Αυτοί οι αηδιαστικοί στίχοι –που οι ταγοί του κόμματος έσπευσαν να αμβλύνουν λέγοντας ότι είναι λιγότερο απάνθρωποι από τη θέση της νεολαίας των σοσιαλδημοκρατών υπέρ των αμβλώσεων– προκάλεσαν την παρέμβαση των αρχών. Όμως πιο αποκαλυπτικοί για την κατάσταση που επικρατεί στα μυαλά ενός τρίτου του ανατολικογερμανικού πληθυσμού και, χειρότερα, σε πάνω από ένα τρίτο των νέων μεταξύ 16 και 24 ετών, είναι οι στίχοι του τραγουδιού ενός αυτόκλητου βάρδου που βρέθηκε στη φιέστα:
Im Osten heißt Familie Mutter, Vater, Kind, | Στην Ανατολή η οικογένεια είναι μαμά, μπαμπάς παιδί, |
Το αποτέλεσμα των εκλογών του Βρανδεμβούργου ήταν ένα χαστούκι στο πρόσωπο της μεταπολεμικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που από την ίδρυσή της υπηρετεί σταθερά τα ιδεώδη του ανθρωπισμού του δυτικού φιλελεύθερου τρόπου ζωής, με μια σύμπνοια που υπερβαίνει τα ιδεολογικά όρια των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, και που μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαν τη στήριξη της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών.
Στα ανατολικά ομόσπονδα κράτη σταθεροποιείται μια ισχυρή «αντισυστημική» μειοψηφία: Γιατί αν στο ποσοστό της AfD προσθέσουμε το ποσοστό της Συμμαχίας Σάρα Βάγκενκνεχτ, που μπορεί μεν να μην εκφράζει τόσο ακραίες θέσεις σε ό,τι αφορά τον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, όμως βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με την AfD σε θέματα μεταναστευτικής και (αντινατοϊκής και φιλορωσικής) εξωτερικής πολιτικής, τότε σχεδόν ένα 44% του εκλογικού σώματος στα ανατολικογερμανικά ομοσπονδιακά κράτη υποστηρίζει θέσεις και πολιτικές που είναι κατάφωρα αντίθετες τόσο προς το σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όσο και προς τις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού και ευρωατλαντικού οικοδομήματος.
Το πιο ανησυχητικό σε αυτή την εξέλιξη είναι ότι, τουλάχιστον στην «Ανατολή», το κύμα αυτό του απομονωτισμού, αντιευρωπαϊσμού και σοβινισμού είναι δυσανάλογα ισχυρό στην ηλικιακή ομάδα των ψηφοφόρων μεταξύ 16 και 24 ετών. Στις εκλογές του Βρανδεμβούργου η AfD πήρε σε αυτή την ηλικιακή ομάδα ένα 31% των ψήφων, δηλαδή 2% πιο πάνω από το ποσοστό της στον γενικό πληθυσμό. Λίγο πιο μεγάλο είναι το ποσοστό που απέσπασε τις ομάδες των 25-34 (33%) και των 35-44 ετών (34%). Οι σοσιαλδημοκράτες ήρθαν πρώτοι –με διαφορά στήθους– χάρη στη συμμετοχή ρεκόρ στις εκλογές (72,9%) αλλά κυρίως χάρη στην αισθητή αριθμητική υπεροχή των ψηφοφόρων άνω των 60 ετών, οι οποίοι στήριξαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με ένα ποσοστό πάνω από 35% που στους άνω των 70 έφτασε το 45%.
Η υπεροχή της AfD στις ηλικιακά μεσαίες και επαγγελματικά ενεργές ομάδες μπορεί ίσως να εξηγηθεί με το σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και τη σχετικά κακή οικονομική κατάσταση αυτής της μερίδας του πληθυσμού. Όμως η εξήγηση αυτή δεν επαρκεί σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των νεότερων αλλά και τη δραματικά διαφορετική εκλογική συμπεριφορά των άνω των 60 ετών καθώς είναι σχεδόν σίγουρο πως η πλειονότητα αυτής της ηλικιακής ομάδας δεν απολαμβάνει πολύ καλύτερους μισθούς και συντάξεις.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο για αυτή τη συμπεριφορά μας δίνει η εκλογική κινητικότητα: Σύμφωνα με τις μετρήσεις, μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων της AfD προήλθε από τον «καναπέ», δηλαδή από αυτούς που συνήθως απείχαν από την εκλογική διαδικασία Ένα άλλο, διόλου ευκαταφρόνητο, προήλθε από ψηφοφόρους που μέχρι τώρα ψήφιζαν το κόμμα της Αριστεράς, ενώ ένα άλλο μεγάλο μέρος αυτής της ομάδας στήριξε τον Συνασπισμό της Σάρας.
Όμως οι νέοι; Τι τους ωθεί να αποδέχονται σοβινιστικές, σχεδόν ρατσιστικές, και ομοφοβικές ιδέες και να ακούν την προτροπή της ηγετικής φιγούρας της AfD, του Μπγιορν Χέκε, καθηγητή ιστορίας στη μέση εκπαίδευση, να μην πιστεύουν αυτά που γράφουν τα σχολικά βιβλία ιστορίας; Και τι τους κάνει να συσπειρώνονται γύρω από την σύνθημα «Ανατολή, Ανατολή - Ανατολική Γερμανία», το οποίο τα τελευταία χρόνια ηχεί στα γήπεδα από τους χούλιγκαν των ανατολικογερμανικών ομάδων και να τραγουδούν ρατσιστικά, ξενοφοβικά και ομοφοβικά τραγούδια;
Η συμπεριφορά αυτή δείχνει ότι το χάσμα που άνοιξε η ΕΣΣΔ ανάμεσα στους κατοίκους των δυτικών και των ανατολικών περιοχών του παλιού Γερμανικού Κράτους (που έμεινε στην ιστορία ως Γερμανικό Ράιχ), όχι μόνο δεν έκλεισε με τη λεγόμενη επανένωση του 1989, αλλά έγινε ακόμα πιο βαθύ τα 35 χρόνια που ακολούθησαν, καλυμμένο κάτω από ένα στρώμα φαινομενικού δυτικού εξευρωπαϊσμού που, όπως αποδείχθηκε, είναι πολύ πιο λεπτό και εύθραυστο απ΄ό,τι νόμιζε κανείς.
Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η κατάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τα κλασικά πολιτικο-οικονομικά μέτρα ενός κεϋνσιανισμού με κεντροαριστερό ή κεντροδεξιό πρόσημο. Αυτό που χρειάζεται είναι η «επανασύνδεση» των πολιτών, ιδιαίτερα των νέων, με το «πνεύμα των νόμων» που χαρακτηρίζουν το ανθρωπιστικό και φιλελεύθερο ευρωπαϊκό και δυτικό πρότζεκτ και με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο ιστορικό αφήγημα, το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί στο γεγονός ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα δεν υπάρχουν πλέον «αυτόπτες μάρτυρες» που θα κρατήσουν ζωντανή την ανάμνηση των εγκλημάτων του ναζισμού και των άλλων ολοκληρωτικών ιδεολογιών του εικοστού αιώνα, οι οποίες όμως σιγοκαίνε ακόμα στο υπέδαφος των ευρωπαϊκών κοινωνιών.