My Imagination is a Monastry and I am its Monk—
you must explain my metapcs to yourself.
(από επιστολή του Τζών Κητς στον Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, 16 Αυγούστου 1820)[1]
Στο έργο του Αdonais, ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ αποχαιρετά και αποτίνει φόρο τιμής στον αδελφό ποιητή Τζων Κητς, λίγους μήνες μετά το θάνατό του. Αν και η συγκεκριμένη ελεγειακή σύνθεση επικρίθηκε επειδή συνέβαλε στην καθιέρωση του Κητς ως αδύναμου και ευάλωτου, μέσα από εικόνες όπως αυτής του «χλωμού λουλουδιού» («a pale flower») ή του «τσακισμένου κρίνου» («the broken lily»), ο Σέλλεϋ, στην πραγματικότητα, ανυψώνει τον Κητς ως ποιητική ιδιοφυΐα, ως μια ζωντανή, δυναμική παρουσία στη μεγάλη μάχη του πολιτισμού, προορισμένη για την ποιητική αθανασία:
Και έχει μαζευτεί με τους βασιλιάδες της σκέψης
Που πάλεψαν με την παρακμή του καιρού τους
Και από το παρελθόν είναι οι μόνοι που δεν πεθαίνουν.[2]
Οι στίχοι του Σέλλεϋ είναι βαθιά εμπνευσμένοι και προφητικοί. Ο Κητς/Άδωνις αναδύεται από τις στάχτες των προκαταλήψεων, της απόρριψης και του σνομπισμού των Τόρις που είχαν στραφεί εναντίον του λόγω της κοινωνικής του τάξης, και προσλαμβάνει μια μεγαλοπρεπή υπόσταση ανάμεσα στους «βασιλιάδες της σκέψης».
Θα μπορούσε κάποιος να αντιπαραβάλει εδώ ότι ο Κητς είναι ποιητής των αισθήσεων παρά των σκέψεων, λαμβάνοντας υπόψη τη δεδηλωμένη προτίμησή του για το πρώτο έναντι του δεύτερου («εμπρός για μια ζωή αισθήσεων και όχι σκέψεων!») αλλά και τη μοναδική ικανότητά του να συνθέτει ποίηση που αιχμαλωτίζει την αίσθηση των πραγμάτων.[3] Ωστόσο, και τα δύο κατέχουν εξέχουσα θέση στο έργο του και συνδυάζονται με μοναδικό τρόπο. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στην ίδια επιστολή ο νεαρός ποιητής συλλογίζεται τη φύση και, έμμεσα, την απόκτηση ενός σύνθετου μυαλού («complex Mind») η ύπαρξη του οποίου θα βασίζεται εν μέρει στην αίσθηση και εν μέρει στη σκέψη, και που, με το πέρασμα του χρόνου, θα εξελιχθεί σε αυτό που αποκαλεί «φιλοσοφικό νου» («the Philosophic Mind»).[4]
Ποίηση, φίλη του ανθρώπου
Η ζωή και τα έργα του Κητς είναι γεμάτα από εντάσεις, ανατροπές και αντιθέσεις. Ο ποιητής διακατέχεται από πάθος και φιλοδοξία, αλλά είναι ταυτόχρονα έτοιμος να αποδεχτεί σχεδόν παθητικά τον πολυποίκιλο κόσμο της εμπειρίας. Η στάση αυτή αποτελεί βασικό μέρος της φιλοσοφίας του. Η «δημιουργία ψυχής» («Soul making») που ενέχει η διαμόρφωση της ανθρώπινης ταυτότητας υπογραμμίζει την έννοια μιας διαρκώς συνεχιζόμενης διαδικασίας η οποία απαιτεί ένα άνοιγμα στην εγκόσμια, απρόβλεπτη και μυστηριώδη διεργασία αποδόμησης και επαναδόμησης του ατόμου. «Δεν βλέπεις πόσο απαραίτητος είναι ένας κόσμος πόνου και δυσκολιών για να εκπαιδεύει μια νοημοσύνη και να την κάνει ψυχή;» γράφει το 1819 σε επιστολή του στους Τζωρτζ και Τζωρτζιάνα Κητς.[5] Το άνοιγμα σε κάτι τόσο διαφορετικό από την προηγούμενη εμπειρία, που αναθεωρεί την κατανόηση του εαυτού και του κόσμου, είναι το είδος της υποκειμενικότητας που τόσο συχνά περιγράφει και προτείνει η ποίηση του Κητς.
Από την άλλη, αυτή η παθητικότητα μπορεί να εκφράζει τον πραγματισμό ή και τον κυνισμό ενός νεαρού άνδρα με βαθιά επίγνωση της θνητής του φύσης αλλά και του ότι «ο κόσμος είναι γεμάτος αθλιότητα και σπαραγμό, πόνο, αρρώστια και καταδυνάστευση».[6] Ο Κητς είχε βιώσει την απώλεια αγαπημένων προσώπων, αφού έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα του σε ένα τραγικό δυστύχημα και, αργότερα, τη μητέρα του και τον μικρότερο αδερφό του, Τομ, από φυματίωση. Επιπλέον, είχε θεραπεύσει αρρώστους ως μαθητευόμενος φαρμακοποιός και είχε ζήσει από κοντά, στο Guy’s Hospital, τον πόνο εκείνων που υποβάλλονταν σε χειρουργικές επεμβάσεις σε μια εποχή χωρίς αποτελεσματικά αναισθητικά φάρμακα. Οι πρώτοι στίχοι του σονέτου για τα ελγίνεια μάρμαρα [«On Seeing the Elgin Marbles»] είναι χαρακτηριστικοί:
Αδύναμο πολύ το πνεύμα μου – με βασανίζει
η θνητότητα, σαν ύπνος στανικός,
και κάθε μια της φαντασίας κορφή ή γκρεμός
πώς πρέπει να πεθάνω μου θυμίζει,
σαν άρρωστος αητός που τα ύψη αντικρίζει.[7]
Η προσήλωση στα ανθρώπινα διατρέχει την ποίηση του Κητς και καθορίζει την αντίληψή του γι’αυτήν. Ήταν ένθερμος υποστηριχτής της ιδέας ότι η ποίηση θα πρέπει να είναι «φίλη του ανθρώπου» («a friend to man»), όπως θα το έθετε στην «Ωδή σε μια ελληνική υδρία». Ταυτόχρονα, μέσω της πίστης του στην φαντασία ως υπέρτατο μέσο αντίληψης της πραγματικότητας, απολάμβανε την ικανότητα της ποίησης να αναδημιουργεί την εμπειρία μέσα από πράξεις λεκτικής εκφραστικότητας, και ελκύονταν από την οραματική εξύψωση και λύτρωση που αυτή υπόσχεται. Η αυστηρή φιγούρα της μούσας Μονέτα (Moneta) στο ποίημα του «Η πτώση του Υπερίωνα» («The Fall of Hyperion») θέτει το επίκαιρο ερώτημα στο ποιητικό εγώ με τόνο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο γνήσιο ενδιαφέρον και την ειρωνεία: «Τι όφελος μπορείς να προσφέρεις, ή όλη η φυλή σου / Στον μεγάλο κόσμο; Εσύ είσαι κάποιος που ονειρεύεται· / του εαυτού σου πυρετός».[8] Με αυτόν τον τρόπο, η Μονέτα θέτει αποφασιστικά τους όρους για κάθε γνήσια/αληθινή εξερεύνηση της ποιητικής αξίας. Η ερώτησή της είναι αυτή που ο ίδιος ο Κητς απευθύνει επίμονα, αναφορικά με την αγαπημένη του τέχνη, και φέρνει στο προσκήνιο ως κύριο μέλημα της σύγχρονης ποίησης.
Πολλούς από τους βασικούς οντολογικούς προβληματισμούς και τα ερωτήματα που ο Kητς θέτει στα ποιήματά του –όπως η πραγματικότητα ως ένα σύνολο ασυμβίβαστων αντιθέτων, η προσπάθεια συγκερασμού του αισθησιακού με το πνευματικό, της φαντασίας με τη διανόηση, της ομορφιάς με την αλήθεια, ή ακόμα η κοινωνική ευθύνη του ποιητή ενάντια στoν αισθητισμό– τα βρίσκουμε και στις επιστολές του, στις οποίες καταγράφονται οι απόψεις του σχετικά με την ποίηση. Για παράδειγμα, η θεωρία του για την αρνητική ικανότητα («negative capability») και για τη χαμαιλεοντική φύση του ποιητή προβάλλουν την αυτοσυνειδησία ως εμπόδιο για την ποιητική δημιουργία. Οι επιστολές του, από τις καλύτερες που γράφτηκαν ποτέ από ποιητή, είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη του αγγλικού ρομαντισμού στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας. Συνδυάζουν τον αυθορμητισμό και τη στοργή για τους αποδέκτες του με τη συνειδητή αφοσίωση στην εξέλιξή του ως συγγραφέα. Ο Κητς καταγράφει και πλαισιώνει τους προβληματισμούς του με γενναιοδωρία πνεύματος, ευστροφία, θάρρος, ειλικρίνεια και λεκτική πρωτοτυπία, ιδιότητες που έχουν προσελκύσει γενιές αναγνωστών και αναγνωστριών στις επιστολές αυτές καθώς και στην τραγική ιστορία της λαμπρής σύντομης καριέρας του. Άλλωστε, η έκδοση νέων βιογραφιών, ο αυξανόμενος αριθμός κριτικών μελετών αλλά και τα κινηματογραφικά έργα με θέμα τη ζωή του καθιστούν σαφές ότι ο Κητς συνεχίζει να γοητεύει και να προκαλεί την προσοχή των αναγνωστριών και των αναγνωστών. Το έργο του συνεχίζει να γεννά ερωτήματα και να συναρπάζει με την ποικιλομορφία των νοημάτων, των εικόνων και των αισθημάτων του. Σύμφωνα με έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους μελετητές του, τον Μάικλ Ο’Νηλ, «υπάρχουν πτυχές του Κητς που δεν θα κατανοήσουμε ποτέ· κατέχει το ανεξάντλητο εκείνων των λίγων συγγραφέων που είναι απαραίτητοι».[9]
Μαθαίνοντας τον Κητς
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, στο πλαίσιο εξοικείωσής του με το έργο του ρομαντικού ποιητή, παρουσιάζει το βιβλίο της Ασπασίας Λαμπρινίδου, A thing of beauty. Ποιήματα και επιστολές του Τζων Κητς. Η ανθολογία φιλοδοξεί μέσα από τις μεταφράσεις επιλεγμένων ποιημάτων (σε δίγλωσση έκδοση) και επιστολών να παρουσιάσει αντιπροσωπευτικά δείγματα της ποιητικής τέχνης του Κητς και του θεωρητικού του προβληματισμού σχετικά με τη σημασία και τη λειτουργία της ποίησης. Παράλληλα, επιστρατεύοντας έναν σημαντικό αριθμό σχολίων και σημειωμάτων (βιογραφικών, φιλολογικών, πραγματολογικών, εκδοτικών κ.ά.), ο τόμος επιδιώκει να παρέχει στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες τα απαραίτητα συμφραζόμενα για τη βαθύτερη κατανόηση του έργου του ποιητή. Το βιβλίο αποτελείται από το βασικό σώμα με τα ποιήματα στο πρωτότυπο και τη μετάφραση (σ. 26-145) ενώ ακολουθούν αποσπάσματα από τριάντα πέντε επιστολές της περιόδου 1817-1821 με βασικούς παραλήπτες τους Τζων Χάμιλτον Ρέυνολντς, Τζωρτζ και Τζωρτζιάνα Κητς, Μπέντζαμιν Μπέιλυ και Φάννυ Μπρων. Οι επιστολές μεταφράζονται με τη δέουσα ακρίβεια που απαιτεί η απόδοση των πολύπλοκων θεωρητικών προβληματισμών του ποιητή στα ελληνικά, αλλά και με την αναγκαία ευαισθησία εκεί όπου ο τόνος γίνεται πιο προσωπικός ή ιδιόρρυθμος, κυρίως προς το τέλος της ζωής του. Ο κύριος όγκος των μεταφρασμάτων αφορά τα σονέτα του Κητς, τα οποία παρατίθενται με χρονολογική σειρά (1816-1819), επιτρέποντάς μας να παρατηρήσουμε την εξέλιξη της θεματολογίας, του ύφους, της τεχνοτροπίας και την έκταση του πειραματισμού του στο συγκεκριμένο είδος. Υπάρχουν ακόμη οι μεταφράσεις των περίφημων ωδών καθώς και αποσπάσματα από τα αφηγηματικά ποιήματα Sleep and Poetry (Ύπνος και Ποίηση), Endymion: A Poetic Romance (Ενδυμίων: Ποιητική Μυθιστορία), Isabella; or the Pot of Basil (Ισαβέλλα ή Η γλάστρα με το βασιλικό), The Eve of St. Agnes (Η παραμονή της Αγίας Αγνής), Hyperion: A Fragment (Υπερίων), Lamia (Λάμια)· τέλος, μπαλάντες και άλλα ποιήματα μικρής έκτασης. Εκτός από την εισαγωγή, τα σχόλια-σημειώσεις στα ποιήματα και τις επιστολές, παρατίθενται σύντομα βιογραφικά των παραληπτών των επιστολών και χρονολόγιο.
Στην κατατοπιστική εισαγωγή του βιβλίου περιγράφονται οι σημαντικότεροι σταθμοί της ποιητικής καριέρας του Κητς σε συνδυασμό με εκείνα τα γεγονότα της ζωής του που τον σημάδεψαν. Έτσι, η Λαμπρινίδου εύστοχα τοποθετεί τον νεαρό ποιητή στον κύκλο των Κόκνεϊς και υπογραμμίζει την επιρροή που είχε επάνω του ο κοινωνικός του περίγυρος, κυρίως ο ριζοσπάστης ποιητής, δημοσιογράφος και κριτικός Λη Χαντ (Leigh Hunt), ειδικά στην απόφασή του να εγκαταλείψει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο επάγγελμα του γιατρού για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Η επιλογή αυτή ήταν ασφαλώς και απόρροια της σιγουριάς που ένιωθε ο Κητς για τις ικανότητές του και της πίστης στον εαυτό του. Σύμφωνα με τους βιογράφους και κριτικούς του, η ταχύτητα και αποφασιστικότητα με την οποία εξελίχθηκε ως ποιητής μέσα σε λίγα χρόνια ήταν απαράμιλλη. Όπως ο Έντμουντ Σπένσερ ή ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ, ο Κητς αισθανόταν ότι διέθετε ικανότητες μεγαλύτερες από άλλους ποιητές και ήταν αποφασισμένος να τις ανακαλύψει. Είχε μια ισχυρή αίσθηση ότι αυτός ήταν ο προορισμός του, και μια εσωτερική ανάγκη να δώσει χρόνο στον εαυτό του να γράψει: «Να’ταν στην ποίηση να αφοσιωθώ για δέκα χρόνια. / Εκείνο που η ψυχή μου έχει προστάξει / να κάνω πράξη».[10] Γραμμένοι το 1816, οι στίχοι αυτοί ακούγονται βαθιά ειρωνικοί αν σκεφτεί κανείς τον πολύ λίγο χρόνο που είχε τελικά ο ποιητής στη διάθεσή του. Ο Κητς εργαζόταν σκληρά για να εκπληρώσει αυτό το πεπρωμένο, μελετώντας συστηματικά ποιητές όπως ο Σπένσερ, ο Μίλτον και ο Σαίξπηρ, διαβάζοντας τους κλασικούς μύθους, και δοκιμάζοντας τον εαυτό του σε δύσκολα ποιητικά μονοπάτια, όπως συνέβη με τη σύνθεση του Ενδυμίωνα.
Το αποτέλεσμα δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, μια εγωκεντρική και πομπώδης ποίηση. Η έμφυτη ζεστασιά και η φιλικότητα των στίχων του Κητς, η ανθρωπιά και η ενσυναίσθηση που αναδύεται μέσα από τη συντακτική αταξία, το δισταγμό ή την αμφιθυμία των στίχων, μετριάζουν αυτό που ο ποιητής θεωρούσε μειονέκτημα της ποίησης του Σέλλεϋ, τη «μεγαλοσύνη» του («magnanimity») ή το «εγωιστικό μεγαλείο του Wordsworth» («egotistical sublime»)[11], και συνδυάζονται με τον έντονο ιδεαλισμό του νεαρού άνδρα και την παθιασμένη φιλοσοφία του για τη ζωή. Στόχος του Κητς ήταν η ποίησή του να μην υποβάλλει τον αναγνώστη αλλά να τον συγκινεί φυσικά και αβίαστα. Προς αυτή την κατεύθυνση πειραματίστηκε με τη μουσικότητα των λέξεων, το μέτρο, τη σύνταξη και τα εκφραστικά μέσα, στο πλαίσιο μιας μεγάλης γκάμας λογοτεχνικών ειδών στα οποία εμφύσησε νέα πνοή και δύναμη, όπως το σονέτο, η μπαλάντα, τα έμμετρα αφηγηματικά ποιήματα, οι ωδές και άλλα λιγότερο εκτενή λυρικά στιχουργήματα. Το σονέτο, στο οποίο θεωρείται ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του ρομαντισμού μαζί με τον Ουίλλιαμ Ουέρτζγουορθ (William Wordsworth), είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αναδημιουργίας ποιητικής φόρμας, προκειμένου να μετατρέψει τις συνθήκες της τέχνης προς όφελός του, καθώς με την ένωση του σαιξπηρικού τετράστιχου και του πετραρχικού σεστέτου απέφευγε αυτά που έβλεπε ως μειονεκτήματα και των δύο μορφών. Όπως αριστοτεχνικά επισημαίνει η Λαμπρινίδου στην εισαγωγή της, «[σ]τα χέρια του Κητς οι λέξεις ευτυχούν», και θα είχα να προσθέσω ότι ευτυχούν και τα λογοτεχνικά είδη. Στον Ενδυμίωνα, ο ποιητής μαγεύεται από τον ήχο του ονόματος του ήρωά του, κάθε συλλαβή τον συναρπάζει: «Και μόνο η μουσική του ονόματος έχει εισχωρήσει στην ύπαρξή μου».[12] Στις ωδές και στον Υπερίωνα, η ικανότητα αυτή σχεδόν τελειοποιείται. Χαρακτηριστικά, στην «Ωδή σε μια ελληνική υδρία», μια από τις αρτιότερες συνθέσεις του, η πρώτη στροφή καταφέρνει, μέσω του ρυθμικού παλμού και των αλλεπάλληλων ερωτήσεων, να μεταδώσει ηχητικά την πυρετώδη αγωνία και τις συναισθηματικές εντάσεις του ποιητικού εγώ, καθώς περιγράφει την ανάγλυφη παράσταση της υδρίας.
Οι μεταφράσεις της Λαμπρινίδου από την αγγλική στην ελληνική αποδίδουν με ζωντάνια και δεινότητα την υπεραφθονία εικόνων και μεταφορών, μετρικών παραλλαγών και συντακτικών καινοτομιών που απαντώνται στα ποιήματα του Κητς. Μεταφέρουν αποτελεσματικά τα νοήματα και τους ρυθμούς του πρωτότυπου, αναπαριστώντας τη γοητευτική ποικιλομορφία των υφολογικών επιλογών του ποιητή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πολύ γνωστό σονέτο που γράφτηκε το 1816, «Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν» («On First Looking into Chapman’s Homer»). Η εμπειρία της «γνωριμίας» του ποιητή με τον Όμηρο στη μετάφραση του δραματουργού και μεταφραστή των αρχών του 17ου αιώνα Τζωρτζ Τσάπμαν (George Chapman) ξεπερνά κάθε είδους πρόκληση για τη φαντασία του (όπως οι «χώρες του χρυσού» ή «τα βασίλεια»). Μια πρόκληση κυριολεκτικά ασύλληπτη, που ο ποιητής προσπαθεί να τη μεταδώσει μέσω δύο εικόνων: η πρώτη είναι αυτή του αστρονόμου Herschel που ανακαλύπτει τον πλανήτη Ουρανό: δεν λέει τίποτα, σιωπά· όπως και, στη δεύτερη, ο εξερευνητής Cortez και οι άνθρωποί του. Οι δύο εικόνες, φτιαγμένες από φαινομενικά ανόμοιες εμπειρίες, συμπληρώνουν η μία την άλλη ιδανικά. Η αφοπλιστική απλότητα του παρατηρητή των ουρανών και η λαμπρή εικόνα ενός πλανήτη που κινείται μέσα από το σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού στην τροχιά ενός τηλεσκοπίου, δίνουν τη θέση τους σε μια άλλη εικόνα, αυτή των ανδρών που κοιτάζουν επίμονα έναν άγνωστο ωκεανό για πρώτη φορά.
Ο Κητς προσκαλεί τη φαντασία μας να ταξιδέψει στο χρόνο και στο χώρο – από τον ταξιδιώτη ποιητή, στον αστρονόμο και μετά στον εξερευνητή στην Κεντρική Αμερική. Ο καθένας από αυτούς βιώνει την υπέρτατη έκπληξη. Εδώ η λέξη «Silent» στο πρωτότυπο επιτελεί δυνατά τη λειτουργία της, συνοψίζοντας τη μαγεία ολόκληρου του ποιήματος. Η τοποθέτηση της εν λόγω λέξης στην αρχή του τελευταίου στίχου είναι καθοριστικής σημασίας: οι δύο προηγούμενες αράδες, συνεχίζοντας σε ίδιο ύφος και ρυθμό, ωθούν όλη την πρόταση να καταλήξει στη λέξη «Silent»: «Then felt I like some watcher of the skies / When a new planet swims into his ken; / Or like stout Cortez when with eagle eyes / He star’d at the Pacific – and all his men / Look’d at each other with a wild surmise – / Silent, upon a peak in Darien». Η εκδοχή στα ελληνικά είναι ιδιαίτερα πετυχημένη γιατί όχι μόνο μεταφέρει πιστά την εμπειρία του πρωτότυπου μέσω των λεξιλογικών επιλογών, του ρυθμού και του διασκελισμού στην αρχή του προτελευταίου στίχου, αλλά ενισχύει την αίσθηση του σαστίσματος και του δέους των εξερευνητών μέσω της σύνδεσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο «αμίλητοι» και στο «κοιτάζονται» (look’d at each other): οι λέξεις έχουν ίδιο αριθμό συλλαβών και εμπλέκονται σε ένα παρηχητικό παιχνίδι χάρη στα ομόηχα φωνηέντα.
Τότε ένιωσα σαν αστρονόμος, που σηκώνει
το κιάλι του σε νέου πλανήτη την τροχιά
ή ως ο γενναίος Κορτές, που σαν αητός στυλώνει
το βλέμμα στον Ειρηνικό – κι οι άντρες του σιμά
κοιτάζονται, ενώ υποψία τρελή τους ζώνει,
αμίλητοι, στου Ντάριεν την κορφή ψηλά.[13]
Το ελληνικό τοπίο και η μυθολογία αποτελούν βασικά σημεία αναφοράς για τον Κητς. Σε αντίθεση με τον Μπάυρον, ο Κητς δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα, οπότε η εντύπωση που διαμόρφωσε για τη χώρα ήταν μια σύνθετη κατασκευή βασισμένη σε υπάρχουσες μεταφράσεις κλασικών συγγραφέων, σε φιλολογικές και αρχαιολογικές μελέτες καθώς και στην αισθητική επεξεργασία εικόνων και μορφών από την κλασική ελληνική τέχνη, μπροστά στο μεγαλείο της οποίας ένιωθε «το πνεύμα [του] αδύναμο», όπως περιγράφει στο υποβλητικό σονέτο του «Όταν είδα τα ελγίνεια μάρμαρα» («On Seeing the Elgin Marbles»). Η αδυναμία έκφρασης μπροστά σε κάτι απροσδιόριστο και ασύλληπτο υπάρχει και εδώ, αυτή τη φορά όμως αιτία της αίσθησης ανεπάρκειας του παρατηρητή είναι η υπεροχή της ελληνικής μνημειακής τέχνης, η θέα των μαρμάρων, η οποία γεννά μία σύγχυση και συστολή, μια «άφατη ταραχή», που αποτυπώνονται μέσα από την κατακερματισμένη δομή της πρότασης η οποία φαίνεται να μιμείται την αποσπασματική κατάσταση των ίδιων των μαρμάρων. Η αίσθηση που αποκομίζουμε διαβάζοντας (δυνατά) την απόδοση στα ελληνικά είναι όπως και αυτή στο πρωτότυπο: αποπροσανατολισμός, διάσπαση, παρεκτόπιση.
Θολές εικόνες δόξας, πλάσματα του νου
Που άφατη ταραχή φέρνουνε στην καρδιά.
Έτσι και αυτά τα θαύματα, έναν ίλιγγο γεννούν
μέσα του λάμψη ελληνική, άγρια φθορά
του χρόνου – κύματα του ωκεανού –
ένας ήλιος – ενός μεγαλείου η σκιά.[14]
Το ασυνήθιστο λεξιλόγιο του Κητς έχει ανησυχητικές συνδηλώσεις. Το «rude / Wasting of old time», που τονίζεται έντονα από τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ επιθέτου και ουσιαστικού, είναι μια αινιγματική και αμφίσημη φράση για τη σταδιακή διαδικασία της παρακμής και αποσύνθεσης που φέρνει ο χρόνος.
Μεταφραστικές επιλογές
Ενώ οι μεταφράσεις των σονέτων στο βιβλίο της Λαμπρινίδου μυούν την αναγνώστρια και τον αναγνώστη στη δεξιοτεχνία και ποικιλομορφία του Κητς στο συγκεκριμένο είδος, τα έμμετρα αφηγηματικά ποιήματα του 1819 λαμβάνουν λιγότερη έκταση και προσοχή στο βιβλίο και παρουσιάζονται μέσω μικρών αποσπασμάτων. Περνώντας στο πληθωρικό περιβάλλον των Ωδών, ο Κητς εξερευνά μια σειρά από βαθιά ριζωμένες αγωνίες και συγκρούσεις. Στις αισθαντικές περιγραφές του συναντώνται η υλικότητα και η πνευματικότητα, αντανακλώντας την πολύπτυχη ευαισθησία του ποιητή. Οι Ωδές μιλούν για επιθυμίες και πόθους, για δυνατότητες και αδυναμίες, για χαρές της φαντασίας και απογοητεύσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Η έκτη στροφή της «Ωδής σε ένα αηδόνι» (Ode to a Nightingale) συμπιέζει μέσα σε δέκα στίχους το μοτίβο της απόδρασης στη φαντασία και την επιστροφής στην πραγματικότητα, το οποίο απαντάται συχνά στη ρομαντική ποίηση: «Darkling I listen; and, for many a time / I have been half in love with easeful Death, / Call’d him soft names in many a mused rhyme, / To take into the air my quiet breath; / Now more than ever seems it rich to die / To cease upon the midnight with no pain, / While thou art pouring forth thy soul abroad / In such an ecstasy! / Still wouldst thou sing, and I have ears in vain – / To thy high requiem become a sod.»
Η απόδοση στα ελληνικά μεταφέρει τη ζωτική συνεκτικότητα της στροφής, δείχνει όμως κάποια εγκράτεια στη διάχυση των αισθημάτων και των εντάσεων που την πλημμυρίζουν. Καθώς ο ποιητής σαγηνεύεται από τη μαγεμένη νύχτα και ακούει το τραγούδι του αηδονιού συνειδητοποιεί ότι «σβήνει» και οδηγείται σταδιακά σε αφανισμό. Ο θάνατος θα ήταν σίγουρα μια απόδραση από τον κόπο και τα βάσανα της θνητής ζωής. Και ένας θάνατος τη στιγμή μιας τόσο έντονης απόλαυσης της ομορφιάς θα ήταν «αγαθός», ένας υπέρτατος επίλογος. Το τραγούδι του πουλιού θα γινόταν «μοιρολόι», αλλά ο ποιητής δεν θα το άκουγε.
Μες στο σκοτάδι, ακούω. Και για άλλη μια φορά,
στο θάνατο έχω τη μισή μου αγάπη δώσει.
Ρεμβαστικά τον κάλεσα με λόγια τρυφερά,
την ήσυχη πνοή μου στον αέρα να σηκώσει.
Τώρα παρά ποτέ μοιάζει αγαθός ο θάνατος.
Να σβήσω ανώδυνα το μεσονύχτι,
την ώρα που εσύ ξεδιπλώνεις την ψυχή σου
με τόσο πάθος.
Τραγούδα πάντα, κι είναι ανώφελη η ακοή
το μοιρολόι σαν με σκεπάσει το γλυκό σου.[15]
Εκεί ακριβώς βρίσκεται η δυσκολία: το τέλος που φαίνεται τόσο όμορφο θα ήταν επίσης το τέλος της ικανότητας να ανταποκριθεί κανείς σε τόση ομορφιά. Ο ποιητής παγιδεύεται στην αναγνώριση της πολυπλοκότητας που έχει ανακαλύψει. Το ποίημα υποδηλώνει ότι για να εκτιμήσεις τη μεγάλη ομορφιά πρέπει να είσαι ζωντανός, που σημαίνει να είσαι ανοιχτός και ανοχύρωτος στον πόνο και τη δυστυχία.
Αν και οι μεταφραστικές επιλογές και αποφάσεις γίνονται σταδιακά αντιληπτές στην πορεία της ανθολογίας από την αναγνώστρια και τον αναγνώστη, θεωρώ ότι θα εμπλούτιζε το μελέτημα μια σαφέστερη και εκτενέστερη παράθεση των απόψεων της μεταφράστριας σχετικά με τη μεταφραστική διαδικασία, ίσως με ένα ξεχωριστό σημείωμα. Οι γενικότεροι προβληματισμοί που εκφράζονται στον πρόλογο για το αν η μετάφραση των ποιημάτων του Κητς θα έπρεπε να στοχεύει στην ομοιότητα με το πρωτότυπο ή στη συνειδητή διαφοροποίηση από αυτό, θα ήταν ενδιαφέρον να συζητηθούν με βάση τις επιλογές που τελικά έχουν γίνει. Ομοίως θα μπορούσε να διασαφηνιστεί η χρήση του πολυτονικού στο βιβλίο.
Το A thing of beauty. Ποιήματα και επιστολές του Τζων Κητς της Ασπασίας Λαμπρινίδου συνιστά μια σημαντική και καίρια παρέμβαση στο χώρο των ελληνικών μεταφράσεων του Τζων Κητς και των μελετημάτων του έργου του και καταφέρνει να μας θυμίζει επίμονα γιατί αυτό το είδος ποίησης αξίζει να διαβάζεται στην εποχή μας. Αποτελεί ένα ελκυστικό ανάγνωσμα που πλαισιώνεται από μια προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση. Αναμφισβήτητα, το βιβλίο είναι καρπός εντρύφησης της μεταφράστριας στο έργο του Κητς, αλλά και βαθιάς αγάπης για την ποίησή του.
[1] The Letters of John Keats, επιμ. Maurice Buxton Forman, 3rd edition with Revisions and Additional Letters, London: Oxford University Press, 1948, σ. 507. Η συντόμευση «metapcs» αναφέρεται στη λέξη «metaphysics». «Η φαντασία μου είναι ένα μοναστήρι κι εγώ ο μοναχός του – δώσε εσύ όποια εξήγηση θέλεις στη μεταφυσική μου». Λαμπρινίδου, σ. 189.
[2] Percy Bysshe Shelley, Άδωνις, εισαγωγή-μετάφραση Ειρήνη A. Βρης, Οδός Πανός, 2003. Στο πρωτότυπο: «And he is gathered to the kings of thought / Who waged contention with their time’s decay, / And of the past are all that cannot pass away» (στίχοι 430-432).
[3] «O for a Life of Sensations rather than of Thoughts!», The Letters of John Keats, σ. 68. Λαμπρινίδου, σ. 167.
[4] The Letters of John Keats, σ. 68. Όπου δεν αναφέρεται διαφορετικά, οι μεταφράσεις είναι δικές μου.
[5] Λαμπρινίδου, σ. 181. «Do you not see how necessary a World of Pains and troubles is to school an Intelligence and make it a Soul?”, The Letters of John Keats, σ. 336.
[6] Λαμπρινίδου, σελ. 174. The Letters of John Keats, σελ. 144.
[7] Λαμπρινίδου, σελ. 49.
[8] John Keats: A Critical Edition of the Major Works, επιμ. Elizabeth Cook, Oxford University Press, 1990, σ. 295. Ι, 167-69.
[9] John Keats in Context, επιμ. Michael O’Neill, Cambridge University Press, 2017, σ. 2.
[10] Λαμπρινίδου 41. Από το Sleep and Poetry (Ύπνος και ποίηση), στίχοι 96-98.
[11] The Letters of John Keats, σ. 507 και σ. 227.
[12] «Therefore, ’tis with full happiness that I / Will trace the story of Endymion. / The very music of the name has gone / Into my being, and each pleasant scene / Is growing fresh before me as the green / Of our own valleys». John Keats: A Critical Edition of the Major Works, σ. 61. Ι, 34-39.
[13] Λαμπρινίδου, σ. 33.
[14] Λαμπρινίδου, σ. 49.
[15] Λαμπρινίδου, σελ. 117.