Σύνδεση συνδρομητών

Η Μαρία Πολυδούρη, μακριά από τη βαριά σκιά του Καρυωτάκη

Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 02:00
Πορτρέτο της Μαρίας Πολυδούρη (λάδι και παστέλ σε χαρτί, 87x61 εκ., 2005) από την Καλλιόπη Ασαργιωτάκη.
Felios Collection
Πορτρέτο της Μαρίας Πολυδούρη (λάδι και παστέλ σε χαρτί, 87x61 εκ., 2005) από την Καλλιόπη Ασαργιωτάκη.

Η καινούργια έκδοση των ποιημάτων της Μαρίας Πολυδούρη (θα ακολουθήσει έκδοση των πεζών της) έχει όλες τις προϋποθέσεις για πάμε επιτέλους πέρα από το όριο του Καρυωτάκη και να δούμε την ποιήτρια όχι μόνο στο επίπεδο της δημόσιας αποκατάστασής της, που έχει έτσι κι αλλιώς επέλθει από καιρό, αλλά και στην προοπτική ενός καινούργιου, αυτόνομου  λογοτεχνικού πεδίου, ικανού να αποδεσμεύσει τη λησμονημένη ή παραμερισμένη (δεν κάνει μεγάλη διαφορά) δυναμική της.

Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2014, 398 σελ.

Η Μαρία Πολυδούρη έχει, παρά πάσα προσδοκία, κατορθώσει στις ημέρες μας να γλιτώσει από τη συντριβή του χρόνου. Στα βιβλιοπωλεία και στις υπαίθριες αγορές μπορεί κανείς να βρει πολλαπλές εκδόσεις των ποιητικών της συλλογών ή και των απάντων της, ακόμα κι αν πρόκειται για βιβλία κακοτυπωμένα και χωρίς καμιά φιλολογική επιμέλεια (δεν ξέρω αν εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα τα άπαντα που επιμελήθηκαν πρώτα η Λιλή Ζωγράφου το 1961 και, κατόπιν, ο Τάκης Μενδράκος το 1982).

Τα ποιήματά της εξάλλου διδάσκονται στη μέση εκπαίδευση και αναπαράγονται συνεχώς στο διαδίκτυο, ενώ η σύντομη ζωή της (πέθανε στα 28 της χρόνια) έχει από καιρό ξεσηκώσει το ενδιαφέρον κινηματογραφιστών, σκηνοθετών, ζωγράφων, συγγραφέων, αλλά και θεατρικών ή τηλεοπτικών παραγωγών. Η ποιητική της εικόνα δεν έχει παρ’ όλα αυτά αποσπαστεί από τον ασφυχτικό εναγκαλισμό του Καρυωτάκη, παραμένοντας εν πολλοίς δέσμια του ρομαντικού πέπλου ο οποίος τύλιξε επί δεκαετίες την ερωτική τους σχέση.

ΟΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Η έκδοση των ποιημάτων της Πολυδούρη, με φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο της Χριστίνας Ντουνιά (θα ακολουθήσει έκδοση των πεζών της), έχει όλες τις προϋποθέσεις για να πάμε επιτέλους πέρα από το όριο του Καρυωτάκη και να δούμε την ποιήτρια όχι μόνο στο επίπεδο της δημόσιας αποκατάστασής της, που έχει έτσι κι αλλιώς επέλθει από καιρό, αλλά και στην προοπτική ενός καινούργιου, αυτόνομου λογοτεχνικού πεδίου, ικανού να αποδεσμεύσει τη λησμονημένη ή παραμερισμένη (δεν κάνει μεγάλη διαφορά)  δυναμική της. Πριν από αυτό, όμως, τι ακριβώς προηγήθηκε με τον ογκόλιθο του Καρυωτάκη; Προσδιορισμένη από την εκρηκτική του προσωπικότητα, η Πολυδούρη δεν κατάφερε επί της ουσίας να ξεφύγει ποτέ από τη σκιά του. Είτε ως ευνόητα υπερτονισμένο στοιχείο τής ούτως ή άλλως μυθολογημένης βιογραφίας του είτε ως απλό παρακολούθημα της ποίησής του, η Πολυδούρη στάθηκε πάντοτε πίσω από το πρόσωπο του Καρυωτάκη και την ποικιλοτρόπως ιστορημένη παθολογία του: τίποτε λιγότερο, αλλά και τίποτε περισσότερο από αυτό.

Και η κριτική, ωστόσο, από τη μεριά της σπανίως θέλησε, τόσο στην εποχή της όσο και πολύ αργότερα, να συγκατανεύσει ανεπιφύλακτα στα γραπτά της Πολυδούρη. Μολονότι ουδέποτε αρνήθηκε μιαν ορισμένη αξία, όπως και μια κάποια θερμότητα στα ποιήματά της, και παρ' όλο επίσης το γεγονός πως δεν δίστασε να ανιχνεύσει  ενάργεια, αλλά και ζωτικότητα στα αισθήματά της, δεν έβαλε παρά ελάχιστα νερό στο κρασί της ως προς τις δύο θεμελιώδεις (αλληλένδετες) μομφές που συνόδευσαν εξ αρχής το έργο της. Κι αν η μια μομφή ελέγχει το έργο αυτό για την εξωτερικότητα της έκφρασής του, η άλλη το ψέγει για τους υψηλούς τόνους της φωνής του. Από τους παλαιότερους, ο Τέλλος Άγρας θα καταλογίσει στην Πολυδούρη «βαριά κλάψα», ο Άλκης Θρύλος θα κάνει λόγο για «λυρικές κραυγές» ενώ ο Κλέων Παράσχος θα γράψει πως δεν είναι όλα «τα τραγούδια της ειλικρινή και αυθόρμητα». Από τους νεότερους, πάλι, ο Κώστας Στεργιόπουλος θα φοβηθεί τον μελοδραματισμό και θα μιλήσει, όπως κι ο Άγρας, για την «κλαψούρα» της, ο Μάριο Βίττι θα διατυπώσει, σε σαφώς μετριοπαθέστερη γραμμή, επιφυλάξεις για την «κυριαρχία των αισθημάτων» στο στίχο της, ενώ ο Αλέξ. Αργυρίου θα εντοπίσει στα ποιητικά της κομμάτια μόνο κάποια «συμπαθητικά» σπαράγματα.

Ατυχώς για την κριτική, ελάχιστες από τις ενστάσεις της επιβεβαιώνονται από την ανά χείρας έκδοση της Ντουνιά, η οποία προαναγγέλθηκε προ δεκαετίας περίπου με το Ημερολόγιο 2005 των εκδόσεων Μεταίχμιο. Το ημερολόγιο κυκλοφόρησε στα τέλη του 2004 υπό τον τίτλο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, περιλαμβάνοντας τις δύο δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές της Πολυδούρη (Οι τρίλλιες που σβήνουν, 1928, και Ηχώ στο χάος, 1929), καθώς και ποιήματά της δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως η Ελληνική Επιθεώρησις, η Ελληνίς, η Πνοή και ο Ρυθμός. Η έκδοση του 2004 περιλάμβανε ακόμα την αλληλογραφία της με τον Καρυωτάκη, σε αγαστή σύμπλευση με το πολυδιαβασμένο και πολυσυζητημένο ημερολόγιό της, όπως και έναν αριθμό κριτικών, συμπληρωμένο με ανεκδοτολογικά κείμενα, προσωπικές μαρτυρίες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Η σημερινή έκδοση περιλαμβάνει μόνο τα ποιήματά της (τις δύο ποιητικές συλλογές και όλα τα ανέκδοτα και τα αθησαύριστα), με διεξοδικό υπομνηματισμό, αλλά και με ένα επίμετρο το οποίο αποτελεί στην πραγματικότητα την πρώτη συστηματική μελέτη για το έργο και τον βίο της, εγκυμονώντας για το μέλλον και μια πιθανή βιογραφία της. Τι ακριβώς προκύπτει, όμως, από όλα αυτά για το κλίμα και τη δύναμη της ποίησης της Πολυδούρη;

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΑΛΑΚΤΙΣΜΟΥ

Νομίζω πως το πρώτο που έχουμε με βεβαιότητα να πούμε είναι πως η Πολυδούρη εμφανίζεται με τον παρόντα τόμο, το είχα γράψει και με την ευκαιρία της έκδοσης του 2004, οριστικά απογαλακτισμένη από την καταπιεστική κληρονομιά του Καρυωτάκη, τόσο στο βιογραφικό όσο και στο καλλιτεχνικό επίπεδο. Στο βιογραφικό επίπεδο, επειδή τα τεκμήρια και οι μαρτυρίες που παραθέτει η Ντουνιά προδίδουν όχι ένα υποταγμένο στον εραστή του και ευάλωτο ή άβουλο θηλυκό, αλλά, αντιθέτως, μια πέρα για πέρα ανεξάρτητη γυναίκα, έτοιμη να προσηλωθεί αταλάντευτα στο ιδανικό της ατομικής της ελευθερίας – μιας ελευθερίας,  παρεμπιπτόντως, μέσα στην οποία κατόρθωσαν να χωρέσουν διάφοροι αρσενικοί θαυμαστές, που καθώς φαίνεται λάτρεψαν κυριολεκτικά τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία της φίλης τους. Ο απογαλακτισμός είναι φανερός και στο καλλιτεχνικό επίπεδο, επειδή διαβάζοντας τα ποιήματα χωρίς τη χρόνια προκατάληψη του καρυωτακικού υποπροϊόντος ή παραπροϊόντος, μπορούμε εύκολα να ψηλαφήσουμε την αυτοτέλειά τους, ερμηνεύοντας τον κόσμο και την οπτική τους επί τη βάσει του δικού τους και μόνον πλαισίου. 

Το αδιαχώριστο σύμπλεγμα του έρωτα και του θανάτου, η απόλυτη έλλειψη ανοχής για την περιβάλλουσα πραγματικότητα, η δυσφορία για την ίδια τη συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταστατική μελαγχολία, η απόγνωση και η απελπισία ως στάση και τρόπος ζωής, οι αυτοκτονικές τάσεις, η μονίμως δηλητηριασμένη και σταθερά σκοτεινή ατμόσφαιρα, όπως και η διάθεση για μια γενναία αίφνης παραίτηση από τους πάντες και τα πάντα διατρέχουν απ' άκρου εις άκρον το λόγο της Πολυδούρη. Να τι συμβαίνει, επί παραδείγματι, στο «Πεπρωμένο», ένα ποίημα που χωρίς να ανήκει στον κανόνα των δύο τυπωμένων ποιητικών συλλογών (είναι γραμμένο το 1923), δεν παύει να συνιστά μιαν ολοκληρωμένη, πλήρους λειτουργίας μονάδα:

Ψυχή μου, του άσωτου καημού παιδί, σαν ποια προσμένεις

γαλανή μέρα να διαβεί, μαζί της να σε πάρει;

Κάτω απ’ το φως δε θα μπορείς τα όνειρα ν’ ανασταίνεις,

θα σβήσει η ωραία φλόγα σου και θα σου μείνει η χάρη.

μέσα σε χρόνο ολόχρυσο καρτερικά να μένεις

σα σ’ ένα πλούσιο κόσμημα χλωμό μαργαριτάρι.

Της νύχτας, σαν μυστήριο του Άδη σκοτεινιασμένης

περνάει το φάσμα, κοίταξε, με θριαμβικό καμάρι.

Σήκωσε τα περήφανα χέρια σου και δεήσου

να γίνεις ένα απ’ τα πολλά τα μαύρα μυστικά της,

να μη σ’ αγγίζει η ελπίδα, όπως τ’ ανήλια της αβύσσου

η αχτίδα, για τα πρόσχαρα που ‘ναι για σένα ξένα.

Και μόνο η σκέψη κάποτε στο άσκοπο πέταμά της

να βρίσκεις όλα που πόθησες, τα ωραία στερημένα. 

Δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως ένας τόσο ζοφερός και τόσο ηττημένος κόσμος μοιάζει ξένος προς τον κόσμο του Καρυωτάκη. Λίγο, ωστόσο, προσεκτικότερα αν διαβάσουμε την Πολυδούρη, θα καταλάβουμε πως το κλίμα αυτό είναι περισσότερο το κλίμα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού ποιητικού μεσοπολέμου (η Ντουνιά θα αναφερθεί κατ’ επανάληψη στη γαλλική decadence) και λιγότερο ατόφιος Καρυωτάκης. Και ελάχιστα, επιπροσθέτως, καλύτερα αν κοιτάξουμε τη γλώσσα και την εκφραστική της, θα διαπιστώσουμε πως δεν έχει πάρει και δεν έχει κρατήσει σχεδόν τίποτε από το ιοβόλο καρυωτακικό πνεύμα. Ας παρακολουθήσουμε το εσωτερικό της άδειασμα, το θρήνο και την εκ των προτέρων ηττημένη της πεποίθηση (με μια κάθε άλλο παρά επιθετική ειρωνεία), σ’ ένα ακόμα, επίσης εκτός εκδοτικού κανόνος, ποίημα, το «Βράδυ στο Ζάππειο»,  που θα γραφτεί τη χρονιά του θανάτου της, το 1930:  

Την ώρα αυτή που δε λυπάμαι

΄κόπη ο δεσμός με τη ζωή.

Είμαι άδεια θήκη αποθεμένη

μέσα στου κόσμου τη βοή.

Άλλοι με βλέπουν μ’ ένα βλέμμα

που υπόσχεται τον ουρανό

κι άλλοι την κόλαση μου δείχνουν

μέσα σε πλαίσιο φωτεινό.

Κάποιοι έκπληκτοι με χαιρετούνε.

(Πώς τάχα να τους συγκινώ;)

Και σκύβουν κάτι για να πούνε,

μα που δε θα ‘ναι αληθινό.

Τ’ ομοίωμά μου θα ‘χει, βέβαια, 

κάποια περίεργη ιστορία,

μα που όλη αυτή δε θα μου λύνει

την πιο μικρούλα μου απορία.

Για όλα θα λέει. (Εκτός εμένα.

Είναι όλοι τους ειδοποιημένοι.)

Μα δε θα λέει για τα δαιμόνια

που από μικρή μ’ έχουν παρμένη.

Για την καρδιά που με χρυσάφι

πληρώσαν τάχα αληθινό

κι ύστερα γέλασαν και μου ‘παν

πως ήτανε το πιο φτηνό!

Εδώ, βέβαια, δεν θα πρέπει να ρίξουμε όλα τα άδικα στην κριτική, παλαιότερη ή νεότερη: μια από τις αδυναμίες της Πολυδούρη είναι ακριβώς η γλωσσική και η υφολογική ανεξαρτησία από τον Καρυωτάκη. Ανεξαρτησία η οποία θα της ανοίξει, εν μέρει τουλάχιστον, έναν δρόμο προς το παραφουσκωμένο αίσθημα. Δίκιο, ωστόσο, εν προκειμένω έχει και η Ντουνιά: το υπέρβαρο αυτό συναισθηματικό έρμα, που αρνείται να ακολουθήσει και να εφαρμόσει οποιαδήποτε κανονιστική αρχή, που στέκει «έξω από κάθε γεωμετρία» σύμφωνα με τα λόγια του Άγρα, είναι το όχημα για να αποκτήσει ο στίχος της Πολυδούρη τη φρεσκάδα και την παιγνιώδη συμπεριφορά του, αν ο τελευταίος δεν προλαβαίνει να αποκαλύψει με τη σπασμένη προσωδία του κι ένα πρόδρομο μοντερνιστικό υπόστρωμα, παράξενα ταιριαστό με τη θρυμματισμένη και ως εξ ορισμού έκκεντρη δομή του αισθήματος της εποχής μας.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Κριτικός λογοτεχνίας. Βιβλία του: Μίλτος Σαχτούρης: Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού (1991), Οδόσημα (1999), Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία (επιμ. με την Ελισάβετ Κοτζιά, 1995), Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, 1974-2017 (2018), Αντώνης Φωστιέρης (2020).

1 σχόλιο

Essays like this are so important to bridaenong people's horizons.

Geralynn
Geralynn
23 Αυγ 2014, 05:08

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.