Σύνδεση συνδρομητών

Κόρμακ ΜακΚάρθι (1933-2023): μόνο αίμα

Τετάρτη, 14 Ιουνίου 2023 00:48
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι.
Αλέκος Παπαδάτος
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι.

«Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, ίσως ο μεγαλύτερος Αμερικανός μυθιστοριογράφος της εποχής μου, έφυγε από τη ζωή στα 89 του. Τα χρόνια του ήταν γεμάτα και το έργο του καταξιώθηκε, αλλά παρ’ όλα αυτά εγώ εξακολουθώ να θρηνώ το θάνατό του». Μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρέτισε,  στο twitter, τον σπουδαίο συνάδελφό του ο Στίβεν Κινγκ.

Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι ήταν ένας από τους πιο βραβευμένους και πολυδιαβασμένους Αμερικανούς συγγραφείς. Πέθανε στις 13 Ιουνίου 2023, σε ηλικία 89 ετών. Πριν από λίγους μήνες, στο τεύχος 139 του Books’ Journal που κυκλοφόρησε τον περασμένο Φεβρουάριο, είχε αφιερώσει το βασικό του θέμα και το εξώφυλλό του στον σπουδαίο αυτό συγγραφέα. Μια λογοτεχνική προσωπικότητα που με λιτή και πυκνή πρόζα κατέγραψε τις βίαιες ζωές προβληματικών χαρακτήρων, ενώ στο φόντο βρισκόταν πάντα η σκληρή Αμερική.

Το κείμενο που ακολουθεί, δημοσιευμένο σε εκείνο το αφιέρωμα, είναι μια πλήρης καταγραφή της ζωής και του έργου του Κόρμακ Μακ Κάρθι, ενός συγγραφέα που διαβάστηκε πολύ και, στο μέλλον, θα ξαναδιαβαστεί.

 

ΜακΚαρθισμός

Ο γεννημένος στις 20 Ιουλίου 1933 στο Πρόβιντενς, πρωτεύουσα της μικρής πολιτείας Ροντ Άιλαντ, Κόρμακ ΜακΚάρθι, σε ηλικία 52 ετών, το 1985, με τον Ματοβαμμένο Μεσημβρινό του[1], το magnum opus του κατά την γνώμη μου, τιμήθηκε με τον τίτλο του «καλύτερου άγνωστου συγγραφέα». Ταυτόχρονα αποθεώθηκε από τον Χάρολντ Μπλουμ, ο οποίος περιγράφει το βιβλίο ως «μια παγκόσμια τραγωδία του αίματος». Αργότερα, ο θεμελιωτής του δυτικού κανόνα, χωρίς επιφυλάξεις, θα κατέτασσε τον ΜακΚάρθι στους μεγάλους της αμερικανικής λογοτεχνίας δίπλα στον Τόμας Πίντσον, τον Φίλιπ Ροθ και τον Ντον ΝτεΛίλο. Παρ’ όλα αυτά, ώς το 1992, κανένα από τα έως τότε βιβλία του, αν και όλα με καλές κριτικές και βραβεία, δεν είχε πουλήσει πάνω από 5.000 αντίτυπα.

«Οι άνθρωποι πιστεύουν στη μοίρα και όχι στην τύχη. Τη μοίρα μπορείς να την εξευμενίσεις, στους θεούς μπορείς να προσευχηθείς. Αλλά η τύχη είναι αυτό που λέει», γράφει στο Stella Maris. Η δική του συγγραφική μοίρα (όχι η τύχη του) ταυτίστηκε με δυο εκδότες και έναν σκηνοθέτη. Τον Άλμπερτ Έρσκιν των εκδόσεων Random House ο οποίος  τον ανακάλυψε, τον Άλμπερτ Νοπφ των ομώνυμων εκδόσεων (Alfred Knopf) που τον απογείωσε εμπορικά και τους αδελφούς Τζόελ και Ίθαν Κοέν που τον έκαναν γνωστό σε όλο τον κόσμο, με την μεταφορά στην οθόνη ενός βιβλίου του. 

Το 1965, ο ΜακΚάρθι έστειλε τα χειρόγραφα του βιβλίο του The Orchard Keeper στον εκδοτικό οίκο Random House γιατί, όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε αργότερα, αυτός ήταν «ο μόνος εκδότης που είχα ακούσει». Ενθουσιασμένος ο Άλμπερτ Έρσκιν, ο τελευταίος εκδότης του Φώκνερ αλλά και του Μάλκολμ Λόουρι (Κάτω από το ηφαίστειο), έστειλε τα χειρόγραφα αμέσως στο τυπογραφείο. Θα παρέμενε ο εκδότης του ΜακΚάρθι για 25 χρόνια, ο συγγραφέας τον εμπιστευόταν τυφλά, μέχρι την απόσυρσή του λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας το 1991.

 

Όταν ανακάλυψε τη δημοσιότητα

Τότε ο ΜακΚάρθι άλλαξε εκδότη και το Όλα τα όμορφα άλογα, το πρώτο μέρος της «Τριλογίας των Συνόρων», κυκλοφόρησαν το 1992 από τις εκδόσεις Knopf, τις ίδιες σχεδόν μέρες που ο παλιός του μέντοράς του πέθανε. Δύσκολα, αλλά συμφώνησε να προσαρμοστεί στις εκδοτικές συμπεριφορές του νέου εκδότη του και του προσωπικού επιμελητή των βιβλίων του, Γκάρι Φίσκετζον, ώστε να βγει από την αφάνεια.

Αυτός ο ερημίτης συγγραφέας, ο οποίος τόνιζε ότι «δεν χρειάζεται να πω τίποτα, τα βιβλία μου είναι γραμμένα έτσι ώστε να εξηγούνται από μόνα τους», μόλις τότε, το 1992, έδωσε την πρώτη  του συνέντευξη στην εφημερίδα New York Times[2].  Μέσα σε έξι μήνες από την κυκλοφορία τους, το Όλα τα όμορφα άλογα θα πουλήσουν 120.000 αντίτυπα. Το 2000 το μυθιστόρημα εκείνο γυρίστηκε και ταινία από τον Μπιλ Μπομπ Θόρτον, με τον Ματ Ντέιμον και την Πενέλοπε Κρουζ στους κεντρικούς ρόλους, χωρίς να προσθέσει κάτι ιδιαίτερο στη δημοτικότητά του.

Το 2005 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Knopf η νουβέλα του No country for old men – στην ελληνική μεταφραστική εκδοχή του αφηγήματος, οι “οld men” έγιναν, για λόγους εντυπωσιασμού φαντάζομαι, “μελλοθάνατοι”[3]. Δυο  χρόνια αργότερα, οι αδελφοί Κοέν μετέφεραν το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη, με τον ίδιο τίτλο. Η κινηματογραφική ευφυΐα των δυο κινηματογραφιστών ήταν προϋπόθεση για να αποδοθεί πειστικά αυτή η σύγχρονη νεο-γουέστερν εκδοχή του Ματωμένου μεσημβρινού. Μάλιστα, o χαρακτήρας του Λιονέλ Μος, που ερμηνεύει ο Τζος Μπρολίν, στην οθόνη είναι σχεδόν ακριβές αντίγραφο του ίδιου του ΜακΚάρθι στην ηλικία των 40, όπως απεικονίζεται στην φωτογραφία του εξωφύλλου στο βιβλίο του Το παιδί του Θεού (1972). Η ταινία σάρωσε τα  Όσκαρ και, όπως σχολίασε η  ρεπόρτερ στο Bloomberg Businessweek, Άιρα Μπαουντγουέι, «η προσαρμογή του Καμιά πατρίδα σε σενάριο πρέπει να ήταν τα πιο εύκολα λεφτά που έβγαλε ποτέ σεναριογράφος»[4]. Έχει δίκιο γιατί η καθαρά κινηματογραφική γραφή του ΜακΚάρθι είναι έτοιμη, ακόμα και με όρους αυστηρού σεναρίου, να μεταπηδήσει στα καρέ του οπτικοακουστικού:

Έκλεισε τις κουρτίνες και στάθηκε κοιτώντας από το άνοιγμα την τρισάθλια αλάνα του μοτέλ. Νέκρα. Έβαλε το σύρτη και κάθισε στο κρεβάτι. Άνοιξε το φερμουάρ του σάκου κι έβγαλε το πολυβόλο και τ’ ακούμπησε  στο σκέπασμα του κρεβατιού  και ξάπλωσε στο πλάι του.[5]

Ήταν πια διάσημος. Και όπως γράφτηκε τότε, «οι ερμηνείες του έργου του θα ξεπεταχτούν όπως οι σολομοί στον αφρό του νερού». Όντως, οι ερμηνείες κατά το δοκούν, συχνά ιδεολογικά προσαρμοσμένες σε ετοιματζίδικα σχήματα συνοδευμένα από βαθυστόχαστες αναλύσεις και από αναφορές σε διαφόρων προελεύσεων συμβολισμούς, έκαναν θραύση στη λογοτεχνική αγορά. Τέτοιες ερμηνείες δημοσιεύτηκαν όχι μόνο στην Αμερική – στα καθ’ ημάς, π.χ.,  μια πολύ χαρακτηριστική τέτοια προσέγγιση θέλει «Το αγόρι», τον ανώνυμο ήρωα στον Ματοβαμμένο μεσημβρινό αλλά και στο Δρόμο να παραπέμπει στα παιδιά της Γάζας! 

Ο ΜακΚάρθι γεμίζει τις σελίδες του με εξαντλητικές αλλά τεκμηριωμένες και επιστημονικές περιγραφές χλωρίδας, πανίδας, πετρωμάτων, νερών και ουρανού:

Πέρασαν μια έκταση γεμάτη από κάθε είδους κακτοειδή, δάσος ολόκληρο από τη χαμηλή και αγκαθωτή αυτή βλάστηση, μετά μέσα από ένα πέτρινο πέρασμα στο βουνό, για να κατέβουν κατόπιν, περνώντας ανάμεσα σε μια αφθονία από αρτεμισία και αλόη, σε μια μεγάλη πεδιάδα όπου μόνον αγριόχορτα φύτρωναν και οι πλαγιές των βράχων που έφταναν μέχρι την πεδιάδα ήταν λείοι γκρίζοι τοίχοι.[6]

Χαρακτηριστικό των εμμονών του αλλά και της γνώσης τους είναι ότι ο ΜακΚάρθι, ακόμα και αυτή την πρώτη συνέντευξή του στους New York Times, στην οποία έγινε αναφορά προηγουμένως, την αρχίζει με την περιγραφή της ζωής ενός κροταλία. Προφανώς, γι’ αυτή την ιδιοτυπία δεν χρειάζονται ερμηνείες, αλλά απόλαυση του ταξιδιού, της γνώσης και της ανάγνωσης. Η λογοτεχνία μάς μαθαίνει τον κόσμο.

Μέσα σε αυτή την ακριβή περιγραφή του χώρου, κινείται ο βασικός ήρωας των έργων του. Ο ΜακΚάρθι είναι οπαδός του ρεαλισμού, μέσα από τη ρεαλιστική ματιά του προσεγγίζει την ανθρώπινη κατάσταση όπως ακριβώς είναι, χωρίς τις ηθικολογικές αναφορές και τα υπονοούμενα περί δήθεν χαμένης αθωότητας των κάθε μορφής μεσσιανισμών:

Μια φορά θυμάμαι είχα δει έναν που είχε πάρει την καραμπίνα και πυροβολούσε το φορτηγό του. Σαν να έφταιγε για κάτι. Αυτός ο τόπος μπορεί να σε σκοτώσει για την πλάκα του, κι ωστόσο ο κόσμος τον αγαπάει. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.[7]

Ταυτόχρονα όμως δεν επικαλείται την αρχαιολογία της βίας των αγρίων, ως αναπόφευκτο κάλεσμα και νομιμοποίηση μιας μεθύστερης και σύγχρονης βίας. Κρατά αποστάσεις. Γιατί αν στον Ματοβαμμένο μεσημβρινό κυριαρχεί η αχαλίνωτη πρωτόγονη βία των ενστίκτων, το «ζώο της ορδής» που σύμφωνα με τον Φρόυντ διεισδύει κάτω από τον Homo Sapiens, στο Καμιά πατρίδα… περιγράφεται η επαναφορά αυτής της βίας σε έναν εν υπνώσει σύγχρονο κόσμο ηθικολογίας, ο οποίος πιστεύει στη, θεωρητική πλέον μόνο, κατασκευή του θεσμοθετημένου κρατικού ελέγχου της βίας. Στον εξορθολογισμό της.

Και είναι οι old men, οι γέροι με το κατεργασμένο από το χρόνο τομάρι, που ανησυχούν. Γιατί τη σοφία τη βρίσκεις στη θλίψη και όχι στη χαρά, όπως θα μας υπενθυμίσει αργότερα, πρόσφατα, στον Επιβάτη του.

Μελλοθάνατοι ίσως και αυτοί αλλά από τα γεράματα, για τα οποία ένα είναι σίγουρο, το επικείμενο και αναπόφευκτο τέλος: «κι εγώ τον ρώτησα τι είναι αυτό. Και μου είπε ότι δεν κρατάνε πολύ”[8]. Αλλά η μεταφραστική αυθαιρεσία παραπέμπει παμπόνηρα, αλλοιώνοντας το νόημα, στους “morituri”, τους μελλοθανάτους της ρωμαϊκής αρένας που χαιρετούν “Αve Caesar”. Εδώ τέτοιος είναι ο λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί σερίφης Μπιελ, που αναρωτιέται:

Αλλά δεν ξέρω πια τι γίνεται. Έχω σαστίσει και εγώ σαν κι εσένα. Δεν ξέρω αν έχουμε ξαναδεί τέτοιο κόσμο στα μέρη μας. Τέτοιο είδος ανθρώπων. Δεν ξέρω καν τι πρέπει να τους κάνεις. Έτσι και αποφάσιζες να τους σκοτώσεις όλους θα έπρεπε να κάνεις καινούργια πτέρυγα στην Κόλαση.[9]

 

Ο δρόμος της Αποκάλυψης

Το 2006 κυκλοφόρησε, πάντα από τις εκδόσεις Knopf, ο Δρόμος, με τον οποίον ο ΜακΚάρθι θα προσέθετε ακόμα ένα βραβείο στη συλλογή του, ίσως το σημαντικότερο, το Πούλιτζερ[10]. Σε μια χώρα, σε έναν πλανήτη που έχει καταστραφεί, ένας πατέρας με τον μικρό του γιο, «το αγόρι» (πάλι), τη διασχίζουν προσπαθώντας να επιζήσουν. Η πρόζα του βιβλίου, σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα του, έχει προκύψει από τις συζητήσεις του ίδιου με τον μικρό γιό του. Η περιγραφή της φρίκης γίνεται με το φτερό ενός αγγέλου: «Οι νύχτες τώρα αμυδρώς μονάχα σκοτεινότερες. Τη μέρα ο εξορισμένος ήλιος τριγυρίζει τη γη  σαν χαροκαμένη μάνα με φανάρι». Και έτσι από το γραπτό αναδύεται ένας νέος νατουραλισμός, αυτός της Αποκάλυψης:

Μια γκρίζα γλίτσα όλο αρμύρα σαν σάλιο να αναδεύεται και να στριφογυρνά σε μια κοιλότητα των βράχων. Απέραντες καμπύλες άμμου στον ορίζοντα. Γκρίζες σαν παγωμένη λάβα. Ο άνεμος που έβγαινε από το νερό είχε μια αμυδρή οσμή ιωδίου. Τίποτα άλλο. Θάλασσα δεν μύριζε. Στα βράχια απομεινάρια από θαλάσσια μούσκλια.

Καιρός είναι όμως πια να χαρεί τη ζωή του. Θα πατήσει το κόκκινο χαλί συνοδευόμενος από το γιο του στην απονομή των Όσκαρ, ως τιμώμενο πρόσωπο. Θα δώσει την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξή του στις 5 Ιουνίου 2007 στην Όπρα Γουίνφρεϊ, όχι σε τηλεοπτικό στούντιο αλλά στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Σάντα Φε – και μετά θα μιλήσει στο περιοδικό Rolling Stone αλλά και στο Time. Ίσως να ήθελε ο μικρός γιος του να είναι περήφανος για τον διάσημο πατέρα του. Το κίνητρο ίσως ήταν το πατρικό φίλτρο, η «ικανοποίηση να μεγαλώνεις ένα παιδί», όπως εξομολογήθηκε στην Όπρα Γουίνφρεϊ. Ίσως να πρόσφερε στο γιο του αυτό που δεν είχε προσφέρει στον μεγάλο του αδελφό, τον Κόλιν, τον  γεννημένο το 1962 έπειτα από έναν σύντομο γάμο που κράτησε ένα χρόνο με τη συμφοιτήτριά του και γνωστή ποιήτρια αργότερα Λι ΜακΚάρθι.

Στο μεταξύ, ο Δρόμος του θα μεταφερθεί κατά τα συνήθη πλέον με τα βιβλία του στη μεγάλη οθόνη, το 2010, από τον Τζον Χίλκοουτ, με τον Βίγκο Μόρτενσεν στο ρόλο του πατέρα και τη Σαρλίζ Θερόν στο ρόλο του αγοριού. 

Τα βιβλία του πουλάνε πια εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο και, ταυτόχρονα, αναδύονται πολυάριθμες ερμηνείες του Δρόμου.  Η απάντηση στις ερμηνείες θα ερχόταν έπειτα από 16 χρόνια συγγραφική σιωπή με τον Επιβάτη. Στο βιβλίο του αυτό υπενθυμίζει ότι ό,τι περιγράφει στο Δρόμο είχε προαναγγελθεί στην πειραματική έκρηξη στο Λος Άλαμος και, σε περιορισμένη κλίμακα, είχε ήδη συμβεί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Ήταν η υπενθύμιση της αφετηρίας ενός μελλοντικού εφιάλτη. Ο πατέρας του κεντρικού ήρωα Μπόμπ Γουέστερν, φυσικός και αυτός όπως ο Γουέστερν, είχε συμμετάσχει στο Πρόγραμμα Μανχάταν για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας:

Ο πατέρας του. Που είχε δημιουργήσει από την απόλυτη σκόνη της γης έναν μοχθηρό ήλιο που μέσα στο φως του οι άνθρωποι είδαν, σαν φρικτή σκιαγράφηση των δικών τους σκοπών, μέσα από ύφασμα και σάρκα, ο ένας τα κόκαλα μέσα στο σώμα του άλλου. 

Επίσης, η αδελφή του υπενθυμίζει ότι αυτό είχε προαναγγελθεί στην πειραματική έκρηξη  στο Τρίνιτυ. Εκεί όπου ο πατέρας της, δέκα χιλιόμετρα μακριά από την έκρηξη στην έρημο του Νέου Μεξικού, μέσα από τα σκούρα γυαλιά της οξυγονοκόλλησης που φορούσε «είδε τα κόκαλα των δαχτύλων του». Εκεί, επίσης, ο πατέρας του γνωρίστηκε με τη μητέρα του, που δούλευε στην μονάδα του ηλεκτρομαγνητικού διαχωρισμού των ισοτόπων του ουρανίου 235. Και οι δύο, αργότερα, πέθαναν από καρκίνο. Ο ΜακΚάρθι σαρκάζει α λα Εμίλ Σιοράν: την ευθύνη για την ύπαρξή του είχαν ο Χίτλερ, το Άουσβιτς και η Χιροσίμα, «τα συγγενικά γεγονότα που σφράγισαν για πάντα το μέλλον της Δύσης».                        

Σε μια συνέντευξή του, ο Τζακ Λόντον είχε υποστηρίξει ότι οι συγγραφείς πρέπει να γράφουν για πράγματα που ξέρουν καλά.[11] Αυτό έκαναν ο Φώκνερ και ο Χεμινγουέι, αυτό κάνει και ο ΜακΚάρθι που δικαιολογημένα θεωρείται διάδοχος του Φώκνερ[12]. Ο χώρος είναι βασικός πρωταγωνιστής στα βιβλία του, όμως ποτέ δεν γράφει για μέρη τα οποία δεν έχει επισκεφτεί και εξερευνήσει εξονυχιστικά. Έτσι τα βιβλία του είναι η ζωή του.

Το 1937, η οικογένεια του  μικρού  Τσαρλς (το κανονικό του όνομα) μετακόμισε στο Τενεσί που, ουσιαστικά, έγινε  η γενέθλια γη του συγγραφέα και κυριάρχησε στα πρώτα μυθιστορήματά του (εκεί, στη γενέθλια γη, επέστρεψε με τον Επιβάτη του). Ο παιδικός του φίλος Τζιμ Λονγκ είναι ο  Τζ. Μπόουν στο μυθιστόρημα Suttre, το οποίο κράτησε στο συρτάρι για 20 χρόνια, πριν τελικά εκδοθεί το 1979. Είναι μια νεανική αυτοβιογραφία που θυμίζει τις Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν. Τελείωσε το καθολικό σχολείο στο Νόξβιλ και, το 1951, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο. Το εγκατέλειψε έπειτα από δύο έτη για να καταταγεί στην Αεροπορία. Η εναρκτήρια σκηνή στον Επιβάτη, οι λεπτομέρειες στην περιγραφή του βυθισμένου αεροπλάνου αλλά και γενικότερα οι αναφορές σε αεροπλάνα είναι απότοκα της τετραετούς εμπειρίας του στο στρατό. Το 1957 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο, το οποίο εγκατέλειψε ξανά, αφού πρώτα δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα στο φοιτητικό περιοδικό και κέρδισε το πρώτο του βραβείο – και μια υποτροφία.

Μετακόμισε στο Σικάγο όπου και άλλαξε το όνομά του από Τσαρλς σε Κόρμακ, για να μην τον μπερδεύουν με τον ομώνυμο ήρωα ενός  κουκλοθέατρου της εποχής. Το Κόρμακ πιθανολογείται  ότι το διάλεξε ως  φόρο τιμής στον ιρλανδό μεσαιωνικό οπλαρχηγό και θεμελιωτή ενός κάστρου, που λεγόταν ακριβώς Κόρμακ ΜακΚάρθι. Στο Σικάγο τελείωσε και το πρώτο του μυθιστόρημα και εκεί βραβεύτηκε, πριν αποφασίσει να μετακομίσει στη γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης, όπου ζούσε σε φτηνά ξενοδοχεία – τα οποία, παρά την κάποια επιτυχία του, δεν μπορούσε να πληρώσει με αποτέλεσμα, συχνά, να τον πετάνε έξω. Κουβαλούσε πάντα μαζί του στις περιπλανήσεις του μια φορητή λάμπα 100 watt, ώστε σε κάθε συνθήκη να μπορεί να διαβάζει και να γράφει.

Με τα λεφτά μιας υποτροφίας έφυγε για την Ιρλανδία, τη γη των προγόνων του. Στο καράβι γνώρισε τη δεύτερη γυναίκα του, την Άννα Ντε Λισλ, μια αγγλίδα τραγουδίστρια και χορεύτρια. Με τα χρήματα μιας νέας υποτροφίας ταξίδεψαν στην Ευρώπη, έζησαν μάλιστα ένα χρόνο στην Ίμπιζα, όπου ο Κόρμακ ΜακΚάρθι ολοκλήρωσε ακόμα ένα μυθιστόρημα, το Outer Dark. Τελικά, επέστρεψαν στην Αμερική και εγκαταστάθηκαν στο Λούισβιλ του Τενεσί. Ο Κόρμακ αγόρασε έναν αχυρώνα που τον διαμόρφωσε σε κατοικία, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις οικοδομικές εργασίες. Εκεί έζησαν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, την οποία περιέγραψε η σύζυγός του μετά το χωρισμό τους: «Επί οκτώ χρόνια ζούσαμε σε έναν αχυρώνα. Πλενόμασταν στην  λίμνη. Πού και πού τηλεφωνούσαν από διάφορα πανεπιστήμια και του πρόσφεραν 2.000 δολάρια για  μια διάλεξη. Αρνιόταν – και καταλήγαμε να τρώμε όλη την εβδομάδα φασόλια». Την κατάσταση αυτή την επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο ΜακΚάρθι σε εκείνη την πρώτη συνέντευξη στους New York Times: «Δεν είχα ούτε σεντ. Μια μέρα μου τελείωσε η οδοντόκρεμα κι ήμουν τυχερός γιατί βρήκα στο γραμματοκιβώτιο μερικά διαφημιστικά δείγματα δωρεάν».

 

Ο αμερικανικός Νότος

Χώρισε το 1976 (επισήμως, Άννα και Κόρμακ πήραν διαζύγιο το 1981) και μετακόμισε ακόμα μια φορά, στο Ελ Πάσο του Τέξας. Ήρθε στον αμερικανικό Νότο, στον ερημικό κόσμο των συνόρων που αποδείχτηκε η συγγραφική του Εδέμ, γι’ αυτό άλλωστε, επιτέλους, εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα. Μια υποτροφία 250.000 δολαρίων από το MacArthur Foundation, με εισήγηση του Σολ Μπέλοου, θα του επέτρεπε τα επόμενα τέσσερα χρόνια να ταξιδεύει και να μελετά εξονυχιστικά τις νοτιοδυτικές πολιτείες. Ουσιαστικά, το χώρο για τις ιστορίες του – τι ξαναείπαμε, ο ακραίος ρεαλισμός του ΜακΚάρθι προϋποθέτει ότι δεν γράφει ποτέ για πράγματα που δεν ξέρει καλά[13].

Σε εκείνες τις περιπλανήσεις τον εντυπωσίασε η ιστορία του Τζον Γκλάντον, ενός αγρότη από το Τενεσί που ήρθε στο Τέξας, πρωτοστάτησε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας από το Μεξικό, έγινε ρέιντζερ  της πολιτείας, για να καταλήξει τελικά αρχηγός μιας άγριας συμμορίας κεφαλοκυνηγών η οποία εξοντώθηκε στο τέλος από τους Ινδιάνους. Στην πραγματική αυτή ιστορία ενσωμάτωσε το μυθιστορηματικό του «Αγόρι» και την εξαντλητική  περιγραφή του κόσμου των συνόρων, για να  μας παραδώσει τον  Ματοβαμμένο μεσημβρινό. Ένα βιβλίο που, στη συγκυρία της έκδοσής του, απαντούσε και στον βραβευμένο με Πούλιτζερ συγγραφέα  A. Μπ. Γκάθρι, που στα βιβλία του ισχυρίζεται πως οι Λευκοί βρήκαν στη Δύση έναν παράδεισο που τον μετέτρεψαν σε κόλαση λόγω της άγνοιάς τους. Σχόλιο στη συγγραφική θέση του Γκάθρι θα μπορούσε να είναι η διερώτηση του άτριχου γίγαντα που είναι δεξί χέρι του Γκλάντον, του δικαστή Χόλντεν: «Αν ο θεός είχε σκοπό να παρέμβει στην εξαθλίωση της ανθρωπότητας δεν θα το είχε κάνει ήδη;»

Ο ΜακΚάρθι παρέμεινε συγγραφικά στο Νότο. Και αν ο Ματοβαμμένος μεσημβρινός περιγράφει τον τόπο στα μέσα του 19ου αιώνα, με την «Τριλογία των Συνόρων» παρακολουθεί την εξέλιξη που οδηγεί στο τέλος της βουκολικής Αμερικής κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Στο Όλα τα όμορφα άλογα, ο 16χρονος Τζον, ένας από τους τελευταίους ιδιοκτήτες ράντσων, αναζητεί τη χειραφέτησή του στο Μεξικό. Στο Πέρασμα, ο επίσης 16χρονος Μπίλι αποφασίζει να οδηγήσει μια λύκαινα που λυμαινόταν το ράντσο τους πίσω στο Μεξικό, απ’ όπου είχε έλθει. Αλλά «έτσι και περάσεις το ποτάμι βρίσκεσαι σε μια άλλη χώρα». Εκεί θα γνωρίσουν και οι δυο τους έναν κόσμο όπου η βία χτυπάει ξαφνικά σαν κεραυνός και δεν υπάρχει τάξη «άλλη από εκείνη που έχει ορίσει ο θάνατος». Το βιβλίο είναι μια θλιμμένη σάγκα για τους ανθρώπους των συνόρων, που τους ξέρει καλά και μεταφέρει αυθεντικά τους διαλόγους τους. Ένα βιβλίο νοσταλγικό, που δεν ανακαλεί έναν χαμένο παράδεισο αλλά, μάλλον, τη γοητεία για την πραγμάτευση της κυρίαρχης βίας: «έβαλε φωτιά σε μια γάτα και την πέταξε μέσα στο κοπάδι». Προφανώς, αυτό το βίαιο κρεσέντο εγκαθιδρύθηκε όταν χάθηκαν κάποιες αξίες.

Αυτή την απώλεια την ξεκαθαρίζει στις Πεδινές πολιτείες, που τοποθετούνται στο 1952, όταν οι δυο μικροί ήρωες έχουν πλέον ενηλικιωθεί και δουλεύουν στο ράντσο τους:

Δεν νοσταλγώ το βγάλσιμο των δοντιών με την τανάλια  του τσαγκάρη  κι ύστερα να σου ρίχνουν  μόνο κρύο νερό για να σου περάσει ο πόνος . Μου λείπει όμως η παλιά ζωή του ράντσου . ανέβηκα στο παλιό πέρασμα  τέσσερις φορές. Οι καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Να βλέπεις νέους τόπους. Δεν υπάρχει τίποτα σαν αυτό στον κόσμο και δεν θα υπάρξει ποτέ.[14]

Αυτή η νοσταλγία, γίνεται προβληματισμός στο Καμιά πατρίδα, όταν παραμένει συγγραφικά στον αγαπημένο κόσμο των συνόρων, του 21ου αιώνα αυτήν την φορά.  

Μετά και το Δρόμο και το σελέμπριτι διάλειμμά του, πλούσιος πια για πρώτη φορά στη ζωή του, έχοντας όμως μια συγκλονιστική εμπειρία φτώχειας, εγκαθίσταται στη Σάντα Φε και ενσωματώνεται στο διάσημο ερευνητικό διεπιστημονικό Ινστιτούτο Σάντα Φε, ως επιμελητής εκδόσεων. Μεγαλώνει το γιο του Τζον Φράνσις, από τον τρίτο του γάμο με την Τζένιφερ Γουίνκλεϊ, και διαβάζει. Για την ακρίβεια, μελετάει φανατικά, βυθίζεται στον κόσμο των επιστημών, μοιράζοντας καθημερινά το χρόνο του με τους επιστήμονες του Ινστιτούτου. Και το 2017, έπειτα από σιωπή δέκα χρόνων, δεν θα επιστρέψει με μυθιστόρημα αλλά με ένα δοκίμιο, το Πρόβλημα του Κεκουλέ. Σε αυτό αναλύει το περίφημο «Όνειρο του Κεκουλέ»[15] σαν μοντέλο μελέτης του ασυνείδητου και της καταγωγής της γλώσσας. Σύμφωνα με τον ΜακΚάρθι, το ασυνείδητο είναι μια μηχανή που διαθέτουν όλα τα ζώα, αλλά η γλώσσα είναι παιδί του ανθρώπινου πολιτισμού. «Το ασυνείδητο είναι απλώς μια μηχανή χειρισμού ενός ζώου. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;», γράφει στον Επιβάτη, ειρωνευόμενος ταυτόχρονα τις political correct εκδοχές της γλώσσας. Σχολιάζει ως εξής τη συνάντηση του φιλελεύθερου δικαιωματισμού με τη νέα γλώσσα του Όργουελ:

Αλήτης. Έκφυλος. Ανώμαλος; Ακόλαστος; Σίγουρα θα αστειεύεσαι. Οι καινούργιες τάσεις έχουν διαγράψει αυτές τις έννοιες από τη γλώσσα. Δεν μπορείς πλέον να είσαι γυναίκα ελευθερίων ηθών. Για παράδειγμα. Η ίδια η έννοια στερείται νοήματος πλέον. Δεν μπορείς καν να είσαι ναρκομανής. Στην καλύτερη  περίπτωση είσαι απλώς χρήστης. Χρήστης; Τι είναι αυτό; Μέσα σε λίγα χρόνια πήγαμε  από τον ναρκομανή στον χρήστη. Δεν χρειάζεται να είσαι Νοστράδαμος για να δεις πού πάει όλο αυτό.

 

Θλίψη από την ομορφιά

Όταν, έπειτα από 16 χρόνια λογοτεχνικής σιωπής, επανήλθε η εμμονή του με τις επιστήμες, αυτή αναδύθηκε μέσα από τις  σελίδες του Επιβάτη αλλά και της Stella Maris. Πρόκειται για δυο συμπληρωματικά  μυθιστορήματα με πρωταγωνιστές τον φυσικό Μπομπ Γουέστερν και την αδελφή του Αλίσια, που είναι μαθηματική ιδιοφυΐα. Εκείνος, έχοντας παρατήσει τις σπουδές του, εργάζεται ως δύτης. Εκείνη μπαινοβγαίνει στο ψυχιατρείο, ίσως ακολουθώντας την πορεία του Κουρτ Γκέντελ, για πολλούς του μεγαλύτερου μαθηματικού του 20ού αιώνα:

Τα τελευταία του χρόνια, ο Γκέντελ απομακρύνθηκε από τα μαθηματικά και στράφηκε στη φιλοσοφία. Μετά τρελάθηκε.

Προαναγγέλλοντας την έκδοση του Επιβάτη, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Σάντα Φε, διάσημος βιολόγος Ντέιβιντ Κρακάουερ, θα σχολίαζε: “full blown Cormac 3.0 - a mathematical analytical novel”. Κυρίως τα μαθηματικά αλλά και η φυσική και η βιολογία  κυριαρχούν και στα δυο βιβλία, δυσνόητες για τους μη επαΐοντες αναφορές που, ωστόσο, αφομοιώνονται από τη συναρπαστική γραφή του ΜακΚάρθι.

Το Stella Maris είναι μόλις το δεύτερο από τα μυθιστορήματα του ΜακΚάρθι –το άλλο είναι το Outer Dark– με κεντρική ηρωίδα γυναίκα, αφού στα υπόλοιπα οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι συμπληρωματικοί. Ίσως να είναι και μια απάντηση σε αυτούς που τον θεωρούν μισογύνη.

Πώς προέκυψε αυτή η κατηγορία; Από το έργο του, από το ρόλο που δεν έχουν οι γυναίκες στις αφηγήσεις του. Ίσως και από την αφοπλιστικά ειλικρινή ομολογία του στη συνέντευξη στην Όπρα Γουίνφρεϊ, στην οποία έγινε νωρίτερα αναφορά: «δεν υποκρίνομαι ότι καταλαβαίνω τις γυναίκες». Αυτά τα δεδομένα φαίνεται ότι παρακίνησαν κάποια να  σχολιάσει στο Texas Monthly: «Κατά βάθος ο ΜακΚάρθι αναρωτιέται γιατί οι γυναίκες να μην είναι πιο πολύ σαν τα άλογα». Πικρόχολο σχόλιο, η αφορμή του οποίου μπορεί να προέρχεται και ως αντίδραση σε έναν μικρό διάλογο στις Πεδινές πολιτείες:

– Είναι εξημερωμένη;

– Η σύζυγος ή η φοράδα; Ποντάρω οχτώ προς πέντε πως δεν είναι καμιά τους. Με κλειστά μάτια, είπε ο Τζέι Σι, 

Όμως, στο ίδιο μυθιστόρημα περιγράφεται απολαυστικά η πρώτη τρυφερή, ουσιαστική επαφή του νεαρού καουμπόι με μια μικρή μεξικάνα πόρνη, για χάρη της οποίας εκείνος θα χάσει τη ζωή του.

Εκείνος  προσπάθησε να της χαμογελάσει με τη σειρά του αλλά του σφίχτηκε ο λαιμός και κοίταξε αλλού. Εκείνη έσκυψε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του κι αυτός τη φίλησε κι άγγιξε τα μαλλιά της και τα στήθια της και το πρόσωπό της, όπως θα έκανε ένας τυφλός.

Διάχυτη είναι η υπόκλιση του ΜακΚάρθι στη γυναικεία ομορφιά και στον Επιβάτη: «Η ομορφιά έχει τη δύναμη να προκαλέσει τέτοια θλίψη που ξεπερνά κάθε άλλη τραγωδία», γράφει.

Με τον Επιβάτη, ο ΜακΚάρθι επιστρέφει στη ζωή του και διασχίζει τους γνωστούς στο έργο του τόπους, χώρους αναφοράς ενός πολυκύμαντου βίου. Γράφει και περιγράφει, όπως ειπώθηκε, μόνο μέρη που ξέρει καλά: το Τενεσί, το Γουισκόνσιν, τη γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης, την Ίμπιζα, τον αχυρώνα και, σταθερά, ένα Αγόρι. Αυτή τη φορά, ως το Παιδί της Θαλιδομίδης[16], το σημείο αναφοράς, που είναι πρωταγωνιστής στις σχιζοφρενικές φαντασιώσεις της Αλίσιας.

Αν συγκαταλέγεστε στους αναγνώστες οι οποίοι έχουν τη συνήθεια να υπογραμμίζουν τα βιβλία που διαβάζουν, ξύστε καλά δυο μεγάλα μολύβια, γιατί θα τα χρειαστείτε για τις 600 σελίδες του Επιβάτη και τις 260 σελίδες της Stella Maris.

                                            

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚΚΑΡΘΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Ματοβαμμένος μεσημβρινός, μετάφραση: Σπήλιος Μενούνος, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1992, 467 σελ.

Όλα τα όμορφα άλογα, μετάφραση: Αλέκος Μπενρουμπής, Καστανιώτη, 2000, 366 σελ.

Το πέρασμα, μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, Καστανιώτη, 2003, 495 σελ.

Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, 2008, 273 σελ.

Ο δρόμος, μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, 2007, 253 σελ.

Πεδινές πολιτείες, μετάφραση: Αλέκος Μπενρουμπής, Καστανιώτη, 2009, 366 σελ.

Ματωμένος μεσημβρινός, μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, 2011, 381 σελ.

The Sunset Limited, μετάφραση: Αντώνης Πέρης, Ευρασία, 2012, 128 σελ.

Ο επιβάτης, μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg, 591 σελ.

Stella Maris, μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg, 263 σελ.

 

 

[1] Κόρμακ Μακ Κάρθι, Ματοβαμμένος μεσημβρινός, μετάφραση: Σπήλιος Μενούνος, Ζαχαρόπουλος, 1992. Οι ιστορικές εκδόσεις είναι οι πρώτες που έκαναν γνωστό στην Ελλάδα τον συγγραφέα. 

[2] Richard B.Woodward: “Cormac McCarthy’s Venomous Fiction”, The New York Times, 19/4/1992.

[3] Κόρμακ ΜακΚάρθι, Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, 2008.

[4] Ira Boudway, salon.com, 20/8/2008.

[5] Καμιά πατρίδα…, ό.π.

[6] Ματοβαμμένος μεσημβρινός, ό.π.

[7] Κόρμακ ΜακΚάρθι, Πεδινές πολιτείες, μετάφραση: Αλέκος Μπενρουμπής, Καστανιώτη, 2009.

[8] Καμιά πατρίδα…, ό.π.

[9] Καμιά πατρίδα…, ό.π.

[10] Κόρμακ ΜακΚάρθι, Ο δρόμος, μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, 2007.

[11] Jack London, Ιστορίες του Μποξ, μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης, Άγρα, 2006.

[12] Σχολιάζοντας το Πέρασμα, το δεύτερο μέρος της «Τριλογίας των Συνόρων» ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Μπλέικ Μόρισον, αναφέρεται και στη γραφή του ΜακΚάρθι, την οποία χαρακτηρίζει «επιρροή Φώκνερ με μια μικρή βοήθεια από Χεμινγουέι». Blake Morisson, “Cormac McCarthy”, εφημ. The Independent, 13/8/1994.

[13] Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του ΜακΚάρθι για τον λατινοαμερικανικό μαγικό ρεαλισμό: «δεν φτάνει που οι άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν αυτά που γράφεις, του βάζεις και τη μαγεία από πάνω». 

[14] Η «Τριλογία των Συνόρων» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη: Όλα τα όμορφα άλογα, μετάφραση: Αλέκος Μπενρουμπής, 2000, Το πέρασμα, μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, 2003, Πεδινές πολιτείες, μετάφραση: Αλέκος Μπενρουμπής, 2009. 

[15] Ο γερμανικής καταγωγής Αύγουστος Κεκουλέ (1829-1896), που θεωρείται θεμελιωτής της Οργανικής Χημείας, ισχυρίστηκε το 1890 ότι ανακάλυψε την κυκλική δομή του βενζολίου όταν είδε στον ύπνο του ένα φίδι που δάγκωνε την ουρά του. Το περίφημο «Όνειρο του Κεκουλέ».  

[16] Η θαλιδομίδη ήταν μια ουσία που, το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1950, κυκλοφορούσε κυρίως στην τότε Δυτική Γερμανία, ως παρασκεύασμα που δινόταν στις εγκύους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ναυτίας που τους προκαλούσε η εγκυμοσύνη. Αυτό είχε αποτέλεσμα πολλά παιδιά (τα παιδιά της θαλιδομίδης) να γεννηθούν με παραμορφώσεις στα άκρα τους και με άλλες βλάβες.

Δημήτρης Κωστόπουλος

Συγγραφέας. Βιβλία του: Τα Δίπροκα (1991), Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής (1993), Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το γουέστερν της ανάπτυξης (2007), η συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο φονιάς (2015) και το μυθιστόρημα Η κιμωλία (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.