Σύνδεση συνδρομητών

Λένια Ζαφειροπούλου: «Ο Σαίξπηρ δεν είναι καλό ανάγνωσμα για ωφελιμιστές»

Τρίτη, 07 Ιουνίου 2016 15:11
Απρίλιος 2016. H Λένια Ζαφειροπούλου, φωτογραφημένη από τον Κωνσταντίνο Πίττα.
Κωνσταντίνος Πίττας
Απρίλιος 2016. H Λένια Ζαφειροπούλου, φωτογραφημένη από τον Κωνσταντίνο Πίττα.

William Shakespeare, Τα σονέτα, μετάφραση από τα αγγλικά: Λένια Ζαφειροπούλου, Gutenberg, Αθήνα 2016, 344 σελ.

 

Το μικρό βιβλίο με τη μετάφραση των Σονέτων του Σαίξπηρ από τον Βασίλη Ρώτα ήταν ένα από τα πρώιμα αναγνώσματά της – και την καθόρισε. Όταν αποφάσισε να μεταφράσει εκείνη τα ίδια ποιήματα, ωστόσο, ήξερε πολύ καλά το λόγο για τον οποίο η μετάφραση του Ρώτα δεν είναι λειτουργική στο σύγχρονο γλωσσικό περιβάλλον: ο Ρώτας, λέει η Λένια Ζαφειροπούλου, μεταγράφοντας τον Σαίξπηρ στα ελληνικά τον ενέτασσε στη χορεία των δημοτικιστών, τον έθετε στην υπηρεσία μιας γλωσσικής, δηλαδή μιας πολιτικής διαμάχης. Ενώ ο Σαίξπηρ δεν είναι προπαγανδιστής, στο ιδίωμά του εκφράζονται το ίδιο κι ο βασιλιάς κι ο δούλος. Τι άλλο παρατήρησε η Λένια Ζαφειροπούλου στη σχέση της με τον Σαίξπηρ και τα κείμενά του, όσο εργαζόταν για την πλήρη μετάφραση των Σονέτων, που μόλις κυκλοφόρησαν; Αναδημοσίευση από το Books’ Journal 66, Mάιος 2016.

«Το έργο Shakespeare’s Sonnets δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα 1609 από τον Thomas Thorpe στο Λονδίνο. Αυτή η πρώτη έκδοση, ονομαζόμενη Quarto, είναι ό,τι παλαιότερο έχουμε, καθώς χειρόγραφα δεν σώζονται. Δεν ξέρουμε τίποτε για τις λεπτομέρειες αυτής της έκδοσης, για το αν ο εκδότης είχε τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή ή για το αν ο Σαίξπηρ επιμελήθηκε ο ίδιος την τελική μορφή του χειρογράφου, τη σειρά των ποιημάτων κ.λπ. Το βιβλίο αφιερώνεται από τον εκδότη σε κάποιον Mr. W.H., η ταυτότητα του οποίου είναι άγνωστη. Το έργο αποτελείται από 154 άτιτλα, αριθμημένα σονέτα με την ίδια πάντα δομή: τρία τετράστιχα με ομοιοκαταληξία πλεκτή και διαφορετική στην κάθε στροφή και ένα συμπερασματικό δίστιχο με ζευγαρωτή ρίμα. Εξαίρεση σ’ αυτή τη μορφή αποτελούν το δεκαπεντάστιχο σονέτο 99 και το δωδεκάστιχο 126, αποτελούμενο από 6 δίστιχα με ζευγαρωτή ρίμα. Τα σονέτα 1-126 απευθύνονται σε έναν νεαρό άνδρα. Τα σονέτα 127-154 απευθύνονται στη μαύρη κυρία, όπως την λέει η βιβλιογραφία, παρ’ όλο που οι λέξεις black lady δεν απαντώνται πουθενά στο έργο. Πρόκειται για μια μελαχροινή ερωμένη πλασμένη από τον Σαίξπηρ εις πείσμα όλων των ξανθών πετραρχικών και ελισαβετιανών προτύπων γυναικείου κάλλους και αρετής. Για να χρονολογηθούν τα ποιήματα, έχουν μελετηθεί μέσα τους οι σπάνιες πρώιμες και όψιμες λέξεις, λέξεις δηλαδή που εμφανίζονται το πολύ εννέα φορές μέσα στο σύνολο του σαιξπηρικού έργου, οι μεν πρώιμες σε έργα πριν το 1600, οι δε όψιμες σε έργα μετά το 1600. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη αυτή, τα σονέτα της μαύρης κυρίας, 127-154 είναι πρωιμότερα, γραμμένα από το 1591 ώς το 1598, ενώ τα ποιήματα 1-126 θεωρούνται μεταγενέστερα, γραμμένα από το 1598 ώς το 1604».

Οι παραπάνω πληροφορίες παρατίθενται από την εισαγωγή της έκδοσης στα ελληνικά των σαιξπηρικών Σονέτων, που μόλις κυκλοφόρησαν. Κείμενα δυσπρόσιτα, δυσμετάφραστα, κείμενα που έχουν λατρευτεί σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταφέρουν μαζί τους μια μυθολογία, την οποία πολύ συχνά επικαλούνται λογής μεταφραστές τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, η πιο συζητημένη μετάφραση των Σονέτων (όχι όλων, αλλά μόνον 25 εξ αυτών) έχει γίνει από τον Διονύση Καψάλη, κυκλοφόρησε το 2009 από την Άγρα, ωστόσο συχνά πυκνά εμφανίζονται πολλές μεταφράσεις κάποιων από τα σονέτα, από διάφορους ποιητές-μεταφραστές. Ωστόσο, δύσκολα τόλμησε κάποιος να αναμετρηθεί με το εγχείρημα της μεταφοράς στα σύγχρονα ελληνικά του συνόλου αυτών των σαιξπηρικών ποιημάτων.

Ώσπου το τόλμησε η Λένια Ζαφειροπούλου. Ιδιότυπη λογία, με σπουδές μουσικής, σοπράνο που ειδικεύεται στα lieder, με βαθιά γνώση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, του θεάτρου και της ποίησης, ποιήτρια ή ίδια και μεταφράστρια, η Λένια Ζαφειροπούλου καταπιάστηκε με τα Σονέττα του Σαίξπηρ λόγω δημιουργικού πάθους. Και λόγω αυτού του πάθους, μετέφρασε το σύνολό τους, και τα 154 ποιήματα. Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, αλλά η Λένια Ζαφειροπούλου διαθέτει και πείσμα και μέθοδο, στηριγμένη στη βαθύτατη κατανόηση του ποιητικού κειμένου που αναλαμβάνει να αποδώσει στα ελληνικά.

«Μετέφρασα σε δεκαπεντασύλλαβο», εξομολογείται στον κατατοπιστικό πρόλογό της, «κυρίως γιατί το μήκος αυτού του στίχου μου επιτρέπει να αποδώσω όσο το δυνατόν πιστότερα το εφιαλτικά πυκνό πρωτότυπο. Ο δεκαπεντασύλλαβος αποδίδει επίσης κάτι από το αβίαστο, πληθωρικό και συχνά ατημέλητο αναγεννησιακό ύφος των σονέτων και παραπέμπει υποσυνείδητα στα δικά μας αναγεννησιακά ακούσματα, τον Κορνάρο και τον Χορτάτση».

Η Λένια Ζαφειροπούλου έχει πάντα τα επιχειρήματα για να υποστηρίξει τις επιλογές της. Συνήθως είναι μαχητική και προσπαθεί οι απαντήσεις της να είναι πλήρεις, χωρίς να δίνουν περιθώρια στην αμφιβολία. Ούτως ή άλλως, η έκδοση με την ελληνική μετάφραση του συνόλου των σαιξπηρικών Σονέτων επιβάλλει μια συνάντηση και μια συζήτηση μαζί της – την οποία θα σας μεταφέρω στη συνέχεια.

 

Οι φιλόλογοι θεωρούν τα σονέτα δυσπρόσιτα κείμενα, δυσμετάφραστα στα ελληνικά. Εσείς αντιμετωπίσατε τη δυσκολία που περιγράφουν;

Ο Σαίξπηρ είναι δυσμετάφραστος σε κάθε γλώσσα, πρώτα πρώτα γιατί είναι πολύ παλιός. Δεν μπορείς να τον μεταφράσεις πιστά χωρίς βοήθεια, μόνο με τις γνώσεις των μοντέρνων αγγλικών, όπως θα μετέφραζες ένα έργο του 19ου αιώνα. Οι λέξεις έχουν αλλάξει νόημα μες στους αιώνες και τα κείμενά του είναι γεμάτα με διπλά νοήματα που πολύ συχνά έχουν σχέση με την αργκό, τις δοξασίες, τις παροιμίες ή τα ήθη της εποχής του. Ύστερα ο Σαίξπηρ είναι καθαρά αναγεννησιακός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Δανείζεται και κλέβει στοιχεία από παντού και κάνει μια κουζίνα με τους πιο απίθανους συνδυασμούς. Βάζει μέσα Οβίδιο, Πλούταρχο, σκωτσέζες μάγισσες, τους παλιούς βασιλιάδες της Αγγλίας, την Αρκαδία, την commedia dell’ arte, άγγλους μαστόρους που ζουν στην αρχαία Αθήνα παρέα με τον Θησέα. Η σκηνή του εμφανίζει από ιστορικά πρόσωπα μέχρι αερικά. Αλλά και το Λονδίνο του καιρού του είναι γεμάτο αντιφάσεις: στέλνει τον Sir Φράνσις Ντρέικ να κάνει το γύρο του κόσμου και, συγχρόνως, καίει μάγισσες. Εκτελεί τους εναπομείναντες ρωμαιοκαθολικούς ως συνωμότες, αλλά προτιμά να διαβάζει Κικέρωνα και Οβίδιο παρά Τζέφρυ Τσώσερ. Και το κοινό του παρακολουθεί με την ίδια ευχαρίστηση τα αιματοκυλίσματα στις τραγωδίες του Σαίξπηρ όσο και τις δημόσιες εκτελέσεις στις πλατείες. Μπορούσες να στέκεσαι στην πλατεία του Globe και να πιάνεις στον αέρα τις σπαζοκεφαλιές του Σαίξπηρ που σήμερα είναι αντικείμενο εμβριθούς έρευνας στα πανεπιστήμια κι ύστερα να βγαίνεις στο δρόμο, να πιάνεσαι στα χέρια με την αντίπαλη παρέα και να καταλήγεις σφαγμένος στον Τάμεση. Αυτός είναι ο κόσμος του Σαίξπηρ. Κι αυτά τα ρευστά όρια μεταξύ τραγικού και γελοίου καλείται να διασώσει η μετάφραση. Γιατί κανένα του έργο, ούτε καν τα μικροσκοπικά του σονέτα είναι αμιγή προϊόντα της σιωπηλής διάνοιας ενός καλλιτέχνη όπως τον ξέρουμε από τον 19ο αιώνα. Δεν είναι η εποχή του ακόμα εποχή ιερού ατομικισμού. Και γι’ αυτό τα ποιήματά του δεν έχουν ένα ένα τη βαρύτητα της μεταγενέστερης τέχνης. Θα μπορούσαν να είναι τόσα κι άλλα τόσα. Έχουν, τολμώ να πω, παραχθεί με μία φυσική διαδικασία. Και σ’ αυτή την προρομαντική πληθωρική θέαση της τέχνης πρέπει να μπει ο μεταφραστής του.

 

Πόσο καιρό ασχολείστε με τα σαιξπηρικά σονέτα; 

Τα σονέτα του Σαίξπηρ είναι το πρώτο ποιητικό έργο που αγάπησα. Με το τομίδιο του Βασίλη Ρώτα ήμουν αγκαλιά σ’ όλη την εφηβεία. Μεταφράζοντας τώρα κάπου κάπου σκόνταφτα γιατί θυμόμουν ακόμα απ’ έξω τον Ρώτα. Πριν δεις πρακτικά πόσο σου ταιριάζει ο ρυθμός του συγγραφέα και πόσο χρόνο και κόπο σου κοστίζει να βρεις λύση στα προβλήματα που σου θέτει, δεν μπορείς να πεις με βεβαιότητα αν είσαι κατάλληλος να μεταφράσεις όλο το έργο. Μόνο όταν έκανα πριν δυο χρόνια 45 σονέτα για το περιοδικό Ποιητική, κατάλαβα ότι θα μπορούσα να κάνω και τα υπόλοιπα χωρίς να φτύσω αίμα. Είναι πιστεύω καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας και συγγένειας με το πρωτότυπο. Αν το ρολόι σου χτυπά περίπου στο ρυθμό του ποιητή σου.

 

Γιατί σας έλκει το συγκεκριμένο κείμενο; 

Βοηθά πιστεύω το μεταφραστή της ποίησης του Σαίξπηρ να τον έχει πάντα στο νου του ως άνθρωπο του θεάτρου. Η θεατρικότητα είναι και το πρώτο πράγμα που με συναρπάζει στα σονέτα. Όλοι οι πυλώνες αυτού του ερωτικού οικοδομήματος είναι ρόλοι. Ένας είναι ο ερωτευμένος ποιητής που αλλάζει διαρκώς κοστούμια και μάσκες: μια υψιπετής, μια χυδαίος· μια απόμακρος, μια δουλοπρεπής· μια απατημένος, μια άπιστος. Ο δεύτερος είναι ο νέος που ποτέ δεν θα μάθουμε τι ακριβώς είναι: αρχοντόπουλο; αλήτης; εραστής; μαικήνας; απαύγασμα αρετής; ενσάρκωση νεανικής ασωτίας και ελαφρομυαλιάς; Ύστερα, η μαύρη κυρία, ένα επινόημα του ποιητή από πολλή σάρκα, αίμα, πείσμα και λαγνεία, φτιαγμένη για να βγάλει τη γλώσσα σ’ όλες τις άμεμπτες, ξανθές και λευκές δέσποινες όλων των άλλων ποιητών, παλαιών και νέων. Και τελευταίος ο αόρατος και νεότερος αντίπαλος ποιητής που κάνει τον Σαίξπηρ να χτυπά το στήθος του σαν παραμελημένος, γραφικός γέρος. Αυτά λοιπόν τα σονέτα έχουν πολύ χιούμορ. Κάτι άλλο υπέροχο σ’ αυτά είναι ότι δεν τα νοιάζει καθόλου η καλλιέπεια, το ωραίον του πράγματος. Είναι προϊόντα οξύνοιας, όχι αισθητισμού. Κι ενώ δεν τους λείπει το ποιητικό υπερεγώ, μας ανταμείβουν με πολλά και διάφορα αντίδοτα αυτογελοιοποίησης και αυτοσαρκασμού.

 

Διαβάσατε πολύ πριν αρχίσετε να μεταφράζετε; Ποια μέθοδο ακολουθήσατε;

Έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια αρκετό Σαίξπηρ στο πρωτότυπο. Και στα σονέτα επιβεβαιώνεται η αίσθηση που έχεις στα δράματα: ότι το πνεύμα του φτάνει από την ευλάβεια ώς τη βλασφημία κι απ’ τον ιδεαλισμό ώς το μηδενισμό, καλύπτοντας και όλον τον ενδιάμεσο χώρο. Στηρίχθηκα για τη δουλειά σε σχολιασμένες αγγλικές και γερμανικές εκδόσεις, κυρίως στην έκδοση της Οξφόρδης. Κράτησα τη ρίμα και χρησιμοποίησα δεκαπεντασύλλαβο για δυο λόγους: πρώτον, γιατί στον ενδεκασύλλαβο οι μακριές ελληνικές λέξεις δεν χωρούν όλο το νόημα των μικρών αγγλικών λέξεων. Και δεύτερον, γιατί τα σονέτα είναι εμφανώς γρήγορα και χειρονομιακά ποιήματα, συχνά μάλιστα αφρόντιστα. Κάποια μοιάζουν σαν ασκήσεις ύφους ή σαν μηνύματα αντί επιστολής. Και ο δεκαπεντασύλλαβος νομίζω αναπαράγει στην ελληνική γλώσσα αυτή την ευκολία και τη μονοκονδυλιά του πρωτοτύπου. Εξάλλου είναι και ο δικός μας αναγεννησιακός στίχος, άρα αφήνει μια αναγεννησιακή αίσθηση στα ελληνικά.

Με ενδιέφερε ιδιαίτερα η μετάφραση να τιμά την πολυσημία και το συλλογισμό του ποιητή που συχνά είναι σαν γρίφος και σαν εξίσωση. Δεν δίστασα να πω θέρος, άνθος και παρειά όταν το καλοκαίρι, το λουλούδι και το μάγουλο δεν χωρούσαν. Αποφάσισα για την πανταχού παρούσα λέξη love πότε αγάπη και πότε έρως. Και προσπάθησα να διασώσω όλα τα σεξουαλικά υπονοούμενα που είναι αφάνταστα πρωτότυπα και τολμηρά. Έκανα διάφορα ακροβατικά για χάρη της τετραπλής έννοιας της λέξης will και ελπίζω πως τη γλίτωσα χωρίς κατάγματα.

 

Ποια γλωσσικά προβλήματα αντιμετωπίζει ένας σύγχρονος Έλληνας που θα επιχειρήσει να μεταφέρει στη γλώσσα μας τα σονέτα;

Νομίζω αν θες να περισώσεις τον πλούτο αυτής της τέχνης πρέπει να επιστρατεύσεις όλον τον θεμιτό πλούτο της δικής σου γλώσσας. Ο Σαίξπηρ είναι αφάνταστα εφευρετικός με τη γλώσσα του χωρίς να τη στρεβλώνει. Το ίδιο πρέπει να προσπαθήσει κι ο μεταφραστής του: με τη στρωτή, επίσημη γλώσσα του καλείται να φέρει πλούσιο αποτέλεσμα. Δεν χρειάζονται πολλές ποιητικίζουσες εκφράσεις, φολκλόρ ιδιωματισμοί ή λόγια εκζήτηση γιατί επιχρωματίζουν ένα ήδη πολύχρωμο κείμενο. Αυτό είναι νομίζω που κάνει και τον Ρώτα παρωχημένο. Μέσα στον Σαίξπηρ του αντηχούν οι μάχες του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος. Και είναι κρίμα να χρησιμοποιείς ειδικά τον Σαίξπηρ για γλωσσική προπαγάνδα, γιατί ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ προπαγανδιστής. Μέσα του εκπροσωπούνται γλωσσικά και ο βασιλιάς και ο πληβείος.

 

Πώς αντικατοπτρίζεται η ελισαβετιανή εποχή μέσα στα σονέτα;

Ελάχιστες αναφορές κάνουν τα σονέτα σε ιστορικά γεγονότα, θα έλεγα σχεδόν μόνον τις εξής δύο: Το σονέτο 73 παρομοιάζει τα γυμνά κλαδιά του χειμώνα με τα κατεστραμμένα ρωμαιοκαθολικά μοναστήρια της Αγγλίας. Τολμηρό για έναν υπήκοο της Ελισάβετ να δείχνει ότι πενθεί για τα παπικά ερείπια. Η δεύτερη αναφορά βρίσκεται στο σονέτο 107 κι είναι πολύ αινιγματική. Ο Σαίξπηρ μιλά για μια συμφορά που πέρασε κι αποδείχτηκε λιγότερο καταστροφική απ’ όσο αναμενόταν. Μπορεί να εννοεί την κραταιά ισπανική Αρμάδα που οι Άγγλοι κατατρόπωσαν το 1588. Μπορεί όμως να εννοεί και τον ίδιο το θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ το 1603. Το θάνατο αυτόν τον περίμεναν στην Αγγλία με τρομερή ανησυχία, καθώς η βασίλισσα ήταν άτεκνη και η χώρα φοβόταν αναταραχές, εμφύλιες διαμάχες, μέχρι και σφετερισμό του θρόνου από ξένες δυνάμεις μετά την εκδημία της. Τελικά, η γρήγορη και απρόσκοπτη στέψη του Ιακώβου Α’ διέψευσε τους κακούς μάντεις. 

Κατά τα άλλα, στα σονέτα υπάρχουν πολλές και εμφανείς αναφορές στη Βίβλο. Η Βίβλος είναι φανερά πολύ παρούσα στους συνειρμούς του ποιητή, όπως βέβαια και στο μυαλό όλων των συγχρόνων του. Ύστερα, οι ασκήσεις του Σαίξπηρ πάνω στο θέμα έρωτας, ερωτική εξουσία και υποταγή, πίστη και απιστία, αλήθεια και πλάνη του ερωτικού αισθήματος, περνούν από όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής του 16ου αιώνα: είναι φορές που η ερωτική υπόθεση μοιάζει με δίκη κι έχει γλώσσα δικανική. Άλλη φορά μοιάζει με εμπόριο, με οικονομική συναλλαγή ή με τοκογλυφία κι έχει τη γλώσσα του χρήματος. Κάποιες φορές πρέπει ο έρωτας να διαλαληθεί σ’ όλη την ανθρωπότητα μέχρι τα τέλη των αιώνων. Αλλού πρέπει να κρυφτεί μακριά απ’ το ζηλόφθονο βλέμμα του κόσμου. Άλλες φορές σου φέρνει δόξα. Άλλες σε γελοιοποιεί. Αλλού ο Σαίξπηρ γράφει επειδή ο έρωτας αξίζει τα πάντα και αλλού επειδή ο έρωτας δεν αξίζει τίποτα. Σε σχέση με την ερωτική ποίηση που έχουμε συνηθίσει ως μεταρομαντικοί άνθρωποι, είναι εντυπωσιακό το ότι ο Σαίξπηρ περνά συνεχώς τον έρωτα μέσα από εκφάνσεις του δημόσιου βίου, μέσα απ’ το κοινωνικό κύρος, την εξουσία, το χρήμα και την κοινή γνώμη. Αυτό εκθέτει και τον ποιητή και τον εραστή του πολύ περισσότερο απ’ όσο η ιδιωτική ερωτική ποίηση και κάνει τον ερωτισμό του πολύ πιο επικίνδυνο, ταραγμένο και σκανδαλώδη.

 

Πώς αντιμετωπίσατε τα προβλήματα της μορφής των ποιημάτων; Έχει νόημα η προσκόλληση στο μέτρο και στη ρίμα; Μήπως η έμφαση στην ποιητική φόρμα δυσκολεύει την απόδοση του νοήματος;

Δυσκολεύει, αλλά τη δυσκολία πρέπει να την αντιμετωπίσεις. Το έμμετρο ποίημα είναι ένας δεξιοτεχνικός νάρθηκας. Αφού ο ποιητής κινήθηκε μέσα σ’ αυτόν, καλείσαι να κινηθείς κι εσύ. Και το θέατρο του Σαίξπηρ πρέπει να μεταφράζεται έμμετρα, όπου είναι έμμετρο. Αλλιώς, όταν οι πληβείοι του το γυρίζουν στο πεζό, δεν φαίνεται καμία διαφορά.

 

Έχουν ειπωθεί πολλά για την ανάγκη του Σαίξπηρ να εκφραστεί μέσω της ποιητικής φόρμας του σονέτου. Εσείς για ποιο λόγο νομίζετε ότι εκφράστηκε και με αυτό το ιδίωμα, ασφαλώς πιο προσωπικό και πιο κρυπτικό από τις μεγάλες συνθέσεις των θεατρικών κειμένων του;

Για τα μεγάλα ποιήματά του, το Αφροδίτη και Άδωνις και τη Λουκρητία, ξέρουμε ότι γράφτηκαν τον καιρό της πανούκλας όπου τα θέατρα ήταν κλειστά, άρα δεν είχε νόημα να γράφεις θεατρικά έργα.

Για τα σονέτα δεν ξέρουμε τίποτα. Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο κύριος στον οποίο τα αφιερώνει ο εκδότης, δεν ξέρουμε πού τα βρήκε ο εκδότης, αν ο Σαίξπηρ ήταν σύμφωνος να εκδοθούν, αν υπήρξε όντως αυτός ο νεαρός άνδρας ή η μαύρη κυρία στην οποία απευθύνονται, τίποτε. Τα σονέτα ήταν τότε κάτι μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας τέχνης. Για μένα είναι φανερό ότι ο ποιητής αυτών των σονέτων κάνει κι άλλες δουλειές: ότι είναι άνθρωπος του κόσμου, έχει δει, έχει περάσει κι έχει κάνει πολλά. Δεν είναι κανένας απόκοσμος νεαρός αισθηματίας. Ο ίδιος ονομάζει παντού μέσα στο έργο τον εαυτό του γέρο και πιο πολύ μαλώνει με το χρόνο και τη φθορά παρά εξυμνεί τον έρωτα. Κάποια απ’ αυτά τα ποιήματα είναι κομψές κι άλλοτε λιγότερο κομψές φιλοφρονήσεις και προτροπές προς έναν πλούσιο χορηγό. Ο χορηγός-άρχοντας εγκωμιάζεται ως απαύγασμα της νεότητας, του κάλλους και της αρετής για να στάξει χρήμα. Κι αν ο χορηγός ευνοεί περισσότερο αντίπαλους ποιητές, γίνεται χαμός. Η αδικία διεκτραγωδείται, ο αντίπαλος παρουσιάζεται σαν πολυτελής φρεγάτα κι ο ποιητής σαν καρυδότσουφλο που καταποντίζεται στην τρικυμία-αφραγκία. Αλλού το στυλ του αντιπάλου, που ίσως είναι νεότερος και πιο up to date, λοιδορείται ως νεόκοπο, εξεζητημένο και φτιασιδωμένο· ενώ του Σαίξπηρ είναι λέει απέριττο, γνήσιο και άξιο της αρχαίας αγνής λιτότητας. Αισθάνομαι συχνά ότι τα ποιήματα αυτά μπορεί να ήταν πάρεργα, ασκήσεις ή και στοιχήματα μέσα στους King’s Men, το θίασο του Σαίξπηρ.

 

Σε τι έγκειται η επικαιρότητα των σονέτων; Ο σύγχρονος αναγνώστης τι μπορεί να ζητήσει στην ποιητική του Σαίξπηρ;

Το ερώτημα αν η τέχνη είναι επίκαιρη είναι προκλητικό. Μπορώ να πεισμώσω και να απαντήσω όχι, η τέχνη δεν είναι καθόλου επίκαιρη. Δε θα σε βοηθήσει στην ανεργία, δεν θα κάνει τους πολιτικούς σοφότερους ούτε τους άδικους δίκαιους, δε θα σου βρει λύση για τους πρόσφυγες, το χρέος ή την Ακροδεξιά. Η καλή τέχνη δεν απαντά ποτέ, μόνο ρωτά και αμφιβάλλει. Εξ άλλου αυτός είναι κι ο λόγος που ο Σαίξπηρ επιζεί, αφήνοντας πίσω του τους συγχρόνους του, ας πούμε τον ποιητή και προπαγανδιστή της αγγλικής Αυλής Μπεν Τζόνσον. Ο Σαίξπηρ δεν κάνει προπαγάνδα, δεν απαντά και, γενικά, δεν ανοίγει τα χαρτιά του. Γι’ αυτό και δεν μένει στα όρια της εποχής του. Μ’ αυτή την έννοια είναι επίκαιρος. Δεν είναι όμως καλό ανάγνωσμα για ωφελιμιστές. Δεν υπάρχει ούτε μισή συνταγή ζωής στους στίχους του.

 

Ποια είναι τα θέματα των σονέτων;

Σχεδόν σε όλα τα σονέτα το πρώτο ή έστω το δεύτερο θέμα είναι ο χρόνος. Ο Σαίξπηρ πολεμά μέσα τους το χρόνο με όλα τα κλασικά όπλα της ποίησης: με τον ερωτικό ύμνο, την εξιδανίκευση του αγαπημένου, την καύχηση για τη δύναμη των στίχων, τα αισιόδοξα αποφθέγματα, τους όρκους για αιώνια μνήμη και αιώνια αγάπη. Και όμως, ίσα ίσα με το ότι είναι τόσο πολλά και τόσο παράφορα αυτά τα σονέτα, είναι σαν ο ποιητής τους να υπερεκθέτει και να μαζεύει σ’ ένα σωρό τον ανθρώπινο ζήλο κατά της λήθης, για να κρυφογελάσει με τη ματαιότητά του. Ο Σαίξπηρ ξέρει πως «είμαστε απ’ το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα», όπως λέει στην Τρικυμία, και πως η ζωή μας ξεστήνεται όπως ξεστήνεται το σκηνικό του μετά την παράσταση. Όλα του τα έργα έχουν τεράστιο πόλεμο με το χρόνο. Αλλά ο Σαίξπηρ ζει την ύπαρξη με την ελαφρότητα και το ριψοκίνδυνο μειδίαμα της εποχής του. Ξέρει πως όσο υπέρτερη και αθάνατη τέχνη κι αν σερβίρει επί σκηνής, μόλις περάσει τα τείχη του Globe και στρίψει στη γωνία, εκεί τον περιμένει η πανούκλα, το στιλέτο μιας συμμορίας ή η αιφνίδια κρατική δυσμένεια. Έτσι γελά με τον εαυτό του, τον έρωτά του, τον νέο του και με ολόκληρη τη γήινη σφαίρα.

 

Τι αξία έχει σήμερα ο Σαίξπηρ. Πόσο Άγγλος είναι; Μπορούμε να τον σκεφτόμαστε σαν οικουμενικό δημιουργό, ανεξαρτήτως γλώσσας, θρησκείας, πολιτικής στάσης απέναντι στα πράγματα;

Νομίζω κανείς δεν θα πει για τον Σαίξπηρ πως είναι στενά ελισαβετιανός ποιητής, πως τα έργα του είναι απλώς μια καλή πηγή για την κατανόηση του ύστερου 16ου αιώνα στην Αγγλία. Η ουσία βέβαια και ο πυρήνας της τέχνης διαφεύγει από κάθε περιγραφή. Η αντοχή όμως του Σαίξπηρ στο χρόνο ίσως οφείλεται στο ότι το κύριο χαρακτηριστικό τού έργου του είναι ο δυναμισμός και η ευρύτητα· το ότι αγκαλιάζει με τη διάνοιά του όλη την ανθρώπινη κατάσταση, κρατώντας ταυτόχρονα και μιαν απόσταση απ’ αυτήν. Αυτή η απόσταση γεννά και το ιδιότυπο χιούμορ που διαπερνά το έργο του σαν υπόγειο δροσιστικό ρεύμα. Απ’ αυτήν προκύπτει και η αινιγματικότητα που τον διακρίνει, το ότι δεν αποφαίνεται για τα πράγματα και πάντα κρύβει τα χαρτιά του. Αυτή του η στάση μας κάνει να χωράμε όλοι μέσα του: παράφοροι και ψυχροί, ιδεαλιστές και κυνικοί, αμαρτωλοί κι ενάρετοι, άρχοντες και λαός, ατσάλινοι στοχαστές και αιθεροβάμονες ονειροπόλοι, μελαγχολικοί φιλόσοφοι και κλόουν, άνθρωποι της δράσης και αδρανείς σκεπτικιστές· αυτοί που γυρίζουμε μέσα σ’ ένα λεπτό τέσσερις φορές τη γη σαν τον Πουκ κι εκείνοι που δεν μας ξεκουνάει ούτε το φάντασμα του πατέρα μας, σαν τον Άμλετ.

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.