Το ενδιαφέρον μου για τις μαθητικές εκθέσεις ξεκίνησε από το αρχείο του φιλόλογου καθηγητή Αλέξανδρου Γ. Σαρή (1880-1973). Περιείχε, εκτός των άλλων, τετράδια εκθέσεων μαθητών του από το Βαρβάκειο (1920-40) σε θέματα που οι ίδιοι ή εκείνος, ο φωτισμένος δάσκαλος, είχαν επιλέξει. Σκεφτόμουν πως αν κάτι μένει από τη μαθητική ζωή του μεσοπολέμου είναι ίσως αυτά τα ταπεινά τετράδια.
Αλλά επειδή τίποτε σχεδόν δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά, εντόπισα από ποιον είχε πάρει τη σκυτάλη ο Α. Γ. Σαρής. Προϋπήρξε λοιπόν ένας άλλος σπουδαίος εκπαιδευτικός, ο Αρκάς γυμνασιάρχης του Προτύπου Κλασικού Γυμνασίου Αθηνών, Δημήτριος Ν. Γουδής. Για να αναβαθμίσει και να κάνει πιο ελκυστικό το σημαντικό μάθημα των εκθέσεων, σκέφτηκε να συγκεντρώσει σε είκοσι πέντε θεματικές ενότητες τις καλύτερες από τις εργασίες των μαθητών του. Από το 1922 ώς το 1934 επιμελήθηκε την έκδοσή τους σε πολυσέλιδα τευχίδια (με αρίθμηση από Α΄ έως ΜΓ΄), ώστε να χρησιμοποιηθούν ως υποδείγματα για τις επόμενες γενιές γυμνασιοπαίδων.
Από το ξεφύλλισμα υπερχιλίων εκθέσεων που περιλαμβάνονταν στα τευχίδια, εμπλουτίστηκε με αυθεντικές μαρτυρίες η συνεχιζόμενη εδώ και χρόνια περιήγησή μου στον μεσοπόλεμο. Στο τευχίδιο με το ασυνήθιστο για μαθητές θέμα Υπάρχει ευτυχία; και τον πεσιμιστικό υπότιτλο «Ιώ γενεαί βροτών», διάβασα κείμενα παιδιών με αξιόλογα πνευματικά εφόδια και συγκροτημένο λόγο. Κάποιες μάλιστα υπογραφές ανήκαν σε πρόσωπα που διακρίθηκαν αργότερα στον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας: Λίνος Ν. Πολίτης, Πέτρος Δ. Γλέζος, Θεμιστοκλής Δ. Τσάτσος, Αλέξανδρος Σ. Βεϊνόγλου. Παρακάμπτοντας αυτούς τους, λίγο-πολύ, γνωστούς σήμερα, θα σταθώ σε έναν υποφωτισμένο ποιητή της μίας και μοναδικής μεταθανάτιας συλλογής, τον Άγγελο Σ. Σεφεριάδη (1905-1950), αδελφό του Γιώργου Σεφέρη και της Ιωάννας Τσάτσου. Στην έκθεση του δεκαεξάχρονου μαθητή με τίτλο «Ζωή και δυστυχία» προσδίδει λογοτεχνικό ενδιαφέρον η εκτεταμένη παράθεση στίχων του Παλαμά. Η απελπισία για το αδιέξοδο της ζωής που διατρέχει όλο το κείμενο μοιάζει σαν πρωθύστερο σχόλιο για τον αινιγματικό θάνατό του στην Αμερική.
Στην αρχή χρησιμοποιεί στίχους του Κωστή Παλαμά για να ορίσει τον κόσμο των καταφρονεμένων. Παραλείπει όνομα ποιητή και τίτλο ποιήματος, γιατί πιθανόν τα θεωρεί γνωστά. Οι στίχοι προέρχονται από τον Δωδεκάλογο του γύφτου («Λόγος Α΄ Ερχομός»), που έχει μότο το σέρβικο τραγούδι «Γύφτισσα τόνε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά».
Και ήταν, ήταν οι δαρμένοι από κάθε ανεμοτάραμα
Κ’ ήταν από τα λιοπύρια των ερήμων οι ψημένοι
Και τα συντριμμένα ήταν κορμιά από κόπους και από κόπους,
Κ’ ήταν οι ψυχές που πέρασαν άγγιχτες κι απαρακάλεστες
Από τόπους κι από τόπους. Κ’ ήτανε μιας άγριας άνοιξης
Mηνυτάδες διαβατάρικοι, μαύρα χελιδόνια,
K’ είχανε κελάιδισμα τ’ ανάθεμα και φωλιές τα καταφρόνια.
«H ζωή είναι δυστυχία», επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους o έφηβος μαθητής. «Στεναγμοί, θρήνοι, οδυρμοί, υψώνουσι μίαν ατμόσφαιραν άυλον, άγαλμα πόνου και δυστυχίας».
Για το θάνατο του Άγγελου Σεφεριάδη, ο Ρόντρικ Μπήτον γράφει:
Το ενδεχόμενο ότι μπορεί ο θάνατος αυτός να μην ήταν φυσιολογικός δεν αντιμετωπίζεται ούτε στη σωζόμενη αλληλογραφία ούτε στα τιμητικά αφιερώματα προς τον αδελφό τους που θα δημοσιεύσουν πολύ αργότερα και ο Γιώργος και η Ιωάννα. Και οι δύο, ωστόσο, αναφέρουν τη λατρεία του αδελφού τους για τον Άμλετ του Σαίξπηρ, τον οποίο είχε μεταφράσει στα ελληνικά∙ η Ιωάννα μάλιστα λέει πως είχε ήρωές του τον Αίαντα, τον Αμλέτο, δηλαδή τους δύο ήρωες με τις πιο έντονες τάσεις αυτοκτονίας στη λογοτεχνία. (Γιώργος Σεφέρης, Περιμένοντας τον Άγγελο, Βιογραφία, σελ. 426)
Αποσπώ λίγες λέξεις από το πορτρέτο του Άγγελου που φιλοτέχνησε ο διάσημος αδελφός του:
Δεν τον απασχόλησε αρκετά το ζήτημα πώς αμύνεται κανείς στη ζωή. Δεν ήταν άνθρωπος της πανοπλίας. Αυτό δε σημαίνει αδυναμία. Ούτε ήταν θλιβερός άνθρωπος, είχε αφάνταστη χάρη. Μόνο που έζησε σ’ ένα καιρό όπου είναι φοβερά επικίνδυνο το να θέλει κανείς να μείνει, καθαρά και ξάστερα, άνθρωπος.
Ενώ η αδελφή του Ιωάννα θυμάται τον Άγγελο να διερωτάται: Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο τον θάνατο από τη ζωή;