθε φορά που ο λυρισμός ξαναβρίσκει τις πρώτες ρίζες του, κάθε φορά που ξαναπαίρνει δυνάμεις βυθισμένος μέσα στην ψυχή του λαού, ξαναδένεται συνάμα και με το τραγούδι. Ακόμη λιγότερο επιτρέπεται να συγχέομε ό,τι είναι άσχετο, την ποίηση και την ανάγνωση.
Η ποίηση είναι πρώτιστα μνημοτεχνία, υπόθεση όπου συνυπηρετούν η κινητική και η ακουστική μνήμη. Ωστόσο, όλα αυτά τα μέτρα και οι ρυθμοί, αν τα εξετάσουμε ακόμη βαθύτερα, εντάσσονται μέσα στη μνήμη μας γιατί μετέχουν στον ρυθμό της ίδιας μας της φυσικής ζωής, το βήμα μας, την αναπνοή μας, τους παλμούς της καρδιάς μας. Δεν είναι ούτε μια σύμβαση, ούτε μια τύχη που επέβαλαν τις δύο βασικές μορφές του λυρικού λόγου, τα δισύλλαβα και τα τρισύλλαβα μέτρα, που τα ξαναβρίσκουμε με ποικίλα ονόματα μέσα σε ποικίλες γλώσσες, είτε εμπειρικά δοσμένα από τον αυτοσχέδιο λαϊκό ποιητή, είτε βγαλμένα από τη σοφή επεξεργασία του τεχνίτη. Το ποίημα που δεν απομνημονεύτηκε, που δεν απομνημονεύεται, που δεν μπορεί ο κάθε άνθρωπος να το πάρει μαζί του στον περίπατο και στη δουλειά του, να τον συνοδεύει ρυθμικά σαν μια μουσική ανεξάρτητη από κάθε νόημα. Το ποίημα που πρέπει, για να το χαρούμε, να πάμε στο γραφείο μας και να το βγάλουμε από τα ράφια της βιβλιοθήκης μας για να το διαβάσουμε, το ποίημα τούτο μπορεί να είναι πολύ σπουδαίο αλλά δεν εξυπηρετεί απόλυτα την αποστολή του. Μας χρειάζεται το ποίημα για να το ζούμε, δεν αρκεί να το διαβάζουμε στις χαμένες ώρες μας.
Τούτο γεννά ένα από τα βασικά προβλήματα στη σύγχρονη ποίηση, την ελεύθερη μετρικά, την απαλλαγμένη από την προσωδία των παλαιοτέρων χρόνων. Η προσωδία, το βάδισμα των στίχων κατά τετράδες, η ομοιοκαταληξία, τα πατροπαράδοτα μέτρα, όλα συντελούσαν στην απομνημόνευση και ενίσχυαν τον μνημοτεχνικό παράγοντα. Η λύτρωση του λυρισμού από τα εξωτερικά αυτά δεσμά, ολοκληρώνοντας τη ρομαντική επανάσταση, τον βοήθησαν να αναπτυχθεί πιο ελεύθερα, να δώσει ακέρια τη δύναμή του αλλά, συνάμα, απέκοψε και την επαφή του με το πιο μεγάλο κοινό. Προβλέπω εδώ ένα πλήθος απαντήσεις και θα υπάρχουν βέβαια κι άλλες τις οποίες δεν προβλέπω. «Δεν μας ενδιαφέρει το μεγάλο κοινό», «Η σύγχρονη ποίηση έχει τους δικούς της ρυθμούς», «Τα εξωτερικά στοιχεία βοηθούσαν τη μετριότητα, γιατί της παρείχαν στηρίγματα», κτλ. Δεν πρόκειται όμως γι’ αυτό, ούτε είμαι εγώ που θα καταδίκαζα την ποίηση που εξέφρασε τον καλύτερο Σικελιανό, που εκφράζει σήμερα τον καλύτερο Σεφέρη. Διαπιστώνω ότι υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα με τη νέα μας ποίηση και νομίζω ότι δεν παύει να υπάρχει όταν κλείνουμε τα μάτια μας και παύουμε να το κοιτάζουμε. Ο πατέρας μου, που είχε σπουδάσει νομικά και διετέλεσε όλη του τη ζωή τραπεζιτικός, μπορούσε να απαγγείλει χωρίς προσπάθεια στίχους του Παναγιώτη Σούτσου, του Παράσχου ή του Ζαλοκώστα. Αργότερα, όταν ήμασταν παιδιά, τα κοριτσάκια που ήθελαν να συγκινηθούν έλεγαν στίχους του Πολέμη και ήταν μεγάλη προσφορά αυτή την οποία έφερνε η ποίηση στον πατέρα μου ή στις κοπελίτσες, κι ας ήταν τα ποιήματα μέτρια. Μέσα από κείνα επικοινωνούσαν οι άνθρωποι με το απόλυτο. Ήταν οι κακοί εκείνοι στίχοι το καταλυτικό στοιχείο που χρειαζόταν για να ανθίσει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου το λυρικό λουλούδι. Σήμερα αυτό εχάθηκε και είναι η ζημία τεράστια. Ο χειρότερος στίχος είναι καλύτερος από την αμουσία, γιατί προκαλούσε την δική μας σιωπηρή συμμετοχή στην ποίηση. Εχάθηκε. Το ζήτημα δεν είναι να αρνηθούμε την απώλεια αλλά να τη διαπιστώσουμε, να αναγνωρίσουμε το μέγεθος της ζημίας και να καταλάβουμε πότε και πώς μπορεί να θεραπευτεί. Σε μια εποχή όπου σε όλο τον κόσμο ξεχειλίζει ο λυρισμός, το μεγάλο κοινό εστερήθηκε την ποίηση αλλά την χρειάζεται.
Η δημοσιογράφος: Και τώρα θα σας μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφεύς του μελετήματος που ακούσατε. Θα σας πει πώς βλέπει, πώς κρίνει, πώς ερμηνεύει το έργο που πραγματοποίησε. Θα εκφράσει μερικές σκέψεις και παρατηρήσεις του που αναφέρονται στα διαδοχικά στάδια της πνευματικής του ζωής και στα διαδοχικά επιτεύγματά της. Στο μικρόφωνο ο επιφανής κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας μας Κωνσταντίνος Δημαράς:
Κ.Θ. Δημαράς: Δύσκολο είναι νομίζω να αμφισβητήσει κανείς ότι όχι μόνο ο ποιητής, όχι μόνο ο δημιουργός, αλλά και ο λόγιος, ο πιο σκληρά προσηλωμένος σε μιαν εξωτερική επιστημονική πειθαρχία, κι αυτός γεννιέται. Αυτό το πάθος που σπρώχνει τον ερευνητή προς το βιβλίο, προς το αρχείο, η ακατανίκητη έλξη του εντύπου, του χειρογράφου, είναι φανερό ότι προέρχονται από μιαν αρχική εσωτερική φύτρα, εντελώς ανεξάρτητη από την ανατροφή, και την οποία τίποτα δεν μπορεί να δαμάσει, όπως και καμιά εμπειρία δεν αρκεί για να τη γεννήσει. Κάποιες δυνάμεις υπάρχουν μέσα μας που απαιτούν την ικανοποίηση από τη ζωή. Όμως, και εδώ είναι που το έμφυτο παραχωρεί την θέση του στην πείρα, αυτήν που αρχίζει με τη γέννησή μας, η ικανοποίηση θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να δοθεί με πολλούς τρόπους. Μια σειρά από διαδοχικές παραιτήσεις θα καθορίσει την τελική κατεύθυνση του νέου προς ό,τι θα μορφοποιήσει την κλίση του. Το παιδί που μπορούσε να γίνει αξιωματικός, που μπορούσε να γίνει βιομήχανος, που μπορούσε να γίνει ερευνητής, γιατί η κλίση του θα έβρισκε και στα τρία αυτά την πλήρωσή της, θα γίνει ένα από αυτά τα τρία, παραιτούμενος από τις άλλες δυνατότητές του, σύμφωνα με κάποιες επιταγές του κόσμου ο οποίος τον περιβάλλει. Έτσι, στο πρόσωπο του καθενός από μας, και του πιο ασήμαντου, διασταυρώνονται δύο τάσεις, η φυσική και η επίκτητη. Η προσφορά, ας πούμε, του Θεού και η προσφορά των ανθρώπων. Για την πρώτη δεν νομίζω ότι η ανάλυση μπορεί να δώσει πολλά και ακόμη λιγότερα πιστεύω μπορεί να προσφέρει η αυτοβιογραφική αφήγηση, εκτός αν είναι κανείς Πασκάλ ή Αυγουστίνος. Αντίθετα, η δεύτερη, η πρώιμη προσφορά των ανθρώπων, αυτή, βαθιά χαραγμένη στη συνείδηση του καθενός μας, φωτίζει τη ζωή μας και την εμορφαίνει, εμπειρία και ανάμνηση και παρηγοριά όταν οι συνάνθρωποί μας φανερώνονται κατώτεροι απ’ ό,τι θα τους θέλαμε. Γιατί αληθινά η προσφορά αυτή κρυσταλλώνει πάντα στη μνήμη μας γύρω από μερικά πρόσωπα και από τα έργα τους. Για τούτο, όταν πάμε να αναλογισθούμε το τι οφείλουμε στον γύρω μας κόσμο, μερικές μορφές έρχονται στο νου μας, είτε εκείνων που με την παρουσία τους κοντά μας οδήγησαν τα πρώτα βήματά μας είτε εκείνων που με τα έργα τους μας εβοήθησαν να σχηματίσουμε γνώμη για τα φυσικά και για τα νοητά.
Αυτή την ώρα, όπου μου έχει ανατεθεί το δύσκολο έργο να μιλήσω για μένα, γι’ αυτό το πάντοτε μισητό εγώ, δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο να τη διαθέσω παρά ξεχωρίζοντας μερικούς από τους πολλούς που συνετέλεσαν στη διαμόρφωσή μου. Πρώτοι, η μητέρα μου, ο πατέρας μου και ο αδερφός της μητέρας μου, Κωνσταντίνος Ρακτιβάν. Αυτά μας πηγαίνουν πολύ μακριά πίσω, όταν σε ηλικία 9 και 10 χρόνων, στα 1913 με 1914, έγραφα τους πρώτους μου στίχους, τα πρώτα μου διηγήματα. Νομίζω ότι η μητέρα μου χωρίς ανησυχία εκαμάρωνε αυτές τις πρώτες δοκιμές. Ο πατέρας μου εκαλλιεργούσε τη ροπή μου προς την ανάγνωση. Ζωντανή μένει ακόμη η χαρά μου από τότε που μου έφερε κάποια μέρα, χωρίς εορταστική αφορμή, τα Άπαντα του Ζαλοκώστα, στην παλιά έκδοση του Φέξη. Ο θείος μου εδιάβαζε μαζί μου στίχους και μου τους εξηγούσε, Δεκέμβριο του 1914, από Τα φωτερά σκοτάδια του Δροσίνη. Ένα χρόνο αργότερα Οι Βωμοί του Παλαμά. Αυτά τα δύο βιβλία τα είχα μάθει μαζί του απέξω, σχεδόν ολόκληρα.
Ύστερα είναι οι διαλέξεις του Παρνασσού, τις οποίες παρακολουθούσα μαζί με τη μητέρα μου. Εκεί στον Παρνασσό με παρουσίασε δώδεκα χρονών παιδί στον Παλαμά. Θυμούμαι τη βαθιά του υπόκλιση με το χέρι του ανοιγμένο πλατιά επάνω στο στήθος. Αυτή η υπόκλιση με εδίδαξε πολλά. «Να σας συστήσω έναν νεαρό θαυμαστή σας», είπε η μητέρα μου. «Τιμή μου μεγάλη», αποκρίθηκε ο ποιητής. Η ευγένεια είναι ίσως ο ασφαλέστερος τρόπος για να απομονώνεται κανείς μέσα στο πλήθος.
Μα στο μεταξύ, πρωτύτερα, είχε φθάσει στην Ελλάδα απέξω ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης∙ ήταν άψογα ωραίος, με τα ονειρεμένα μάτια του, με τα γένια του σαν τον Χριστό. Σ’ εκείνον φαίνεται να έδειξε η μητέρα μου τις πρώτες μου δοκιμές. Λίγο μου εμίλησε γι’ αυτές ο κύριος Μανόλης, αλλά άρχισαν να με καλούν τακτικά στο σπίτι του πατέρα του, να τρώω μαζί τους τα μεσημέρια, ν’ ακούω τα χιώτικα από την αρχόντισσα μητέρα του. Η περιέργεια του Μανόλη Τριανταφυλλίδη ήταν ασίγαστη, για όλα μου εμιλούσε, όλα ήθελε να τα ξέρει, όλα ήθελε να μου τα διδάσκει στους περιπάτους μας και στη βιβλιοθήκη του. Εκείνος εμερίμνησε κάπως και για μία μεγαλύτερη μεθοδικότητα στις αναγνώσεις μου. Μου έδωσε τα πρώτα δημοσιεύματα της Παιδικής Βιβλιοθήκης του Εκπαιδευτικού Ομίλου, αλλά συνάμα έστρεφε το νου μου προς τη μελέτη και εδιόρθωνε με μιαν υπομονή, την οποία ολίγοι από τους φίλους του εγνώρισαν, τα πρώτα μου κριτικά δοκίμια. Αυτό δεν μπορείς να το πεις ελληνικά, μου έλεγε, κι εγώ εθύμωνα, πρέπει να μπορώ να το πω. Δεν ξέρω ακόμη αυτή την ώρα ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο αλλά ξέρω πως εκείνος μ’ έμαθε να προσέχω τις λέξεις μου γράφοντας και μιλώντας.
Μπορούσα να είχα γίνει γλωσσολόγος μαζί του αν, από τα 1916 και πέρα, δεν ερχόταν μια άλλη επίδραση, η πιο αποφασιστική, να επισκιάσει κάθε άλλην. Η επίδραση του Γιάννη Αποστολάκη τον οποίο εγνώρισα δάσκαλό μου στην τρίτη του Ελληνικού. Η διδασκαλία του –αναφέρομαι στα Νέα Ελληνικά– ήταν μία αποκάλυψη. Κάτω από κάθε λέξη των κειμένων εκρυβόταν ένας κόσμος ακέραιος νοημάτων, διαθέσεων, επιδιώξεων που σιγά σιγά φανερωνόταν καθώς προχωρούσε η μελέτη μας και μαζί εμαθαίναμε να είμαστε απαιτητικοί. Τα μαθήματά του δεν τα έχω ξεχάσει. Οι κρίσεις του δασκάλου για τον Όρκο των Υδραίων, λόγου χάριν, του Παλαμά, ίσως σε μερικά σημεία να ξεπερνούσαν την αντιληπτικότητα των δωδεκάχρονων παιδιών που τις άκουαν, αλλά πάντως μας εδίδασκαν να στέκουμε ψηλά προκειμένου για ποίηση. Και ύστερα ο λόγος του Αποστολάκη ήταν ένα μάθημα σκληρό, ένα μάθημα χωρίς συμβιβασμούς που για τούτο εγοήτευε το παιδί που πρόθυμα έλκεται από τα δύσκολα και από τα ιδανικά. Επί πολλά χρόνια από τότε, όλα τα χρόνια του γυμνασίου και τα πρώτα πανεπιστημιακά χρόνια, έμεινα κοντά στον Αποστολάκη, γοητευμένος μαθητής, ώσπου αργά και βαθμιαία ν’ αναπτυχθεί η κριτική και προς τον ίδιο τον διδάσκαλο. Αλλά και τούτο μ’ έναν σεβασμό και μιαν εμπιστοσύνη που τίποτε δεν εκλόνισε ώς σήμερα. Στον Αποστολάκη οφείλω την οριστική στροφή μου προς την κριτική και προς τη συστηματική μελέτη των γραμμάτων.
Φυσικά, δεν εξαντλείται μαζί του ο πίνακας των παιδικών και νεανικών οφειλών μου, αφού μένουν έξω όσοι συγγραφείς μού έγιναν γνωστοί ιδίως ή μόνο μέσα από τα βιβλία τους. Αφού μένουν έξω οι συνομήλικοι με τις γόνιμες ανταλλαγές, η Φοιτητική Συντροφιά, ο πρώτος Εκπαιδευτικός Όμιλος, αφού μένουν έξω άνθρωποι και διδάγματα που βαθύτατα με επηρέασαν παρά τις διαφορές τους, ο Ιωάννης Σβορώνος, ο Θεόφιλος Βορέας, ο Ρήγας Νικολαΐδης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, άλλοι πολλοί από τους οποίους όλους έμαθα να στοχάζομαι, να διαβάζω, να γράφω, να πειθαρχώ τον συναισθηματικό μου κόσμο. Όμως και τα λίγα αυτά ονόματα μου δίνουν τη βεβαιότητα πως ό,τι μπορέσω να παραδώσω φεύγοντας από τη ζωή θα οφείλεται πολύ περισσότερο στη δική τους προσφορά παρά τη δική μου επεξεργασία.
Η δημοσιογράφος: Αυτή τη γνώμη έχει, αγαπητοί ακροαταί, ο Κωνσταντίνος Δημαράς για το έργο που πραγματοποίησε ώς τώρα. Γνώμη πολύτιμη για όσους το έχουν γνωρίσει και μελετήσει. Γνώμη που πλουτίζει το αρχείο της εκπομπής Το έργο τους και η φωνή τους.
Ήταν μια παραγωγή του 1958 από το αρχείο της ΕΡΤ.
Επιμέλεια - Φωνοθήκη: Γιώργος Ζεβελάκης
Συνεργάτης: Λάκης Δόλγερας