Σύνδεση συνδρομητών

Ένα βιβλίο για τη δημοκρατική ανάγκη

Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 02:00

Η σημασία του νέου βιβλίου του Νίκου Αλιβιζάτου (Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους, Πόλις, Αθήνα 2013, 163 σελ. – μια κριτική ανάλυσή του έχει ήδη δημοσιευθεί στο BooksJournal, τχ. 33, Ιούλιος 2013, υπογεγραμμένη από τον καθηγητή Παύλο Ελευθεριάδη, με τίτλο «Το σύνταγμα της δημοκρατικής ισότητας») είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μικρό σχετικά μέγεθός του.

Το βιβλίο διαθέτει όλες τις αρετές του συγγραφέα του.  Είναι γραμμένο με τρόπο προσιτό, είναι ευσύνοπτο και χωρίς πάθη. Ταυτόχρονα είναι ευθύ, ειλικρινές και θαρραλέο. Αντιπαρατίθεται με ιδέες και όχι με προσωπικότητες. Είναι διαποτισμένο από τη νομική σοφία του συγγραφέα, μα ταυτόχρονα είναι ριζωμένο στη δύσκολη πραγματικότητα του καιρού μας. Είναι όπως και ο ίδιος ο Αλιβιζάτος αφοσιωμένο στη δημοκρατική ανάγκη. Όχι για να την εργαλειοποιήσει προς εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων, αλλά για να την υπερασπιστεί  στην καθολικότητά της, σήμερα ειδικά που τίθεται σε αμφιβολία, από τα πράγματα και από τους ανθρώπους.

Αυτό όμως που θέλω να μοιραστώ με τους αναγνώστες είναι ένα στοιχείο μοναδικότητας που διακρίνω σε αυτό το κείμενο. Και αυτή η μοναδικότητα έχει να κάνει με την ποιότητα της ματιάς ενός νομικού πάνω στην ελληνική κρίση. Το τρόπο που αυτός προσέρχεται στο πρόβλημα χωρίς να αφίσταται της επιστήμης του και χωρίς να κρύβεται μέσα σε αυτήν.

 Την ώρα που κατακλυζόμαστε από κοινοτοπίες του τύπου «είναι κρίση θεσμών και αξιών», ο Αλιβιζάτος διαφωνεί, αντιπαρατίθεται και βουτάει ο ίδιος στις πραγματικότητες της κρίσης, στη θεσμική και μη ύλη της κρίσης. 

Τη στιγμή που επικρατεί στη δημόσια σφαίρα η νομική βουλησιαρχία, όπως εκείνος τη χαρακτηρίζει (και η πολιτική βουλησιαρχία, θα πρόσθετα), ο συγγραφέας αφιερώνει μεγάλο μέρος του συλλογισμού του στις παγκόσμιες ανακατατάξεις, στο εθνικό δράμα, στην επαγγελία μιας ολοένα και πιο ανεύρετης Ευρώπης.

Όταν ορισμένοι μεθερμηνεύουν τη χειραφέτηση σε ανυπακοή και οι αντίπαλοί τους εγκλωβίζουν την νομιμότητα στην υπακοή, ο Αλιβιζάτος ασκεί την επιστήμη του ως κριτική και δημοκρατική δραστηριότητα. Δεν αποδέχεται φυσικά την ανυπακοή, δεν στενεύει το νόμο σε κάποιον δρακόντειο κανόνα υποταγής.

Χωρίς την κανονιστικότητα του λόγου που απορρέει «εκ του συντάγματος», αλλά και ανταγωνιστικά  προς τον σχετικισμό εκείνον ο οποίος δίνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε να λέει και να κάνει οτιδήποτε, το κείμενο του Αλιβιζάτου έρχεται σε τριβή με την οικονομική πραγματικότητα, με τα μείζονα πολιτικά διακυβεύματα του καιρού μας. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ο συγγραφέας του είναι γνήσιος εκπρόσωπος μιας συνταγματικής παράδοσης που συνυφαίνεται μονίμως με το δημοκρατικό αίτημα. Εκφραστής μιας νομικής κουλτούρας που αντλεί πόρους τόσο από το συνταγματικό κείμενο όσο και από την ιστορική πορεία του κοινωνικού συμβολαίου, ο Αλιβιζάτος ενσωματώνει σήμερα στη σκέψη του την παροξυστική παγκοσμιοποίηση, την επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επί των θεσμών και το πρόβλημα μιας Ευρώπης στα πρόθυρα της ρήξης εκ των έσω.

Συγκεκριμένα, το βιβλίο ξεκινάει με την υπενθύμιση των όρων αναπαραγωγής (διάσωσης, θα έλεγα ίσως) της δημοκρατίας σήμερα.

Η πρώτη σχετίζεται με τον σαφή, απόλυτο  προσδιορισμό της πολιτικής βίας ως αντιπάλου και αρνητή της δημοκρατικής πολιτείας.

Ο Αλιβιζάτος, στο σημείο αυτό, δείχνει την ιδιαίτερη διανοητική ποιότητα και την πολιτική του ενσυναίσθηση.

Αφ’ ενός μεν αντιπαρατίθεται σε όσους, εντός της φιλελεύθερης δημοκρατίας, νομιμοποιoύν τη βία ως πολιτικό εργαλείο. Αφ’ ετέρου, αξιοποιώντας την αρχή της αναλογικότητας, διαχωρίζει την ενσυνείδητη οργανωμένη και θεσμοποιημένη αυτή βία, από άλλες εκδηλώσεις βίας. Τη βία της αυθορμησίας ή κάποια μορφή άμυνας στην καταστολή, ή τη βία που αναπτύσσεται στην περιοχή του κοινωνικού αποκλεισμού. Γι’ αυτήν τη βία, μας λέει, ότι, θεμιτή ή αθέμιτη, είναι υπαρκτή σε όλες τις δημοκρατίες και ότι δεν εκκρεμεί να εξουδετερωθεί καταστατικά από κάποια οντολογική δημόσια αρχή – κάτι όμως που συμβαίνει με την πολιτική βία η οποία, αν κατάλαβα καλά το βιβλίο, ομοιογενοποιείται και θεωρείται ενιαία λόγω του αντιδημοκρατικού της χαρακτήρα και στόχου. Ο λόγος που αρθρώνει για τον εαυτό της δεν έχει καμία αξία.

Αυτός ο συλλογισμός συμπληρώνεται από μια ακόμη στοχαστική παρατήρηση του Αλιβιζάτου.

Είναι η αρνητική σύνδεση που κάνει μεταξύ βίας και μεταρρύθμισης.

Για τον Αλιβιζάτο, ενώ η πολιτική βία ως μοχλός πολιτικής αλλαγής είναι εκτός δημοκρατικής λειτουργίας, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τη μεταρρύθμιση. Η τελευταία εδώ δεν εκλαμβάνεται μέσα από ένα συγκριμένο περιεχόμενο κατ’ αρχήν, είναι η αντιστροφή της βίας. Η μεταρρύθμιση είναι ο νόμιμος και κυρίως δημοκρατικός τρόπος της κοινωνικής αλλαγής, σε αντίθεση με την ανατροπή ή οποία είναι αναγκαστικά βίαιη.

Ωστόσο ο συλλογισμός του Αλιβιζάτου εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο και από εκεί που κατ’ αρχήν περιγράφει τη σχέση βίας και μεταρρύθμισης ως λειτουργικά αντίστροφη, αποφασίζει να τη νοηματοδοτήσει, να τη γεμίσει με πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο.

Χωρίς να το λέει ρητά, ο συγγραφέας αποδίδει τη βία σε κοινωνικά αίτια, ουσιαστικά στη δυσπραγία που επιφέρει η αποκοπή από την παγκόσμια οικονομία, που επιφέρουν οι αρχαϊκές δομές όταν έρχονται σε τριβή με τις ανοικτές αγορές. Εδώ λοιπόν η μεταρρύθμιση δεν είναι μόνο το αρνητικό της βίας αλλά και ο μηχανισμός αποτροπής της. Έτσι, η μεταρρύθμιση αποκτά πολιτικό πρόσημο, επείγον αλλά και σταθερό. Που δεν είναι ο αφηρημένος εκσυγχρονισμός κατά μίμηση του ευρωπαϊκού κέντρου, αλλά η όποια αποτελεσματική προσαρμογή σε έναν κόσμο διασυνδεμένων οικονομιών και εισοδημάτων.

Γράφει ο Αλιβιζάτος  και είναι για μένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία του βιβλίου:

Ειδικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το τίμημα της απραξίας και της αδράνειας είναι βαρύ. Η έλλειψη μεταρρυθμίσεων διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στην εθνική πραγματικότητα και τα διεθνή δεδομένα και, μοιραία, οδηγεί τα επιμέρους κράτη στην απομόνωση και τον οικονομικό μαρασμό. Ο μαρασμός αυτός από τη μεριά του προκαλεί έξαρση της βίας, αφού, πέρα από τους εκ πεποιθήσεως οπαδούς της, παρασύρει όλο και πλατύτερα στρώματα τα οποία, βουτηγμένα στην απογοήτευση και την απελπισία, αρνούνται να παραδοθούν αμαχητί στη φτώχεια και την ανέχεια. Βία και μεταρρύθμιση λοιπόν μπορεί να είναι μεν στον αντίποδα η μία της άλλης, βρίσκονται όμως σε στενή αλληλεξάρτηση, αφού η απουσία της δεύτερης ενισχύει την πρώτη.

Ακολούθως και συνεχίζοντας να διαχέει τη νομική-δημοκρατική κριτική και σε άλλες ζώνες του πραγματικού, ο συγγραφέας προχωρεί (είναι το δεύτερο πεδίο υπενθύμισης της δημοκρατικής υποχρέωσης) σε ένα στοιχειώδες δημοκρατικό γλωσσάρι: επανοριοθετεί την εθνική κυριαρχία και αποδραματοποιεί την απώλειά της, επιμένει στην συμβολαιική διάσταση της συνταγματικής τάξης που δεν είναι αναγώγιμη στην οικονομία ή στους ταξικούς συσχετισμούς, ενώ, χωρίς να προσδιορίζει με ακρίβεια τη θεωρητική του αφετηρία, δείχνει να κλίνει προς την ανάγκη μιας συναινετικής δημοκρατίας που θα υπερβαίνει το δίπολο πλειοψηφία-μειοψηφία. Ταυτόχρονα, μαζί με την κριτική του στον «εθνικισμό των ανάδελφων», επιστρέφει, ίσως λίγο βιαστικά, στο όραμα μιας μεταεθνικής Ευρώπης: στην ομοσπονδία.

Εκεί όμως που ο Αλιβιζάτος επικαιροποιεί τη δημοκρατική ματιά του νομικού είναι όταν διερωτάται για τις ευθύνες που έχουν οι θεσμοί για την ελληνική οικονομική κρίση. Και ενώ θα περίμενε κανείς μια κριτική στους «θεσμούς που δεν προστατεύουν την κοινωνία από τον εαυτό της» –αυτό που συχνά μας προτείνεται για σκοτώσουμε το τέρας του κρατισμού και τον πελατειασμό– ο Αλιβιζάτος κάνει ένα tour de force και μιλάει ευθέως για την κρίση. Από τη σκοπιά των δημοκρατικών θεσμών σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο βέβαια, αλλά μιλάει γι’ αυτό το θέμα. Δεν το αναπέμπει ούτε αιτιοκρατικά ούτε δεοντολογικά στους θεσμούς. Έχει δηλώσει εξ άλλου στην αρχή, με τρόπο αποφατικό μα τόσο καίριο, ότι «κανένα σύνταγμα δεν μπορεί να μας προστατεύσει από τις φρούδες ελπίδες που μοιράζουν οι πολιτικοί στον λαό». Έτσι, το βιβλίο εξέρχεται από την ασφάλεια της εθνικής συνταγματικής προσέγγισης για να εισέλθει στον πυρήνα της ίδιας της καπιταλιστικής ανασφάλειας.

Χωρίς ενοχές αλλά προσεκτικά τοποθετείται πάνω στο θεμελιώδες επιστημονικό-πολιτικό ερώτημα: ποιος φταίει για την κρίση;

Η μεταπολίτευση, μέσω των θεσμών της και των πρακτικών της;

Η απάντηση είναι αρνητική. Τουλάχιστον ως προς την αποκλειστικότητα της ευθύνης.

Ο συγγραφέας υπερασπίζεται τη μακρά (και υπό αίρεση τώρα) αυτή περίοδο ευημερίας και δημοκρατικής ειρήνης. Αντιτίθεται δε σε όσους, από τα δεξιά και από τα αριστερά, σπεύδουν να δώσουν θεσμικές αναθεωρητικές ή συντακτικές απαντήσεις σε μια οικονομική κρίση.

Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο που δεν εμπεριέχεται στο βιβλίο αλλά νομίζω ότι αξίζει να σημειωθεί. Ένα τμήμα της ριζοσπαστικής κριτικής αποδομεί τη μεταπολίτευση ως ψευδεπίγραφη δημοκρατία (το γνωστό σύνθημα) για να υποστηρίξει την ιδέα μιας συντακτικής αναθέσμισης. Υπάρχουν σίγουρα αρμοδιότεροι εμού να το σχολιάσουν, ωστόσο θέλω να σημειώσω ότι αυτοί που συνήθως διακινούν αυτή την εκδοχή, ταυτοχρόνως υπερασπίζονται όλες εκείνες τις δομές και τις παθογένειες της περιόδου, ενώ ταυτόχρονα εντάσσονται στο κομματικό σύμπαν εκείνο που αντιλαμβάνεται την κρίση ως αμιγώς εισαγόμενη, προϊόν σχεδίου, εσκεμμένη καταστροφή. Η κατ’ επίφαση δημοκρατία εμφανίζεται έτσι ωσάν να διέθετε μια κανονική οικονομία (θωρακισμένη ίσως;), που δέχεται σχεδιασμένη εξωτερική επίθεση.

Ας επιστρέψω όμως στην καταστατική αυτή θέση του Αλιβιζάτου: για την κρίση δεν φταίνε οι εσωτερικοί θεσμοί από μόνοι τους, όπως δεν φταίει εν γένει η χώρα. Ή μάλλον δεν φταίει αποκλειστικά, όπως το θέλει μια ορισμένη προσέγγιση, αυτή που αφήνει την καπιταλιστική απορρύθμιση εκτός ανάλυσης ή θεωρεί ότι ήταν ευθύνη ατομική της Ελλάδας να προσαρμοστεί στον κόσμο της υπερ-ελεύθερης διακίνησης αγαθών και κεφαλαίων.

Για τον Αλιβιζάτο υπάρχει καπιταλιστική και παγκόσμια θεσμική κρίση που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις εθνικές παθογένειες.

Με αυτό το δεδομένο, το βιβλίο προβαίνει σε μια παραδειγματική πολιτική κριτική της παγκοσμιοποίησης, την απορρύθμιση της οποίας δεν θεωρεί μοιραία. Φέρνει ως παράδειγμα την κατάργηση του μέχρι το 1999 ισχυρότατου νόμου του Νιού Ντιλ, του Glass Steagall Αct, που χώριζε επενδυτικές από καταθετικές τράπεζες, και προκρίνει την αναγέννησή του σε παγκόσμιο επίπεδο. Η διάχυση της «κουλτούρας του μεγάλου ρίσκου» σε όλες τις τράπεζες αλλά και σε ορισμένες εθνικές οικονομίες, ή στους ίδιους τους πολίτες, άπτεται μιας ευρείας και πλανητικής συνταγματικής ρύθμισης. Ακόμα, και χωρίς να διολισθαίνει σε κάποιον άκαιρο εθνικό κεϊνσιανισμό, το βιβλίο στρέφεται ενάντια στην πολιτική ισχνότητα της Ευρώπης που τη χαρακτηρίζει «ένωση χωρίς ενότητα». Θέτει ως εκ τούτου το μέγιστο θεσμικό ζήτημα των μεταβιβαστικών πληρωμών εντός της Ένωσης και, ουσιαστικά, επιστρέφει στο θεμέλιό της. Τι νόημα έχει η θεσμική ομοιογενοποίηση όταν αυτή δεν οδηγεί παρά σε μορφές νομισματικής και όχι οικονομικής ένωσης;

Μπορεί να μην το ομολογούν, αλλά κατ’ εμέ οι διατυπώσεις του Αλιβιζάτου, με τη θεσμική τους εγκυρότητα, προσκαλούν σε έναν ιδιότυπο ευρωπαϊκό προστατευτισμό.

Τέλος, στρέφεται στη μεταπολιτευτική μας παρακαταθήκη και ασκεί κριτική στην κομματοκεντρική και πρωθυπουργοκεντρική τροπή της Ελληνικής Δημοκρατίας  που εμποδίζει το μεταρρυθμιστικό έργο. Το οποίο δεν είναι άλλο από εκείνο που γίνεται απολύτως απαραίτητο για την παραμονή της χώρας στην τροχιά μιας παγκοσμιοποίησης η οποία κινείται με αστραπιαίες ταχύτητες.

Αυτό στο οποίο δεν απαντά ο Αλιβιζάτος, αλλά και κανείς άλλος δεν έχει απαντήσει πειστικά, αφορά το συσχετισμό δύναμης μεταξύ δημοκρατιών της ευμάρειας του δυτικού κόσμου με τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό της ανασφάλειας. Την ένταση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση των PIGs και στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο. Την όξυνση του δημοκρατικού παραδόξου που παρατηρείται στην Ευρώπη, όταν οι λαοί ψηφίζουν εθνικά ενώ οι εξουσίες ασκούνται χωρίς εθνικό κέντρο και χωρίς θεσμική αναφορά. 

Στη συνέχεια, ωστόσο, ο Αλιβιζάτος απαντά στις περισσότερες από τις προτάσεις θεσμικής αλλαγής και αναθεώρησης του συνταγματικού χάρτη της χώρας. Και παρά την κριτική του στο πολιτικό-συντεχνιακό μεταπολιτευτικό ίζημα, δείχνει την κατεύθυνση των ηπιότερων αλλαγών. Δεν έχω την επάρκεια για να σχολιάσω τις θέσεις του και δεν θα είχε και μεγάλη σημασία να το κάνω εγώ.

Θέλω ωστόσο να του θέσω δυο ερωτήματα:

  1. Κατανοώ την επιφυλακτικότητα και την άρνηση μπροστά στη μετατροπή του πολιτεύματος σε ένα προεδρικό ή ημιπροεδρικό σύστημα. Οι κοινωνικές επιστήμες όμως ανιχνεύουν, και στη χώρα μας και αλλού, ένα διάχυτο αίτημα αυταρχισμού, μια κοινωνική ζήτηση για αναίρεση του Μαη του ’68. Υπάρχει τρόπος αυτό το αίτημα αυταρχισμού να μετασχηματιστεί σε ισχυρότερο κοινωνικό δεσμό όταν έχουμε μια τόσο κατακερματισμένη κοινωνία; Πώς θα μετασχηματιστεί η αυταρχική φαντασίωση (που είναι ισχυρή) σε εμπιστοσύνη την στιγμή που όλοι οι παλιοί νοηματοδότησης έχουν ατονήσει;
  2. Όπως όλοι ξέρουμε, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αντιμετωπίζουμε σήμερα μια πολιτική κρίση. Δύο αναξιόπιστοι πόλοι αντιπαρατίθενται, μοιράζονται θεσμικές και οικονομικές εξουσίας και συνθλίβουν το πανεπιστήμιο. Το υπουργείο από τη μία και η πρυτανεία από την άλλη. Η αντιπαράθεσή τους είναι εξόχως αντιπαραγωγική. Ποιος θα ήταν εκείνος ο διαμεσολαβητικός θεσμός που θα ερχόταν να λειτουργήσει διαιτητικά; Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει συνταγματική πρόνοια;
Παναγής Παναγιωτόπουλος

Αναπληρωτής καθηγητής κοινωνιολογίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του τομέα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας / υπεύθυνος ελληνο-γαλλικού προγράμματος στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Τελευταία βιβλία του, Το Γεγονός. Πώς η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε τον κόσμο (2021), Περιπέτειες της μεσαίας τάξης (2021).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.