Σύνδεση συνδρομητών

Η δοκιμασία της ανασφάλειας. Κοινωνική και πολιτική μεταβολή στη Γαλλία 2012-2017

Κυριακή, 23 Απριλίου 2017 01:17
Αφισοκόλληση υπέρ του Ζαν-Λυκ Μελανσόν στη Μασσαλία. Ο αριστερός ηγέτης έχει συγκλίνει με την Ακροδεξιά στον αντιπαγκοσμιοποιητικό αγώνα, ενώ η ιδεολογία του έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εθνολαϊκισμού.
Αφισοκόλληση υπέρ του Ζαν-Λυκ Μελανσόν στη Μασσαλία. Ο αριστερός ηγέτης έχει συγκλίνει με την Ακροδεξιά στον αντιπαγκοσμιοποιητικό αγώνα, ενώ η ιδεολογία του έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εθνολαϊκισμού.

Οι ιδεολογίες των πολιτικών κομμάτων στις σημερινές εκλογές στη Γαλλία, το ελληνικό παράδειγμα και οι επιδράσεις του, οι αιτίες του κατακερματισμού της ψήφου... Τι διακυβεύεται στην ενίσχυση των άκρων, της Λεπέν και του Μελανσόν; [TBJ]

 

Eρμηνείες της ελληνικής χρεοκοπίας και αντι-φιλελευθερισμός

Όταν εκδηλώθηκε η ελληνική χρεοκοπία το 2010, αναλυτές και πολιτικοί, βλέποντας τα συμβατικά τους εργαλεία να μην ανταποκρίνονται στη βιαιότητα των εξελίξεων, αναζήτησαν αναλογίες σε άλλες χώρες και σ’ άλλες εποχές. Πράγματι, παρά τις εξαιρέσεις που –ορθώς, αλλά μονομερώς, όπως αποδείχθηκε– απέδιδαν την ελληνική κρίση σε εσωτερικές αιτίες, ο λόγος που κυριάρχησε την κατανοούσε με όρους ετερότητας και αναλογίας.  Αυτό που μας συνέβαινε ήταν μια επανάληψη της Γερμανικής Κατοχής, μια ρέπλικα των επιθετικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών ΔΝΤ-ΗΠΑ το 1970-80 στη Λατινική Αμερική ή, πιο περίτεχνα, εκδήλωση των αντιφάσεων του υπερ-παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, της παγίδευσης των αδύναμων οικονομιών στο σπιράλ της λιτότητας-χρέους-ύφεσης.

Οι πρώτες απαντήσεις, αντί να εξηγούν συσκότιζαν, αντί να προάγουν την εθνική αυτογνωσία απλούστευαν και παρηγορούσαν. Ο δεύτερος τύπος απαντήσεων άλλες φορές έβλεπε την  Ελλάδα ως αδύναμο κρίκο του καπιταλισμού και άλλες υπαινισσόταν ότι το ύψος του χρέους και η υποταγή του λαού στη δάνεια κατανάλωση είχαν οδηγήσει τη χώρα στην κορυφή των καπιταλιστικών αντιφάσεων. Ακόμη, πολλοί ξένοι οικονομολόγοι, διανοούμενοι και  πολιτικοί συντάχθηκαν με αυτή τη θέση. Στο δυτικό φαντασιακό, η Ελλάδα, που πρόσφερε  άφθονες εικόνες μητροπολιτικής  οργής και βίας, γινόταν τόπος θεωρητικών προβολών, πολιτισμικών φαντασιώσεων και πηγή γνώσης για το μέλλον του καπιταλισμού.

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις συγκολλήθηκαν  κακήν κακώς, παράγοντας ενιαίο  αντιστασιακό και ενίοτε επαναστατικό διάβημα του «αντιμνημονίου». Εκείνο ακριβώς που έγινε εκλογικά κυρίαρχο το 2015, φέρνοντας τους φορείς του στην εξουσία. Η παταγώδης αποτυχία του είτε να τολμήσει τη ρήξη και τη μετάβαση προς κάποιον τσαβικό εξισωτισμό είτε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της πραγματικότητας και να στραφεί σε μια σοσιαλδημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας απαξίωσαν την ναρκισσιστική κοινοτοπία της «ανυπότακτης  Ελλάδας». Εν τούτοις, η διαίσθηση ότι η Ελλάδα είναι μια άτυπη πρωτοπορία της κρίσης αποδεικνύεται πιο λειτουργική και ενδιαφέρουσα απ’ όσο φαινόταν αρχικά σε ορισμένους από εμάς.  Επιβεβαιώθηκε λ.χ. με τη γενικευμένη αντιπαγκοσμιοποιητική και αντιφιλελεύθερη στροφή στα εκλογικά αποτελέσματα των δυτικών δημοκρατιών, την άνοδο του εξισωτικού λαϊκισμού, την αποδόμηση των θεσμικών κομμάτων που κυβέρνησαν τις προηγούμενες δεκαετίες και την οξείδωση των όρων της κοινωνικής συνύπαρξης.

 

 

Μαθαίνοντας από την Αθήνα;

Υπ αυτούς του όρους το, κάπως υποκριτικό στην εφαρμογή του, σύνθημα της Documenta14 «Mαθαίνοντας από την Αθήνα» αποκτά κάποιο νόημα αν το προσανατολίσουμε στην πρόσφατη πολιτική και εκλογική ιστορία. Η Γαλλία μοιάζει από πολλές απόψεις να  ακολουθεί τώρα τα δικά μας βήματα του χτες, παρ’ ότι δεν υφίσταται τη δική μας πραγματική συνθήκη οικονομικής δυσπραγίας και κοινωνικής αποσύνθεσης. Όμως, ο κεντρικός αρμός του πολιτικού συστήματος, το σοσιαλιστικό κόμμα, αποσυντίθεται, όπως συνέβη με το ΠΑΣΟΚ το 2012, και κανείς δεν γνωρίζει ότι θα αντέξει ο έτερος σταθερός πόλος, η Δεξιά. Η Ακροδεξιά και η αντισημιτική μηχανική της συνωμοσιολογίας εδραιώνονται και ριζώνουν στον πληθυσμό – ήδη βρίσκονται στα πρόθυρα της εξουσίας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται δυναμικά  μορφώματα με καινοφανείς ιδεολογίες, όπως το «Εμπρός» του Εμμανυέλ Μακρόν που φέρνει τις σοσιαλφιλελεύθερες ιδέες για πρώτη φορά σε θέση διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας, αποτολμώντας την υπέρβαση της καθιερωμένης διάκρισης Αριστερά-Δεξιά. Η ίδια η Δεξιά κινδυνεύει για πρώτη φορά στην ιστορία της να μη μετάσχει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με τον υποψήφιό της, Φρανσουά Φιγιόν, στιγματισμένο από μικροσκάνδαλα και την υπερχρήση ενχρήματων βουλευτικών προνομίων, να ανατρέχει στις ρίζες του χριστιανικού συντηρητισμού που ριζοσπαστικοποιεί και ταυτόχρονα συρρικνώνει το πάλαι ποτέ πολυσυλλεκτικό ακροατήριο του Σιράκ και του Σαρκοζί. Από την άλλη, η λαϊκιστική αντιευρωπαϊκή Αριστερά αποκτά στο πρόσωπο του Ζαν-Λυκ Μελανσόν μια εντυπωσιακή δυναμική που την καθιστά διεκδικήτρια της πολιτικής εξουσίας.

Βλέπουμε ότι οι γαλλικές εξελίξεις μάς είναι τουλάχιστον οικείες. Υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας προς όφελος της ριζοσπαστικής κομμουνιστογενούς Αριστεράς, απίσχνανση και διάσταση στον κύκλο της Δεξιάς, εδραίωση της άκρας Δεξιάς, ισχυρό αντιευρωπαικό ρεύμα που τέμνει εγκάρσια όλους τους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους, έκρηξη των αντισυστημικών συναισθημάτων που παράγουν νέες κοινωνικές συμμαχίες, απώλεια εμπιστοσύνης στις πολιτικές ελίτ και, εν τέλει, απαξίωση της σχέσης εκπροσώπησης των πολιτών από τους πολιτικούς, συναισθηματική αποξένωση από την υπόλοιπη Ευρώπη και γενίκευση της αντι-παγκοσμιοποιητικής ρητορικής αποκαλύπτουν μια προϊούσα αποσταθεροποίηση όλων των πολιτικών και ιδεολογικών δεδομένων που, μέσα από τους μετασχηματισμούς τους, όριζαν την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία από την εγκαθίδρυσή της το 1958. Η αναλογία όμως με τη μακρά κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν στέκεται μόνο σε αυτά τα κάπως γενικά συμπεράσματα. Υπάρχει μια μηχανική της κρίσης εκπροσώπησης που είναι κοινή, όπως θα φανεί αμέσως παρακάτω. Ένα αφετηριακό γρανάζι που σπάει και που, στη συνέχεια, επηρεάζει με προοδευτικό ρυθμό το σύνολο του πολιτικού και κομματικού συστήματος.

 

 

Πενταετία αποσιώπησης και  παράκαμψη του «κοινωνικού ζητήματος»

Στην περίπτωση της Γαλλίας, το σημείο εκκίνησης βρίσκεται  την άνοιξη του 2012, όταν ο Φρανσουά Ολάντ κατακτά την προεδρία της Γαλλίας και το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα επικρατεί στις βουλευτικές εκλογές, κομίζοντας την υπόσχεση της επιστροφής σε μια εκτεταμένη κοινωνική αναδιανομή και ηθικολογώντας ενάντια στο χρηματιστηριακό και τραπεζικό κεφάλαιο. Την ώρα που το ελληνικό χρέος ρυθμίζεται διά πυρός και σιδήρου και που οι περιφερειακές και μεσογειακές οικονομίες της ευρωζώνης εισέρχονται στον οικονομικό κύκλο της λιτότητας και των σκληρών μεταρρυθμίσεων, ο Ολάντ εκλέγεται και ηγεμονεύει μέσα σε μια κλασική σοσιαλιστική ρητορική που τάζει διορισμούς, τιμωρία των πλουσίων και που, κυρίως, υπόσχεται να μη θίξει τις ισορροπίες στο τρίγωνο κράτος-κοινωνία-οικονομία. Επαγγέλλεται την αναπαραγωγή ενός συστήματος θεσπισμένων προσόδων, προνομίων, και μια κοινωνική προστασία σχεδιασμένη τα χρόνια της μεταπολεμικής ανάπτυξης, που πλέον παράγει κρυφές ανισότητες και αυξάνει το δημόσιο χρέος της χώρας. Ο Ολάντ, παρ’ ότι γνώστης του ελληνικού παραδείγματος και των οικονομικών δεδομένων, αδιαφορεί για το ανεδαφικό των υποσχέσεών του και τη μελλοντική αδυναμία του να τις τηρήσει. Θεωρεί προφανώς ότι «εμείς δεν είμαστε Ελλάδα». Μέσα σε λίγους μήνες, όμως, η Γαλλία θα αλλάξει ρότα και θα εφαρμόσει ουσιαστικά ένα εσωτερικό μνημόνιο. Πολύ ηπιότερο από τα δικά μας, εστιασμένο όμως στη συγκράτηση του ελλείμματος και στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας υπό την εποπτεία μιας (πραγματικής) τρόικας εσωτερικού, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η ομοιότητα με την Ελλάδα γίνεται ακόμα πιο ανάγλυφη από το γεγονός ότι, πολύ σύντομα, το 1/3 των σοσιαλιστών βουλευτών καταψηφίζει τις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης Ολάντ, οι οποίες νομοθετούνται σχεδόν ανομολόγητα με τις ψήφους της Δεξιάς. Ο πολιτικός κύκλος  και οι ιδεολογικοπολιτικές ταυτίσεις θα διαταραχτούν σε βάθος, κάτι που αποκαλύπτεται σήμερα.

Η αποσιώπηση αυτών των δεδομένων καθώς και η απουσία μιας δημόσιας συζήτησης για αυτή την τεράστια μετατόπιση –η οποία θα έθετε με άλλους όρους το ζήτημα της θέσης της Γαλλίας μέσα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα– θα λειτουργήσει ως καθυστερημένη θρυαλλίδα του γαλλικού πολιτικού στάτους κβο. Ο Ολάντ, και εκεί είναι μια ουσιώδης διαφορά με την Ελλάδα, δεν θα παραδεχτεί ποτέ την εγκατάλειψη της αριστερής του υπόσχεσης και, ακολούθως, δεν θα υπερασπιστεί τις νέες του θέσεις – ούτε ως επιλογή ούτε ως «αναγκαίο κακό» για να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά δεδομένα. Η Γαλλία θα μπει στον κύκλο των «κοινωνιακών» συγκρούσεων μετατοπίζοντας την αντιπαράθεση στο ζήτημα του γάμου των ομοφύλων από τη μία και μιας ρεπουμπλικανικής γαλλικής ταυτότητας που χάνεται από την άλλη. Αυτή η διάσταση θα μολύνει αθόρυβα όλο το πολιτικό τοπίο και τα κοινωνικά συναισθήματα. Θα γεννήσει ανασφάλεια, οικονομική και πολιτισμική. Ωφελημένη απ’ αυτή τη συνθήκη θα βγει η Μαρίν Λεπέν, κερδίζοντας δυο εκλογικές αναμετρήσεις και κεφαλαιοποιώντας ακόμα περαιτέρω τη σχετικοποίηση των ρεπουμπλικανικών κανόνων, την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, την αμφισβήτηση του κοσμικού κράτους (και την ανοχή ακόμα και σε ακραίες μορφές του Ισλάμ) από τη σημαντικότητα τμήματος διανοουμένων και διαμορφωτών γνώμης. Ο δημόσιος λόγος θα συνθλιβεί ανάμεσα στην ανέμελη πολυπολιτισμικότητα μιας ελίτ που αναπαράγει με κάθε τρόπο την ψυχοδομή του Μάη του 1968 και έναν αναγεννημένο συντηρητισμό της επιστροφής στις υποτιθέμενες ρίζες της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, την έκφραση του οποίου θα αναλάβει ένα τμήμα της παραδοσιακής Δεξιάς αλλά και η ίδια η Μαρίν Λεπέν.

Κοντολογίς, επί πέντε χρόνια, το νέο κοινωνικό ζήτημα είχε παρακαμφθεί.

Το πρόβλημα του χρέους, η εξάντληση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, η θέση της Γαλλίας στον παγκοσμιο καταμερισμό εργασίας, η συμπίεση της κουλτούρας της χειρωνακτικής εργασίας και των εισοδημάτων της, η κοινωνική δυσπραγία των λαϊκών προαστίων σε αντίθεση με τη μουσειοποίηση-καλλιτεχνοποίηση των μεγάλων πόλεων, τέλος η οργάνωση μιας κοινωνίας του μέλλοντος και ο βιογραφικός κανόνας που επιφυλάσσει  για καθέναν και το ερώτημα της κοινωνικής κινητικότητας ενός χειραφετημένου ατόμου, αλλά και ο κίνδυνος uberοποίησης της εργασίας και του ανθρώπου, το αίτημα για οικονομική απελευθέρωση με κοινωνική προστασία, όλα αυτά τα επείγοντα απωθήθηκαν. Η γνωστική ασυμφωνία υπήρξε ο νόμος της προηγούμενης πενταετίας. Η πολιτική των άτολμων, αλλά υπαρκτών, οικονομικών μεταρρυθμίσεων θα αργήσει να αποδώσει (σήμερα αυτό συμβαίνει, αλλά δεν υπάρχει κανείς να διεκδικήσει την κληρονομιά της ανάκαμψης), ενώ η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η ανάδυση νέων αποκλεισμών (όπως π.χ. ανάμεσα σε αγρότες και κατοίκους των πόλεων) θα εργαστεί υπογείως, υπονομεύοντας τον κοινωνικό δεσμό, την αίσθηση του εθνικού πεπρωμένου.

Η κοινωνική ματαίωση και ο συναισθηματικός κατακερματισμός της κοινωνίας είχαν αποκτήσει τέτοιο βάθος αυτή την πενταετία που μόνο ένα μείζον και τραγικό γεγονός μπορούσε να ανακόψει, έστω πρόσκαιρα, τη δυναμική τους. Το πάνδημο πένθος και οι κινητοποιήσεις μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα το 2014-15 έπαιξαν αυτό το ρόλο της πρόσκαιρης ενότητας, δεν απάντησαν όμως σε κανένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα.

 

 

Οι δυο άξονες και το ζήτημα της ανασφάλειας

Η προεκλογική περίοδος έφερε λοιπόν στην επιφάνεια όλες αυτές τις υπόγειες και σκοτεινές διαδρομές που θα οδηγήσουν  όπως είπαμε σε μια αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος ανάλογη με εκείνη που άρχισε να βιώνει η Ελλάδα από το 2012 και μετά. Το σοσιαλιστικό κόμμα φτάνει στο ιστορικό του όριο, ηττημένο και  διαλυμένο, η κεντροδεξιά οικογένεια συρρικνώνεται (πολιτικά και ιδεολογικά) ενώ φέρνει στο κατώφλι της εξουσίας άλλες δυο δυνάμεις. Την  αποδαιμονοποιημένη άκρα Δεξιά της Λεπέν και μια συγκεκαλυμμένη από τεχνολογία και λογιοσύνη άκρα Αριστερά, εκείνη του Μελανσόν. Εκτός όμως απ’ αυτές τις δυνάμεις θα εμφανιστεί και μια νέα μορφή ικανή να διεκδικήσει την προεδρία και να ανατρέψει τους πυλώνες της γαλλικής πολιτικής όπως τη γνωρίζουμε, εκείνη του Εμμανυέλ Μακρόν. Η πρότασή του, όπως λέει ο Μαρσέλ Γκωσέ, ενσωματώνει στη γαλλική πολιτική μια σοσιαλ-φιλελεύθερη αντίληψη, προσανατολισμένη περισσότερο στην «ακριβοδίκαιη δικαιοσύνη» και όχι στην «ισότητα της κοινωνικής αναδιανομής», ενώ επικαλείται με δικούς του όρους την κοινωνία του «και και» έναντι του «είτε είτε» για την οποία μιλούσε ο Ούλριχ  Μπεκ.

Η γεωγραφία του πολιτικού συστήματος ουσιαστικά ανετράπη καθιστώντας το εκλογικό παίγνιο εξαιρετικά περίπλοκο. Θα μπορούσε κανείς να δει σε αυτόν τον χάρτη να ανταγωνίζονται τέσσερις ισοδύναμες πολιτικές τάσεις οι οποίες μπορούν να ομαδοποιηθούν ανά δύο, βάσει του ιδεολογικού τους προσανατολισμού. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, θα τοποθετούσαμε τον Μελανσόν, τον Μακρόν, τον Φιγιόν και τέλος τη Λεπέν. Αυτή η αποτύπωση ωστόσο δεν είναι ικανοποιητική. Διότι ο άξονας Αριστερά-Δεξιά δεν μπορεί να αποδώσει ούτε τις πολιτικές ταυτίσεις των πολιτών ούτε να περιγράψει  πολιτικές συμμαχίες και ιδεολογικές συνάφειες στο μέτρο που τέμνεται από μια άλλη, και νέα για τη γαλλική πολιτική κουλτούρα, ιδεολογική διαίρεση. Είναι η διαίρεση εκείνη που κρυσταλλώθηκε μα δεν ομολογήθηκε από τη στιγμή που η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Ολάντ προσχώρησε στις πολιτικές περιστολής του ελλείμματος και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Για να ξαναπιάσουμε το νήμα της ελληνικής αναλογίας και γνωρίζοντας την υπερβολή της διατύπωσης, πρόκειται για τη διαίρεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Ο όρος δεν θα ήταν αναγνωρίσιμος από τον γάλλο ψηφοφόρο και η αναλογία έχει οριακή χρησιμότητα στο μέτρο που η Γαλλία δεν υφίσταται τέτοια απώλεια εισοδήματος ή την ανάγκη να εκχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής της κυριαρχίας. Το πολιτικό διά ταύτα, όμως, η πρακτική πολιτική απόληξη αυτού του άξονα είναι εν τούτοις συγγενείς πρώτου βαθμού με το ελληνικό μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Πιο συγκεκριμένα, ο νέος άξονας αντιπαραθέτει  συγκεκριμένα την παραμονή της Γαλλίας στην ευρωζώνη και την ΕΕ από τη μία, και την έξοδο και διάλυσή τους από την άλλη. Μια ασαφή αναμόρφωση της Ευρώπης από τη μία, και η επιστροφή στο φράγκο και τον συνακόλουθο προστατευτισμό που θα απομακρύνει τη Γαλλία από τον πυρήνα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Κοινός παρονομαστής των δυνάμεων που εκφράζουν την πολιτική της ρήξης, όπως και στο ελληνικό αντιμνημόνιο, ο αντι-φιλελευθερισμός, ο αντι-ατομικισμός, η αντιπαράθεση κάποιας ελίτ-κάστας έναντι κάποιου λαού-θύματος και η εκκένωση του πολιτικού πεδίου από τους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς δυνάμεων και κάθε οικονομικό δεδομένο προς όφελος αυτού που μπορεί να αποκληθεί «μεταφυσική της εθνικής πολιτικής βούλησης».

Και ενώ η Λεπέν κατάφερε να αποδαιμονοποιήσει την άκρα Δεξιά επινοώντας τον εαυτό της ως υπερασπιστή της παρακμάζουσας 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας του Ντε Γκωλ και να προτείνει μια Ευρώπη των εθνών-κρατών με διμερείς συμφωνίες adhoc και έναν ξενοφοβικό οικονομικό πατριωτισμό, ο Μελανσόν μοιάζει, από τη δική του αφετηρία, ακόμα πιο ριζοσπαστικός. Εκτός από σκληρή αναδιανεμητική φορολογία (σε αυτό διαφοροποιείται από τη Λεπέν), έξοδο από την ΕΕ και το ευρώ (εκτός αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγοράσει το γαλλικό χρέος και ουσιαστικά δώσει τη δυνατότητα για πληθωριστικό χρήμα στη Γαλλία), ετοιμάζει συντακτική συνέλευση στο πνεύμα μιας λαϊκιστικής κολεκτιβιστικής δημοκρατίας με αρκετές  νότες τσαβισμού. Οι θέσεις αυτές και οι συνέπειές τους δεν εξαντλούν βέβαια σε καμία περίπτωση τη λαϊκή απήχηση αυτού του ετερόκλητου αντισυστημικού ρεύματος, συνοψίζει όμως ένα ισχυρό συναίσθημα και ένα ισχυρό αίτημα. Τον φόβο μπροστά στις ποικίλες οδύνες που φέρει η παγκοσμιοποίηση και τη διεκδίκηση ενός κόσμου ασφαλούς. Ή μαλλον, την επιστροφή σε έναν κόσμο όπου το κράτος θα εγγυάται την οικονομική και πολιτισμική ασφάλεια του Λαού.

Ο έτερος πόλος οριοθετείται από τον αμήχανο γκωλισμό μιας παραδοσιοκεντρικής και υπερσυντηρητικής (σε αξιακά ζητήματα) και υπερφιλελεύθερης (σε οικονομικά ζητήματα) χριστιανοδημοκρατίας που εκφράζει ο Φιγιόν και από έναν ασταθή αλλά καινοτόμο ατομικισμό μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη και ευρωπαϊκή Γαλλία που εκφράζει ο Μακρόν.  Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, η ιδέα της οικονομικής ελευθερίας και των μεταρρυθμίσεων είναι κυρίαρχες και έρχονται να εκφράσουν ένα σύνθετο και ρευστό αίτημα υπέρ  μιας ελεγχόμενης ανασφάλειας.

 

 

Κρίση εκπροσώπησης των μεσοαστών, κρίση της Ευρώπης, κρίση του γαλλικού κοινωνικού μοντέλου

Η υπερδεκαετής αδιαφορία των προοδευτικών και φιλελευθέρων ελίτ για αυτό που ονομάσαμε «κοινωνικό ζήτημα» και η απορρόφησή τους από ζητήματα δικαιωμάτων και ταυτοτήτων επέτρεψαν, μαζί με την αδυναμία των δεξιών κυβερνήσεων να μεταρρυθμίσουν το γαλλικό κοινωνικό μοντέλο, να επικρατήσει η φόβος –και ενίοτε η πραγματικότητα– της κοινωνικής απόταξης μέσα από τη μετωνυμία της εθνικής υποχώρησης. Πιο πρόσφατα και πιο συγκεκριμένα, η αδυναμία του Ολάντ να χειριστεί την οικονομική του πολιτική με όρους ειλικρίνειας –μια και  η δειλή προσπάθεια αντιμετώπισης του γαλλικού χρέους και της ανεργίας που προκαλεί η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας οδήγησε σε πρωτοφανή κρίση εκπροσώπησης των κεντροαριστερών ψηφοφόρων η οποία κορυφώθηκε με αδυναμία του ιδίου να είναι υποψήφιος στην επανεκλογή– εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τα νέα δεδομένα, και ιδιαίτερα τις ανακατατάξεις στο πολιτικό φάσμα της Αριστεράς. Η αδυναμία του να είναι υποψήφιος έβαλε σε κίνηση ένα ντόμινο εξελίξεων. Η ατελέσφορη προκριματική ανάδειξη του Μπενουά Αμόν ο οποίος είχε εναντιωθεί σφόδρα στις κυβερνητικές πολιτικές (χωρίς ποτέ να διαγραφεί) κατέστησε τον έμπειρο και χαρισματικό αριστερό εθνικιστή (ο συνδυασμός του ονομάζεται Ανυπότακτη Γαλλία) Μελανσόν πραγματικό διεκδικητή της εξουσίας και υποδοχέα των σοσιαλιστών ψηφοφόρων – όσων δεν συντάσσονται με τη σοσιαλφιλελεύθερη πρόταση του Μακρόν.

 Η κρίση εκπροσώπησης των προοδευτικού προσανατολισμού μεσοαστικών στρωμάτων (μεσαίων και κατώτερων), που προκάλεσε η «μνημονιακή» μεταστροφή του Ολάντ, απηχεί φυσικά κάτι πολύ ευρύτερο: την εξάντληση του γαλλικού μοντέλου κοινωνικής προστασίας και την εξάντληση κάθε ευρωπαϊκής λαϊκότητας (όρος δάνειος από τον Γιάννη Βούλγαρη που συνοψίζει την αδυναμία της ΕΕ να προσφέρει πρόνοια και, συνάμα, μέλλον για τα λαϊκά στρώματα). 

 

 

Η Αριστερά της εθνικής κυριαρχίας και των ρευστών ταυτοτήτων

Αυτά πάντως δεν επαρκούν για να εξηγήσουν από μόνα τους την τρομερή δυναμική του Μελανσόν και το γεγονός ότι, σήμερα, διεκδικεί την είσοδό του στον δεύτερο γύρο, συνεπώς και την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Σημαντικό ρόλο παίζει η διεθνής μετατόπιση της Αριστεράς από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία και τον λενινιστικό κανόνα ιεράρχησης μεταξύ στρατηγικών στόχων και τακτικών δυνατοτήτων σε έναν αταβιστικό βολονταρισμό που περιφρονεί πλήρως την οικονομία, θεωρώντας την επιτέλεσμα του καπιταλισμού και κατασκευή των κυρίαρχων τάξεων. Στην ίδια λογική, η νέα παγκόσμια Αριστερά αποστασιοποιείται από τη διεθνιστική παράδοση, για να συμπλεύσει με το εθνικιστικό ρεύμα, το οποίο διαβάζει ως λαϊκή εκδοχή της αντιπαγκοσμιοποίησης και απόδειξη εναντίωσης στον καπιταλισμό. Σε αυτή τη νέα διάταξη μάχης της Αριστεράς πρέπει να προσθέσουμε και την ουσιαστική απαξίωση της κοινωνιολογικής ή ταξικής ανάλυσης προς όφελος μιας ενιαίας εικόνας του Λαού, που καταπιέζεται από την αόρατη παγκόσμια τάξη των τραπεζιτών και την εκάστοτε υπηρετική ντόπια ελίτ, αυτό που έχει κωδικοποιηθεί επαρκώς πλέον στη δημόσια συζήτηση ως εθνολαϊκισμός. Ο χώρος δεν επαρκεί αλλά οι συγκεκριμένες τομές, παρ’ ότι φέρνουν την κομμουνιστογενή-κολλεκτιβιστική-επαναστατική Αριστερά στα όρια της ταυτότητάς της, είναι αυτές που της επιτρέπουν να απευθύνεται στα εκλογικά σώματα της ύστερης νεωτερικότητας, να συλλέγει τους ψηφοφόρους της ρευστής ταυτότητας, να μπορεί να ελίσσεται χωρίς τις δεσμεύσεις μιας αυστηρής θεωρίας.

 

 

Η επανάσταση χωρίς θυσίες και ο σοφός Ζαν-Λυκ Μελανσόν.

Σημαντικό στοιχείο απορρόφησης σοσιαλιστών εκλογέων (και σχετικής ριζοσπαστικοποίησης ανθρώπων που δεν ταυτίζονται με την κολεκτιβιστική ρήξη) από τον Μελανσόν είναι επίσης η συστηματική αλλά έντεχνη υποστήριξή του από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, από ένα σημαντικό τμήμα της ελίτ την οποία, σημειωτέον,  ο ίδιος καταγγέλλει. Μέσα από τον εκθειασμό της ίδιας της εκστρατείας του, το μιντιακό σύστημα θα σμιλεύσει μια πολύ γοητευτική και καθησυχαστική ταυτότητά, μια εικόνα εξω-πολιτική του Μελανσόν. Ο τελευταίος παρουσιάζεται έτσι ως ακίνδυνος σοφός και συναισθαντικός άνθρωπος που νοιάζεται για τα λαικά στρώματα και που η πρόθεσή του αυτή δεν χρειάζεται να περάσει τη βάσανο της πραγματικότητας. Ακόμα, οι δημόσιες ομιλίες αναπλαισιώνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ως επικοινωνιακές τομές που επαναφέρουν τον πολιτικό ανταγωνισμό στα μέτρα του γαλλικού ανθρωπισμού. Μπορεί η πολιτική του πρόταση να είναι πρόταση ρήξης, αλλά η μορφή του περιγράφεται όλον αυτόν τον καιρό όχι μόνο ως στοιχείο συνέχειας των θεσμικών παραδόσεων μα και σαν βγαλμένη από ένα γλυκό παρελθόν προσωποποίησης της αυθεντίας, ανύψωσης του χαρισματικού ηγέτη και λατρείας του μεγάλου ρήτορα.

Ο Μελανσόν γίνεται έτσι φορέας ποικίλων αναφορών και ταυτοτήτων που ενοποιούνται σε ένα ενιαίο και δυναμικό ρεύμα κινητοποίησης. Είναι ο εκφραστής μιας λαϊκής οδύνης και εναντίωσης για κάθε καθιερωμένο σύστημα εξουσίας (είτε είναι ο καπιταλισμός, η παγκοσμιοποίηση, οι αγορές, η ΕΕ, το ευρώ, τα παλαιά κόμματα). Είναι ένας iconicπολιτικός της μεταμοντέρνας εποχής ο οποίος δεν διστάζει να πραγματοποιεί έξι προεκλογικές ομιλίες πολλαπλασιάζοντας τον εαυτό του μέσω ολογράμματος. Είναι, τέλος και κυρίως, ο ομιλητής μια γλώσσας γοητευτικά παρωχημένης, που βρίθει αναφορών στο ρεαλιστικό και νατουραλιστικό  μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, ένα πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί μια σειρά γλωσσικών τρόπων που νοσταλγικά παραπέμπουν σε μια ισχυρή παλιά Γαλλία και ανυψώνουν αυτόν που τη μιλάει σε καθησυχαστική μορφή αυθεντίας. Αβλαβής αυθεντία όπως λένε οι έντεχνοι υποστηρικτές του στα ΜΜΕ, δεν είναι κανενός είδους απειλή παρά μόνο διέξοδος για όσους θέλουν να εκδηλώσουν –όπως λέγεται– την «αρχή της επιθυμίας» σε αυτή την εκλογή. Με άλλα λόγια σε όσους καλούνται να δώσουν μια ψήφο ονειρική, ταυτοτική, βαθιά εγωιστική και πλήρως απελευθερωμένη από τους καταναγκασμούς της πολιτικής, δηλαδή από την πραγματικότητα που η ίδια δύναται να προκαλέσει.

 

 

Οι νέοι άξονες μεταβάλλουν το κριτήριο της ψήφου

Έτσι η κατάσταση παρουσιάζεται εξαιρετικά περίπλοκη και ρευστή στο μέτρο που συνυπάρχουν δυο διαιρετικές τομές οι οποίες διασταυρώνονται χωρίς να παράγουν σταθερό διακύβευμα. Ο άξονας αντιπαράθεσης Αριστεράς-Δεξιάς δεν έχει εξαφανιστεί, υπάρχει ακόμα κυρίως σε επίπεδο ταυτίσεων και μετακινήσεων ψηφοφόρων εντός της κάθε πολιτικο-ιδεολογικής οικογένειας. Εν τούτοις, όπως σημειώναμε, οι αποστάσεις σε επίπεδο θέσεων ανάμεσα στους σχηματισμούς της ίδιας οικογένειας (της Δεξιάς ή της Αριστεράς) είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τις αποστάσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο υποψηφιότητες οι οποίες βρίσκονται στο κέντρο του φάσματος. Έτσι, ένας νέος δυναμικός άξονας έρχεται να συναντηθεί με την παλιά διαίρεση Αριστερά-Δεξιά, για να χωρίσει εκείνους που διεκδικούν την αναπαραγωγή ή τη σωτηρία ενός ασφαλούς κόσμου που ήδη υποχωρεί, ενός κόσμου εθνικής κυριαρχίας, από εκείνους που αποδέχονται ως αναγκαιότητα την αναμέτρηση με τον ρευστό κόσμο και τις διακινδυνεύσεις του.

Το τοπίο είναι ακόμα πιο σύνθετο λόγω της σχετικά ίσης πιθανότητας καθενός εκ των  τεσσάρων υποψηφίων να προβιβαστούν στον δεύτερο γύρο. Αυτό που οργάνωνε το κομματικό σύστημα και τις σχέσεις εκπροσώπησης, η προεδρική εκλογή δηλαδή δυο γύρων στην οποία προβιβάζονται οι δύο πρώτοι του πρώτου γύρου, λειτουργεί σήμερα παραλυτικά. Το σύστημα δύο γύρων επέτρεπε, όσο υπήρχαν ηγεμονικοί σχηματισμοί, την ελεύθερη έκφραση των πολιτικών ταυτίσεων των ψηφοφόρων στον πρώτο γύρο και, κατόπιν, έστελνε την ψήφο στον πιο κοντινό ιδεολογικά από τους προκριθέντες του δεύτερου γύρου. Σήμερα, όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και οι τέσσερις κύριοι υποψήφιοι δύνανται να μετάσχουν στον δεύτερο γύρο, με αποτέλεσμα ο συλλογισμός του ψηφοφόρου να μετατρέπεται σε περίπλοκο γρίφο. Πράγματι, πολλοί ψηφοφόροι δεν ψηφίζουν στον πρώτο γύρο αποκλειστικά τον υποψήφιο της προτίμησής τους, αλλά θα αναζητήσουν και εκείνον που προτιμούν να ξαναψηφίσουν στον δεύτερο γύρο, αυτόν δηλαδή που θα είναι ο πιο πιθανός νικητής εκείνου που θεωρείται ο απόλυτος αντίπαλος. Οι ψηφοφόροι, πολλοί απ’ αυτούς αν μη τι άλλο, μπαίνουν πλέον σε μια δύσκολη και σκληρή επιλογή στον πρώτο γύρο για  να αποφύγουν ένα ανυπόφορο δίλημμα στον δεύτερο. Η τρομοκρατική επίθεση της Πέμπτης στα Ηλύσια Πεδία κάνει περισσότερο σύνθετους τους συλλογισμούς που οδηγούν στον σχηματισμό της ψήφου. Κάτι που περιπλέκεται από την ένταση με την οποία αντιπαρατέθηκαν για το ζήτημα οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της επόμενης μέρος, χωρίς κανείς να μπορεί να επιβεβαιώσει αυτό που διαισθητικά εισπράττουν αρκετοί αναλυτές: μια ανακλαστική ενίσχυση της  ακροδεξιάς και δεξιάς ψήφου.

 

Σημείωση: μια πρώτη εκδοχή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στα Νέα, το Σάββατο 22 Απριλίου 2017.

Παναγής Παναγιωτόπουλος

Αναπληρωτής καθηγητής κοινωνιολογίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του τομέα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας / υπεύθυνος ελληνο-γαλλικού προγράμματος στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Τελευταία βιβλία του, Το Γεγονός. Πώς η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε τον κόσμο (2021), Περιπέτειες της μεσαίας τάξης (2021).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.