Σύνδεση συνδρομητών

Ομόνοια, το παράκαιρο κέντρο

Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου 2020 22:55
Η Ομόνοια με το σιντριβάνι, σε δοκιμαστική λειτουργία.
Facebook / Κώστας Μπακογιάννης
Η Ομόνοια με το σιντριβάνι, σε δοκιμαστική λειτουργία.

Μια παρέμβαση στη συζήτηση για την Ομόνοια. Με αφορμή τη νοσταλγία που υποκίνησε το νέο σιντριβάνι, το οποίο ανακαλεί μνήμες της μεταπολεμικής Ελλάδας. Γράφει ο Ανδρέας Πανταζόπουλος.

Ομόνοια. Στο παρελθόν. Οριστικά. Το παρελθόν που υπήρξε, που δεν ήταν επινόηση. Που δεν ήταν κατασκευή αλλά δημιουργία. Τότε που η πλατεία κατακλυζόταν από ένα «σμήνος απλοπονήρων», για να θυμηθούμε την τρυφερή και ελαφρώς ειρωνική ταυτόχρονα διατύπωση του Κωστή Παλαμά, όταν αυτός όριζε τους παγανιστές χωριάτες, τους μη προνομιούχους της εποχής του (μπροστά σε αυτή την περιγραφή κάθε άλλος προσδιορισμός του λαϊκιστικού υποκειμένου λιποθυμάει). Εργατο-λαϊκή και αστική, αφρούρητη πύλη, κέντρο προσπελάσιμο. Περισσότερο πλατεία των ιστοριών παρά της ιστορίας. Σε εποχές διχόνοιας, η Ομόνοια ήταν σημείο ατοπίας, διανοητικής ατοπίας, με την μπαρτιανή έννοια. Ήταν το ουδέτερο που μετέθετε τη σύγκρουση χωρίς να τη ματαιώνει. Το αδιοργάνωτο και το αστάθμητο. Δεν ήταν αποστολή, αναστολή ήταν. Ανεσταλμένη ταυτότητα. Τρόπος συμβίωσης που δεν σε αδράχνει[1], κέντρο χωρίς φιλοδοξία, χωρίς ηγεμονία. Η Ομόνοια ήταν ένα μαζί χωρίς ιδεολογία, δεν ήταν καν αντι-ισμός, ένα αλλού ήταν. Δεν ήταν διαφορά, ήταν διαφορές χωρίς τη μανία της εξίσωσης. Ούτε άμυνα ούτε επίθεση, ένα ζωτικό αστείο ήταν. Υδραργυρική πλατεία, απώλεια προσανατολισμού («και τώρα προς τα πού να πάμε;»), «στα χαμένα», το σπασμένο νόημα της εχθροπάθειας. Πλατεία χωρίς έξαψη, με πορώδη σύνορα, γι’ αυτό και «ενσάρκωση» του ανυστερόβουλου δημόσιου χώρου, άτακτου, χωρίς την κανονικότητα της συλλογικής μνησικακίας. Πλατεία χωρίς μυστικό, συζήτηση χωρίς απόφαση. Στάση, συνάντηση που δεν πήζει, ακτίνες του αχρείου και του αθώου και η παράκαμψή τους, κάτι σαν εξαρθρωμένο ιερό. Κίονες χωρίς ναό. Μικροκλίμα μετριασμένης ελληνικότητας. Περίπτερο, που μέσα του όλα χωρούσαν. Και τοπικότητες, και πιάτσες και ροές. Η περιφέρεια μέσα στο μετριοπαθές κέντρο. Δεν ήταν το παράδειγμα ούτε το αντι-παράδειγμα, αλλά η ήρεμη αποδιοργάνωσή τους. Διαρκής υπέρβαση. Ταπεινό στη μαγγανεία των εκσυγχρονισμών της. Διακριτικό και στην ταπείνωσή του, παραμέριζε. Η γενναιοδωρία, πήγαινα να πω η επιθυμία, της υποχώρησης. Σε εποχές μεγάλων στρατεύσεων και βίας του φακελώματος, η πλατεία άνοιγε τον δικό της «φάκελο»: «φακελωμένος: είμαι φακελωμένος, περιορισμένος σ’ έναν τόπο (διανοητικό), σε μια κατοικία κάστας (ή τάξης). Ενάντια σ’ αυτό, ένα μόνο εσωτερικό δόγμα: το δόγμα της ατοπίας (του ακυβέρνητου κατοικητηρίου)»[2], δηλαδή η έξοδος από το πάθος[3]. Αντιστικτικά, το αντίδοτο στις τωρινές αλαζονικές μοραλίνες των «-ισμών» και των «αντι-ισμών», ένα σιωπηλό συμβόλαιο, το αδιαφανές σύνορο του τέρσιουμ, πέρα από τον «εγωιστή» και τον «άγιο»[4], ούτε βούληση για δύναμη ούτε συμπονετική σαλιάρα. Το πραγματικό. Σκληρότητα, όχι αγριότητα. Παράδοξη αντίσταση: ούτε λύρα, ούτε κυνισμός. Μέσα από τους βιωμένους κόσμους, κάτι σαν αντι-ηρωικές μικρές διμοιρίες, και από το πολιτικό πουθενά προβάλλει η πλατεία αφαίρεση, η κυκλοφορία, η δημοκρατία ως πέρασμα, η συμπερίληψη ως εμπειρία, μείον η προσταγή. Χωρίς αιχμές, χωρίς καθεστώς εξαίρεσης. Διάπλους. Εθιμική και πλουραλιστική, κοινότητες χωρίς κοινοτισμούς. Μικρά ονόματα, άκεντρα βλέμματα, ιστοί χωρίς ιδεοσφαίρα, η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα, το νέο που δεν είναι εντελώς καινούργιο, η εφημερίδα. Μινιμαλιστική δέσμευση και αδιαφορία, άγραφο σύνταγμα. Ανθοδέσμες ναι, δεσμός όχι. Ήτανε κάποτε η απύρετη συμβίωση. Ομόνοια, ανεσταλμένος χρόνος, μεσότητα και αργία, ο πραγματικός κόσμος των μικρών συμβιβασμών. Ένας παράδοξος συντηρητισμός, λιγότερο προπολιτικός περισσότερο παραπολιτικός, ένα παρακαμπτήριο εμείς, δουλειά και χάζι μαζί. Κάτι «σαν», κάτι που δεν μπορεί να εννοιολογηθεί. Κάτι σαν την πληθυντικότητα του μοντέρνου χωρίς τον νιχιλισμό του, χωρίς νευρασθένεια και μακιγιαρισμένους κομισάριους. Κάτι σαν ελευθερία.

Και τώρα; Νοσταλγία του παράκαιρου κέντρου; Εξωτισμός; Μπορεί και κάτι τέτοιο. Κακό είναι; Αντιδραστικό είναι; Ίσως. Γενικότερα μιλώντας, ο νεαρός Ντερριντά παλιότερα πάντως διαφωνούσε, μάλλον τότε ήταν λίγο εσσενσιαλιστής: «Αν, κάποια στιγμή, μία “ακραία” επιχειρηματολογία χρησιμοποιήσει το ένα ή το άλλο αντικείμενο, αυτό γίνεται “ταμπού”, όποια κι αν είναι η μύχια αξία του, η προσίδια αλήθεια του, και δεν θα πρέπει πλέον να το αγγίζουμε, ούτε να το κοιτάμε, υπό ποινή μόλυνσης και “εξ αντικειμένου συνενοχής’, έγκλημα καθοσιώσεως κατά της επανάστασης. Όλοι οι δογματισμοί και όλοι οι σεχταρισμοί από εδώ αρχίζουν, οι επαναστατικοί και οι άλλοι…»[5].

Καμιά αντεπαναστατική σκευωρία παλινόρθωσης. Σύγχρονοι είναι και οι νοσταλγοί θέλοντας και μη, οι περισσότεροι τουλάχιστον, αλλά με τον τρόπο τους, αν αυτό βέβαια ακόμα επιτρέπεται: «Μαρξ: “Όπως οι αρχαίοι λαοί έζησαν τον προϊστορία τους στη φαντασία, στη μυθολογία, έτσι κι εμείς, οι Γερμανοί, έχουμε ζήσει τη μετα-ιστορία μας στη φιλοσοφία. Είμαστε φιλοσοφικοί σύγχρονοι του παρόντος, χωρίς να είμαστε οι ιστορικοί σύγχρονοί του”. Με τον ίδιο τρόπο, δεν είμαι παρά ο κατά φαντασίαν σύγχρονος του δικού μου παρόντος: σύγχρονος των γλωσσών του, των ουτοπιών του, των συστημάτων του (δηλαδή των πλασμάτων της φαντασίας του), κοντολογίς της μυθολογίας του ή της φιλοσοφίας του, αλλά όχι της ιστορίας του, από την οποία δεν βιώνω παρά μόνο την παιχνιδίζουσα αντανάκλαση: τη φαντασμαγορική».[6] Γι’ αυτό και σωστά σκιαχτήκανε λίγο όσοι τρομάξανε με την αργόσυρτη «αφύπνιση» του παράκαιρου, το αστάθμητο κάπου εδώ ακόμα τριγυρνάει, σαν σκιά ωστόσο, ας μην ανησυχούν υπερβολικά. Ξεθωριασμένη είναι η φιγούρα της απελπισμένης παθο-λογίας του ουδέτερου. Αργά και «στα τυφλά» πάει, όπως γράφεται ένα κείμενο. Μοναχικά, σαν γραφή, εδώ μιλάμε για νεκρολογία[7].

Τι να κάνουμε; Ομόνοια. Ούτε γη ούτε αντι-γη. Αναυθεντικά, αφανάτιστα, υπαρκτικά, σχεδόν αλλόκοτα, δική τους και δική μας. Ρον πουάν. Γιατί, ποτέ δεν ξέρεις.

 


[1]Roland Barthes, Le Neutre. Cours au Collège de France (1977-1978), Παρίσι, Seuil/Imec, 2002, σ. 38-39.

[2] Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ, Αθήνα, Ράππα, 1983, σ. 56.

[3] Στο ίδιο, σ. 152.

[4] Στο ίδιο, σ. 68-69.

[5] Από επιστολή του Ζακ Ντερριντά στον Πιέρ Νορά το 1961, παρατίθεται στο Pierre-André Taguieff, Des putes et des hommes. Tous coupables, toutes victimes, Παρίσι, Ring, 2016, σ. 111.

[6]Ο Ρολάν Μπαρτ, ό.π. παρ. σ. 68.

[7] Jean Clair, Terre natale. Exercises de piété, Παρίσι, Gallimard, 2019, σ. 59. Βλ. και Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Επίνειο χωρίς ενδοχώρα», Καθημερινή, 1/2/2020.

The Books' Journal

Το Books' Journal είναι μια απολύτως ανεξάρτητη επιθεώρηση με κείμενα παρεμβάσεων, αναλύσεις, κριτικές και ιστορίες, γραμμένα από τους κατά τεκμήριον ειδικούς. Πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς και επιστήμονες με αρμοδιότητα το θέμα με το οποίο καταπιάνονται.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.