Σύνδεση συνδρομητών

Φερνάντο Πεσσόα, συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών

Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 02:00
Φερνάντο Πεσσόα, συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών

FernandoPessoa, Υπόθεση Βάργκας, μετάφραση από τα πορτογαλικά-εισαγωγή: Μαρία Παπαδήμα, Νεφέλη, Αθήνα 2011, 210 σελ.

FernandoPessoa, Η κλεμμένη περγαμηνή, μετάφραση από τα πορτογαλικά: Μαρία Παπαδήμα, Νεφέλη, Αθήνα 2012, 190 σελ.,

Φερνάντο Πεσσόα, Αστυνομικές ιστορίες, μετάφραση-εισαγωγή από τα πορτογαλικά: Γιάννης Σουλιώτης, Σοκόλη, Αθήνα 2012, 192 σελ.

«Μια από τις ελάχιστες πνευματικές τέρψεις που απομένουν σε ότι πνευματικό απομένει ακόμα στην ανθρωπότητα είναι η ανάγνωση αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ένα από  τα βιβλία αυτών των συγγραφέων (σ.σ Κόναν Ντόυλ, Άρθουρ Μόρρισον), ένα τσιγάρο των 45 σεντάβος το πακέτο, η ιδέα ενός φλιτζανιού καφέ –τριάδα αδιαίρετη που κλίνει για μένα την ευτυχία σε όλες τις πτώσεις– σε αυτό συνίσταται η ευτυχία μου».Αυτά υποστήριζε ο Φερνάντο Πεσσόα ο οποίος δεν είχε τη συνήθεια μόνο να διαβάζει αστυνομικά αλλά και να γράφει.

Τον Οκτώβριο, όπως ισχυρίζεται ο γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπρωντέλ, η Σαχάρα αποσύρεται και στη Μεσόγειο εισβάλλει ο Ατλαντικός. Ο καιρός είναι ένας τρόπος να ανακαλύπτεις τους τόπους, η λογοτεχνία είναι ένας άλλος. Καμιά φορά, όμως, στη Λισσαβώνα, συμβαίνουν και τα δυο. Ο καιρός είναι η βροχή και η λογοτεχνία σε υποδέχεται στην είσοδο στο χώρο του αεροδρομίου, με τις, σε  σκίτσα  καλλιτεχνικές  περσόνες της πόλης, αποτυπωμένες στα πλακάκια του τοίχου.

Φυσούσε από το πρωί και, τελικά, το μεσημέρι άρχισε να βρέχει με τον ίδιο σκληρό τρόπο που φυσούσε. Η εντυπωσιακή περιγραφή του Ζοζέ Σαραμάγκου μιας αυθεντικής  μέρας αδυσώπητης  βροχής στην πόλη έπαιρνε σχήμα.[1] Η λογοτεχνία συναντούσε την ζωή, η γεμάτη χρώματα πόλη γινόταν σιγά σιγά  μουντή, οι δρόμοι άδειαζαν. Στα υπόστεγα και στις στοές οι άνθρωποι τινάζονταν σαν βρεγμένα κουτάβια  και μόνον στο Σιάντου, έξω από το καφέ Μπραζιλέιρα, στο 120  της Ρούα (οδού) Γκάρετ, ατάραχος, ο ορειχάλκινος Πεσσόα, καθισμένος στο τραπεζάκι του, απολάμβανε τον καφέ του. Στα ψηλά της πόλης, στη Λάργκο ντου Κάρμου πίσω από ένα ανοιχτό σε πείσμα της βροχής  παράθυρο του πρώτου ορόφου, ο Αλβάρο ντε Κάμπος (ο Πεσσόα, δηλαδή), παρέα με  τις Ωδές του, έψαχνε στο βάθος του ορίζοντα τον Τάγο, ένα πια από τη βροχή η γη με τον ουρανό.

Παράθυρο της κάμαρας μου. Μιας κάμαρας στα εκατομμύρια του κόσμου που κανείς δεν γνωρίζει πoια είναι.

Πιο κάτω, σε ένα ξενοδοχείο στο τέλος της οδού Αλεκρίμ, ο άρτι αφιχθείς από τη Βραζιλία, ο μοναρχικός χωρίς βασιλιά Ρικάρντο Ρέις (ο Πεσσόα, δηλαδή) διάβαζε την εφημερίδα του. Στην  αχανή  πλατεία Πράσα ντου Κομέρσιου, που έβραζε σαν κατσαρόλα από τη βροχή, και στην αγαπημένη του γωνιά στο βάθος της αίθουσας του Μαρτίνιο ντα Αρκάντια, ο βοηθός λογιστή Μπερνάρντο Σουάρες (ο Πεσσόα, δηλαδή) τελείωνε το γεύμα του, πριν επιστρέψει στο γραφείο του στην Ρούα ντους Ντουρατόρες. Στον παράλληλο δρόμο, Ρούα ντους Φανκέιρος, 3ος όροφος, ο γιατρός Αμπίλιο Κουαρέσμα (ο Πεσσόα, δηλαδή) είναι χαμένος στους γρίφους του. Το παιχνίδι συνεχίζεται, τα φαντάσματα φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη πυκνότητα από τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Ίσως πάλι ο Πεσσόα ( pessoa) να επινόησε τα ετερώνυμα (pessoas) του για να μπορεί να βρίσκεται παντού στην αγαπημένη του Λισσαβώνα[2] Στα πρώτα δεκαπέντε περίπου χρόνια διαμονής του στην πόλη άλλαξε 15 διευθύνσεις, μετακομίζοντας από το ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο στο άλλο, πριν καταλήξει στο διαμέρισμα του Ουρίκε, και εργάστηκε σε 21 διαφορετικούς εμπορικούς οίκους στην Μπάισα (downtown) ως αλληλογράφος.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΕΑΥΤΟΥΣ

Ο Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα γεννήθηκε στη Λισσαβώνα στις 13 Ιουνίου 1888, με πιθανή καταγωγή από τους εκχριστιανισμένους Εβραίους που κυνήγησε η Ιερά Εξέταση, σε ένα μεγάλο μεσοαστικό διαμέρισμα απέναντι από το θέατρο Σάου Κάρλος. Σήμερα, ένα μπρούντζινο άγαλμα μπροστά στο κτίριο, με ένα ανοικτό βιβλίο για κεφάλι, εύστοχα συμβολίζει τον άνθρωπο χωρίς πρόσωπο «umapessoa», γιατί ο Pessoaείναι όλα μαζί τα ετερώνυμα των βιβλίων του. Η λογοτεχνία κατασκευάζει ήρωες, ο Πεσσόα συγγραφείς.   

Πέντε χρονών χάνει τον δημόσιο υπάλληλο του υπουργείου Δικαιοσύνης πατέρα του Ζοακίμ, και την επόμενη χρονιά  τον μόλις ενός έτους αδερφό του. Τον Δεκέμβριο του 1895, η μητέρα του, Μαρία-Μανταλένα Νογκέιρα, που καταγόταν από τις Αζόρες, παντρεύεται  τον πορτογάλο πρέσβη στο Ντέρμπαν και, στις αρχές της επόμενης χρονιάς, αναχωρεί μαζί της για τη Νότιο Αφρική, στην οποία θα παραμείνει   με ένα μικρό διάλειμμα (1901-02), τα επόμενα εννέα χρόνια. Έχει αρχίσει η αγγλική περίοδος της ζωής του και ο μικρός Φερνάντο μεγαλώνει δίγλωσσος, καθώς φοιτά διαδοχικά στο καθολικό StJoseph, στο Durban High School, ενώ παρακολουθεί για ένα έτος μαθήματα στο Commercial School of Durban. To 1903, στα δεκαπέντε του, κερδίζει το βραβείο Queen Victoria Memorial Prizeγια την εξαιρετική χρήση της αγγλικής γλώσσας. Όπως είναι φυσικό, μεγαλώνοντας, έρχεται σε επαφή με τους κλασικούς άγγλους συγγραφείς, αλλά, όπως ο ίδιος διευκρινίζει αργότερα, «η πρώτη λογοτεχνική τροφή των παιδικών μου χρόνων ήταν τα πολυάριθμα μυθιστορήματα μυστηρίου και οι περιπέτειες τρόμου», Αγαπημένοι του συγγραφείς είναι ο Έντγκαρντ Άλαν Πόε, ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, ο Άρθουρ Μόρισσον «andothers», όπως σημειώνει ο ίδιος. Ανάμεσα σε αυτούς, οι λιγότεροι γνωστοί  Austin Freeman, Freeman Wills Crofts και Baroness Emma Orzy.[3]

Το 1894, πριν ακόμα φύγει για την Αφρική, ο μικρός Φερνάντο έχει δημιουργήσει το πρώτο του ετερώνυμο με το οποίο μάλιστα αλληλογραφεί, τον «Chevalierde Pas». Στη Νότια Αφρική δημιουργούνται και άλλα, αγγλόφωνα αυτή τη φορά, ετερώνυμα (Νταίηβιντ Μέρικ, Τσαρλς Ρόμπερτ Άνον, Η.Μ.Φ Λέτσερ) που αργότερα θα χαθούν. Με την  επιστροφή του στη Λισσαβώνα, δημιουργεί έναν νέο, τον Αλεξάντερ Σερτς, τυπώνοντας μάλιστα και κάρτες του με πραγματική διεύθυνση, χαρακτηριστικό της μεταβατικής περιόδου της ζωής του, καθώς ο Σερτς είναι Άγγλος γεννημένος στη Λισσαβώνα. [4] 

Το 1905 διακόπτει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Κέηπ Τάουν και επιστρέφει για διπλωματικές σπουδές στη Λισσαβώνα, την οποία έκτοτε δεν εγκαταλείπει ποτέ. Κατά σύμπτωση, την ίδια χρονιά ανοίγει στο Σιάντου και το αγαπημένο του καφέ Μπραζιλέιρα. Μια περίοδος ασθενειών και η φοιτητική αναταραχή στα πανεπιστήμια απέναντι στην δικτατορία του Ζοάου Φράνκο, δίνει οριστικό τέλος στις σπουδές του. Αλλά η αγγλική περίοδος της ζωής του, πρακτικά, συνεχίζεται. Το 1918 εκδίδει στην αγγλική γλώσσα το Antinous και τα 35 Sonnets  και το 1921 τη συλλογή English Poems, από τον οίκο Οlisipo, με τον οποίο συνεργάζεται.

Μέσα στο επαναστατικό περιβάλλον της δημοκρατικής μεταβολής του 1910, ο Πεσσόα ενσωματώνεται στους λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης και αρχίζει να δημοσιεύει στο περιοδικό A Aguia. Είναι η κατάλληλη στιγμή να δημιουργήσει και τα πρώτα πορτογαλικά του ετερώνυμα, τα οποία προκύπτουν  μέσα από μια λογοτεχνική δημιουργική έκρηξη. Μέσα σε μια μέρα (8 Μαρτίου 1914) γράφει όρθιος (συχνά έγραφε όρθιος νομίζω και ο Χέμινγουεϊ) τον Φύλακα των κοπαδιών. Ταυτόχρονα, «εκείνο που ακολούθησε ήταν η εμφάνιση κάποιου μέσα μου, που του έδωσα το όνομα Αλμπέρτο Καέιρο». Ο αδιαμόρφωτος Ρικάρντο Ρέις παίρνει την τελική του μορφή ως μαθητής του «δασκάλου» Καέιρο και μια νέα λογοτεχνική έκρηξη, η Θαλασσινή Ωδή, γεννά ένα νέο μαθητή και έναν νέο ποιητή, τον μηχανικό Αλβάρο ντε Κάμπος που επιστρέφει από τη Γλασκώβη. Αυτά τα τρία ετερώνυμα, σύμφωνα με τον ίδιο τον Πεσσόα, μαζί με τον βοηθό λογιστή Μπερνάντο Σοάρες που γράφει το εμβληματικό Βιβλίο της Ανησυχίας, αποτελούν τα βασικά από τα 72 συνολικά ετερώνυμά του που έχουν καταγραφεί. Το 1915 ο Πεσσόα είναι ένας από τους  βασικούς  συντελεστές του περιοδικού Orpheu, που κατά πολλούς εισάγει τον μοντερνισμό στην Πορτογαλία και στο οποίο δημοσιεύει τόσο ο ίδιος όσο και ο Αλβάρο ντε Κάμπος.

Αυτά τα ετερώνυμα, τα οποία δεν έχουν σχέση με τα ψευδώνυμα, έχουν συγκεκριμένες συνήθως πραγματικές διευθύνσεις, βιογραφικά, πολλές φορές συγγενείς (όπως ο Φεντερίκο, αδερφός του Ρικάρντο Ρέις), αλλά και ωροσκόπια, καθώς ο ορθώνυμος Πεσσόα, Δίδυμος με ωροσκόπο Σκορπιό, λάτρευε την αστρολογία. Χαρακτηριστικός της αυθεντικότητας των ετερωνύμων, είναι ο σπαραγμός του Αλβάρο ντε Κάμπος για το θάνατο του Καέιρο στις Σημειώσεις στη μνήμη του Δασκάλου μου Καέιρο. Γιατί στην περίπτωση του ψευδωνύμου, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Πεσσόα, «το έργο είναι του δημιουργού προσωπικά, αλλά υπογεγραμμένο με ένα όνομα που δεν είναι δικό του. Το ετερώνυμο είναι έργο του δημιουργού έξω από το πρόσωπό του, είναι μια προσωπικότητα που έπλασε ο ίδιος»[5]

Παρ’ όλη την καταξίωση του Πεσσόα στα πορτογαλικά γράμματα, από τον τεράστιο όγκο του έργου του, δεν θα εκδοθεί στα πορτογαλικά όσο αυτός είναι εν ζωή, παρά μόνον ένα βιβλίο του – και αυτό μόλις ένα χρόνο πριν από το θάνατό του.[6] Με την ποιητική συλλογή Mensagem (Μήνυμα), 44 ποιήματα οργανωμένα σε τρεις κύκλους, ο Πεσσόα ουσιαστικά συμπληρώνει τους Ουλισιάδες (OsLusiades) του σχεδόν εθνικού ποιητή Λουίς ντε Καμόες (1524-80) και ανανεώνει τον «Σεβαστιανισμό»[7] την πορτογαλική «Μεγάλη Ιδέα» ως  το όραμα μια νέας μεγάλης μυθικής «Πέμπτης Αυτοκρατορίας», πνευματικής για τον ίδιο.

Στις  30 Νοεμβρίου 1935, κατεστραμμένος από το ποτό με ολική κίρρωση του ήπατος, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 47 ετών, σε ένα κρεβάτι του νοσοκομείου Σάο Λούις. Λίγο πριν πεθάνει σημείωσε σε ένα χαρτί: «I know not what tomorrow will bring».  Αλλά το αύριο ήταν ασφαλές και καλά κλεισμένο στο θρυλικό  του μπαούλο (arca), στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της Ρούα Κοέλιο ντα Ρόσα 16 στο Ουρίκε[8], μέσα στο οποίο βρέθηκαν 25.426 χειρόγραφα, δακτυλογραφημένες σελίδες και παραστατικά. Αν και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, ταξινόμησης και αξιοποίησης του υλικού, νομίζω από τη δεκαετία του 1960 και μετά, άρχισαν να καταδύονται συστηματικά  σε αυτό το μπαούλο-θεσμό των πορτογαλικών γραμμάτων, που ο Ταμπούκι το είδε «γεμάτο κόσμο», οι «pessoanos» που, σύμφωνα με τον Βίκτορα Ιβάνοβιτς, αποτελούν ένα συνάφι δυτών με κάτι από μασονική στοά, με διεθνή μάλιστα παρακλάδια.[9]  Εντυπωσιακή είναι και η  σύνδεση-σύγκριση του Πεσσόα με πλήθος «ιερών λογοτεχνικών και μη τεράτων», από τον Καβάφη μέχρι τον Ουίτμαν και τον Θερβάντες. Μόνο η δική μας Μαρία Παπαδήμα, η οποία  μεταφράζει (από τα αυθεντικά κείμενα στα πορτογαλικά) ό,τι αναδύεται από το μπαούλο, σταχυολογεί ονομαστικά τουλάχιστον 17 συσχετισμούς.[10]    

Αλλά το μπαούλο δεν σταμάτησε να γεννοβολά και τελευταίος αναδύθηκε «ένας άντρας μετρίου αναστήματος, ή προς το ψηλό, αδύνατος και αδύναμος χωρίς να είναι άρρωστος», ο ειδικός στην επίλυση γρίφων γιατρός Αμπίλο Κουαρέσμα, εντοιχισμένος και αυτός στον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό της Μπάισα (οδός Ντους Φανκέιρος) αλλά και στον ορθολογικό τρόπο σκέψης, όπως αυτά αναδύθηκαν από τα ερείπια του σεισμού που κατέστρεψε τη Λισσαβώνα το 1755.[11]  

Έχει έρθει η ώρα για ακόμα έναν συσχετισμό, αμήχανο και αδύναμο απέναντι στην  υψιπετή λογοτεχνική θεωρία, αλλά που τον υπερασπίζεται ο ίδιος ο Πεσσόα με τον καθ’ ομοίωση ήρωά του «ενός αδύναμου σώματος που κάποια κακή έξη το είχε αποδυναμώσει κι’ άλλο […] πως αυτή η κακή έξη δεν ήταν άλλη από το αλκοόλ […] η ίδια βρώμικη εικόνα του αντίχειρα και του δείκτη του δεξιού του χεριού και λιγότερο του αριστερού υποδείκνυαν ξεκάθαρα τον καπνό.»

Η ΜΑΝΙΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ

Πάντα ήταν γνωστή η ερωτική σχέση του Πεσσόα με την αστυνομική λογοτεχνία, αλλά από τα μπαούλα βγαίνουν πρώτα οι λαμπερές τουαλέτες, τα καθημερινά ρούχα μένουν για το τέλος. Τη χρονιά του θανάτου του, σε μια επιστολή του προς τον Αντόλφο Καζάις Μοντέιρο, του γράφει:

όταν σκεφτόμουν τη σειρά μιας μελλοντικής έκδοσης των έργων μου, στην πρώτη θέση δεν έμπαινε ποτέ ένα βιβλίο σαν το Mensagem. Δίσταζα αν έπρεπε να ξεκινήσω με κάποιο ογκώδες βιβλίο ποίησης –350 σελίδων– που θα περιλαμβάνει τις διάφορες υπο-προσωπικότητες του ίδιου του Πεσσόα ή αν έπρεπε να ξεκινήσω με μια αστυνομική νουβέλα που ακόμα δεν έχω καταφέρει να ολοκληρώσω»[12]

Από το βάθος του μπαούλου, οι κατάλογοι με τις παραγγελίες αστυνομικών μυθιστορημάτων από την Αγγλία που έκανε ο Πεσσόα, μας κλείνουν  συνωμοτικά το μάτι.

Από αυτή την απόλαυση –ευτυχία την ονομάζει ο ίδιος– ανάγνωσης αστυνομικών μυθιστορημάτων, ξεπηδούν και οι δικές του αστυνομικές ιστορίες, που γράφονται κατ’ αρχάς στα αγγλικά γύρω στο 1905, από τον ετερώνυμό του HoraceJammesFaber, με τίτλο Detective Stories. Τη σοβαρή ενασχόλησή του με την αστυνομική  λογοτεχνία συμπληρώνουν δυο δοκίμια, με τα οποία προσπαθεί να ορίσει τους κανόνες συγγραφής της: Necessary Traitsofa Detective Story και Essayon Detective Literature. Ακολουθούν, πάντα στην αγγλική γλώσσα, τα Talesofa Reasoner, με κεντρικό ήρωα τον λοχία Ουίλλιαμ Μπυνγκ. Τελικά, το 1914, επιστρέφει στην πορτογαλική γλώσσα και, με κεντρικό ήρωα τον γιατρό Αμπίλιο Κουαρέσμα, αρχίζει να δημιουργεί την συλλογή αστυνομικών ιστοριών υπό τον τίτλο Quaresma, Decifrador (Κουαρέσμα, Αποκρυπτογράφος). Μάλιστα, αυτή τη συγγραφή τη συνδέει με συγκεκριμένο εκδοτικό σχέδιο, καθώς σκόπευε να εκδίδει τις αστυνομικές του ιστορίες σε ξεχωριστά βιβλία ή βιβλιαράκια διαφορετικού μεγέθους και διαφορετικής τιμής, με συχνότητα « onepermonth»[13] Παράλληλα, σκόπευε να τις μεταφράσει στα αγγλικά, ώστε να τις δημοσιεύσει στο περιοδικό The Strand Magazine, στο οποίο δημοσίευε τις ιστορίες του και ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ.

Όπως επισημαίνει ο γνωστός για την αγάπη του στο αγγλικό αστυνομικό αφήγημα του μεσοπολέμου Χόρχε Λουίς Μπόρχες (αν και τις δικές του αστυνομικές αφηγηματικές προσπάθειες, ο Τζούλιαν Σάιμονς τις θεωρεί καταστροφή), εμείς, όταν διαβάζουμε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, είμαστε επινοήματα του Έντγκαρ Άλαν  Πόε.[14] Και είναι ο, επίσης από μικρό παιδί ορφανός που αναγκάζεται να μετακομίσει στην Αγγλία, Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο οποίος  καθοδηγεί τον Πεσσόα, τόσο στις αστυνομικές του ιστορίες όσον και στη δημιουργία του «αποκρυπτογράφου» Κουαρέσμα.  

Λογοτεχνική αφετηρία του αστυνομικού αφηγήματος θεωρείται το έτος 1841 με τους Φόνους της οδού Μοργκ, του Πόε. Σε ένα δωμάτιο κλειδωμένο από μέσα βρίσκονται νεκρές η ιδιοκτήτρια και η κόρη της. Το μυστήριο του κλειστού δωματίου, που θα γνωρίσει αργότερα πολλές παραλλαγές, είναι ένας από τους γρίφους τους οποίους καλείται να λύσει και  ο Κουαρέσμα, τόσο στην Κλεμμένη περγαμηνή, όσο και στο Μυστικό του κλειδωμένου δωματίου. Κεντρικός ήρωας του Πόε στο ρόλο του ντετέκτιβ είναι ένας ερασιτέχνης ιδιώτης, ο Ωγκύστ Ντυπέν, ο οποίος, όπως μας τον συστήνει ο αφηγητής φίλος του, ζούσε για τις «μύριες πνευματικές συγκινήσεις που μπορεί να προσφέρει ο ήρεμος στοχασμός» και έλυνε τα μυστήρια με «την αναλυτική δύναμη την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε με την απλή ευφυΐα. Γιατί ενώ ο αναλυτής είναι απαραίτητα ευφυής, ο ευφυής συχνά είναι ανίκανος για οποιαδήποτε ανάλυση»

Ερασιτέχνης είναι όπως μας τον συστήνει ο επίσης φίλος του αφηγητής και ο γιατρός Κουαρέσμα του Πεσσόα, με την «εφαρμοσμένη συλλογιστική να αποτελεί την αφηρημένη του ηδονή», συλλογιστική η οποία «με μια εξαιρετικά γρήγορη κίνηση, ξεγύμνωνε τα δεδομένα μιας υπόθεσης από κάθε περιττό στοιχείο και ο σκελετός αυτού που είχε συμβεί εμφανιζόταν σαν σε μια ακτινογραφία που μόλις βγήκε από τη λεκάνη» Αλλά γιατί όχι, αφού τον ίδιο γενετικό κώδικα παρουσιάζουν και οι ιστορίες του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ; Εκεί ο δόκτωρ Ουώτσον, σε ρόλο αφηγητή, συστήνει στους αναγνώστες τον θρυλικό ερασιτέχνη ντετέκτιβ Σέρλοκ Χόλμς, με σαφείς αναφορές στον Ντυπέν, την αναλυτική ικανότητα του οποίου πάντως υποτιμά ο Σέρλοκ Χολμς. Εκτός αυτού, δικαιωνόταν και η περί ετερωνύμων μανία του Πεσσόα, καθώς και ο ίδιος ο Σέρλοκ Χολμς είχε εξελιχθεί σε ένα ετερώνυμο, με τα δεκάδες γράμματα που έστελναν οι αναγνώστες στο 221Β της Μπέικερ Στρητ. Ας αθροίσουμε στην παρέα και τον Μπουάνα Μσα του Τανζανού Μοχάμεντ Σαΐντ Αμπντουλλά,  που λύνει γρίφους στη Ζανζιβάρη, καταπολεμώντας την άγνοια και την προκατάληψη.

Αυτή η αγγλοσαξονική αφηγηματική σχολή θα μπορούσε να ενταχθεί στο λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού, καθώς η αστυνομική έρευνα και η επίλυση του μυστηρίου συνδέεται με τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς, η δε λύση έρχεται από μια μοναχική, σχεδόν μεταφυσική, ανώτερη λογική διάνοια που αναπληρώνει τις αδυναμίες του νεότευκτου κρατικού μηχανισμού. Ταυτόχρονα όμως ρίχνει γέφυρες και εγκαθιστά μια ιδιότυπη σχέση με την πραγματικότητα της αυξημένης εγκληματικότητας των μεγαλουπόλεων, πριν, τελικά,  με το noir, τον Χάμμετ και τον Τσάντλερ, ανοίξει ο δρόμος για να γίνει η αστυνομική λογοτεχνία η κατ’ εξοχήν λογοτεχνία του αστικού χώρου και της κοινωνικής πραγματικότητας, που εξελίσσεται και ρέει μέσα του.

Η επέτειος των 100 χρόνων από την γέννηση του Πεσσόα σηματοδότησε τη, με πλήθος εκδόσεων, νεκρανάσταση-ανακάλυψη αυτής της αινιγματικής λογοτεχνικής περσόνας του μεσοπολέμου. Τότε, προέκυψαν και οι πρώτες ελληνικές μεταφράσεις των έργων του κυρίως από διαμεσολαβήσεις  της ισπανικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας. Το 2000 άρχισε η συστηματική μετάφραση και έκδοση του έργου του από τις εκδόσεις Εξάντας, με μεταφράσεις της Μαρίας Παπαδήμα. Η ίδια ανέσυρε και μετέφρασε, από τις αστυνομικές του ιστορίες, για λογαριασμό των εκδόσεων Νεφέλη, την πιο ολοκληρωμένη από αυτές, την Υπόθεση Βάργκας, και στη συνέχεια την Κλεμμένη περγαμηνή, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα διηγήματα «Η υπόθεση του κλειδωμένου δωματίου» και «Tale–Χ, Ο θάνατος του Δον Ζουάν», σεβόμενη όπως η ίδια αναφέρει την εκπεφρασμένη βούληση του συγγραφέα για την τμηματική και όχι συνολική έκδοση των ιστοριών του. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Σοκόλη, με τίτλο Αστυνομικές ιστορίες, τρεις από αυτές, με εισαγωγή και μετάφραση από τον Γιάννη Σουλιώτη. Η προαναφερθείσα «Υπόθεση του κλειδωμένου δωματίου» καθώς και τα «Το έγκλημα» και «Συνένοχοι ή το δικαστήριο». Άρα απομένουν προς κοινοποίηση άλλες οκτώ.

Στον κύκλο ανήκουν 14 ιστορίες, όλες τους ατελείς σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα πορτογαλικά το 2008, χωρίς να συμπληρωθούν τα κενά και οι δυσανάγνωστες λέξεις, αλλά και οι όποιες ασάφειες και επαναλήψεις (ο Κουαρέσμα, π.χ., αναφέρεται και ως Αμπίλιο και ως Αμπρόζιο).[15] Η Τερέζα Ρίτα Λόπες, πάντως, επισημαίνει ότι «οι αστυνομικές του ιστορίες έμειναν όλες ημιτελείς, γιατί δεν ήταν τόσο η πλοκή που τον ενδιέφερε όσο η εμπεριστατωμένη ανάλυση του εγκληματία ως τρελού»[16] επιβεβαιώνοντας ίσως τον φόβο που κουβαλούσε για την κληρονομικότητα από την τρελή γιαγιά Ντονίσια ντε Σεάμπρα Πεσσόα.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

Το 1988, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Πεσσόα, το περιεχόμενο του  μπαούλου μεταφέρθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το ίδιο το μπαούλο πωλήθηκε σε δημοπρασία. Στις 2 Δεκεμβρίου 1935, ο Πεσσόα έκανε την τελευταία του μετακόμιση , δυο βήματα από το σπίτι του, στο Νεκροταφείο Ντος Πραζέρες. Και όπως έγραψε ο Σαραμάγκου, «θα κατοικεί στο νεκροταφείο τούτο ώς το τέλος του κόσμου, ώσπου να διατάξει ο Θεός να ξυπνήσουν οι ποιητές από τον πρόσκαιρο θάνατό τους». Αλλά δεν περίμεναν και το 1988 ο Πεσσόα μεταφέρθηκε πανηγυρικά στο Μοναστήρι των Ιερωνυμιτών, δίπλα στον Βάσκο ντα Γκάμα, τον Λουίς Καμόες και τον Αλεξάντερ Ερκουλάνο.

Στην έρημη από τη βροχή  Ρούα ντος Φανκέιρος, γλιστράει η μοναξιά ενός φάδο και η βραχνή φωνή του Αλφρέντο Μαρσενέιρο φτάνει στον τρίτο όροφο, εκεί ‘οπου ο Αμπίλιο Φερνάντο Κουαρέσμα, γιατρός που δεν εξασκούσε το επάγγελμα και αποκρυπτογράφος, ο οποίος γεννήθηκε στο Τάνκος το 1865, ο απροσδιόριστος τύπος του ασκητή της Μπάισα, περνάει συνεχώς το χέρι του πάνω στα μαλλιά και τα γένια του, γρήγορα στο ένα, αργά στο άλλο, και πάνω σε ένα τραπέζι γεμάτο στάχτες και τσαλακωμένα χαρτιά που προορίζονταν για τα σκουπίδια σημειώνει:

Κανείς δεν μπορεί να έχει μεγάλη ιδέα για τις ιδέες του χωρίς, να έχει μια υπερβολική ιδέα για την προσωπικότητα από την οποία προέρχονται. Συνεπώς, ένα στοιχείο μεγαλομανίας είναι η συγκεκριμένη βάση όλων των αφηρημένων ερμηνευτικών παραληρημάτων, είτε είναι θρησκευτικά είτε φιλοσοφικά είτε οτιδήποτε άλλο.[17]


 

[1] Ζοζέ Σαραμάγκου, Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις, μετάφραση: Άννυ Σπυράκου, Αλεξάνδρεια, 1983. Ο Ρικάρντο Ρέις είναι ένα από τα ετερώνυμα του Φερνάντο Πεσσόα και η χρονιά που πέθανε, το 1935, είναι η χρονιά θανάτου και του ίδιου του Πεσσόα.

[2] Pessoaστα πορτογαλικά σημαίνει πρόσωπο, άνθρωπος, umapessoa (κάποιος).

[3] Από την εμπεριστατωμένη εισαγωγή της Μαρίας Παπαδήμα στην Υπόθεση Βάργκας. O Freeman, ο Croftsκαι η Orzy ανήκαν στη Λέσχη Αστυνομικών Συγγραφέων του Λονδίνου.

[4] Από τον πρόλογο του Reinold Werner στον Αναρχικό τραπεζίτη, εκδ Γράμματα, 1989.

[5] Περιοδικό Presenca, 1928.

[6] Ίσως και Ο αναρχικός τραπεζίτης (O bangueiro anrquista), ο οποίος δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Contemporanea τον Μάιο του 1922. Υπάρχει βέβαια και το αμφιλεγόμενο φυλλάδιο  Interregnum (Υπεράσπιση και νομιμοποίηση της στρατιωτικής δικτατορίας [Σαλαζάρ] στην Πορτογαλία) που τυπώθηκε το 1928, αλλά ο Πεσσόα το αποποιήθηκε αμέσως.

[7] Το καλοκαίρι του 1578, ο βασιλιάς Σεμπαστιάο απέπλευσε με 18.000 άνδρες από τη Λισσαβώνα προς το Μαρόκο για να κατατροπώσει τους Μαυριτανούς. Αλλά στις 4 Αυγούστου, στο Αλκαζέρ Κιβίρ, ύστερα από εφιαλτική πορεία στην έρημο, περικυκλώθηκαν από τις δυνάμεις του σουλτάνου Αμπντ Αλ-Μαλίκ και εξολοθρεύτηκαν. Σύντομα όμως διαδόθηκε μια φήμη ότι ο «κρυμμένος βασιλιάς» (reiencuberto), ο τελευταίος της δυναστείας των Άβις, είχε σωθεί, και μια μέρα θα επέστρεφε. Με τα χρόνια η φήμη εξελίχθηκε σε μεσσιανική πίστη, γνωστή ως σεβαστιανισμός. Κάτι σαν τον δικό μας «μαρμαρωμένο βασιλιά».

[8] Από το Νοέμβριο του 1993, το κτίριο έχει μετατραπεί  σε  μουσείο CasaPessoa.

[9] Βίκτωρ Ιβάνοβιτς «Τα μπαούλα των ποιητών» , The Athens Review of Books, τχ. 16, Μάρτιος 2011.

[10] Μαρία Παπαδήμα, «Κ.Π. Καβάφης- Φ.Πεσσόα: Το χρονικό ενός μύθου», The Athens Review of Books, τχ. 16, Μάρτιος 2011. Η Παπαδήμα τιμήθηκε το 2008 με το κρατικό βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης για το Βιβλίο της Ανησυχίας, του Μπερνάρντο Σοάρες, δηλαδή του Πεσσόα.

[11] Αξίζει πραγματικά κανείς να διαβάσει το βιβλίο του Nicholas Shrady, Ο Μεγάλος Σεισμός. Καταστροφή, δέος και ορθολογισμός στη Λισσαβώνα το 1755, εκδ. Κριτική, 2010.

[12] F. Pessoa, Correspondencia 1923-1935, επιμ.: Manuela Perreirada Silva, Assirio&Alvim, Lisboa. 1999. Όλες οι πορτογαλικές αναφορές είναι σταχυολογημένες από την ενδελεχή εισαγωγή της Μαρίας Παπαδήμα.  

[13] Anna Maria Freitas, A Serie Quaresma Decifrador, Assirio & Alvim, Lisboa 2008.

[14] Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα, Αθήνα 2009.

[15] Fernando Pessoa, Quaresma Decifrador - As novelas policiarias, Asirio&Alvim, 2008.

[16] Teresa Maria Lopes Pessoa por Conhecer, I.Roteiro para Uma Expedicao, Lisboa 1990.

[17] Υπόθεση Βάργκας, όπ.παρ.

Δημήτρης Κωστόπουλος

Συγγραφέας. Βιβλία του: Τα Δίπροκα (1991), Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής (1993), Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το γουέστερν της ανάπτυξης (2007), η συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο φονιάς (2015) και το μυθιστόρημα Η κιμωλία (2020).

1 σχόλιο

That's 2 clever by half and 2x2 clever 4 me. Thskan!

Solyn
Solyn
23 Αυγ 2014, 12:08

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.