Σύνδεση συνδρομητών

Το νουάρ της Μασσαλίας

Πέμπτη, 06 Οκτωβρίου 2022 13:52
Το πρωτοσέλιδο της  εφημερίδας Marseillaise, Κυριακή 6 Αυγούστου 1967, με τις φωτογραφίες του «Μεμέ» Γκερινί και των μελών της συμμορίας του, που είχαν συλληφθεί δυο μέρες πριν.
Bibliothèque nationale de France                
Το πρωτοσέλιδο της  εφημερίδας Marseillaise, Κυριακή 6 Αυγούστου 1967, με τις φωτογραφίες του «Μεμέ» Γκερινί και των μελών της συμμορίας του, που είχαν συλληφθεί δυο μέρες πριν.

Ζαν Κλωντ Ιζζό, Η τριλογία της Μασσαλίας: Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας, Το τσούρμο, Solea, μετάφραση από τα γαλλικά: Ριχάρδος Σωμερίτης (πρώτο και τρίτο βιβλίο), Αλέξης Εμμανουήλ, Πόλις, Αθήνα 2011, 798 σελ.

Julie Orringer, Φάκελος απόδρασης, μετάφραση από τα αγγλικά: Θεοδώρα Δαρβίρη, Gutenberg, Αθήνα 2021, 952 σελ.

Gilles Vincent, Αυτή η χώρα που τη δολοφονούν, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Καυκιάς, angelus novus, Αθήνα 2019, 352 σελ.

«Η Μασσαλία δεν είναι μια πόλη για τουρίστες. Δεν υπάρχει τίποτα για να δεις. Η ομορφιά της δεν είναι δυνατόν να φωτογραφηθεί. Μόνον να περιγραφεί είναι δυνατόν. Είναι ένας τόπος για τον οποίο πρέπει να έχεις άποψη, μόνον τότε μπορείς να δεις ό,τι χρειάζεται να δεις». Ο Ζαν-Κλωντ Ιζζό, ο συγγραφέας της Τριλογίας της Μασσαλίας, περιγράφει μια πόλη όμορφη και σκοτεινή και εισάγει το polar marseillaise, μια ειδική κατηγορία νουάρ μυθιστορημάτων, κοινό συστατικό των οποίων είναι το μεγάλο γαλλικό λιμάνι και η παρανομία που ενδημεί στα σκοτάδια του, αλλάζοντας πρόσωπο με τα χρόνια, όπως ακριβώς και η πόλη.

Η Μασσαλία είναι κάτι περισσότερο από μια μεγάλη πόλη – η δεύτερη μεγαλύτερη της Γαλλίας. Είναι μια βουτιά από τον βατήρα των Άλπεων, από τις κομματιασμένες από τη θάλασσα λευκές ασβεστολιθικές επιφάνειες, πάνω στις οποίες απλώνεται σήμερα η πόλη, μέσα στη Μεσόγειο. Ένα σημείο συνάντησης του κοσμοπολιτισμού της θάλασσας με τα βιομηχανικά φουγάρα της Κεντρικής Ευρώπης. Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Andre Nouchi, το 1914 στη Μεσόγειο η βιομηχανία ήταν ο φτωχός συγγενής της γεωργίας. Αν και ο Leon Lavie, από το 1890, όταν κατασκευάστηκε το κανάλι και ήρθαν στην πόλη τα νερά του ποταμού Ντυράνς, είχε μεταφέρει από την Κωνσταντινούπολη στη Μασσαλία την ιδέα να χρησιμοποιηθεί η υδραυλική ενέργεια στην αλευροβιομηχανία. Τότε, οι μεγάλες εφοπλιστικές οικογένειες της πόλης (Cazalet, Fabre, Κυπριανός) και οι τραπεζίτες (Ζαφειρόπουλος, Bergasse ) που είχαν διασυνδέσεις με τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του Λονδίνου, αλλά και οι παλιές μεγάλες οικογένειες της αμπελουργίας, αποφάσισαν να επενδύσουν στη βιομηχανία[1].

Ο εφοπλιστής Κυπριανός και ο τραπεζίτης Ζαφειρόπουλος ίσως και να υπενθυμίζουν το αρχαιοελληνικό παρελθόν της πόλης, που ιδρύθηκε από τους Φωκαείς το 600 π.Χ., όταν με τις πεντηκοντόρους  τους –τα ταχύτερα πλοία της εποχής– διέσχισαν σχεδόν όλη τη Μεσόγειο για να φτάσουν στις εκβολές του Ροδανού και στον κόλπο με τις μικρές νησίδες, που πιθανόν να τους θύμισαν τις σαν φώκιες μικρές νησίδες μπροστά στη δική τους πόλη στην Ιωνία και έτσι να αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί. Για τη μεγάλη αγαπημένη της πόλης, την Ολυμπίκ Μαρσέιγ, χρησιμοποιείται συχνά στην αργκό του ποδοσφαίρου το προσωνύμιο «Φωκαείς», για να υπενθυμίζει την καταγωγή των ιδρυτών της.

Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ξεκινάει την περιπέτεια της γραφής του από εκεί. «Η Μετανάστις έχει υπόθεσιν τον εν τη Μασσαλία ενσκήψαντα κατά το 1720 καταστρεπτικόν  λοιμόν, ούτινος οι αναμνήσεις φοβεραί παραμένουσιν έτι εν τη ειρημένη πόλει», περιγράφει η εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως τη δημοσίευση σε συνέχειες σε αυτή, τον Ιούλιο του 1879, του πρώτου διηγήματος του 28χρονου τότε εκκολαπτόμενου σκιαθίτη συγγραφέα.         

Η πόλη ενσωματώθηκε στη διεθνή έκρηξη του βιομηχανικού καπιταλισμού και μεγάλωσε χωροταξικά – η περιοχή  La Seyne με τα ναυπηγεία της και η La Ciotat με τις βιομηχανίες τροφίμων ήταν οι βασικές βιομηχανικές περιοχές της. Τότε οι σαπωνοποιίες της ανέδειξαν το πρώτο brand name, το Σαπούνι Μασσαλίας – είδος πολυτελείας για χρόνια στην Ελλάδα και σημάδι καταξίωσης απέναντι στο τότε κοινό πράσινο σαπούνι.

Η πόλη μεγάλωσε και χάρη στα φθηνά εργατικά χέρια που έφταναν από την ύπαιθρο αλλά και από την Ιταλία και την Κορσική. Το 1910 είχε 550.000 κατοίκους και στα στέκια των μεταναστών δημιουργήθηκαν  τα πρώτα κυκλώματα των σκληρών που ενσωματώθηκαν στη ζωή της. Ήταν οι  Nervi, οι  απάχηδες της Μασσαλίας[2] Το έγκλημα που σιγά -σιγά γίνεται οργανωμένο. Η θρυλική  “Pegre”,  η μαρσεγιέζικη μαφία έχει ξεκινήσει την ιστορική της διαδρομή και από την δεκαετία του 1920, αφεντικό της πόλης είναι ο κορσικανός Paul Carbone και δεξί του χέρι ο ιταλικής καταγωγής  Francois Spirito, ο όμορφος Λυντρό. Η Μασσαλία είναι πια μια αμερικανική πόλη με γαλλική καρδιά και αραβικές αισθήσεις, το Σικάγο της Μεσογείου.

Το 1936, λίγο πριν από τις εκλογές που κέρδισε το Λαϊκό Μέτωπο, η Μασσαλία φλεγόταν  από τις βίαιες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Την κρίσιμη έδρα της Τρίτης Εκλογικής  Περιφέρειας διεκδικούσαν ο εθνικιστής πρώην σοσιαλιστής Σιμόν Σαμπανί, ο σοσιαλιστής Φερρί-Πιζανί και ο κομμουνιστής Φρανσουά Μπιγιού. Τα πολιτικά ιδεώδη τους τα υπερασπίζονταν στις συγκεντρώσεις οι γκάνγκστερ της πόλης. Για περισσότερο από μια δεκαετία, η πολιτική ζωή εκεί είχε αγγίξει ένα τέτοιο επίπεδο βίας που είχε να το δει από την εποχή της κομμούνας το 1871, όταν για 48 ώρες κυμάτιζε στο κτίριο της νομαρχίας η μαύρη σημαία των αναρχικών. Η δολοφονία του βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Αλέξανδρου, στη μέση της κεντρικής λεωφόρου Κανεμπιέρ δυο χρόνια πριν, απλώς είχε  ανανεώσει τις πάντα δημοφιλείς στη Μασσαλία θεωρίες συνωμοσίας, που επιμένουν μέχρι σήμερα και συντηρούν τη μοναχική ιδιαιτερότητά της.

Ο Καρμπόνε εκείνη την ώρα τοποθετούσε τους άντρες του γύρω από το βήμα. Καμιά σαρανταριά οπλισμένοι με εξάρτυση μαφιόζου με τα αστραφτερά οπλοπολυβόλα Τόμσον άρτι εισαχθέντα από το Σικάγο. Όμως οι «κόκκινοι» δεν υπολείπονταν, καμιά πενηνταριά  είχαν σκορπιστεί μέσα στο πλήθος και δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τη φρουρά του Καρμπόνε όσον αφορά τον βαρύ οπλισμό. Μια καταιγίδα απειλούσε και ψαρόνια πετούσαν ραμφίζοντας τα μαύρα σύννεφα που έτρεχαν προς τη θάλασσα.[3]

Το αφεντικό της πόλης, Πωλ Μποναβεντούρε Καρμπόνε, είναι η ομάδα κρούσης του παλιού του φίλου  Σαμπιανί, από τον καιρό των χαρακωμάτων, καθώς και οι δύο είναι ήρωες του  Μεγάλου Πολέμου. Μάλιστα, όταν ο Καρμπόνε και ο Σπιριτό συνελήφθησαν, το 1934, ως ύποπτοι για την δολοφονία του συμβούλου Πρινς που ερευνούσε το σκάνδαλο Σταβίσκυ, η πόλη γέμισε αφίσες με το παρακάτω μήνυμα:

Λαέ της Μασσαλίας, οι Καρμπόνε  και Σπιριτό είναι φίλοι μου. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να πειράξει έστω και μια τρίχα απ’ τα μαλλιά τους. Υπογραφή: Σιμόν Σαμπιανί, αντιδήμαρχος.  

Οι πρώτοι διδάξαντες βέβαια  την πολιτική βία ήταν οι σοσιαλιστές, με τη δημιουργία της ομάδας «Σφυρί» για να  ελέγχουν τις αποβάθρες, αλλά και με τις ομάδες περιφρούρησης του παλιού παίκτη του ράγκμπι και προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, Μπουιτόν. Ομάδες περιφρούρησης που στην πραγματικότητα ήταν  μπράβοι των αδελφών  Στανούτσι, διάσημων  νταβατζήδων αλλά και ιδιοκτητών του κλαμπ Ντα’ς, στο οποίο  ξεφάντωνε όλη η καλή Μασσαλία. Αλλά εκτός απ’ αυτούς, οι σοσιαλιστές είχαν πια στο πλευρό τους και τους ανερχόμενους αδερφούς Γκερινί:

Οι Γκερινί διεξήγαγαν έναν πόλεμο θέσεων με τους πρώην άρχοντες της παλιάς πόλης, Καρμπόνε και Σπιριτό, να αδιαφορούν. Χωρίς αμφιβολία αυτοί οι τελευταίοι έβλεπαν με καλό μάτι τους Κορσικανούς να επανακτούν αυτό το έδαφος που είχαν χάσει από τους «αραπάδες».[4]

Ο Αντουάν και ο Μπαρτελεμί (γνωστός και ως Μεμέ) Γκερινί ήταν οι κορσικανοί γκάνγκστερ που διεκδικούσαν την πόλη από τον συμπατριώτη τους, Καρμπόνε, με ορμητήριο το υπερπολυτελές μπαρ Ετουάλ της οδού Νασιονάλ,  δυο μόλις βήματα από το στενάκι της οδού Τυμπανώ και  εκείνη την παλιά ταβέρνα από την οποία ξεκίνησαν οι μαρσεγιέζοι επαναστάτες κάνοντας το τραγούδι  τους, τη «Μασσαλιώτιδα», εθνικό  ύμνο της χώρας. Όσον αφορά τους αστυνομικούς, για να συμπληρωθεί το παζλ, οι περισσότεροι ήταν με το Λαϊκό Μέτωπο.      

Αυτή τη χορογραφία της βίας της ταραγμένης πολιτικά εποχής ανόδου του Λαϊκού  Μετώπου και τις διασυνδέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με τους θεσμούς θα διαλέξει για να αρχίσει με το Μασσαλία Εμπιστευτικό –κλείνοντας το μάτι στον Τζέιμς Ελρόι[5]– την τριλογία του, το 2018, ο γεννημένος στη Λιλ Φρανσουά Τομαζό, προσχωρώντας οριστικά σε αυτό που καθιερώθηκε να ονομάζεται  polar marseillaise.

Ως επίσημο και εναρκτήριο έτος αφετηρίας του είδους μπορεί να θεωρηθεί το 1995,  όταν ο Ζαν-Κλωντ Ιζζό ξεκινάει τη δική του τριλογία με το Total Kheops[6]. Ταυτόχρονα, στον ίδιο εκδοτικό οίκο Medioral, στη σειρά Misteri, εκδίδονται  τα Trois jour dengatse του γεννημένου στο Πανιέ της Μασσαλίας Φιλίπ Καρές (Philippe Caresse) και το  La faute a Degun του Φρανσουά Τομαζό.

Αυτή τη Μασσαλία του μεσοπολέμου περιγράφει ο Τομαζό και τις γεμάτες κόσμο πλατείες, όπου το μωσαϊκό από τα καπέλα σηματοδοτεί τις ταξικές αλλά και τις πολιτικές πεποιθήσεις των παρισταμένων: τα μπορσαλίνο των γκάνγκστερ, τα ψάθινα καπέλα των υπαλλήλων, οι τραγιάσκες των κομμουνιστών που «όμως τις φορούσαν με το γείσο μπροστά για να προστατεύονται από τον ήλιο  και όχι ελαφρά στραμμένο πίσω στραβά , σαν τους νταβατζήδες». Οι μόνοι που δεν φορούσαν καπέλο ήταν οι λιμενεργάτες.  

Ο Τομαζό περιγράφει και μια ιστορική συνάντηση για το μέλλον της πόλης, αυτή του Καρμπόνε με τον Γκερινί, καθώς το μυθιστόρημά του κινείται στα όρια του non fiction: «η ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι τυχαία, οι ήρωες και τα γεγονότα είναι ιστορικά», όπως επισημαίνει ο ίδιος.

Οι πουτάνες χάρισμά σας, στη Μασσαλία τουλάχιστον,  εμείς έχουμε τα μπουρδέλα μας στο Παρίσι. Διατηρούμε τον έλεγχο της νότιας πλευράς της Κανεμπιέρ, σας αφήνουμε τη βόρεια, συμπεριλαμβανομένου του Πανιέ, με εξαίρεση ένα δυο μαγαζιά που χρειαζόμαστε για τις δουλειές μας… Οι δουλειές μας σήμερα είναι εισαγωγές εξαγωγές. Παπαρούνα, κόκα. Τα ναρκωτικά είναι η αγορά του μέλλοντος, ιδίως στην Αμερική κάνουν θραύση. Όπλα και ναρκωτικά, δικά μας χωράφια. 

Είναι η πρόταση του Καρμπόνε στους αδελφούς Γκερινί, ο οποίος ταυτόχρονα επισημαίνει κυνικά τη συνεργασία του με τα καράβια της μεγάλης –από το 1851 έως σήμερα– ναυτιλιακής εταιρείας Messageries Maritimes για τη μεταφορά τους. Οι Γκερινί θα δεχτούν και η μεγάλη κεντρική λεωφόρος Κανεμπιέρ θα παραμείνει ώς και σήμερα ένα διαχωριστικό όριο της πόλης.

 

Πόλεμος και γερμανική κατοχή

Αλλά τότε η ισορροπία που είχε επιτευχθεί δεν κράτησε πολύ, επειδή ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Γαλλία – και οι μεν Καρμπόνε και Σπιριτό συνεργάστηκαν με την κυβέρνηση του Βισύ και αργότερα με την Γκεστάπο ενώ οι Γκερινί με τη γαλλική αντίσταση.

Τότε η Μασσαλία, από πύλη εισόδου φτηνών εργατικών χεριών και μεταναστών, μετατράπηκε σε πύλη εξόδου των απελπισμένων και των κυνηγημένων. Οι χιλιάδες διανοούμενοι αριστεροί και Εβραίοι που, αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τη Γερμανία καταφεύγοντας στη γειτονική Γαλλία, όταν το 1940 ο Χίτλερ μπήκε στο Παρίσι, ξεχύθηκαν στο Νότο για να γλιτώσουν. Τελευταία στάση όλων αυτών που πάσχιζαν να εκδώσουν βίζες εξόδου από τη Γαλλία, βίζες εισόδου στη χώρα προορισμού, άδειες διέλευσης από ενδιάμεσες χώρες και να βρουν ένα από τα δυσεύρετα εισιτήρια πλοίου ή τρένου ήταν η Μασσαλία. Ανάμεσά τους, σημαντικοί συγγραφείς και καλλιτέχνες: ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μαρκ Σαγκάλ, η Χάννα Άρεντ, ο Μαξ Ερνστ, ο Χάινριχ Μαν, ο Άρθουρ Καίστλερ… Στη Μασσαλία έφτασε με τρένο, απελπισμένος, ο τραγικότερος όλων: ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Αυτή την φορά, όμως, όχι όπως μερικά χρόνια πριν, όταν αναζητούσε στους δρόμους του λιμανιού τη μοναξιά του χασίς που περιγράφει στα δοκίμια του («η θλίψη μιας πραγματικότητας τυλιγμένης σε δίχτυ και την ελπίδα μιας πνοής για να φυσήξει»[7]). 

Όταν βγήκε από το σταθμό του Σαιν Σαρλ, ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει. Πάνω από το χώρο στάθμευσης, ο Βάλτερ μισόκλεισε τα μάτια, για να δει μακριά σειρά από στέγες, τα βουνά, τη Νοτρ Νταμ ντε λα Γκαρντ πάνω στο λόφο, τη γέφυρα του σταθμού. Το γαλανό κομμάτι στο βάθος, εκεί που τελείωνε η Κανεμπιέρ , το παλιό λιμάνι άρχιζε η θάλασσα […]. Κι ύστερα σήκωσε τη μαύρη τσάντα, ξανάβαλε τα γυαλιά του και συνέχισε το δρόμο του.[8]

Κατέβηκε φαντάζομαι τα σκαλιά, αφήνοντας πίσω του τον σταθμό που με το αέτωμα και τις κολόνες του ήταν σαν ένας Παρθενώνας σε μια γαλλική Ακρόπολη. Μπροστά του ο θόρυβος της λεωφόρου Αθηνών. Ολομόναχος, ένα μικροσκοπικό σημάδι στο βάθος μιας ηπείρου, εκεί όπου τελείωνε η Ευρώπη και άρχιζε η θάλασσα.

Αυτήν την απελπισμένη προσπάθεια διαφυγής, συντονίζει ένας νεαρός αμερικανός δημοσιογράφος, γκέι, απόφοιτος του Χάρβαρντ και  επικεφαλής του Αμερικανικού Κέντρου Διάσωσης (C.A.S.), ο Βάριαν Φράι. Αυτός ο «Αμερικανός Σίντλερ» φτάνει τον Αύγουστο του 1940 στη Μασσαλία, που δεν ανήκει στην κατεχόμενη Γαλλία του Βισύ, με 3.000 δολάρια δεμένα στα πόδια του και με μια λίστα 200 ονομάτων, 200 προσώπων που πρέπει να φυγαδευτούν. Προτού απελαθεί έμεινε στη Μασσαλία 15 μήνες και κατάφερε να φυγαδεύσει 1.500 φυγάδες από τη ναζιστική Γερμανία και 300 Βρετανούς, αξιωματικούς και στρατιώτες.

Την περιπετειώδη διαδρομή από την άφιξή του στο ξενοδοχείο Splendide, αρχηγείο του στην αρχή,  περιγράφει σε ένα σχεδόν non fiction μυθιστόρημα ποταμό 950 σελίδων η Ζουλί Ορανζέ (Julie Orringer). Ταυτόχρονα, είναι και μια συναρπαστική περιγραφή της πόλης εκείνη την ταραγμένη περίοδο.

Η διαδρομή από το ξενοδοχείο περνούσε από τη Λεωφόρο ντ’ Ατέν και την καρδιά της Μασσαλίας, την Κανεμπιέρ, όπου πελάτες χαλάρωναν σε καφέ και οι νότες της τζαζ φτερούγιζαν από τα ανοιχτά παράθυρα των εστιατορίων, παρά την απαγόρευση που είχε επιβληθεί μετά τη γερμανική κατοχή. Ο δρόμος μύριζε βενζίνη και κάρδαμο και υγρασία από τα ρείθρα, αλλά και καπνό και γυναικεία αρώματα. Στην άκρη της Κανεμπιέρ, το Παλιό Λιμάνι ανέδυε μια μόνιμη οσμή από φύκια και αρμύρα.  [Και στα σκοτεινά δρομάκια της παλιάς πόλης, στη συνοικία Πανιέ], παιδιά έτρεχαν με πατίνια φτιαγμένα από καφάσια λεμονιών και κόκκινα γκράφιτι  στα πλαϊνά των κτιρίων που έπαιζε με τις λέξεις Πουτέν (η εκδιδόμενη γυναίκα [σσ. η πουτάνα]) και Πεταίν (ο στρατάρχης).[9] 

Αλλά και μέσα σε αυτή την ταραγμένη πολιτικά και στρατιωτικά εποχή, η Μασσαλία διατηρεί την παραδοσιακή της polar ατμόσφαιρα. Το Ντοράντ είναι ένα μπιστρό στο Πανιέ αλλά και το αρχηγείο της μαύρης αγοράς της Μασσαλίας, όπου οι αστυνομικοί το επισκέπτονταν μόνο για να συγχαρούν για την ποιότητα του λικέρ του. Ο Βάριαν Φρ΄΄αι θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με τον ιδιοκτήτη του, τον πάντα ντυμένο στην τρίχα Σαρλ Βενσελεονί, για τη μεταφορά των χρημάτων των φυγάδων ή για τη μετατροπή των φράγκων σε δολάρια και των εισαγόμενων δολαρίων σε φράγκα.

«Αν το Παρίσι έζεχνε σεξ, όπερα, τέχνη και παρακμιακή φτώχεια, η Μασσαλία  βρωμοκοπούσε υπόγειο έγκλημα, καιροσκοπισμό, διακίνηση κοκαΐνης, θορυβώδη ταβερνιάρικα τραγούδια». Ήταν μια πόλη που έκανε τον Βάριαν Φράι  να νιώθει σαν στο σπίτι του, «σαν να έχει επιστρέψει στη γιαγιά του  στο Μπρούκλιν, στους δρόμους όπου η ανάπτυξη και η παρακμή ζούσαν πλάι πλάι». Τον Ιούνιο του 1942, οι Γερμανοί κατέλαβαν και το νότιο τμήμα της Γαλλίας και ένα από τα πρώτα μέτρα που πήραν ήταν να εκκενώσουν το Πανιέ, γιατί στα στενά του δρομάκια έβρισκαν καταφύγιο οι αντιστασιακοί. «Ο πατέρας μου και η μάνα μου εκεί γνώρισαν τι θα πει ταπείνωση, να σε διατάζουν να αδειάσεις τη γωνιά μέσα στη μαύρη νύχτα, 24 Ιανουαρίου του 1943. Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν στα γρήγορα ένα καρότσι και στοίβαξαν μερικά πράγματα».[10]

Ανάμεσα σε αυτούς που έφταναν κυνηγημένοι στη Μασσαλία ήταν και μια εβραία συγγραφέας και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, η  Άννα Ζέγκερς (Anna Seghers). Η γεννημένη στο Μάινς, ως Άννα Ράιλινγκ το 1900, το 1939 κατέφυγε στο Παρίσι όπου κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Ο έβδομος σταυρός, στο οποίο περιγράφει την απόδραση επτά κρατουμένων από ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Καταζητούμενη από τους Γερμανούς, έφτασε και αυτή στη Μασσαλία, απ’ όπου κατάφερε το 1941 να βρει θέση σε ένα πλοίο για το Μεξικό – παρέμεινε εκεί ώς το 1947. Στο Μεξικό έμαθε ότι της απονεμήθηκε το βραβείο Booker και είδε τον Έβδομο σταυρό, το 1944, να μεταφέρεται στον κινηματογράφο από τον Φρεντ Τσίνεμαν με πρωταγωνιστή τον Σπένσερ Τρέισι.

Τις προσωπικές της εντυπώσεις και αγωνίες από τις μέρες της Μασσαλίας μετέφερε στο μυθιστόρημα Τράνζιτο, που εκδόθηκε στα αγγλικά το 1944.[11] Είναι ένα βιβλίο που μεταφέρει το κλίμα της πόλης, περιγράφοντας τα καφενεία του παλιού λιμανιού, τα υπερπλήρη ξενοδοχεία, τα στενά δρομάκια του Πανιέ, τον άνεμο μιστράλ και απελπισμένους ανθρώπους που προσπαθούσαν να βάλουν τον εαυτό τους ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τον ωκεανό. Το μυθιστόρημα έγινε κι αυτό ταινία από τον Γερμανό Κρίστιαν Πέτζολντ (Christian Petzold), καθυστερημένα, το 2018, αλλά με χώρο δράσης τη σύγχρονη Μασσαλία. Μια μάλλον ατυχής έμπνευση που προσωπικά μού θύμισε τις κραυγαλέες μεταμοντέρνες  μεταφορές του αρχαιοελληνικού δράματος. 

Κατά τα άλλα, εκείνες οι μυθιστορηματικές μέρες συγκέντρωσης και φυγής μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής διανόησης και τέχνης για να γλιτώσουν από τους ναζί έγιναν πηγή έμπνευσης για έναν ακόμα συγγραφέα και σεναριογράφο, τον Νταν Φρανκ, που το 2010 θα κατέθετε το δικό Minuit.[12]

Στις 16 Δεκεμβρίου 1943, η γαλλική αντίσταση ανατίναξε ένα τρένο που μετέφερε γερμανούς στρατιώτες. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο Πωλ Καρμπόνε, που άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο με κομμένα πόδια και τη φράση “c’est la vie”, αφού προηγουμένως ζήτησε να καπνίσει ένα τελευταίο τσιγάρο. Ο Σπιριτό έφυγε στην Αμερική και, με τη λήξη του πολέμου, οι αδελφοί Γκερινί ήταν τα μοναδικά αφεντικά της πόλης, έχοντας υψηλές διασυνδέσεις – καθώς ο αρχηγός της αντίστασης, ο δικηγόρος Γκαστόν Ντεφέρ και μεταπολεμικά  ισόβιος δήμαρχος της πόλης (αργότερα και υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Μιτεράν), είναι στενός τους φίλος.

 

Η εποχή των Γκερινί

Στο πολυτελές ξενοδοχείο τους Grand Hotel Mediterranee, που διεύθυνε ο Μεμέ Γκερινί, σύχναζε όλη η καλή κοινωνία της Μασσαλίας αλλά και της Γαλλίας – μεταξύ άλλων και οι προσωπικοί φίλοι του Γκερινί, Αλαίν Ντελόν, Συλβί Βαρτάν και Τζόνι Χαλιντέι (τον οποίο αποκαλούσε Ζοζό).

Το λιμάνι όμως το ήλεγχαν οι κομμουνιστές και ο περίπου ένα χρόνο (1946-47) κομμουνιστής δήμαρχος Ζαν Κριστοφόλ. Αυτοί, με διαρκείς απεργίες, εμπόδιζαν την είσοδο στη χώρα της βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ, αλλά και την αποστολή στρατιωτικού υλικού για την Ινδοκίνα, όπου η Γαλλία είχε αυτοκρατορική παρουσία από το 1884 (τελικά, απεσύρθη το 1954). Οι μπράβοι του Γκερινί, μαζί με τον αντιστασιακό  αστυνομικό επιθεωρητή Ρομπέρ Μπλεμάν, που είχε επιστρέψει με τους Ελεύθερους Γάλλους του Σαρλ ντε Γκωλ, με απεργοσπάστες και έπειτα από αιματηρές συγκρούσεις, πήραν τελικά τον έλεγχο του λιμανιού. Με την κάλυψη της δημοτικής αρχής που διαδέχτηκε τον Κριστοφόλ (Ντεφέρ) και της αστυνομίας (Μπλεμάν), οι Γκερινί έστησαν το μεγαλύτερο δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών ώς τότε, την περίφημη French Connection.

Η καλλιέργεια οπίου επιτρεπόταν  για φαρμακευτικούς σκοπούς στην Τουρκία, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε την παράνομη διακίνησή του. Έφτανε εύκολα και στη Μασσαλία. Εκεί στηνόταν ένα μεγάλο δίκτυο εργαστηρίων που το μετέτρεπαν σε καθαρή ηρωίνη. Ξεχώριζε αυτό του έμπορου τυριών Ζο Σεζαρί της οδού Παπέ, δυο βήματα από την κεντρική λεωφόρο Κανεμπιέρ, που λέγεται ότι παρασκεύαζε την καθαρότερη ηρωίνη όλων των εποχών (περιεκτικότητας 95%). Ο Σεζαρί συνελήφθη το 1965, αλλά έπεσε στα μαλακά καθώς έπεισε το δικαστήριο ότι η ενασχόληση με τα ναρκωτικά ήταν παροδική, για να ανακαινίσει το χοιροτροφείο του.[13] Συνελήφθη για δεύτερη φορά το 1972 αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο τυχερός και βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του.

Από τη Μασσαλία με ένα τεράστιο δίκτυο μεταφοράς, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν και ο διπλωματικός σάκος του πρεσβευτή της Βενεζουέλας (200 κιλά σε ένα έτος), η Κάντιλακ ενός τηλεοπτικού αστέρα, ακόμα και  ένα γαριδάδικο με την ονομασία Ιδιοτροπία των Καιρών όπου βρέθηκε μισός τόνος καθαρή ηρωίνη, τα ναρκωτικά έφταναν στην Αμερική. Και αν η λογοτεχνία δεν ασχολήθηκε συστηματικά με την υπόθεση, δεν συνέβη το ίδιο με τον κινηματογράφο. Πιο γνωστή για το θέμα είναι η ταινία Ο άνθρωπος από τη ΓαλλίαFrench Connection– του Γουίλιαμ Φρίντκιν, 1971, με τον Τζιν Χάκμαν, που είχε επιτυχία ώστε το 1975 να γυριστεί και σίκουελ, French connection 2, από τον Τζον Φρανκενχάιμερ, επίσης με τον Τζιν Χάκμαν. Γυρίστηκαν ακόμα η βρετανική παραγωγή The Marseille contract από τον Ρόμπερτ Πάρις το 1974 με τον Μάικλ Κέιν και τον Άντονυ Κουήν και, πιο πρόσφατα, το γαλλικό La French (2014) του Σεντρίκ Χιμένες, που στην Ελλάδα  προβλήθηκε με τίτλο Ο άνθρωπος από τη Μασσαλία

Όλα πήγαιναν  καλά και ο διάσημος τραγουδιστής Τίνο Ρόσι τραγουδούσε τα βράδια στο μαγαζί του Μεμέ συμβολικά την «Αμαπόλα» (Παπαρούνα) μια παλιά ρούμπα από την Κούβα – «Αμαπόλα εσύ που ζωντανεύεις τα όνειρά μου όλα»[14], ώς τη στιγμή που ο επιθεωρητής Μπλεμάν παραιτήθηκε από την αστυνομία και αποφάσισε να μπει και αυτός  στις δουλειές, με πρωτοπαλίκαρο και κουμανταδόρο στην Μασσαλία έναν πανύψηλο νεαρό (1.90) με ναπολιτάνικες ρίζες αλλά γεννημένο στο Καγιόλ του γαλλικού λιμανιού, τον Γκαετάν (Τανύ) Ζαμπά.

Στις 15 Μαΐου 1965, καθώς  η καινούργια άσπρη Μερσεντές του Μπλεμάν  διέσχιζε  τον αυτοκινητόδρομο της Προβηγκίας, με τη σύζυγό του Αντονιά δίπλα του, δέχτηκε επίθεση από ένα αυτοκίνητο που οδηγούσαν άντρες του Γκερινί. Οι δράστες είχαν χρησιμοποιήσει το υποπολυβόλο ΜΑΤ 49 του στρατού και τέσσερις από τις σφαίρες είχαν βρει στόχο – οι δύο στο κεφάλι. Ταυτόχρονα, ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στην αστυνομία οδήγησε στη σύλληψη και στην καταδίκη του Ζαμπά για εμπόριο όπλων.

Η απάντηση δεν θα αργούσε. Οι δολοφόνοι του Μπλεμάν εξοντώθηκαν ο ένας μετά τον άλλο και, το καλοκαίρι του 1967, ήρθε η σειρά του Αντουάν Γκερινί. Στις 23 Ιουνίου, με εντολή από τη φυλακή του Ζαμπά και δολοφόνο τον στενό του φίλο και πρωτοπαλίκαρό του, τον Ζακύ Ιμπέρ, γνωστό ως Jacky le Mat ή «Τρελό». Mια μοτοσικλέτα πλησίασε τη σταματημένη Μερσεντές 220 SE του Γκερινί σε ένα πρατήριο βενζίνης και ο «Τρελός» τον δολοφόνησε με έντεκα σφαίρες μπροστά στα μάτια του μικρού του γιου, Φελίξ.

Ήταν η αρχή του τέλους για τους Γκερινί, καθώς δυο μήνες αργότερα ο οργισμένος Μεμέ, μαζί με τα μικρότερα αδέρφια του, κατακρεούργησαν και πέταξαν στη θάλασσα έναν  άσημο νεαρό που, μαζί με ένα φίλο του, είχε την άτυχη έμπνευση να διαρρήξουν τη βίλα της χήρας, την ημέρα της κηδείας του Αντουάν:

Οι υπηρεσίες μας ανέκριναν τους πελάτες του εστιατορίου Μεντιτερανέ που ήταν εκεί, όταν οι αδελφοί Γκερινί βγήκαν για μια βόλτα με το «ληστή». Στις 4 Αυγούστου συλλάβαμε και τα αδέρφια και τους κομπάρσους.

Το πρωί της Κυριακής, 6 Αυγούστου, οι φωτογραφίες των μελών της συμμορίας στη σειρά,  κάλυπταν όλη την πρώτη σελίδα της εφημερίδας Marseillaise.

Έτσι οι Γκερινί εξαφανίστηκαν αφήνοντας τους δικούς τους ορφανούς και χαμένους. Όπως την Ερνεστίν.[15]

Η Ερνεστίν είναι μια πόρνη από την Αλγερία που ήρθε στη Μασσαλία με την ανεξαρτησία και διευθύνει ένα μπαρ - ρεστοράν των Γκερινί. Αυτός που περιγράφει τα γεγονότα είναι ο αστυνόμος Πάκο Μαρτίνεθ, κεντρικό πρόσωπο στα πολάρ μυθιστορήματα του Μορίς Ατιά. Ο Πάκο είναι ένας pied noir, ένας από το ένα εκατομμύριο Γάλλους που επαναπατρίστηκαν μετά την ανεξαρτησία της Αλγερίας το 1962, και σχολιάζει με παράπονο ότι οι Γάλλοι της Αλγερίας επαναπατρίστηκαν, ενώ οι Άραβες δεν γύρισαν πίσω, στην ανεξάρτητη πια πατρίδα τους. Μια νοσταλγία αβάσταχτη:

Τα πάντα εδώ θύμιζαν τα μέρη εκεί κάτω, με τρόπο ολέθριο: η ίδια θάλασσα, η ίδια Νοτρ Νταμ χωρίς την Αφρική, η αντίστοιχη συνοικία  της δικής μας Μπασέτα ήταν το Πανιέ, το ίδιο λαϊκή αλλά πιο κακόφημη – μια Κασμπά στην πύλη του Αιξ, χωρίς όμως την ομορφιά της αλγερινής, το ίδιο γαλάζιο του ουρανού, μα ένας άλλος αέρας, πιο βίαιος, η ίδια γλώσσα μα άλλη προφορά.

 

Η Μασσαλία το Μάη

Το annus mirabilis 1968 είχε έρθει και όλα στο Παρίσι, αλλά και στη Μασσαλία, προανήγγελλαν το Μάη του. Η προσχηματική ενότητα της Αριστεράς είχε χάσει τις βουλευτικές εκλογές για μια έδρα, η κυβέρνηση Πομπιντού ήταν στην κόψη του ξυραφιού και οι νέοι χρειάζονταν καινούργιους αγώνες. Οι χίπις, τα παιδιά των λουλουδιών, διεκδικούσαν την ουτοπία της ειρήνης και οι επαναστάτες, αντί για τον Ψυχρό Πόλεμο, προτιμούσαν τα αντάρτικα στους τροπικούς και τη γοητεία της Κίνας του Μάο, με τον Σαρτρ να δίνει το σύνθημα πουλώντας ο ίδιος στους δρόμους τη μαοϊκή εφημερίδα Humanité Rouge. Με αφορμή ένα φόνο σε μια φοιτητική εστία, ο Πάκο περιπλανιέται στην αποστασιοποιημένη πια σήμερα γραφικότητα της φαντασιακής εκείνης προεπαναστατικής περιόδου:

Ήταν ικανοί να αερολογούν με τις ώρες, αντιπαραθέτοντας τσιτάτα, ιστορικές αναφορές, επαναστατικές γκάφες. Οι συζητήσεις τους κατέληγαν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα, έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν την επανάσταση [μέσα σε διαμερίσματα γεμάτα] αφίσες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, προκηρύξεις που καλούσαν σε εξέγερση τους εργάτες των εργοστασίων της περιοχής και δεκάδες κόκκινα βιβλιαράκια του Μάο και φωτοτυπίες του Ανταρτοπολέμου του Τσε Γκεβάρα.    

Μέσα σε αυτή την Κόκκινη Μασσαλία, μια άλλη νέα γενιά –«νεαροί λύκοι» για τον Ατιά– ξεκαθάριζε βίαια τα τελευταία απομεινάρια των Γκερινί στην πόλη. Ήταν  οι παλιοί φίλοι, ο Τανύ Ζαμπά, ο Jacky le Mat και ο Φρανσίς ο Βέλγος. Αφεντικό στην πόλη μετά την αποφυλάκισή του το 1970 είναι πια  ο Ζαμπά και η  French Connection γνωρίζει καινούργιες μέρες δόξας, με ιθύνοντα νου στη διακίνηση της ηρωίνης τον Φρανσίς τον Βέλγο.

Αλλά ο υπόκοσμος είναι σαν τις γάτες στο τσουβάλι. Την 1η Φεβρουαρίου 1977, άνθρωποι του Ζαμπά γάζωσαν με 22 σφαίρες τον Jacky le Mat σε ένα υπόγειο πάρκινγκ στο παλιό λιμάνι. Αλλά αυτός, παραδόξως, τελικά επέζησε για να ξεκινήσει ένα αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που απέφερε 20 νεκρούς μέσα σε ένα χρόνο. Τα γεγονότα αποτυπώθηκαν λογοτεχνικά από τον Φρανς-Ολιβιέ Ζισμπέρ (Franz-Olivier Giesbert) στο μυθιστόρημά του LImmortel, που το 2010 έγινε κι αυτό ταινία από τον Ρισάρ Μπερί (Richard Berry) με τίτλο 22 Bullets.

Τελικά ο Jacky le Mat αποσύρθηκε, ο «Βέλγος» απέκτησε μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη και βρέθηκε στη φυλακή (όπου έμεινε 11 χρόνια) και ο Ζαμπά έγινε ο «Αυτοκράτορας της νύχτας», τίτλο που φαντάζομαι τον κέρδισε εκτός των άλλων και για την περίφημη ντισκοτέκ Krypton, εκείνη την εποχή ίσως τη μεγαλύτερη σε όλη την Ευρώπη. Αλλά τη θέση του ανακριτή στις υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος πήρε ο νεαρός εισαγγελέας ανηλίκων Πιερ Μισέλ (ο αποκαλούμενος «καουμπόι») και με ενέργειες που κινούνταν στα όρια της νομιμότητας, σιγά σιγά, ξεδόντιασε τη συμμορία του Ζαμπά, εστιάζοντας στο εμπόριο ναρκωτικών. Ταυτόχρονα, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, η υπόθεση της French Connection είχε έρθει για τα καλά στο προσκήνιο, έτσι από τη Νέα Υόρκη έφτασε στη Μασσαλία ο αστυνόμος Τζων Κιούζακ.

Όμως η  French Connection είχε βαθιές ρίζες. Ο αστυνόμος Άνζ Μαρτιέ της δίωξης ναρκωτικών και ο ίδιος ο διοικητής της αστυνομίας Μπιανκί ήταν στο μισθολόγιο της «Συμμορίας των Κορσικανών», ενώ ο αδελφός του υπεύθυνου για τις μεταφορές ηρωίνης στην Αμερική, Μινασιάν, ήταν το δεξί χέρι του ισόβιου δημάρχου της πόλης, Γκαστόν Ντεφέρ. Έτσι, ο Πιερ Μισέλ απομακρύνθηκε.

 

Υπόκοσμος και εξτρεμιστικό Ισλάμ

Οι εκλογές του 1981 ανέδειξαν πρόεδρο τον σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν και ο Γκαστόν Ντεφέρ άφησε τη Μασσαλία για τη θέση του υπουργού Εσωτερικών στη νέα κυβέρνηση. Ο νέος ρόλος απαιτούσε και διαφορετικές συμπεριφορές. Ο Ντεφέρ δημόσια δήλωσε πολέμιος του εμπορίου ναρκωτικών,  απομάκρυνε από δίπλα του τον Μινασιάν και επανέφερε τον Μισέλ επικεφαλής της Δίωξης. Ήταν η αρχή του τέλους για τον Ζαμπά που έκανε το μοιραίο  λάθος.

Στις 21 Οκτωβρίου 1981, ο Πιερ Μισέλ επέστρεφε σπίτι του με τη μοτοσικλέτα Χόντα με την οποία συνήθιζε να μετακινείται. Ώρα 1.50 ακριβώς,  σταματημένος στο φανάρι της κεντρικής λεωφόρου Μισελέ, δέχτηκε σχεδόν εξ επαφής τρεις σφαίρες από το εννιάρι παραμπέλουμ ενός πληρωμένου δολοφόνου του Ζαμπά που ακολουθούσε επίσης με μια ροζ Χόντα.

Το ανθρωποκυνηγητό θα τελείωνε τον Νοέμβριο του 1983, με τη σύλληψη του ίδιου του Ζαμπά που κρυβόταν σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι. Οδηγήθηκε στις φυλακές της Μπομέτ όπου βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του, στις 23 Ιουλίου 1984. Έπεσε σε κώμα και πέθανε λίγες εβδομάδες μετά, στις 16 Αυγούστου 1984.  Σήμερα, ο τάφος του στο νεκροταφείο Σαιν Πιερ είναι μέρος του δημοφιλούς “Marseille Gangster Tour” που προτείνεται  στους τουρίστες  και από το TripAdvisor. Δέκα χρόνια μετά, «ο οργανωμένος υπόκοσμος της Μασσαλίας ήταν τελειωμένη υπόθεση. Ο πόλεμος των αρχηγών τον είχε εξοντώσει και δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορεί να το παίξει αρχινονός. Η Μασσαλία δεν ήταν πια παρά μια αγορά που εποφθαλμιούσε η Καμόρα της Νάπολης. Και η δραστηριότητά της ήταν επικεντρωμένη στην κοκαΐνη και την ηρωίνη».

Τα γεγονότα τα αφηγείται ο Ζαν- Κλωντ Ιζζό με κάθε λεπτομέρεια, όπως «σκορπίζεις τη στάχτη ενός νεκρού και την παίρνει ο άνεμος». Μάλιστα, μαζί με τη θρυλική τριλογία του που ολοκλήρωσε λίγο πριν πεθάνει, ξαναέκανε τη Μασσαλία  λογοτεχνικό προϊόν που ταξιδεύει πέρα από τα σύνορα της χώρας.[16] Κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή του Αλέξανδρου Δουμά και του φυλακισμένου στο νησάκι Ιφ (η μεγάλη τουριστική ατραξιόν της πόλης σήμερα) Κόμη Μοντεχρίστου.

Η Μασσαλία των ημερών του Ιζζό είναι μια περίεργη πόλη με μικροσκοπικό κέντρο που συνεχώς επεκτείνεται άναρχα. Ένα γιγάντιο προάστιο. Όλα σιγά σιγά αλλάζουν:

Η Κανεμπιέρ δεν ήταν πια παρά μια μονότονη συστοιχία φτηνών μαγαζιών ένδυσης και υπόδησης. Ένας μόνο κινηματογράφος είχε απομείνει, το Κάπιτολ, με τις εφτά του αίθουσες και την πελατεία του από  νεαρούς Άραβες. Με φουσκωτούς στην είσοδο και φουσκωτούς μέσα.

Αντίθετα, η συνοικία Μπελ-ντε Μαι πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Σαιν-Σαρλ παρέμενε όπως ήταν παλιά, ένα χωριό δίπλα στο κέντρο. Συνοικία εργατική, κόκκινη, με τις πινακίδες των δρόμων να είναι αφιερωμένες στους ήρωες του σοσιαλισμού. Μόνο που τώρα πια οι μισοί ψηφίζουν το ΚΚ και οι άλλοι μισοί το Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν. Από εκεί βγήκαν συνδικαλιστές και στελέχη του ΚΚ Γαλλίας αλλά και διακεκριμένοι γκάνγκστερ, όπως ο Φρανσίς ο Βέλγος.

Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας είναι η ιστορία τριών φίλων από το Πανιέ. Του Μανού, του Ουγκό και του Φαμπιό. Ήταν νέοι, όμορφοι, αγαπούσαν τη ζωή και ήξεραν να παίζουν ξύλο. Ξεκίνησαν να κλέβουν βιβλία και δίσκους. Στρατό υπηρέτησαν στις αποικίες και όταν επέστρεψαν αποφάσισαν ότι δεν άξιζε να δουλεύουν. Ξεκίνησαν τις ληστείες. Βενζινάδικα, καπνοπωλεία και φαρμακεία. Σε ένα απ’ αυτά ο Μανού πυροβόλησε, αυλαία.

Ο Φαμπιό κατατάχθηκε στο στρατό εθελοντής στο Τζιμπουτί, ο Ουγκό περιπλανήθηκε στον κόσμο και ο Μανού τελικά έπεσε θύμα ενός ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ανάμεσα σε μέλη της τοπικής μαφίας. Ο καταζητούμενος με διεθνές ένταλμα Ουγκό θα επέστρεφε για να εκδικηθεί, θα καθάριζε ένα από τα αφεντικά και θα σκηνοθετούσε το θάνατό του, σαν τον Ρισάρ Κρενά στον Αστυνόμο του Ζαν-Πιερ Μελβίλ που κάνει πως βγάζει ένα πιστόλι περικυκλωμένος από την αστυνομία. Έχει επιστρέψει και ο Φαμπιό – ο Φαμπιό Μοντάλ, αστυνομικός επιθεωρητής, υπεύθυνος για την τάξη στην κόλαση των Βορείων Προαστίων, στις λαϊκές πολυκατοικίες των Βορειοαφρικανών:

Το Β7 ήταν σαν όλα τα άλλα κτίρια. Η είσοδος μέσα στη λίγδα. Το γλόμπο τον είχαν σπάσει με πέτρες. Δέσποζε  η μυρουδιά του κατρουλιού. Και ο ανελκυστήρας είχε χαλάσει. Πέντε όροφοι. Δεν ανέβαινες στον Παράδεισο αν τους σκαρφάλωνες.

Στις γειτονιές των «Μπερ»[17] τις γεμάτες εφήβους με προχωρημένες εμπειρίες στο έγκλημα - ληστές, βαποράκια, εκβιαστές, προστάτες– δεσπόζουν αντράκια σκληρά, με το μαχαίρι σε ετοιμότητα και ήδη με προϋπηρεσία στις φυλακές της Μπωμέτ, το μεγάλο «εκπαιδευτικό» ίδρυμα της Μασσαλίας.

Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας του, στο Τσούρμο, ο Ιζζό περιγράφει τη διείσδυση του ισλαμικού φονταμενταλισμού σε αυτές της γειτονιές των βορείων προαστίων. Είναι ο Ρεντουάν που ξεκινάει αγοράζοντας  ηρωίνη, τη νοθεύει και τη μεταπωλεί βγάζοντας 4.000 φράγκα την ημέρα. Επόμενο βήμα, η φυλακή. Στην αρχή παίζει ξύλο, νταής. Ώσπου θα γνωρίσει τον Σαΐντ, ιεροκήρυκα του Ισλάμ που στρατολογεί οπαδούς από τις φτωχογειτονιές για λογαριασμό μιας πακιστανικής σέχτας. Όταν βγει δεν καπνίζει, δεν πίνει, έχει αφήσει γένια και διαβάζει όλη μέρα το Κοράνι. Έπειτα από τρίμηνη περιήγηση σε ισλαμικά κέντρα στο εξωτερικό, θα επιστρέψει μυημένος στον ένοπλο αγώνα, που ήδη έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 1995 με σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι . Γιατί η Γαλλία δεν είναι πια Dar el-islam αλλά Dar el Harb  (Γη του Πολέμου) και η μέρα του Μπατακλάν, η 13η Νοεμβρίου 2015, δεν είναι παρά η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου.

Την ίδια διαδρομή θα ακολουθήσει  και ο αλγερινής καταγωγής νεαρός Καμέλ, στο αστυνομικό μυθιστόρημα Τρεις ώρες προτού χαράξει (2013) του Ζιλ Βενσάν. Φανατικός ισλαμιστής, έχει μόλις επιστρέψει και αυτός από την εκπαίδευσή του σε ένα στρατόπεδο τζιχαντιστών στο Πακιστάν. Και ξεκινάει  κόβοντας το λαιμό ενός στρατιώτη στα ουρητήρια  του σιδηροδρομικού σταθμού Σαιν Σαρλ:

Με το δεξί του χέρι βγάζει από την τσέπη του ένα στιλέτο με σούστα, το Αλλάχου  Ακμπάρ αντηχεί ανάμεσα στους τοίχους, ο άντρας γυρίζει από την άλλη τον στρατιώτη με το κομμένο λαρύγγι και τον αφήνει να γλιστρήσει στο δάπεδο. Φεύγοντας ανασηκώνει ελαφρά το κεφάλι με το δάχτυλο υψωμένο στην κάμερα.[18]

Αυτή που πρέπει να τον βρει, πριν συνεχίσει τις επιθέσεις, είναι η επίσης αλγερινής καταγωγής, αλλά και θεία του, αστυνόμος Αϊσά Σαντιά, που από τον πέμπτο όροφο της «Επισκοπής» αγναντεύει στο βάθος τους γερανούς στο λιμάνι και τη μακριά κόκκινη γραμμή από τα φώτα των αυτοκινήτων που βγαίνουν από την πόλη. Η «Επισκοπή» (Eveche) είναι η παλιά μπαρόκ κατοικία του επισκόπου που φιλοξενεί την Αστυνομία, προσθέτοντας ακόμα έναν ιδιωματισμό στον τοπικό φολκλορισμό. Eveche με ταμπέλα Hotel de Police.

 

Μαφία και πολιτική

Για πολλούς, ο Ζιλ Βενσάν θεωρείται διάδοχος του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, που πέθανε το 2000 σε ηλικία 55 ετών. Παλεύοντας με τον καρκίνο, δυο χρόνια πριν, αποφάσισε να καταθέσει ένα υβρίδιο λογοτεχνίας-δοκιμίου με το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας του, το Solea (φόρο τιμής στον Μάιλς Ντέιβις και, ίσως, και στο Ασανσέρ για δολοφόνους, την τζαζ ταινία του Λουί Μαλ από το 1958, φόντο της οποίας πάντως είναι το Παρίσι). Στο Solea, με πλήθος ντοκουμέντων και εκθέσεων, αποκαλύπτει τον έλεγχο της πόλης από τους «ριτάλ», την ιταλική μαφία, και τη διείσδυσή της στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ξεκίνησε το 1993, με τη δολοφονία της νεαρής Γιαν Πια, βουλευτίνας του Εθνικού Μετώπου, που είχε κηρύξει πόλεμο στο οργανωμένο έγκλημα και ολοκληρώθηκε με την  εξόντωση όλων  των  τοπικών αρχηγών – με τελευταίο τον Μισέλ Ρενιέ που έγινε κόσκινο μπροστά στα μάτια της γυναίκας του, στις 30 Σεπτεμβρίου 1996, ημέρα των γενεθλίων του.   

Ο Ζιλ Βενσάν ανακάλυψε τη Μασσαλία στα 20 του, το 1978, όταν παράτησε τις σπουδές του και αφιερώθηκε, όπως δηλώνει, στην «περιπέτεια των λέξεων», εντασσόμενος στη σχολή του “polar marseillaise”.  Πολυγραφότατος, σε ένα επόμενο μυθιστόρημά του, το Αυτή η χώρα που τη δολοφονούν (2017), δομεί την πλοκή γύρω από τη δολοφονία του διευθυντή της εκλογικής εκστρατείας της νεαρής Μανόν Πεάν (Μαρίν Λεπέν), ενός επιχειρηματία και πρώην παραστρατιωτικού από την Συρία – που δολοφονήθηκε «καβάλα στη μηχανή του στη Μασσαλία στη μέση μιας λεωφόρου, όπως τότε ο ανακριτής Μισέλ»[19]. Μεταξύ άλλων, ο Βενσάν διερευνά μυθοπλαστικά μεν, αν και στηριγμένος σε δημοσιεύματα και στοιχεία, τις δαιδαλώδεις διαδρομές χρηματοδότησης της Λεπέν από τη Ρωσία του Πούτιν. Επίσης περιγράφει το νέο μεταναστευτικό κύμα των μαύρων από την υποσαχάρια Αφρική και τα νέα γκέτο της δυστυχίας.

Αν πάρεις τον αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας που οδηγεί έξω από τη Μασσαλία κόβοντας την πόλη στα δύο σαν μαχαιριά, μετά τη γέφυρα της Μαρτίγκ, μια παρακαμπτήριος σε οδηγεί αριστερά στις χαρακτηριστικές παραλληλεπίπεδες πολυκατοικίες της περιοχής του Πορ-ντε-Μπουκ. Δεξιά βλέπεις τις σκαρφαλωμένες μεζονέτες πάνω στις οικοπεδοποιημένες βραχώδεις ακτές. Είναι δυο κόσμοι φαινομενικά ξένοι, που επικοινωνούν τα βράδια όταν, στα σκοτεινά,  μηχανάκια αλλά και  πολυτελή αυτοκίνητα ανταλλάσσουν πλάκες χασίς, και όχι μόνο.

Το Πορ-ντε-Μπουκ και ο έβδομος όροφος  του κτιρίου Η9 της Εγκ Ντους, αλλά και τα επιχειρηματικά κυκλώματα εκμετάλλευσης των μεταναστευτικών ροών, είναι ο χώρος δράσης και στο μυθιστόρημα On la trouvait plutot jolie του Μισέλ Μπισί (Michel Bussi):

Γρήγορα πείστηκε ότι μπορούσε κάποιος να γίνει εξίσου πλούσιος με το να εξειδικευτεί στο δίκαιο της δυστυχίας όσο και στο δίκιο των επιχειρήσεων. Λίγα χρόνια αργότερα, ενώ έκανε ακόμα το μεταπτυχιακό του στα ανθρώπινα δικαιώματα, ίδρυσε την οργάνωση Vogelzug.[20]

Καθώς η σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία επαναφέρει το μυθιστόρημα στην αφετηρία του και στη στενή του σχέση με τον αστικό χώρο, με αστυνομικούς συγγραφείς ταυτισμένους με μια πόλη που την περιγράφουν συναρπαστικά, η  Μασσαλία προφανώς θα έχει τους δικούς της. Εν προκειμένω, όμως, συμβαίνει κάτι παραπάνω: η Μασσαλία είναι μια πόλη κομμένη και ραμμένη για noir, όπως επισημαίνει ο Σεντρίκ Φαμπρ (Cedric Fabr) προλογίζοντας τη συλλογή διηγημάτων Marseille Noir[21]. Κι αυτό την κάνει δημοφιλή χώρο δράσης και για ετερόχθονες συγγραφείς, όπως ο Μπισί αλλά και η Ντομινίκ Μανοτί (Dominique Manotti).[22]

Σήμερα η Μασσαλία, με τον παραδοσιακό υπόκοσμό της να παραπέμπει πλέον σε έναν παλαιό φολκλορισμό, με ένα θάνατο από πυροβολισμό κάθε περίπου τέσσερις ημέρες, είναι μια Sin City, στην οποία το οργανωμένο και το ανένταχτο έγκλημα συνδέονται πια οργανικά. Καθημερινά ξεδιπλώνονται αχαλίνωτες χορογραφίες βίας και ξεκαθαρίσματος λογαριασμών στον πόλεμο των ναρκωτικών, με πρωταγωνιστές ακόμα και 14χρονους. Για την κατάσταση αυτή οι κάτοικοι δεν μπορούν να κρύψουν την οργή τους. Διαδηλώνοντας για νόμο και τάξη, ανάγκασαν τον πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν να επισκεφθεί την πόλη, ίσως σε μια προσπάθεια να απαντήσει σε ένα σύνθημα γραμμένο σε έναν τοίχο των βορείων προαστίων: “L'etat nous laisse tomber” («Το κράτος μας απογοήτευσε»). Στο σύνθημα αυτό περιγράφεται η ήττα του κράτους δικαίου, καθώς στην περιφέρεια της πόλης ολόκληρες γειτονιές- γκέτο, όπως η Felix Pyat, έχουν αυτονομηθεί ενώ η Kalliste στους πρόποδες του βουνού θυμίζει μεσαιωνικό φρούριο.

Κάπως έτσι, στη συνοικία Frais Vallon –όπως περιγράφει ένας ακόμα εκπρόσωπος  της polar marseillaise, ο Μισέλ Μεζονέβ (Michel Maisonneuve)– «δεν συναντούσες και τόσο συχνά πηλίκια. Ή πάλι κατέφθαναν εν σώματι, απέκλειαν ένα τετράγωνο και έφευγαν όσο βιαστικά είχαν έρθει»[23]. Η πραγματικότητα αυτή, πάντως, απαλύνεται από το λογοτεχνικό μπουρλέσκ. Στα βόρεια προάστια υπάρχουν περιοχές όπου, απλά, ένοπλες συμμορίες απαγορεύουν την είσοδο. Το περιγράφει παραστατικά ο σκηνοθέτης της πόλης, Σεντρίκ Χιμένες, στη βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα ταινία του Bac Nord, που μπορείτε να τη δείτε στο Netflix.

Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη γαλλική σειρά που γύρισε το Netflix (2016-18) έχει θέμα και τίτλο τη Marseille. Σε μια σκηνή, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, στο ρόλο του ισοβίου δημάρχου της πόλης, λέει: «Ξέρεις τι μισούν οι κάτοικοι αυτής της πόλης; Να μιλάς γι’ αυτήν και να τη θεωρείς μια συνηθισμένη πόλη χωρίς τη βία, τα ναρκωτικά και το ποδόσφαιρο». Έχει δίκιο, γιατί η ποδοσφαιρική ομάδα της Ολυμπίκ Μαρσέιγ είναι η ομάδα της πόλης και το γήπεδό της, το Velondrom, ένα από τα τοπόσημα τα ενδεικτικά του χαρακτήρα της. Αρκεί να βρεθείς ένα βράδυ εκεί όπου συνυπάρχει όλη η πόλη, η αστική τάξη στις σουίτες  και οι «μπερ» στα πέταλα των οργανωμένων, κι όλοι μαζί εν χορώ φωνάζουν “Nous, nous sommes Marseillais” («Είμαστε από τη Μασσαλία»). Ίσως πάλι δεν είναι τυχαίο ότι η Ολυμπίκ είναι πανταχού παρούσα, στη λογοτεχνία της πόλης και στις ταινίες γι’ αυτή.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Ζοσέ πλένει τζάμπα το αυτοκίνητό  του από τη δημοτική κάνουλα στο πεζοδρόμιο. Έτσι κάνουν όλοι στη γειτονιά. Εκείνος βέβαια έχει «μια Ρενώ 21 στα χρώματα της Ολυμπίκ. Μπλέ κάτω, άσπρο επάνω. Με το ασορτί σημαιάκι της λέσχης των οπαδών κρεμασμένο στον καθρέφτη και κασκόλ της ομάδας στο χώρο πάνω από το πίσω κάθισμα».[24] Πάντως, μια γιγάντια τοιχογραφία στην Κορνίς του, γεννημένου στο Καστελάν στη νοτιοανατολική Γαλλία, Ζινεντίν Ζιντάν, υπενθυμίζει το μεγαλύτερο παράπονο της πόλης, γιατί ο θρυλικός “Ζιζού” τους, που τον θεωρούν δικό τους, δεν έπαιξε ποτέ στην αγαπημένη του Ολυμπίκ.

Αυτά. Όπως θα έλεγε και ο Ιζζό κερνώντας μας ένα παστίς[25],

Αυτή είναι η ιστορία της Μασσαλίας. Η παντοτινή. Μια ουτοπία. Ένας τόπος όπου ο καθένας, όποιο και αν ήταν το χρώμα του, μπορούσε να έρθει με ένα καράβι ή με ένα τρένο, με μια βαλίτσα στο χέρι ή χωρίς δεκάρα στην τσέπη και να πει «εδώ είναι, στον τόπο μου βρίσκομαι.

Η λογοτεχνία των απελπισμένων βίων. Ίσως το λέει καλύτερα με τον τρόπο του ο Λουί Μπροκιέ (Louis Brauquier), ο ποιητής της Μασσαλίας:

Η θάλασσα

Μισοκοιμισμένη με έπαιρνε αγκαλιά

Σαν ψάρι που έχασε τον δρόμο του.[26]       

 

 

ΚΙ ΑΛΛΑ ΝΟΥΑΡ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ

Andre Nouschi, Η Μεσόγειος στον 20ό αιώνα, μετάφραση: Κώστας Τσικερδάνος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003

Francois Thomazeau, Μασσαλία Εμπιστευτικό, μετάφραση: Λίνα Σιπιτάνου, Οκτάνα, Αθήνα 2021

Anna Seghers, Τράνζιτο, μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Άγρα, Αθήνα 2006

Dan Franck, Μεσάνυχτα, μετάφραση: Αναστασία Καραστάθη, Φώτης Σιατίτσας, Καπόν 2012

Maurice Attia, Η κόκκινη Μασσαλία, μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, Πόλις, Αθήνα 2007

Ζυλ Βενσάν, Τρεις ώρες προτού χαράξει, μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, Καστανιώτη, Αθήνα 2016

Michel Bussi, Το κόκκινο σημειωματάριο, μετάφραση: Κατερίνα Γούλα, Κέδρος, Αθήνα 2020

Dominique Manotti, Μασσαλία 73, μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2021

Michel Maisonneuve, Ένας Τσετσένος σκύλος στη Μασσαλία, μετάφραση: Αλίκη Κεραμιδά, Πόλις, Αθήνα 2010 

 

[1]Andre Nouschi, Η Μεσόγειος στον 20ό αιώνα, μετάφραση: Κώστας Τσικερδάνος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.

[2] Celine Regard, “Bonne et mauvaise réputation, evolution de l'image ambivalente  de Marseille” στο Marseille eclat du mythe, Press Universitaires de Provence, 2013.

[3] Francois Thomazeau, Μασσαλία Εμπιστευτικό, μετάφραση: Λίνα Σιπιτάνου, Οκτάνα, Αθήνα 2021.

[4] Francois Thomazeau, ό.π. 

[5] Το L.A. Confidential (στα ελληνικά: Λος Άντζελες Εμπιστευτικό) θα αποτελέσει μέρος της  τετραλογίας του Τζέιμς Ελρόι για τη βία και τη διαφθορά στο Λος Άντζελες. 

[6] Η πυραμίδα του Φαραώ Χέοπα είναι η μεγαλύτερη από αυτές που σώθηκαν, θεωρείται όμως καταραμένη λόγω των εκτεταμένων θανάτων που συνδυάστηκαν με το χτίσιμό της. Το όνομα του Χέοπα συνδέθηκε με την κατάρα και τη δυστυχία. Και το τραγούδι “Total Κheops”, που έδωσε το τίτλο στο μυθιστόρημα του Ιζζό, είναι συνώνυμο με την απόλυτη κατάρα. Στα ελληνικά, το βιβλίο κυκλοφορεί με τίτλο, Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας (μετάφραση: Ριχάρδος Σωμερίτης, Πόλις, 1999).

[7] Walter Benjamin, Για το χασίς, μετάφραση: Θεόδωρος Λουπασάκης, Πλέθρον, Αθήνα 2011.

[8] Bruno Arpaia, Ο άγγελος της ιστορίας, μετάφραση: Χρύσα Κακατσάκη, Ίνδικτος, Αθήνα 2008.

[9] Julie Orringer, Φάκελος απόδρασης, μετάφραση: Θεοδώρα Δαρβίρη, Gutenberg, Αθήνα 2021. 

[10] Ζαν-Κλωντ Ιζζό, ό.π.

[11] Anna Seghers, Τράνζιτο, μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Άγρα, Αθήνα 2006.

[12] Dan Franck, Μεσάνυχτα, μετάφραση: Αναστασία Καραστάθη, Φώτης Σιατίτσας, Καπόν 2012.

[13] Maurice Denuziere, «Οι συμμορίες της ηρωίνης» στο περιοδικό Ιστορία, Δεκέμβριος 1973.

[14] Στα ελληνικά το τραγούδησε η Δανάη σε διασκευή του Μενεστρέλ, το 1933.

[15] Maurice Attia, Η κόκκινη Μασσαλία, μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, Πόλις, Αθήνα 2007.

[16] Ζαν-Κλων Ιζζό, Η τριλογία της Μασσαλίας. Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας (1995), το Τσούρμο (1996) και Σολέα (1998). Πλέον κυκλοφορούν σε μια συγκεντρωτική έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις (2012).

[17] Το «Μπερ» είναι αναγραμματισμός της λέξης Άραμπ (Άραβας) και περιγράφει τη δεύτερη γενιά, δηλαδή τα παιδιά των αράβων μεταναστών.

[18] Ζυλ Βενσάν, Τρεις ώρες προτού χαράξει, μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, Καστανιώτη, Αθήνα 2016.

[19] Gilles Vincent, Αυτή η χώρα που τη δολοφονούν, μετάφραση: Γιάννη Καυκιά, angelus novus, Αθήνα 2019.

[20] Michel Bussi, Το κόκκινο σημειωματάριο, μετάφραση: Κατερίνα Γούλα, Κέδρος, Αθήνα 2020.

[21] Cedric Fabre, Marseille Noir, Akashic books, 2015.

[22] Dominique Manotti, Μασσαλία 73, μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2021.

[23] Michel Maisonneuve, Ένας Τσετσένος σκύλος στη Μασσαλία, μετάφραση: Αλίκη Κεραμιδά, Πόλις, Αθήνα 2010. 

[24] Ζαν-Κλωντ Ιζζό, Τσούρμο, ό.π.

[25] Τοπικό ποτό που μοιάζει με το ούζο.

[26] Ο γεννημένος το 1900 στη Μασσαλία Λουί Μπροκιέ δούλεψε στη μεγάλη ακτοπλοϊκή εταιρεία της πόλης, Messageries Maritime, ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο, από το 1925 έως το 1960. Τα θέματά του θυμίζουν τον Νίκο Καββαδία. Το 1957 τον σύστησε στα γαλλικά γράμματα κάνοντάς τον ευρύτερα γνωστό ένας επίσης μασσαλιώτης συγγραφέας, ο Mαρσέλ Πανιόλ. 

Δημήτρης Κωστόπουλος

Συγγραφέας. Βιβλία του: Τα Δίπροκα (1991), Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής (1993), Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το γουέστερν της ανάπτυξης (2007), η συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο φονιάς (2015) και το μυθιστόρημα Η κιμωλία (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.