Σύνδεση συνδρομητών

Από την ανάπτυξη στην αφύπνιση (wokeness)

Σάββατο, 04 Μαϊος 2024 12:47
O Φράνσις Φουκουγιάμα. Κατ’ αυτόν, «η σύγχρονη έννοια της ταυτότητας ενοποιεί τρία διαφορετικά φαινόμενα. Το πρώτο είναι ο θυμός, μια οικουμενική πλευρά της ανθρώπινης προσωπικότητας που ποθεί αναγνώριση. Το δεύτερο είναι η διάκριση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού εαυτού και η ανύψωση της ηθικής εκτίμησης του εσωτερικού εαυτού πάνω από την εξωτερική κοινωνία. Αυτή αναδύθηκε μόνο στην πρώιμη νεωτερική Ευρώπη. Το τρίτο είναι μία εξελισσόμενη έννοια αξιοπρέπειας, σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση οφείλεται όχι απλώς σε μία ολιγομελή τάξη ανθρώπων, αλλά σε όλους. Η διεύρυνση και η οικουμενικοποίηση μεταβάλλουν την προσωπική αναζήτηση του εαυτού σε πολιτικό εγχείρημα».
Wikipedia
O Φράνσις Φουκουγιάμα. Κατ’ αυτόν, «η σύγχρονη έννοια της ταυτότητας ενοποιεί τρία διαφορετικά φαινόμενα. Το πρώτο είναι ο θυμός, μια οικουμενική πλευρά της ανθρώπινης προσωπικότητας που ποθεί αναγνώριση. Το δεύτερο είναι η διάκριση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού εαυτού και η ανύψωση της ηθικής εκτίμησης του εσωτερικού εαυτού πάνω από την εξωτερική κοινωνία. Αυτή αναδύθηκε μόνο στην πρώιμη νεωτερική Ευρώπη. Το τρίτο είναι μία εξελισσόμενη έννοια αξιοπρέπειας, σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση οφείλεται όχι απλώς σε μία ολιγομελή τάξη ανθρώπων, αλλά σε όλους. Η διεύρυνση και η οικουμενικοποίηση μεταβάλλουν την προσωπική αναζήτηση του εαυτού σε πολιτικό εγχείρημα».

Παράδοση και πολιτισμικές αλλαγές από τη μεταπολίτευση ώς σήμερα

Από τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαβάζαμε την  ιστορία μας μέσα από τις κομματικές ή τις παραταξιακές  αντιπαραθέσεις στον άξονα Αριστερά - Δεξιά. Το σχήμα αυτό, παρά τη χρησιμότητά του για τον προσανατολισμό των ατόμων ως πολιτών, έτεινε να αγνοήσει το πολιτισμικό μας υπόβαθρο πάνω στο οποίο εκτυλίσσονταν οι κομματικές αντιπαραθέσεις και, εντέλει, οι προσωπικές επιλογές.

Μετά τη δικτατορία, το πολιτισμικό τοπίο έγινε πολυπλοκότερο σε σύγκριση με ό,τι προϋπήρχε. Για το λόγο αυτό (και προϊδεάζοντας για όσα ακολουθούν) προτιμώ ένα  διαφορετικό πλαίσιο όπου οι όροι παράδοση, νεωτερικότητα σε ποικίλες εκφάνσεις και μεταμορφώσεις και μετανεωτερικότητα  αποτελούν τις έννοιες -κλειδιά.[1] Καθεμία από τις αφηρημένες αυτές έννοιες (παράδοση, νεωτερικότητα, μετανεωτερικότητα) παραπέμπει σε δέσμες αξιών που είναι το κλειδί για την κατανόηση όσων συμβαίνουν στην πολιτική σκηνή.  

 

Πολιτισμικός πλουραλισμός

Στην Ελλάδα, ιδίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οπωσδήποτε μετά τη δικτατορία, την πολιτισμική κατάσταση χαρακτηρίζει ένας συνεχώς μεταβαλλόμενος πολιτισμικός πλουραλισμός.[2]  Πρόκειται  για ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει γενικά τις κοινωνίες και, οπωσδήποτε, τις δυτικές, λόγω των συνθηκών ελευθερίας που ισχύουν εκεί.  

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα συνυπάρχουν παραδοσιακές αξίες (οικογένεια κ.λπ.),  οι «υλιστικές» αξίες  (στη διάλεκτο του Inglehart)  ανάπτυξη, απασχόληση, άνοδος του βιοτικού επιπέδου, οι αξίες του καταναλωτισμού και του «χρεωμένου ανθρώπου» (Bauman) και οι αξίες του μετανεωτερικού «δικαιωματισμού».[3] Εκτός τούτου, η νεωτερικότητα προσήλθε με πολλά πρόσωπα – περισσότερα από όσα είχε ο Ιανός. Επομένως, το αξιακό μας τοπίο διαφοροποιήθηκε πέρα από όσα μπορούν να συλλάβουν απλουστευτικά σχήματα άλλων εποχών.  

Οι αφανείς και ορατές αντιθέσεις ή εντάσεις ε δεν περιορίζονται πλέον στις σχέσεις παράδοσης και εκσυγχρονισμού, αλλά επεκτείνονται  στο εσωτερικό της παράδοσης (έθνος έναντι της αντίληψης για την οικουμενικότητα) και στο εσωτερικό της νεωτερικότητας (αριστερές και δεξιές αντιλήψεις έναντι wokeness).[4]

Όπως σημειώσαμε, οι ιστορικοί μας είδαν εξαρχής μια θεμελιώδη  αντίθεση μεταξύ  παράδοσης και νεωτερικότητας.[5] Όμως, το περιεχόμενο της παράδοσης διέφερε στα διάφορα σημεία του δυτικού κόσμου. Η παράδοση στη Δύση ήταν συνυφασμένη με την απολυταρχία, τα  προνόμια των ευγενών και της καθολικής Εκκλησίας, με την ελέω θεού μοναρχία. Όλα αυτά αμφισβητήθηκαν ριζικά  μετά τις επαναστάσεις του Κρόμγουελ, των ΗΠΑ, του Γαλλικού Διαφωτισμού, της επιστήμης και, φυσικά, της οικονομίας με την επικράτηση του καπιταλισμού και της βιομηχανίας. Αντικαταστάθηκαν από νέους θεσμούς.      

Η Ελλάδα δεν συμμετείχε εξαρχής στις ιστορικές εκείνες επαναστάσεις που τελικά ανέτρεψαν το «παλαιό καθεστώς». Η παράδοσή της  διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ταυτότητα του έθνους, π.χ., ορίστηκε διαφορετικά και εμπεριέχει την Ορθοδοξία και τοπικούς θεσμούς εξουσίας στους οποίους πρωτοστατούσαν οι προεστοί και οπλαρχηγοί. Το οθωμανικό δίκαιο είχε άλλωστε  επιβάλει τη συλλογική ευθύνη της κοινότητας για την απόδοση φόρων στις οθωμανικές αρχές. 

Γενικά, στην Ελλάδα συνοψίζουμε την  παράδοση στο εξάπτυχο:

  • έθνος, οικογένεια, θρησκεία (Ορθοδοξία),
  • πελατειακό σύστημα: ένα σύνολο πρακτικών, άτυπων δικτυώσεων και συναλλαγών,
  • «τοπικισμός»· και ίσως
  • «κοινοτικό μοντέλο» κοινωνικών σχέσεων (Ερατοσθένης Καψωμένος).

Στο μεταπολεμικό πνευματικό σύμπαν αυτή η παράδοση υφίσταται οξεία κριτική από διαφορετικές θεωρητικές οπτικές γωνίες. Γενικά, η  δημόσια συζήτηση έκλινε προς την άποψη ότι στην αντιπαράθεση παράδοσης και νεωτερικότητας νικήτρια βγήκε η παράδοση. Η ανθεκτικότητά της παράδοσης εξηγεί τις θεσμικές υστερήσεις και, ειδικότερα, τις δυσκολίες του εκσυγχρονισμού στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Όπως γράφει ο  Νίκος Δεμερτζής,

η εκσυγχρονιστική κουλτούρα δεν πατάει στην παράδοση  προκειμένου να ριζώσει  και να ανθήσει, αλλά η παράδοση ανανεώνεται και τρέφεται από τον εκσυγχρονισμό. […] Η ηγεμονική κουλτούρα συνεχίζει να έλκει την καταγωγή της από τον λεγόμενο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.[6]

Επομένως, η παράδοση θριαμβεύει. Παρόμοια επιχειρηματολογεί και ο Γιώργος Τσιάκαλος που κατατάσσει την Ελλάδα στις «καθυστερημένες κοινωνίες», όπως τις ορίζει ο Banfield, βλέποντας όμως στην παιδεία μια διέξοδο από τη στασιμότητα.[7]   Κατά τον Νικηφόρο Διαμαντούρο, που ακολουθεί τα χνάρια των ιστορικών μας, στην Ελλάδα συγκρούονται η παρωχημένη κουλτούρα  και η μεταρρυθμιστική κουλτούρα. Κατά τη γνώμη του, επικρατεί η παρωχημένη που, κατά προσέγγιση, ταυτίζεται με την παράδοση.[8]

Αυτό το «δυϊστικό σχήμα» απλουστεύει  τα πράγματα. Υποθέτει ότι δεν υπάρχει μια αιώνια εκδοχή (πρότυπο) του εκσυγχρονισμού, δηλαδή της προσαρμογής στη νεωτερικότητα. Επίσης, παράδοση και νεωτερικότητα συνυπάρχουν σε άτομα και σε ομάδες ως υβριδικά μορφώματα. Οι μεταρρυθμιστές (ή όποιοι θεωρούνται μεταρρυθμιστές), π.χ., μπορεί στην πραγματικότητα να ασκούν ευθέως ή εμμέσως πελατειακές πρακτικές και οι «νοικοκυραίοι» να επιζητούν τη μόρφωση των παιδιών τους και την οικονομική επιτυχία με σκληρή δουλειά. Τέλος, η Ελλάδα αναπτύχθηκε  στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης που λειτούργησαν ως αυτοεπιλεγμένη εξωτερική δέσμευση (vincolo esterno)[9] για εκσυγχρονισμό, κατά την ευφυή διατύπωση του Kevin Featherstone. Ενδιαφέρον έχει εδώ να σημειώσουμε ότι οι νεωτερικοί στόχοι της ανάπτυξης μέσω της εκβιομηχάνισης και η βαθμιαία ενσωμάτωση στην ΕΕ προήχθη από κόμματα που είχαν γερές βάσεις στην παράδοση.

Όμως ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην κριτική της παράδοσης που εδράζεται στις θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου. Στην οπτική τους, όσο περισσότερο οικογένεια και  στενή συγγένεια διέπουν δομές και  συμπεριφορές, τόσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εμπιστοσύνης σε τρίτους εκτός οικογένειας – άτομα, ομάδες και θεσμούς. Ή και ανύπαρκτο (no trust ή low trust society).[10]

Ανάλογα περιορισμένη είναι η διάθεση και η ικανότητα των ατόμων να συνεργάζονται με τρίτους  για κοινούς σκοπούς σε ομάδες και οργανώσεις. Στην Ελλάδα,[11] όπως βεβαιώνουν διάφορες έρευνες, συναντούμε τον τύπο κοινωνίας χαμηλής εμπιστοσύνης. Μία συνέπεια μεταξύ πολλών: οικογένεια, στενή συγγένεια και πατρωνία προλείαναν εξαρχής το έδαφος για τη διάβρωση τυπικών και εισηγμένων νεωτερικών θεσμών.

Ωστόσο η διείσδυση της νεωτερικότητας δεν αποτράπηκε.

Ειρήσθω εν παρόδω πάντως ότι είναι προβληματική η πλήρης απαξίωση της παραδοσιακής οικογένειας και γενικά της παράδοσης. Οι άνθρωποι έχουν έναν φυσικό τρόπο κοινωνικότητας που συνίσταται στο να ευνοούν ή να προτιμούν φίλους και συγγενείς (Francis Fukuyama), άτομα με τα οποία συνεννοούνται στην ίδια γλώσσα και με τα οποία μοιράζονται τα ίδια έθιμα και τα ίδια ιστορικά αφηγήματα. Η εξάλειψη ισοδυναμεί με προκρούστεια περικοπή της ανθρώπινης φύσης.

Επομένως το ζήτημα είναι πως η παράδοση θα ενταχθεί σε ένα νεωτερικό πλαίσιο κανόνων και θεσμών ώστε να συγκρατούνται οι αρνητικές επιπτώσεις της.  Αυτό ήδη επιχειρείται από το 1974 έως σήμερα, προκαλώντας τριγμούς,

 

Περί Αριστεράς και Δεξιάς

Όπως αναφέραμε, οι αξίες της νεωτερικότητας είναι αρχικά, κατά την απλουστευτική άποψη του Inglehart, η ανάπτυξη, γενικά ταυτόσημη με την εκβιομηχάνιση, η απασχόληση και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου. Θα προσθέταμε την ευταξία, την πειθαρχημένη ζωή, την αποταμίευση, τη σταθερότητα και το κοινωνικό κράτος, που δεν είναι διόλου «υλιστικές αξίες».

Μπορεί η ανάπτυξη και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου να ήταν γενικά αποδεκτές αξίες, αλλά συγκρούονταν διαφορετικές αντιλήψεις για τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και ειδικά για τη θεσμική συγκρότηση της χώρας. Επομένως, αντιπαρατέθηκαν διαφορετικές αξιακές επιλογές πέραν των αναπτυξιακών ή καθ΄ υπόθεση «υλιστικών».  Εδώ υπεισέρχεται η διάκριση Αριστερά - Δεξιά.

Στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις προσανατολίστηκαν γενικά προς το φιλελεύθερο- δημοκρατικό πρότυπο.  Οι αξίες του οποίου κωδικοποιήθηκαν  στη Συνθήκη της ΕΕ.[12]

Όμως, η κριτική στον γενικό αυτό προσανατολισμό ήταν συνεχής. Η Αριστερά, με πυρήνα το ΚΚΕ, άσκησε μεν ριζοσπαστική κριτική και έθετε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση, προσκολλήθηκε όμως στο σοβιετικό μοντέλο κεντρικού σχεδιασμού, κρατικοποίησης των πάντων, πλήρως καθοδηγούμενης οικονομίας από το κράτος και πολιτικού αυταρχισμού.  

Επίσης, ξεχωριστοί διανοούμενοι επισήμαναν νωρίς ότι η φιλελεύθερη-δημοκρατική εκδοχή στο ελληνικό παραδοσιακό περιβάλλον στρεβλώθηκε εξαρχής.  Έτσι, για τον Κώστα Αξελό «η Ελλάδα είναι και δεν είναι νεωτερική»[13], ενώ  ο  Παναγιώτης Γεννηματάς εκτίμησε ότι στην Ελλάδα έχει «αυτοτελή ριζώματα» η βυζαντινοχριστιανική παράδοση του 11ου - 15ου αιώνα.[14]

Γράφει ενδεικτικά ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: 

Ιδέες όπως η εντιμότητα, η ευθύνη, η χρηστότητα και η πειθαρχία σχεδόν στερούνται του δεσμευτικού ηθικού αντικρίσματος το οποίο έχουν προσλάβει στη Δύση. Με αυτή την έννοια, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες για θεσμικό και οικονομικό «εκσυγχρονισμό», η Ελλάδα ουδέποτε έγινε μια καθ’ ολοκληρίαν σύγχρονη χώρα […]. Η ελευθερία θεωρείται συνώνυμη της πλήρους ανευθυνότητας έναντι του συνόλου, του νόμου και των άλλων […].[15]

Όμως ο δυτικός ή ευρωπαϊκός προσανατολισμός επηρέασε βαθιά την Ελλάδα. Η χώρα μετά τον εμφύλιο και σαφέστερα μετά το 1974 ακολουθεί, παρά τις δυσκολίες και υστερήσεις, έστω εν μέρει, αξίες και θεσμούς της  Δύσης. Η διαδικασία κορυφώθηκε με την ένταξη στην ΕΕ (1981) και στην ΟΝΕ (2001), που δέσμευαν την εσωτερική πολιτική ολοένα και περισσότερο. Μετά το 2019 έγινε επανεκκίνηση του εξευρωπαϊσμού.

 

Η μετανεωτερικότητα

Και ενώ από τη δεκαετία του 1990 κυβερνήσεις και κοινωνία προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νεωτερικότητας και να αντεπεξέλθουν στα προβλήματα που προκαλούσε η συντεχνιακή πολυδιάσπαση και η πελατειακή παράδοση, η ίδια η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα περνούσε σε ένα ύστερο στάδιο.  Νέες αξίες έρχονταν στο προσκήνιο επηρεάζοντας και περιπλέκοντας τα πολιτισμικά πράγματα της χώρας. Μεταβαίνουμε στην «ύστερη νεωτερικότητα». Χαρακτηριστικά της είναι η έξαρση του καταναλωτισμού, η άνοδος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η κερδοσκοπία και η συσσώρευση χρεών στα άτομα και στο κράτος, ένας (ακραίος) ατομικισμός και η ελευθεριότητα των ηθών.

Οι «ύστερες αξίες» και οι νέοι θεσμοί που τις υποβάσταζαν («επενδυτικά ταμεία» –funds–, τραπεζικές τεχνικές, φορολογικές οάσεις κ.ά.) δεν εξάλειψαν μεν τις προηγούμενες, αλλά τις εξασθένισαν. Το πολιτισμικό τοπίο έγινε  πολυπλοκότερο.

Από τη δεκαετία του 1990, ο καταναλωτισμός[16] εισήλθε ορμητικά στο πεδίο, επέτεινε την ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης και υπέσκαψε τις αξίες των «νοικοκυραίων» της πρότερης αναπτυξιακής περιόδου. Ενώ ώς τότε η έμφαση ήταν στην αύξηση της παραγωγής και στην παραγωγικότητα, στη συνέχεια αποθεώθηκαν η κατανάλωση και ο δανεισμός. Αυτός ο καταναλωτισμός μπορούσε να ικανοποιηθεί με αιτήματα για υψηλότερα εισοδήματα και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, χωρίς σύνδεση με την παραγωγικότητα. Οδήγησε έτσι σε αξιώσεις που ξεπέρασαν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και καλύφθηκαν με χρέη. Εκδηλώθηκε δε με πολλούς τρόπους, π.χ. με επιθετικές ατομικές ή ομαδικές διεκδικήσεις προσοδοθηρικού χαρακτήρα (rent-seeking) και με εκτεταμένο δανεισμό των νοικοκυριών για καταναλωτικούς σκοπούς. Τον νέο καταναλωτισμό και την ανάληψη χρεών για την ικανοποίησή του προωθούσε χωρίς αναστολές το διογκούμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Δηλαδή, ενώ η ένταξη στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές σύστημα απαιτούσε εξορθολογισμούς ευρείας κλίμακας στην παραγωγική - οικονομική βάση (όπως και συνέβη μερικώς υπό την πίεση των πραγμάτων), μέρος της κουλτούρας ακολουθούσε ένα δρόμο που παρήγαγε εμπόδια. Η αναντιστοιχία κουλτούρας και οικονομικών επιταγών εξηγεί τις δυσκολίες της μεταρρυθμιστικής πολιτικής πριν από την κρίση του 2009 και τις ανακολουθίες της προσαρμογής που ζητούσαν τα τρία Μνημόνια (2010-2018) για την υπέρβαση της κρίσης.

Όπως αναφέραμε ήδη, οι αξιακές μεταλλάξεις έχουν πολλές πηγές (και  συνεχίστηκαν  με το πέρασμα στη λεγόμενη μετανεωτερικότητα). Εδώ ξεχωρίζουμε τις εξωγενείς πολιτισμικές επιρροές και τα μεταβαλλόμενα ήθη και τις δομές επιρροής μιας υπερεθνικής κουλτούρας. ΜΜΕ, κινηματογράφος, νέες τεχνολογίες και λοιποί μηχανισμοί διάχυσής αξιών και ιδεών (μουσική, μόδα, best seller, διεθνή βραβεία), ιδεολογικές μόδες κ.λπ., που ανακάτευαν συνεχώς το εγχώριο αξιακό έδαφος. Αναμφίβολα, η Ελλάδα επηρεάσθηκε αξιακά και θεσμικά από την εξέλιξη αυτή.

Στη στροφή του αιώνα αναδύονται νέες αξίες  – η λεγόμενη μετανεωτερικότητα  (post-modernity). Σε αυτές περιλαμβάνονται (αν και όχι σε ένα ενιαίο πρόγραμμα) ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η συμπεριληπτικότητα (inclusiveness) με επίκληση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η  αυτοεκτίμηση (ή αυτοπραγμάτωση), η ενεργός  συμμετοχή  σε δραστηριότητες εκτός επισήμων φορέων, η αμφισβήτηση των  συμβατικών προτύπων κοινωνικής και οικογενειακής ζωής, σεξουαλικότητας και σχέσεων ανδρών και γυναικών.

Πολλά ξεκίνησαν ή συνδέθηκαν με το κίνημα της «πολιτικής ορθότητας»[17] κατά το οποίο οι διακρίσεις είναι ενσωματωμένες στη γλώσσα. Απαίτησε και  απαιτεί να καθορίσει τι και πώς μπορεί να ειπωθεί στο δημόσιο χώρο και τι πρέπει να εξαλειφθεί. Φθάνει όμως σε ακρότητες και σε εφήμερη δημοσιότητα όταν απαιτεί να γραφούν «ορθώς» κλασικά κείμενα, να υπακούν όλοι στη λογική gender ή να εξαλειφθεί η (δυτική) κουλτούρα και ιστορία (υπό το σύνθημα cancel culture). Ισοδυναμεί με λογοκρισία.

Στην Ελλάδα είναι πιο αθώες από αλλού οι γλωσσικές «διορθώσεις». Οι Τσιγγάνοι μετονομάσθηκαν σε Ρομά χωρίς να αλλάξει οτιδήποτε στην κοινωνική τους θέση και η «υιοθεσία» σε τεκνοθεσία, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη αφαίρεσε αθώα τη λέξη «χοντρή» από το τραγούδι «Πάμε στον Άδωνι για καφέ» κ.ο.κ. Αλλά αυτές οι γλωσσικές προσαρμογές δεν συγκρίνονται με τις λυσσώδεις μετωπικές αντιπαραθέσεις για τη γλώσσα στις πυρηνικές χώρες της Δύσης και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στη Γερμανία.

Οι νέες αξίες που προστέθηκαν στο πολιτισμικό μας σύμπαν, χωρίς όμως να εξαλείψουν τις αξίες της παράδοσης  και της νεωτερικότητας, ενσαρκώνονται τρόπον τινά στις ταυτοτικές ομάδες (identity groups), σε ορισμένες από τις οποίες εκφράζεται πράγματι ένας νέος ιδεαλισμός, σε άλλες όμως κυριαρχούν αντικοινωνικά αισθήματα και «φθηνά υποκατάστατα σοβαρής σκέψης». Το τοπίο τους είναι εξόχως κατακερματισμένο.

Για να κάνουμε ευκρινέστερη την εικόνα ξεχωρίζουμε διάφορες κατηγορίες ομάδων που συχνά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία: ΜΚΟ στην υπηρεσία του περιβάλλοντος αλλά και «αντιεξουσιαστές», τρομοκρατικοί πυρήνες, αθλητικοί σύνδεσμοι που καλλιεργούν τη βία και ποικίλες μορφές αφύπνισης (wokeness) – με υποκατηγορίες τύπου queer (=ισότητας των αντισυμβατικών σεξουαλικών συμπεριφορών με τις συμβατικές), που προβάλλουν ζητήματα σεξουαλικών ταυτοτήτων. Στην Ελλάδα συνώνυμο της αφύπνισης είναι ο «δικαιωματισμός».

Αξίζει να σταθούμε εν συντομία στην τελευταία κατηγορία.

Στις δυτικές κοινωνίες, και ιδιαίτερα στις αγγλοσαξονικές και τις γερμανικές, το κίνημα (ρεύμα) της αφύπνισης θεωρεί ότι η δυτική κοινωνία συγκροτεί ένα πολυσχιδές σύστημα καταπίεσης της υποκειμενικότητας.[18] Ειδικά σε ζητήματα σεξουαλικότητας υποστηρίζουν οι αφυπνισμένοι ότι ο άνδρας και η γυναίκα είναι προϊόν εσωτερικοποιημένων κοινωνικών προδιαγραφών και προϊόντα εξουσιαστικών μηχανισμών. Και οι δύο μπορούν να αλλάξουν φύλο απλά δηλώνοντάς το. Από την ίδια θεωρητική βάση προκύπτει η ολική απόρριψη του δυτικού πολιτισμού που εκδηλώθηκε με το σύνθημα (και τους ακτιβιστές) του cancel culture.

Αναμφίβολα οι εμπειρίες διακρίσεων είναι υπαρκτές και πολυσχιδείς. Οι αφυπνισμένοι βλέπουν καθαρά τη διασύνδεση (στην ορολογία τους: intersectionality) των θεμάτων αυτών με τις ανισότητες, τον ρατσισμό κ.λπ. Σε ακραίες εκδοχές  τους όμως  παραβλέπουν πλήρως (α) την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη τουλάχιστον από την εποχή του διαφωτισμού και (β) ανθρωπολογικά ή βιολογικά δεδομένα και σταθερές. Συχνά χωρίζουν τον κόσμο σε θύτες και σε θύματα  τα οποία υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.

Στην Ελλάδα δεν έχουν την ηχώ που κέρδισαν σε ορισμένες δυτικές κοινωνίες, είναι εμφανές όμως ότι επηρεάζουν την πολιτική. Ενδεικτικά σημειώνω ότι πλέον δεν αναιρείται μεν η αξία της ανάπτυξης, αναγνωρίζεται όμως περισσότερο ότι πρέπει να γίνεται σεβαστό το περιβάλλον, δηλαδή η ανάπτυξη να είναι διατηρήσιμη. Επίσης, επανήλθε  το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής, γίνεται μετάβαση από την ανοχή στην ενεργό συμπερίληψη Ρομά, μεταναστών κ.ά, επανεξετάζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα με κριτήρια γενικού συμφέροντος…

 

Το ηθικό δίδαγμα

Ό,τι προηγήθηκε  δεν αποτελεί απλά θεωρητική ανάλυση, κατάλληλη μόνο για τον κόσμο των ιδεών, αλλά καταλήγει και σε ένα ηθικό μήνυμα. Όπως αναφέραμε, η συνύπαρξη διαφορετικών αξιών και ιδεών συνεπάγεται κατά διαστήματα εκρηκτικές αντιθέσεις.

Το ερώτημα είναι πώς θα επιτευχθούν συμβιβασμοί  όταν συγκρούονται αξίες και ιδέες. Η απάντηση παραπέμπει μεταξύ άλλων στην ανάγκη να καλλιεργηθεί η κουλτούρα του διαλόγου, του συμβιβασμού, της συναίνεσης γύρω όμως από κάποιον κεντρικό κοινό αξιακό πυρήνα. Όπως απαίτησε ο  Κάρλο Ροσέλι, ένα (φιλελεύθερο από τη φύση του) «σύμφωνο πολιτισμού»:

ένα σύνολο κανόνων του παιγνιδιού τους οποίους τα αντιμαχόμενα μέρη δεσμεύονται να σεβαστούν. Πρόκειται για κανόνες  που στοχεύουν στη διασφάλιση  της ειρηνικής συμβίωσης  των πολιτών, των τάξεων, των κρατών και στη συγκράτηση  των αναπόφευκτων και μάλιστα επιθυμητών αντιθέσεων εντός ανεκτών ορίων.[19]

Michel Foucault

Wikipedia

O Μισέλ Φουκώ. Η σκέψη του για την επιτήρηση των σωμάτων από τα καθεστώτα άνοιξε το δρόμο στις διάφορες θεωρίες της αφύπνισης (woke).

 

[1]  Εξετάζουμε διεξοδικά το θέμα αυτό δίνοντας και την αναγκαία εμπειρική τεκμηρίωση στο: Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης, Αφανείς και ορατές αντιθέσεις. Παράδοση και νεωτερικότητα στη μεταδικτατορική Ελλάδα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023.

[2] Ως περιγραφικός όρος, ο πλουραλισμός υποδηλώνει την ύπαρξη και τον ανταγωνισμό πολιτικών κομμάτων («πολιτικός πλουραλισμός»), ποικιλία ηθικών και πολιτισμικών πεποιθήσεων  («πολιτισμικός πλουραλισμός») κ.λπ. Βλ.  Andrew Heywood, Political ideologies, 2nd ed. 1998, σ. 36.   Στο κείμενο αυτό χρησιμοποιούμε τον πλουραλισμό ως περιγραφικό όρο. Ο Νίκος Δεμερτζής προκρίνει τον όρο «ανεστραμμένος συγκρητισμός»  που εμπεριέχει την υπόθεση ότι επικρατεί η παράδοση που απορροφά τη νεωτερικότητα. Βλ. πιο κάτω.

[3]Για τους όρους νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα, βλ. από την απέραντη βιβλιογραφία,  Zygmund Bauman και Carlo Bordoni, Η νεωτερικότητα σε κρίση, μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον, Αθήνα 2016.

[4] Βλ. τεκμηρίωση στο Πάνος Καζάκος - Πάνος Κολιαστάσης, Αφανείς και ορατές αντιθέσεις, ό.π., κεφάλαια 6 (Η νεωτερικότητα υπερισχύει της παράδοσης στην πολιτειακή δομή της χώρας) και 7 (Παράδοση και νεωτερικές αξίες κατά περιοχές πολιτικής).

[5] Βλ.  μεταξύ πολλών άλλων: Γιώργος Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, τόμος Α΄, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2006, Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική οικονομική ιστορία  (ΙΕ΄-ΙΘ΄ αιώνας), τ. Α΄, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, Θάνος Βερέμης και Ιωάννης Κολιόπουλος, Νεότερη Ελλάδα. Μια ιστορία  από το 1821, Πατάκη, Αθήνα 2013.

[6]  Βλ. Νίκος Δεμερτζής, «Θύλακες και φύλακες αρχαϊσμού», στην εφημ. Η  Καθημερινή, 24/12/2023. Του ίδιου, «Ελληνική πολιτική κουλτούρα στη δεκαετία του ’80», στο ειδικό αφιέρωμα της Ελληνικής Επιθεώρησης Πολιτικής Επιστήμης.

[7] Edward Banfield, Η ηθική βάση μιας καθυστερημένης κοινωνίας, μετάφραση: Φ. Καραβέσης, Eπίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014.

[8] Βλ. Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000.

[9] Τον όρο πρότεινε ο Kevin Featherstone.

[10] Πρωτοποριακή ήταν σχετικά με το θέμα αυτό η μελέτη του Robert D. Putnam, Making Democracy work, Prinston University Press, 1993.

[11] Βλ. μεταξύ  πολλών άλλων κείμενα του Σωκράτη Κονιόρδου, του Χρήστου Παρασκευόπουλου, του Νίκου Δεμερτζή, του Πάνου Καζάκου και του Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου σε ειδικό αφιέρωμα  της επιθεώρησης πολιτικής και ηθικής θεωρίας, Επιστήμη και Κοινωνία, τχ. 16, Άνοιξη 2006. Επίσης:  Σωκράτης Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνικό κεφάλαιο, εμπιστοσύνη και κοινωνία των πολιτών, Παπαζήση, Αθήνα 2010.

[12] Συνθήκη ΕΕ, άρθρο 2. Βλ. επίσης Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του 2000.

[13] Κώστας Αξελός, Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, επανέκδοση, Πληθώρα, Αθήνα 2010. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τέλος του εμφυλίου.

[14] Παναγιώτης Γεννηματάς,  Ελλάς: Δύση ή Ανατολή;, Ροές, 2013.

[15] Το κείμενο περιλαμβάνεται στον τόμο, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Ταξίδι στο λόγο και στην ιστορία, τόμος Β΄, Αθήνα 1996. Παρόμοια επιχειρηματολογούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης.

[16] Βλ. από την απέραντη σχετική βιβλιογραφία, Raffaele Simone, Το μειλίχιο τέρας. Γιατί η Δύση δεν πηγαίνει προς τα αριστερά, μετάφραση: Μιχάλης Μητσός, Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 44.

[17] Βλ. σχετικά, Francis Fukuyama, Tαυτότητα. Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας, μετάφραση Σταύρος Β. Γαβαλάς, Ροπή, Θεσσαλονίκη 2018.

[18] Οι θεωρητικές βάσεις τέθηκαν αρχικά από τον Μισέλ Φουκώ (Επιτήρηση και τιμωρία). Ακολούθησε ατέλειωτη σειρά  δημοσιεύσεων για την αποδόμηση του εξουσιαστικού λόγου. Ο Φουκώ υποστήριξε ότι το πώς και τι αισθανόμαστε, τι μας κάνει αυτό που είμαστε είναι οι περιορισμοί της σκέψης και όχι οι δυνατότητες του σώματος ή η βιολογία. Με άλλα λόγια, μπορούμε να προσδιορίσουμε το ποιοι και τι είμαστε, άνδρας ή γυναίκα, με τη βούλησή μας. Πρόκειται για την αποθέωση του υποκειμενισμού σε βάρος του πραγματικού.

[19] Κάρλο Ροσέλι Φιλελεύθερος σοσιαλισμός, μετάφραση Αχιλλέας Καλαμαράς, Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 55.

Πάνος Καζάκος

Oμότιμος καθηγητής διεθνών οικονομικών και ευρωπαϊκών σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1996), Η Ελλάδα και το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας (2001), Πολιτική και ιδεολογία (2003), Εξηγώντας την κοινωνία (2006), Αναθεώρηση του συντάγματος και οικονομία (2007), Έτοιμη για το μέλλον; (2008), Από τον ατελή εκσυγχρονισμό στην κρίση (2019), Μετά το “Μνημόνιο” (επιμ., 2011).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.