Σύνδεση συνδρομητών

Αλέξης Πανσέληνος: «Λογοτεχνία, όχι επικαιρότητα»

Παρασκευή, 05 Απριλίου 2024 12:04
Ο Αλέξης Πανσέληνος από τον Αλέκο Παπαδάτο.
Αλέκος Παπαδάτος
Ο Αλέξης Πανσέληνος από τον Αλέκο Παπαδάτο.

Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι ένας συγγραφέας που τον παρακολουθώ από το πρώτο του βιβλίο. Μεγαλώνω μαζί του. Γνωρίζω τα πατήματά του, βλέπω τις μετατοπίσεις του, υφολογικά και ιδεολογικά, ανιχνεύω τα συγγραφικά κόλπα του. Ανέκαθεν σκεπτόμουν ότι είναι η ώρα για μια συνέντευξη μαζί του. Κι η ώρα ήρθε ενόψει της επανακυκλοφορίας του πρώτου πεζογραφικού βιβλίου του, των Ιστοριών με σκύλους.

Συναντηθήκαμε στο σπίτι του. Καθίσαμε στο σαλόνι, πλάι σε βιβλία και δίσκους βινυλίου και συζητούσαμε με τις ώρες. Για τα παιδικά αναγνώσματα, αυτά που εντέλει σε καθορίζουν, για την οικογένεια που επίσης παίζει ρόλο, για τα πρώτα βήματα, για τους αγαπημένους του συγγραφείς, Έλληνες και ξένους, για τα βιβλία του στην εποχή τους. Για κάποιους ανθρώπους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο – τους γονείς του, την πρώτη σύζυγό του, τη σημερινή σύζυγο και συνάδελφό του, τη Λουκία Δέρβη. Για τις τεχνικές του μυθιστορήματος, για την απήχηση των έργων, για τη σχέση του κοινού με τον συγγραφέα και του αναγνωστικού γούστου με τις δημόσιες σχέσεις και το μάρκετινγκ.

Όλα αυτά ήταν οι ψηφίδες για την ουσία: ο Αλέξης Πανσέληνος με πολύ απλά λόγια μάς εισάγει στο συγγραφικό σύμπαν του. Αποκαλύπτει τις τεχνικές του, τη σχέση του έργου του με την πραγματικότητα, τις εξαρτήσεις από την ιδεολογία και την αποτίναξη αυτών των εξαρτήσεων, τη διαχείριση των λέξεων και του χρόνου όταν γράφει. Και υπερασπίζεται με πάθος τη μυθοπλασία, το μυθιστόρημα, ένα γιαπί που κάθε φορά χτίζεται με μόχθο και αγωνία και με στόχο, παρότι γεννιέται στην εποχή του, να ξεπεράσει την εποχή που το γέννησε. Επειδή, όπως τονίζει, δουλειά του συγγραφέα είναι η λογοτεχνία, όχι η επικαιρότητα. 

 

Οι γονείς σας, ο Ασημάκης και Έφη Πανσελήνου, ήταν και οι δύο συγγραφείς. Πόσο αυτό σας καθόρισε λογοτεχνικά;

Γεννήθηκα σε ένα σπίτι το οποίο ήταν βουτηγμένο στη λογοτεχνία και από πλευράς των δύο γονιών και από πλευράς των επισκεπτών, οι οποίοι έρχονταν στις βραδινές βεγγέρες. Ήταν ζωγράφοι, ποιητές, ήταν ψυχίατροι – υπήρχε τότε πολύ ενδιαφέρον για την ψυχιατρική. Εκείνες οι επαφές στο σπίτι, μάλιστα, κάπως μου απομυθοποίησαν και την έννοια του καλλιτέχνη. Είχα δηλαδή γνωρίσει τους καλλιτέχνες σαν κανονικούς ανθρώπους, σχεδόν κανονικούς ίσως, που μπορούν να αστειευτούν, να πουν σόκιν ανέκδοτα, να κάνουν πλάκα. Θέλω να πω δεν είχα δέος απέναντι τους από νωρίς.

 

Βοήθησε αυτή η αντίληψη της οικειότητας;

Βοήθησε. Ποτέ δεν κυνήγησα την προβολή. Κράτησα χαμηλό προφίλ. Η δουλειά μου ήταν απαιτητική και δεν μου επέτρεπε να αναμειχθώ με το σινάφι. Ήμουν και οικογενειάρχης. Η αλήθεια είναι πως δεν με τραβούσε πολύ η ιδέα να κάνω παρέα με συγγραφείς, ελάχιστους από τους οποίους θαύμαζα. Οι παρέες μου ήταν με ανθρώπους τελείως άσχετους με τη λογοτεχνία. Κοιτώντας πίσω καταλαβαίνω πόσο ζημίωσε αυτή η στάση την εικόνα που υπάρχει για μένα. Μόνο αν συναναστρέφεσαι καθημερινά συγγραφείς, ποιητές, κριτικούς, φιλολόγους (και τους δημοσιογράφους των πολιτιστικών) γίνεσαι ευρύτερα γνωστός – και όταν είσαι έτσι «γνωστός» και οι κριτικοί σε αντιμετωπίζουν πιο σεμνά, μαθαίνουν από σένα αντί να επιχειρούν να σε διδάξουν. Ακόμα και αν η τέχνη σου δεν κλείνει εύκολα το μάτι στο κοινό, ακόμα κι όταν θεωρείσαι αυτό που λένε «δύσκολος» συγγραφέας, για να γίνεις γνωστός και να έχεις προβολή ο μόνος τρόπος είναι να ζεις μέσα στο σινάφι. Δεν μετανιώνω που δεν το έκανα, όσον αφορά τουλάχιστον την προσωπική μου ζωή. Πάντως, η μεγάλη προβολή προέρχεται μέσα από τη συναναστροφή με το σινάφι, τις παρέες και τις ανταλλαγές φιλοφρονήσεων.

 

Συχνά, το κυνήγι της προβολής οφείλεται και στην ανασφάλεια.

Όντως. Η ανασφάλεια ωθεί κάποιον να δημιουργεί δίκτυα, έναν κύκλο φίλων και υποστηρικτών, είτε αυτοί είναι οι δημοσιογράφοι των πολιτιστικών, είτε είναι συνάδελφοι συγγραφείς και ποιητές, είτε κριτικοί (κι αυτοί άνθρωποι είναι και οι φιλίες, πόσο μάλλον η κολακεία, δεν τους αφήνει αδιάφορους).

 

Τα νεότερα χρόνια είναι και το μάρκετινγκ.

Ναι ναι. Και η αλήθεια είναι πως όσο περισσότερο το βιβλίο γίνεται καταναλωτικό αγαθό, όπως έχει πια γίνει στις μέρες μας –δηλαδή «σήμερα στο ράφι», αύριο για πολτοποίηση και πάμε για το επόμενο–, τόσο περισσότερο προβάλλεται με καθαρά εμπορικές μεθόδους. Υπάρχει και η ανάλογη αντίληψη πολλών συγγραφέων – πως πρέπει να γράψουν για τα θέματα της επικαιρότητας. Προσωπικά, παρότι δεν κυνήγησα την προβολή, δεν μου έλειψε. Δεν αισθάνθηκα αδικημένος, τα βιβλία μου δεν έπαψαν ποτέ να κυκλοφορούν ώς σήμερα (αν και για τους ελληνιστές του εξωτερικού μοιάζει να μην υπάρχουν). Είχα λοιπόν κάνει το όνομα που έκανα στο ντόπιο αναγνωστικό κοινό και ήμουν ευχαριστημένος. Ας θεωρούμαι δύσκολος συγγραφέας.

 

Για μένα πάντως είστε βατός.

Κι εγώ δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος που διαβάζει λογοτεχνία, είτε ποίηση είτε πεζογραφία, θα αντιμετωπίσει προβλήματα με τα κείμενά μου. Σήμερα όμως κάποιοι αντιμετωπίζουν προβλήματα ακόμα και με τις αναρτήσεις στο facebook. Άλλα διαβάζουν και άλλα καταλαβαίνουν.

 

Συμβαίνει όσο ανοίγεται κανείς σε ευρύτερο κοινό. Δεν είναι η περίπτωσή σας. 

Όντως, δεν μου χρειάζεται. Στο διάστημα που γράφω, πάντως, από το 1982 έως σήμερα, σε σαράντα χρόνια, όλα κι όλα 10 μυθιστορήματα βγήκαν. Δεν είναι πολλά.

 

Δεν είναι όμως και λίγα… Αλλά πριν πιάσουμε τα γραπτά σας, θέλετε να μείνουμε στην περίοδο της μύησης; Τότε που διαβάζατε;

Διάβαζα πολύ. Λεηλάτησα τη βιβλιοθήκη των γονιών μου αλλά είχα και τη δική μου παιδική βιβλιοθήκη – εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν για τα παιδιά διασκευές σπουδαίων μυθιστορημάτων. Μικρός ακόμα διάβασα Δον Κιχώτη, Γαργαντούα, Ιλιάδα, Οδύσσεια, εκπληκτικά πράγματα σε παιδικές διασκευές όχι τόσο περικομμένες όσο σήμερα. Και επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο να κάνεις, διάβαζες. Όταν άρχισα, στην εφηβεία μου, να γράφω, δεν ήξερα τους έλληνες συγγραφείς. Τα μαθήματά μου τα πήρα από την ξένη λογοτεχνία, είτε μεταφρασμένη είτε στην πρωτότυπη γλώσσα, όπου μου ήταν δυνατόν. Σχημάτισα κριτήρια και απέκτησα νωρίς την αίσθηση των μεγεθών, με αυτόν τον τρόπο διδάχτηκα από σπουδαίους τεχνίτες και κατάλαβα ότι υπάρχουν κανόνες και φόρμες, ότι δεν μπορεί η λογοτεχνία να είναι ένα άναρχο προϊόν της φαντασίας ή της δεξιοτεχνίας του δημιουργού, κι ας φαίνεται κάποτε πως είναι. Επίσης συνειδητοποίησα ότι ο αναγνώστης ενδιαφέρεται για το βλέμμα του συγγραφέα πάνω στον κόσμο και τα έργα του θέλει να τον αφορούν και να μη γράφονται για την αποκλειστικά εσωτερική του ατομική ζωή, για τα προβλήματα και τα παράπονα που έχει από τη ζωή. Πολύ αργότερα γνώρισα τους δικούς μας μεγάλους πεζογράφους, Βιζυηνό, Κονδυλάκη, Θεοτόκη, Παπαδιαμάντη, από τους νεότερους τον Κοσμά Πολίτη, τον Δημήτρη Χατζή και πάνω απ’ όλους τον Τσίρκα. Θα πρόσθετα σήμερα και τον Βαλτινό.

 

Από τους συγγραφείς της «γενιάς του ’30»;    

Μυριβήλης, Βενέζης. Και Καραγάτσης, ιδιαιτέρως όταν ήμουν έφηβος. Διά λόγους γνωστούς. Διαβάζαμε μετά μανίας Καραγάτση γιατί ήταν πολύ λεπτομερής στις ερωτικές σκηνές.

 

Η λογοτεχνική παιδεία οφείλεται στη βιβλιοθήκη της οικογένειας και στα παιδικά αναγνώσματα. Η Νομική, αργότερα, σε τι βοήθησε στη συγκρότησή σας ως συγγραφέα;

Η Νομική βοήθησε. Αν σπουδάζεις μια τέτοια επιστήμη αποκτάς συστηματική σκέψη. Σε αυτό βοήθησε. Αποκτάς μια γνώση του κόσμου και των μηχανισμών του. Δεν βρίσκεσαι σε ένα χάος μυστηριώδες όταν έχεις σπουδάσει νομικά, ούτε πολύ περισσότερο όταν έχεις ασκήσει και δικηγορία. Βλέπεις τον κόσμο πολύ πιο ρεαλιστικά. Σε αυτό βοηθάει. Βέβαια αντιμετωπίζεις και τρομερές ιστορίες.

 

Η άσκηση του επαγγέλματος, δηλαδή, σας εξοικειώνει με την πραγματική ζωή;

Ε, βέβαια. Πέραν του ότι είναι απαραίτητη για την επιβίωση. Διότι εδώ που τα λέμε ποιος ζει από τα βιβλία του; Ελάχιστοι είναι αυτοί που ζουν από τα βιβλία τους.

 

Εσείς, από μια στιγμή και μετά, καταφέρατε να ζείτε σε ένα βαθμό από τα βιβλία, ε;

Δεν μπορώ να πω ότι έζησα ποτέ από τα βιβλία μου. Χρειάστηκε να εργαστώ σαν δικηγόρος και σε έναν κλάδο ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό. Ασχολήθηκα με ναυτικό δίκαιο, κυρίως συμβάσεις και ναυτικές υποθήκες στον Πειραιά. Ήταν όλα στα αγγλικά. Έτσι, επί 25 χρόνια δούλευα με το αγγλικό δίκαιο: αγγλικά έγραφα, αγγλικά μίλαγα, αγγλικά σκεφτόμουν. Δεν λάτρεψα ποτέ τη Νομική, ήταν μια αναγκαστική σπουδή εκείνη την εποχή – διότι τότε που πήγα εγώ στο πανεπιστήμιο, ή Ιατρική θα πήγαινες ή Φιλολογία ή Νομική ή Πολυτεχνείο. Αυτά ήταν τα επαγγέλματα. Και επειδή και ο μπαμπάς και η μαμά ήταν δικηγόροι και ο θείος δικηγόρος και ο ξάδερφος στη Νομική, πήγα κι εγώ, αλλά απέφυγα τη λεγόμενη μαχόμενη δικηγορία. Δηλαδή τις προθεσμίες, τις δικάσιμες, τις επ’ ακροατηρίω διεξαγωγές κ.λπ. τα οποία τα έτρεμα. Να πω την αλήθεια, σε δικαστήριο έχω μπει μόνο για ασφαλιστικά μέτρα – και ως κατηγορούμενος.

 

Πώς αποφασίζετε να γράψετε;

Γράφω κατά αραιά διαστήματα, πρώτα απ’ όλα γιατί η συγγραφή ενός μυθιστορήματος παίρνει χρόνο και πολλές φορές πάνω από έναν – παίρνει δύο, τρία, καμιά φορά και τέσσερα χρόνια. Όταν έχεις τελειώσει και το βγάζεις, μετά έχεις αδειάσει. Πρέπει να ξαναγυρίσεις στη ζωή, να ζήσεις, να σκεφτείς, να δεις πράγματα, να ακούσεις, να δεις την επικαιρότητα, να διαβάσεις βιβλία, να ερωτευτείς, να παντρευτείς, όλα αυτά τα οποία είναι η ζωή και τα οποία σε τροφοδοτούν κάποια στιγμή με ιδέες, ώσπου κάποια ξεπροβάλλει που σε γαντζώνει κι αρχίζεις να τη φλερτάρεις. Και μετά δημιουργείται το νέο μυθιστόρημα. Αλλά κάθε φορά θέλω να είναι κάτι διαφορετικό. Επειδή το γράψιμο είναι για μένα και η καλύτερη δυνατή διασκέδαση, δεν διασκεδάζω επαναλαμβάνοντας κάτι που ήδη έχω κάνει.

 

Η ερώτηση ήταν: πώς ξεκινήσατε;

Ξεκίνησα γράφοντας μυθιστορήματα, πάντα μυθιστορήματα, παιδί ακόμα, στην πρώιμη εφηβεία. Γράφοντας σαν τον Δουμά, σαν τον Ιούλιο Βερν, σαν τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, σαν τον Ουόλτερ Σκοτ: πειρατικά, ιπποτικά, ό,τι μπορείς να φανταστείς.

 

Ξεκινήσατε μιμούμενος δηλαδή τα αγαπημένα σας αναγνώσματα;

Και επειδή ξεκίνησα μιμούμενος σπουδαία βιβλία κατά κάποιον τρόπο έμαθα –ας τα πούμε– κόλπα, άντλησα γνώση και απέκτησα κι αυτό που στη μουσική θα το λέγαμε δεξιοτεχνία.

 

Αυτά μαθαίνονται από τα παιδικά χρόνια;

Όσο νωρίτερα τόσο πιο καλά. Έλειπε βέβαια το βίωμα. Το βίωμα ήρθε μετά τα 20. Πρωτόγραψα το πρώτο μου βιωματικό μυθιστόρημα, το οποίο ήταν και παρέμεινε ευτυχώς ανέκδοτο, το 1962-1963, για έναν μεγάλο έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Μετά, ευτυχώς, όπως είπα, διαβάζοντας όλο και πιο σπουδαία λογοτεχνία και από την πιο σύγχρονη, απέκτησα ένα κριτήριο πολύ αυστηρό. Γι’ αυτό άργησα πολύ να δημοσιεύσω. Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε όταν ήμουν 38 - 39 χρονώ.

 

Οι Ιστορίες με σκύλους;

Οι Ιστορίες με σκύλους. Που βγήκαν το 1982. Ήταν κάτι σαν δοκιμή, διότι την ίδια εποχή έγραφα τη Μεγάλη πομπή, αλλά δεν ήθελα να πρωτοεμφανιστώ με το μυθιστόρημα. Ήθελα να δοκιμάσω τη θερμοκρασία της θάλασσας, να το πούμε έτσι, με τέσσερα διηγήματα, δύο από τα οποία υπήρχαν ήδη και τα άλλα δύο τα έγραψα τότε για να γίνει ένας τόμος με κάποιο μέγεθος και να δοκιμάσω την κατάσταση. Μάλιστα δεν έδωσα το χειρόγραφο στον πατέρα μου να το διαβάσει, δεν ήθελα να πάω σε έναν εκδότη ως γιος του Ασημάκη Πανσέληνου. Το έδωσα στον Αλέξανδρο Αργυρίου και του είπα: «αν κρίνεις ότι είναι καλό να το συστήσεις στη Νανά Καλλιανέση στον Κέδρο». Ο Αργυρίου ενθουσιάστηκε. Με πήρε τρεις η ώρα τα ξημερώματα τηλέφωνο, ωρυόμενος: «τι ωραίο, ρε συ, ακόμα γελάω». Του λέω: «τι γελάς, αυτό είναι σοβαρό βιβλίο». Λέει: «άσε μας, θα το πάω το πρωί στην Καλλιανέση»… Και μόνο όταν υπέγραψα συμβόλαιο το είπα στον πατέρα μου. Ο οποίος το εκτίμησε. Βεβαίως, δεν του πολυάρεσε το βιβλίο, διότι ήταν μιας άλλης αισθητικής και μιας άλλης ιδεολογίας ως άνθρωπος, τον τρόμαξαν και τα καλιαρντά… Βγήκε λοιπόν το βιβλίο και ακούστηκε πάρα πολύ, συζητήθηκε πάρα πολύ. Εν τω μεταξύ, εγώ δούλευα τη Μεγάλη πομπή, η οποία ήταν το μεγάλο μου στοίχημα. Ομολογώ, το δούλεψα πολύ για πολλά χρόνια. Και όταν βγήκε χάλασε ο κόσμος.

 

Γίνατε δεκτός ως αριστερός συγγραφέας;

Αριστερός υπήρξα αλλά ποτέ με την έννοια του «οπαδού» ενός κόμματος. Τα βιβλία μου διαβάστηκαν πολύ από τους αριστερούς – εδώ που τα λέμε οι αριστεροί και οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του αναγνωστικού κοινού, οι «άλλοι» δεν διαβάζουν οι περισσότεροι. Τι να το κάνουν; Από την άλλη μεριά, η στόχευση των μυθιστορημάτων μου βρίσκεται αρκετά μακριά από το ιδεολογικό φάσμα της Αριστεράς – ποτέ δεν την είδα ως κάποιον τόπο ιερό που προσεγγίζεις με δέος και λατρεία. Οι ιστορίες προδοσίας που είχα ακούσει από τους δικούς μου, η μισαλλοδοξία και η στενομυαλιά της παράταξης δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο έναν συγγραφέα μυθιστορημάτων που υποτίθεται φωτίζει όλες τις πλευρές μιας ιδεολογικής παράταξης. Ακόμα και ο Ρίτσος έχει υποστεί δριμεία κριτική από τους αριστερούς κριτικούς της εποχής του, το ίδιο –και ακόμα περισσότερο– ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του.

 

Ναι, αλλά μην ξεχνάμε ότι αριστεροί διάβασαν και τον Αλέξανδρο Κοτζιά, αριστεροί διαβάζουν και τον Βαλτινό.

Α.Π.: Ναι, αυτό εννοώ λέγοντας ότι οι αριστεροί διαβάζουν. Αλλά αυτό συμβαίνει σήμερα που η Αριστερά έχει χάσει τον πόλεμο και προσπαθεί να δει τον εαυτό της και την ιστορία της πιο αντικειμενικά.

 

Ας επιστρέψουμε στη Μεγάλη πομπή.

Ξεκίνησα από τις αυτοκτονίες στη σκοπιά που ήταν ένα νέο φαινόμενο της δεκαετίας του 1980. Στην αρχή η ιδέα ήταν να κάνω ένα μυθιστόρημα με ένα παιδί που αυτοκτονεί στη σκοπιά. Μετά όμως παρενέβη ο λογικοκρατούμενος εαυτός μου και μου είπε, όχι, δεν θα γράψεις ένα μυθιστόρημα για κάποιον που αυτοκτονεί, θα ήταν πολύ εύκολο να κολακέψεις τους δακρυγόνους του κοινού – και δεν καταδέχτηκα να κάνω κάτι παρόμοιο, σε κανένα από τα βιβλία μου. Ούτε καν στις Σκοτεινές επιγραφές, που είναι μια νέκυια, μια πορεία προς το θάνατο. Θα γράψεις, είπα στον εαυτό μου, ένα μυθιστόρημα για κάποιον που δεν θα αυτοκτονήσει στη σκοπιά και βγαίνει απ’ το στρατό έτσι όπως σε κάνει ο στρατός, έτοιμο να σκοτώσεις, να πατήσεις επί πτωμάτων, να επικρατήσεις, να νικήσεις, να επιβιώσεις σε μια κοινωνία άγρια και ανελέητη – όλα αυτά τα πράγματα. Ήταν ένα σχετικά απαισιόδοξο, σκοτεινό βιβλίο με μαύρο τέλος, το οποίο μάλιστα εκείνη την εποχή επέσυρε και την οργή της Ρούλας Κουκούλου.

 

Της χήρας του Ζαχαριάδη;

Ναι. Η Ρούλα Κουκούλου έκανε πολλή παρέα με τη μάνα μου, η οποία ήταν ΚΚΕ – με ταυτότητα κομματική. Με το που βγήκε η Μεγάλη πομπή έγινε θόρυβος, πήρε κρατικό βραβείο. Τότε μου τηλεφωνεί η μάνα μου και μου λέει: «θέλει να σε γνωρίσει η Κουκούλου». Περιχαρής φανταζόμουν ότι θα ακούσω ύμνους. Με βάζει όμως μπροστά η Κουκούλου και πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Γιατί να είναι τόσο μαύρο το βιβλίο; Και γιατί δεν μας δίνεις μια ελπίδα, κάποιο φως στο τέλος; Και γιατί βάζεις την κνίτισσα να κάνει έρωτα σε ένα καμπινέ; Τότε ξύπνησε ο Ασημάκης μέσα μου και λέω «συγγνώμη, πού κάνουν έρωτα οι κνίτισσες, έχετε υπόψη σας;»  Η μάνα μου άσπρισε. «Όσο για ελπίδες στο τέλος», προσθέτω, «αυτή είναι δική σας δουλειά, όχι δική μας. Εσείς υποτίθεται ότι δίνετε στο λαό ελπίδα και προοπτική για το μέλλον, εμείς περιγράφουμε την κατάσταση που βλέπουμε γύρω μας». Ήταν μαζί και κάτι νεολαίοι, η Τέα Βασιλειάδου, ο Θανάσης Σκαμνάκης, οι οποίοι μου λένε: «έλα μέσα». Και πάμε σε ένα δωμάτιο και μου λένε «να μην την ακούς τη γριά, εμάς μας άρεσε πολύ το βιβλίο και θα σου πάρουμε συνέντευξη για τον Οδηγητή». Λέω, να μου πάρετε συνέντευξη για τον Οδηγητή, χαρά μου θα είναι, αλλά ό,τι πω θα το γράψετε. Το υπόσχονται και μου παίρνουν τη συνέντευξη και πραγματικά έβαλαν ακριβώς όσα είπα. Γιατί τους είπα, κάποια στιγμή οφείλετε να ανοιχτείτε, αφού ιδεολογικά δεν φοβάστε τίποτα να ανοίξετε τον Οδηγητή, να πάρετε συνεντεύξεις από δεξιούς διανοούμενους, να πάρετε από τον Χατζιδάκι, να πάρετε από τον Χορν, να πάρετε από όλους όσοι αξίζουν κάτι σήμερα και δεν είναι αριστεροί – κάτι θα κερδίσετε απ’ αυτούς. Και να έχετε υπόψη σας, τους λέω, και το εξής: όταν η γραμμή του κόμματος δεν εγκρίνει ένα καλλιτεχνικό έργο, το λάθος το έχει η γραμμή του κόμματος. Και το γράψανε. Ήταν εποχή όπου υπήρχε μια διάθεση ανανέωσης, αλλά μετά τους πήρε η μπάλα κι αυτούς.

 

Ακολούθησαν οι Βραδιές μπαλέτου

Ναι, η ιστορία της Κάτιας της χορεύτριας και του Κρις Καλλίτση, του χορευτή. Θα πεις από πού παίρνεις ιδέες; Ε, να, τότε τριγύριζα γύρω από τις εκδόσεις Κέδρος, το παλιό μου σπίτι είναι ακριβώς απέναντι από εκεί που είναι ο Κέδρος και σήμερα. Η πολυκατοικία η δικιά μας ήταν Γεωργίου Γενναδίου 2, ο Κέδρος είναι απέναντι, στο 3. Εκεί ήταν η γειτονιά μου – και λόγω της παλιάς μου κατοικίας και λόγω Κέδρου και λόγω Δικηγορικού Συλλόγου. Πήγαινα στην Ακαδημίας και καθόμουν σε εκείνο το καφενεδάκι πλάι στη Λυρική Σκηνή, όπου κατά τις 10 - 11 το πρωί βγαίνανε και κάνανε διάλειμμα είτε οι μονωδοί είτε οι χορευτές και οι χορεύτριες του μπαλέτου. Εγώ καθόμουνα, έπινα καφέ και έστηνα αυτί να ακούσω τι λένε μεταξύ τους. Το τι λέγανε… Το μόνο που δεν συζητούσαν ήταν το μπαλέτο ή η παράσταση της όπερας που ετοιμάζανε. Προσωπικά με το μπαλέτο δεν έχω καλές σχέσεις, το θεωρώ μια τέχνη πολύ ψεύτικη, κατασκευασμένη, και αυτό ακριβώς με κέντρισε: μια τέχνη τόσο εκλεπτυσμένη και ελάχιστα διαδεδομένη στο ευρύτερο κοινό που είχε το στέκι της σε εκείνο το κακομοίρικο θέατρο, τη Λυρική της οδού Ακαδημίας, ενός δρόμου χωρίς διόλου πράσινο, με τις εξατμίσεις της κυκλοφορίας και την τσίκνα από το οβελιστήριο στη γωνία με την Ιπποκράτους. Αυτές οι αντιθέσεις με τραβούν πάρα πολύ. Το ίδιο είχε συμβεί και με τη Μεγάλη πομπή. Εκεί η αντίθεση ήταν ο ήρωας που ζει σε ένα αυθαίρετο μέσα στο ρέμα της Πικροδάφνης και το κορίτσι που μένει σε μια από τις νεόκτιστες πολυκατοικίες στις όχθες του. Και εν πάση περιπτώσει άλλο πράγμα το μπαλέτο και άλλο οι χορεύτριες – μου άρεσαν τα γυμνασμένα σώματα και οι κινήσεις τους. Ξεκίνησα λοιπόν από κει, από την ιδέα ενός κοριτσιού απ’ αυτά, που μπλέκει με έναν πολύ μεγαλύτερο άνδρα, ο οποίος για τους δικούς του λόγους θέλει να τη βοηθήσει στην καριέρα της να ξεχωρίσει, να βγει από το corps de ballet και να γίνει σολίστ. Μετά τη Μεγάλη πομπή είχα επίσης αποφασίσει ότι αρκετά με τη νεολαία και την ενηλικίωσή της, ας πάρουμε λίγο τώρα και τους γέρους – και πήρα για ήρωες τον πατέρα μου και τη μάνα μου και τους φίλους τους. Δηλαδή τους παλιούς αριστερούς, οι οποίοι είχαν ελπίσει στο ΠΑΣΟΚ, ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ, το στήριξαν και απογοητεύτηκαν οικτρά. Είχαν περάσει και τα σκάνδαλα Κοσκωτά και τα σκάνδαλα του καλαμποκιού, υπήρχε μια γενική απογοήτευση, πλην όμως εξακολουθούσε ο Ανδρέας να έχει ρεύμα.

 

Πώς είδατε το ΠΑΣΟΚ, πώς το βάλατε στο έργο σας;

Εγώ το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη στιγμή δεν το πήγα. Θαύμαζα μια έξυπνη ατάκα της Ελένης Βλάχου που είχε πει «φύγαν’ οι δεξιοί και ήρθαν οι αδέξιοι». Αλλά ήταν πιο σοβαρό. Ένα βράδυ βλέπαμε από την κρατική τηλεόραση τη μετάδοση μιας όπερας του Μότσαρτ, αργά το βράδυ. Και στις 12 η ώρα, 5 λεπτά πριν από το φινάλε της όπερας, διακόπτουν για τις ειδήσεις των 12. Λέω τότε στη γυναίκα μου, «αυτός ο τόπος δεν θα αλλάξει ποτέ». Ποτέ δεν με έπεισε το ΠΑΣΟΚ, ήταν μια ψευδεπίγραφη Αριστερά, ένας ψευδεπίγραφος σοσιαλισμός που –αν και έκανε αρκετά πράγματα  για την «Αλλαγή»– έγινε ίδιος όπως η Δεξιά. Εκείνη την εποχή είχα μια αίσθηση απογοήτευσης και οργής γι’ αυτό που έβλεπα να συμβαίνει.

 

Τι εννοείτε Δεξιά; Ότι χρησιμοποίησαν το κράτος για την πάρτη τους;

Ναι, με αυτή την έννοια, της πελατειακής πολιτικής. Επειδή βγήκε αυτό το μυθιστόρημα, τότε, το 1991-92, και παρά την απογοήτευση το ΠΑΣΟΚ είχε ρεύμα, νομίζω ότι δεν ακούστηκε αρκετά, κάπως παραμερίστηκε. Παρ’ όλα αυτά είχε και έχει φανατικούς φίλους και θαυμαστές και εγώ ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση που το έγραψα. Ήθελα να το γράψω. Και έβαλα μέσα πολλά πράγματα από τους δικούς μου και τους φίλους τους και τους γνωστούς τους και τις εμπειρίες τους. «Και πού τα ξέρεις όλα αυτά για μας;», ρώτησε κάποια στιγμή η μάνα μου. Λέω, πολλά τα ήξερα και άλλα τα φαντάστηκα.

 

Το μπαλέτο προϋποθέτει τη μουσική. Και τα βιβλία σας κάνουν συχνές αναφορές στη μουσική. Είναι από τις σταθερές της λογοτεχνίας σας…

Ναι, είναι από τις δυνάμεις που με τροφοδοτούν. Μπορώ να πω ότι, πολλές φορές, τις αναγνωστικές μου ελλείψεις τις κάλυψε η μουσική. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω πώς γίνεται, αλλά ισχύει. Ήδη ανιχνεύεται στα γραπτά μου από τις Ιστορίες με σκύλους. Δεν μπορούσα να μη μιλώ για τη μουσική τη στιγμή που στο σπίτι ζούμε μέσα στη μουσική. Αυτό το έπιπλο μπροστά είναι όλο δίσκους. Και εκεί είναι δίσκοι (δείχνει δεξιά του), και εκεί είναι δίσκοι (δείχνει στο άλλο δωμάτιο) και πίσω μου είναι δίσκοι, και μάλλον έχω περισσότερους δίσκους απ’ ό,τι βιβλία.

 

Δουλεύετε και με ιστορικές πηγές;

Είναι αναγκαστικό, διότι τα βιώματα δεν φτάνουνε. Στις Βραδιές μπαλέτου, π.χ., έπρεπε να κάνω αναφορά σε γεγονότα, σε ημερομηνίες, χρειάστηκα στοιχεία για τον ανταρτοπόλεμο, για το παράνομο ΚΚΕ – και γι’ αυτό έπρεπε και να διαβάσω. Όταν γράφεις μυθιστόρημα βέβαια είναι καλό να μη φαίνονται ωμές οι πηγές. Πρέπει να τα μασάς και να τα αφομοιώνεις και μετά βγαίνουν με φυσικότητα, ώστε  να πείθεις κιόλας – γιατί ένα από τα μυστικά της τέχνης είναι να πείθεις τον αναγνώστη, να μην τον ξεκρεμάς ξαφνικά χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα τσιτάτα, αποσπάσματα από εφημερίδες και δεν ξέρω τι, αυτό εγώ δεν το θεωρώ τέχνη.

 

Πολλή μελέτη θα έπεσε για το επόμενο βιβλίο, τη Ζαΐδα.

Έτσι έγινε, όπως καταλαβαίνεις. Αφενός χρειάζονταν η βιογραφία και οι επιστολές του Μότσαρτ, αφετέρου η βιογραφία και η περίπτωση του Σολωμού. Γιατί αυτοί οι δύο; Επειδή αυτοί οι δύο είναι οι πρώτοι καλλιτέχνες της χώρας τους οι οποίοι στρέφονται προς την εθνική τέχνη. Δηλαδή θέλουν να μιλήσουν ελληνικά ο Σολωμός που ξεκινάει σαν ιταλός ποιητής και γερμανικά ο Μότσαρτ ο οποίος ξεκινάει με ιταλικά λιμπρέτα αλλά η μουσική του όταν συνθέτει πάνω σε γερμανικούς στίχους είναι αλλιώτικη, είναι άλλο πράγμα, πολύ βαθύτερο, πολύ πιο προσωπικό, πολύ πιο εσωτερικό σε αίσθημα. Το ίδιο και με τον Σολωμό, ο οποίος βασικά έφτιαξε τη νέα ελληνική γλώσσα, όντας Ιταλός όμως και ξεκινώντας απ’ τα ιταλικά. Σε αυτά τα δύο κομμάτια λοιπόν συναντιούνται αυτοί οι δύο άνθρωποι. Εγώ τους βάζω να συναντηθούν, κατασκευάζοντας δυο φανταστικά πρόσωπα που τους μοιάζουν, μια εποχή που ο ένας ήδη έχει πεθάνει και ο άλλος μόλις έχει γεννηθεί. Εκεί κάνω ένα παιχνίδι: γράφω ένα μυθιστόρημα το οποίο επιστρέφει στο ύφος των μυθιστορημάτων του 1700. Χρησιμοποιώ πολύ και τη φόρμα του επιστολικού μυθιστορήματος και, γενικά, κάνω διάφορα διακειμενικά παιχνίδια εκεί μέσα – είτε με τη νουβέλα του Μέρικε, την οποία διασκευάζω κατά τα δικά μου πρότυπα, σε τέσσερα κεφάλαια της αρχής, αλλά και με αναφορές στον Χόφμανσταλ και στον Ιππότη με το Ρόδο του Ρίχαρντ Στράους και σε ένα πλήθος άλλα θέματα από το χώρο της μουσικής.

 

Και είναι φοβερή η αίσθηση του τόπου – των Επτανήσων, της Στερεάς, των Ιωαννίνων.

Μου χρειάστηκαν γλωσσάρια για τα Επτάνησα. Χρειάστηκε να διαβάσω για τους δερβίσηδες, χρειάστηκε να διαβάσω τους Ξένους ταξιδιώτες στην Ελλάδα του Κυριάκου Σιμόπουλου, από εκεί πήρα περιγραφές τόπων και πόλεων της εποχής εκείνης. Κι όταν περιγράφω μια πορεία από την Πρέβεζα μέχρι τα Γιάννενα, έχω χρησιμοποιήσει στις λεπτομέρειές της την αφήγηση ενός από τους ταξιδιώτες στην Ελλάδα του 1700: την αντέγραψα και τη γύρισα ανάποδα, ό,τι ο περιηγητής εκείνος πηγαίνοντας το βρίσκει δεξιά οι δικοί μου ήρωες το βρίσκουν αριστερά. Αυτό ήταν το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά μου και από πλευράς τεχνικής, διότι όταν γράφεις σήμερα ένα μυθιστόρημα για το 1700 πρέπει να κοιτάς λίγο και προς το τώρα, να σκέπτεσαι δηλαδή σε τι αφορούν όλα αυτά τα πράγματα τον σημερινό αναγνώστη – στη Ζαΐδα νομίζω ότι υπάρχει το θέμα της αντιπαράθεσης της δυτικής τέχνης με τη δική μας. Και στην πηγή της έμπνευσης για την Ζαΐδα, εδώ υπάρχει και πάλι μια αντίθεση ως έμπνευση. Γιατί μου έγινε μια αποκάλυψη.

 

Τι αποκάλυψη;

Θυμάμαι, έπειτα από ένα ταξίδι σχεδόν δύο μηνών στη Γαλλία με τη γυναίκα μου, την πρώτη γυναίκα μου, όπου θαυμάσαμε τα κάστρα, τα ποτάμια, την πρασινάδα, τις αγελάδες και την ομίχλη, γυρνάμε, πατάμε στην Ηγουμενίτσα και βλέπω απέναντί μου την Πίνδο κάτω από τον ήλιο, με εκατομμύρια χρώματα επάνω της, με εκείνες τις αρμονικές γραμμές των ελληνικών βουνών που στο εξωτερικό δεν τις βλέπεις. Και λέω στη γυναίκα μου, «τι κάναμε τόσον καιρό στη Γαλλία; Μα εδώ είναι ένας παράδεισος». Όλο αυτό μου γέννησε τη Ζαΐδα. Ο γερμανοαυστριακός συνθέτης που ερχόταν να ζήσει στην προεπαναστατική Ελλάδα και να γνωρίσει το δημοτικό τραγούδι και την εκκλησιαστική μουσική και τις ντοπιολαλιές είμαι εγώ που, κατά κάποιον τρόπο, ανακαλύπτω την Ελλάδα. Σε ένα βαθμό, δηλαδή, και η Ζαΐδα είναι ένα βιωματικό βιβλίο, παρά το κάλυμμα του ιστορικού μυθιστορήματος. Όπως έλεγα και πριν, λογοτεχνικά ήμουν τελείως δυτικοθρεμμένος. Είχα όμως πια ανακαλύψει τους μεγάλους μας πεζογράφους όπως ο Βιζυηνός, ο Θεοτόκης, ο Κονδυλάκης, ο Παπαδιαμάντης και άλλοι εκείνης της εποχής. Και παράλληλα είχα ανακαλύψει ποιητές όπως ο Παλαμάς και ο Σικελιανός αλλά και τη βυζαντινή μουσική και τη μουσική της εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι. Και στη βυζαντινή μουσική και στο δημοτικό τραγούδι είχα βρει να έχει επιτευχθεί αυτό που η δυτική μουσική πάλευε επί χρόνια να βρει – την απόλυτη εναρμόνιση και ταύτιση μουσικής και λόγου. Ο αυστριακός συνθέτης που ερχόταν στην προεπαναστατική Ελλάδα και γνωρίζει το δημοτικό τραγούδι, την εκκλησιαστική μουσική μας αλλά και μια λαϊκή χωροταξία και αρχιτεκτονική που συχνά τοποθετεί τις εκκλησιές ανάμεσα στα σπίτια των ανθρώπων, ήμουν εγώ που ανακάλυπτα την Ελλάδα. Σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, και η Ζαΐδα είναι ένα πολύ βιωματικό βιβλίο, κάτω από το κάλυμμα του «ιστορικού» μυθιστορήματος.

 

Ήταν η πιο δύσκολη δουλειά που κάνατε από πλευράς σύνθεσης;

Ναι, αλλά και η πιο απολαυστική. Η πιο απολαυστική – ειλικρινά. Αλλά πήρε πολλά χρόνια και με κούρασε. Μετά, υπήρξε ένα μεγάλο κενό. Τότε ασχολήθηκα με τη μετάφραση.

 

Τότε που μεταφράσατε τον Βλακοχορτοφάγο του Τζον Μπαρθ. Πολύ πετυχημένη απόδοση στα ελληνικά.

Ναι, τον Βλακοχορτοφάγο, ο οποίος και αυτός μου πήρε τρία χρόνια δουλειά. Ευτυχώς, είχα τη συμπαράσταση του συγγραφέα, ενός πολύ απλού και εγκάρδιου ανθρώπου, που εκείνη την εποχή ήταν και κορυφαίος εκπρόσωπος του μεταμοντερνισμού – πράγμα το οποίο ο ίδιος αρνιόταν. Είχαμε συνεχή αλληλογραφία. Και όταν του έστειλα το βιβλίο τυπωμένο από τις εκδόσεις Πόλις του φίλου Νίκου Γκιώνη, μου είπε: «δεν μπορώ να διαβάσω ελληνικά, αλλά νομίζω ότι δεν έχει γίνει πιο ωραία έκδοση από τις 29 γλώσσες στις οποίες έχει μεταφραστεί το βιβλίο αυτό». Πράγματι, ήταν όντως σπουδαία έκδοση – και τυπογραφικά, θέλω να πω.

 

Μετά γράψατε τον Κουτσό Άγγελο;

Ναι. Ήταν ένα βιβλίο που στην αρχή το υποτίμησα. Τον είπα «η Ζαΐδα του φτωχού», διότι και εκεί επανερχόταν η αντιπαράθεση της δυτικής με τη δική μας τέχνη, αλλά με άλλον τρόπο, λίγο πιο προσιτόν από πλευράς εποχής και ιστορικών συνθηκών. Αθήνα, Κατοχή. 

 

Και η σύνθεση σ' αυτό το μυθιστόρημα πιο πολύ στηρίζεται στη φαντασία παρά σε ιστορικά δεδομένα.

Υπάρχει πάντα η φαντασία στα βιβλία μου – παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Είναι κάτι που μου το έμαθαν κάποιοι από τους παλιότερους μυθιστοριογράφους, όπως ο Δουμάς, ο Γουόλτερ Σκοτ ή ο Στίβενσον. Να τοποθετείς μέσ’ σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον πρόσωπα φανταστικά (τους κύριους ήρωές σου) πλάι σε πρόσωπα ιστορικά (στη Ζαΐδα έχουμε τον Αλή Πασά, την κυρα-Φροσύνη, αλλά και τον Ιωάννη Καποδίστρια) και έτσι να συνδυάζεις ιστορία και παραμύθι σε ένα. Στον Κουτσό Άγγελο έχουμε την Κατοχή –ένα αρκετά πιο πρόσφατο βίωμα και γι' αυτό γνωστότερο σ' εμάς– αλλά μια ιστορία εντελώς φανταστική με ήρωα έναν που αποκτά το χάρισμα να πετάει. Τελικά και αυτό το μυθιστόρημα αγαπήθηκε, και στην έκδοση του Κέδρου και στην καινούργια του Μεταίχμιου. Ακολουθούν τέσσερα διηγήματα που τα έβγαλα στις εκδόσεις Πόλις, γιατί ήθελα να έχω κάτι δικό μου και στον εκδοτικό του Νίκου Γκιώνη. Το βιβλίο αυτό έχει τίτλο Τέσσερις ελληνικοί φόνοι και έχει σχέση με την τρομοκρατία και τη 17 Νοέμβρη, αλλά χωρίς να τους αναφέρει. Ακολουθεί μεγάλο διάστημα σιωπής. Το 2004 αρρώστησε η γυναίκα μου με καρκίνο. Εκείνη την περίοδο δεν μπορούσα ούτε να γράψω ούτε να κάνω τίποτα άλλο, το μόνο που έκανα για να ξεσπάω ήταν να φτιάχνω CD από τα παλιά μου βινύλια. Και όταν πέθανε, το 2008, πέρασαν άλλα δύο χρόνια βαρύτατου πένθους και μια κατάρρευση, ψυχική και σωματική. Αλλά ήθελα να ζήσω γιατί ήθελα να γράψω κι άλλο.

 

Κατανοώ ότι οι Σκοτεινές επιγραφές, που τελικά γράψατε, είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα;

Οι Σκοτεινές επιγραφές είναι μια αναφορά στην Αύρα. Είναι περίεργο βιβλίο, πολύ διαφορετικό από τα άλλα και, εκτός του ότι σηματοδοτεί την επιστροφή μου στο γράψιμο, ανοίγει και τη συνεργασία μου με νέο εκδοτικό οίκο, το Mεταίχμιο. Με είχε πείσει η Ελένη Μπούρα να μετακομίσω. Δεν θα το έλεγα αυτοβιογραφικό, γιατί βιογραφικά δεν περιέχει τίποτα προσωπικό πέρα από την εμπειρία της νοσηλείας και του θανάτου. Και εδώ η φαντασία, είτε με τη μορφή του εφιάλτη είτε με τη μορφή των αναδρομών στο παρελθόν των προσώπων, παίρνει το πάνω χέρι. Δεν καταδέχομαι την ξεκάθαρη αυτοβιογράφηση – σε κανένα επίπεδο. Δεν το θεωρώ τίμιο από πλευράς τέχνης ούτε καθωσπρέπει από πλευράς προσωπικής εικόνας του συγγραφέα προς τα έξω να καταφεύγεις στην προβολή του εαυτού σου. Και δεν καταδέχομαι να προκαλώ τους δακρυγόνους του αναγνώστη. Μετά, το 2011 γνώρισα και τη Λουκία Δέρβη, ήδη τότε συγγραφέα. Είχα διαβάσει τα δυο πρώτα βιβλία της, που μου είχαν αρέσει πολύ. Όταν τη γνώρισα μου άρεσε και η ίδια πάρα πολύ. Και το ότι ήταν καλή συγγραφέας με έβαλε σε μια διαδικασία να δοκιμάσω τελοσπάντων να καταφέρω κάτι μαζί της. Η Λουκία είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν το παίζει, ούτε το έπαιξε ποτέ, ούτε θα το παίξει ποτέ κάτι. Ένας απλός και εγκάρδιος άνθρωπος, ανοιχτός, πράγμα το οποίο σε μια ωραία κοπέλα είναι σπάνιο. Οι ωραίες μας κοιτάνε αφ’ υψηλού, ίσως γιατί έχουν προβλήματα κι αυτές, του δικού τους τύπου. Φερ’ ειπείν, δεν τολμούν πολλοί να τις πλησιάσουν, γιατί είναι ωραίες και είναι περίεργα τα πράγματα. Τελοσπάντων, κάναμε αρκετή παρέα, βγήκαμε αρκετά μαζί. Βεβαιώθηκα για το χαρακτήρα της, το στυλ της. Και μετά κάναμε και ιδιαίτερη παρέα οι δύο μας. Μέχρι που... υπέκυψε! Και παντρευτήκαμε το 2012. Τότε ήμουν 69, εκείνη 39. Αλλά παρ’ όλα αυτά ούτε χάσμα γενεών υπήρξε μεταξύ μας ούτε άλλου τύπου χάσμα. Όταν ζουν δύο συγγραφείς στο ίδιο σπίτι συνήθως φαντάζεται κανείς μια σχέση ανταγωνιστική.

 

Όχι πάντα.

Όχι πάντα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η Λουκία τράβηξε τα πάνδεινα, όλοι την συνέκριναν μαζί μου και λέγανε ότι «τον πήρε για να φανεί», όλα αυτά τα έτοιμα που λέει ο κόσμος συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις. Κάθε άλλο παρά αυτό ήταν βέβαια, απόδειξη πως ούτε έχει φανεί ούτε εγώ προώθησα ποτέ το ίματζ της. Ό,τι καταφέρνει το καταφέρνει μόνη. Και δεν υπάρχει συγγραφικός ανταγωνισμός, γιατί ανήκουμε σε δύο τελείως διαφορετικές γενιές. Ούτε εκείνη θα ήθελε ποτέ να γράφει σαν εμένα ούτε εγώ μπορώ να γράψω σαν κι αυτήν, οπότε καθένας μας διατηρεί τη συγγραφική του αυτοτέλεια. Ανταλλάσσουμε φυσικά τα κείμενά μας. Ο πρώτος άνθρωπος που θα διαβάζει ό,τι γράψω είναι η Λουκία και ο πρώτος άνθρωπος που θα διαβάσει τα δικά της είμαι εγώ. Από εκείνη πάντως εγώ πήρα πάρα πολλή δύναμη, πήρα θάρρος, πήρα τη διάθεση να ζήσω – τη διάθεση να γράψω την είχα, αλλά δεν βοηθάει μόνο η διάθεση όταν μεγαλώνεις πολύ, πρέπει να έχεις και ερεθίσματα. Και η Λουκία μού έχει προσφέρει και αρκετά ερεθίσματα με τη γραφή της. Στα τελευταία μου βιβλία το ύφος μου είναι λιγότερο μπαρόκ απ’ ό,τι παλιά, έχει σφίξει κι έχει κοντύνει η φράση μου, είμαι πιο απλός.

 

Η Κρυφή πόρτα έχει φόντο τα γεγονότα της δεκαετίας του 2010, της δεκαετίας της κρίσης – αυτά τα γεγονότα που έφεραν στην κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ.

Τοποθετείται μέσα στην κρίση και είναι μια βαριά ιστορία για έναν μεταφραστή, ο οποίος συνδέεται ερωτικά χωρίς να το ξέρει με την κόρη του, ενώ εκείνη ξέρει ότι αυτός είναι ο πατέρας της και τον οδηγεί στην καταστροφή για να εκδικηθεί για την απουσία του από τη ζωή της. Το θέμα είναι λίγο περίεργο κι έχει τη βαριά  ατμόσφαιρα της εποχής που το γέννησε. Μετά έγραψα τα Ελαφρά ελληνικά τραγούδια.

 

Ένα έργο που πηγαίνει τον αναγνώστη στην εποχή του 1950.

Και θα μου πεις: «το 1950, ρε φίλε, ήσουν 10 χρονών; Τι γράφεις γι’ αυτό;» Ξεκινάω από τις οπτικές αναμνήσεις, από τις φωτογραφίες της εποχής οι οποίες με βοηθάνε να ξαναβρώ την Αθήνα που ήξερα. Και βέβαια από τη μελέτη, ξανά, των πηγών – δηλαδή τι έγινε, ποτέ εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης, ποτέ έγιναν τα πρώτα καλλιστεία στην Μεγάλη Βρεταννία, ποιοι ήταν παρόντες, ποιοι ήταν στην Ελλανόδικο Επιτροπή, τι έγινε με τον πόλεμο της Κορέας.

 

Και μετά πια έχουμε το πιο πρόσφατο, το Λάδι σε καμβά.

Ναι. Και αυτό είναι ένα άλλο βιβλίο πάλι. Η παρακινδυνευμένη σχέση μιας δωδεκάχρονης με έναν εικοσάρη και η περίοδος της δικτατορίας του 1967, η τραυματική πορεία των δύο ηρώων μου μέσα στις ιστορικές συνθήκες της εποχής εκείνης.

 

Αλλάζετε συνεχώς τρόπους όταν γράφετε, ε;

Όντως. Μου αρέσει να αλλάζω και θεματολογία και τεχνικές, βαριέμαι να γράφω συνέχεια το ίδιο βιβλίο. Αυτό σου κόβει λίγο αναγνωστικό κοινό, γιατί το κοινό θέλει να είναι σίγουρο, να ξέρει τι θα διαβάσει. Οι μετατοπίσεις της θεματολογίας, οι υφολογικές διαφοροποιήσεις το τρομάζουν. Υπάρχουν όμως και αυτοί που μπορούν, είναι σε θέση να διακρίνουν τη γραμμή η οποία συνέχει όλα αυτά τα διαφορετικά βιβλία και τη θεματολογία μου και τις εμμονές μου και όλα τα πράγματα που υπάρχουν μέσα.

 

Ο Αλέξης Ζήρας, που σας παρακολουθεί από κοντά, γράφει ότι παράγετε μια λογοτεχνία της πολλαπλής αυτογνωσίας. Και προσωπικά αναρωτιέμαι πώς συγκινείτε τους αναγνώστες με θέματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι αντικείμενα δοκιμιακής πραγμάτευσης.

Πολυπρισματική αυτογνωσία! Την αυτογνωσία την καταλαβαίνω, στο βαθμό που βάζει κανείς βιώματα στις αφηγήσεις του. Τα βιώματα δεν είναι μόνο αυτά τα οποία έχεις ζήσει, είναι και αυτά που έχεις διαβάσει. Είναι και αυτά που έχεις ακούσει. Είναι και τα βιώματα των δικών σου τα οποία έχουν περάσει μέσα στο αίμα σου από τις διηγήσεις τους, από το τι ρόλο έπαιξαν στη δική τους ζωή, πώς τους καθόρισαν και πώς τους διαμόρφωσαν. Γιατί αυτή η γενιά πέρασε πράγματα που εμείς δεν τα έχουμε διανοηθεί. Από διχασμό, Πάγκαλο, Μεταξά, πόλεμο, Κατοχή, εμφύλιο, χούντα – τα ζήσανε όλα, εμείς δεν έχουμε ζήσει ούτε το ένα εκατοστό από αυτά που έζησαν οι γονείς μας. Αυτά πέρασαν μέσα τους και μέσα από αυτούς έχουν περάσει και σε μένα. Η πολλαπλή αυτογνωσία που λέει ο Ζήρας –αν και δεν έχω διαβάσει το κείμενό του– πρέπει ίσως να είναι τα διαφορετικά προσωπεία, τα επινοημένα πρόσωπα, πίσω από τα οποία κρύβομαι και τα οποία δεν είναι πάντα οι πρωταγωνιστές των ιστοριών μου.

 

Επίσης, δεν φτιάχνετε ιδεότυπους. Τα πρόσωπα είναι ζωντανοί και αταξινόμητοι χαρακτήρες. Είναι εξ ολοκλήρου επινοημένοι;

Ως τελικό αποτέλεσμα είναι επινοημένοι, είναι συνήθως συρραφές των  χαρακτηριστικών διαφόρων ανθρώπων που έχω γνωρίσει. Πολλοί είναι τελείως φανταστικοί. Κάποιοι άλλοι γεννήθηκαν από τα ονόματά τους. Φερ’ ειπείν, στα Ελαφρά ελληνικά τραγούδια αφηγούμαι την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος έχει ένα περίεργο επίθετο που τον καθιστά ύποπτο στην Ασφάλεια, διότι μοιάζει να προέρχεται από την ανατολική Ευρώπη, ένας κύριος Μόσχοβικ. Ο αληθινός κύριος Μόσχοβικ ήταν πελάτης του πατέρα μου. Δεν είχε κανένα μπλέξιμο με την αστυνομία, απ’ όσο ξέρω. Αλλά εγώ πήρα το όνομα αυτό, θυμάμαι λίγο και την εμφάνισή του, και τον έστησα σαν έναν άνθρωπο ο οποίος μετεμφυλιακά, λόγω επωνύμου, έχει τραβήγματα με την Ασφάλεια. Και επειδή έχει τραβήγματα με την Ασφάλεια, υποχρεώνεται κατά κάποιον τρόπο να προδώσει κάποιους που κρύβονται, παράνομους, έναν παράνομο πομπό που έχει στηθεί κάπου στο Ελληνικό – πολύ μακρυνή περιοχή από την Αθήνα, την εποχή εκείνη. Στις Βραδιές μπαλέτου τέτοια πρόσωπα, γνωστά μου, οικεία μου, είναι πάρα πολλά – ποτέ όμως δεν μεταφέρθηκαν αυτοτελώς στους μυθιστορηματικούς μου χαρακτήρες. Οι χαρακτήρες μου λοιπόν είναι λίγο σαν τα πλάσματα του Φρανκενστάιν.

 

Επίσης, στις αφηγήσεις σας δεσπόζουν πάντα τα πρόσωπα και οι συγκρούσεις τους, οι σχέσεις. Και όπου υπάρχει ιστορικό πλαίσιο, η ιστορική αναφορά παραμένει στο φόντο του βιβλίου.

Στην πεζογραφία αναγκαστικά διηγείσαι. Κι ό,τι κάνει ένα βιβλίο μυθιστόρημα είναι οι ιστορίες των ανθρώπων που διηγείσαι. Οι άνθρωποι πάλι σε κάποια κοινωνία ζουν κάτω από κάποιες συνθήκες, μια ορισμένη εποχή, δεν μπορείς να αγνοήσεις τι συμβαίνει γύρω τους, οπότε αυτά τα στοιχεία θα μπουν υποχρεωτικά, είναι μέρος του σκηνικού. Πολιτικό συγγραφέα μπορεί να με έχουν πει αλλά εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου πολιτικό συγγραφέα. Ούτως ή άλλως, η τέχνη είναι πολιτική και η πεζογραφία έχει ακόμα μεγαλύτερο βαθμό πολιτικού χαρακτήρα διότι περιγράφει την κοινωνία σε ιστορικές περιόδους και στιγμές – αλλά μέχρι εκεί. Είχα την ψυχραιμία και είχα τηρήσει την απόσταση που μου επέτρεπαν να δω τα στραβά και τα σωστά αριστερών και δεξιών. Των τελευταίων άλλωστε είναι μάλλον δεδομένα. Στις Βραδιές μπαλέτου, οι δυο αριστεροί από τους γέροντες ήρωές μου είναι μάλλον τα χειρότερα πρόσωπα. Ο δεξιός είναι σαφώς καλύτερος ως άνθρωπος, αλλ’ αυτό είναι κάτι που όσο γνωρίζουμε την πολιτική, τους πολιτικούς και τους οπαδούς των κομμάτων και των παρατάξεων βλέπουμε ότι παντού υπάρχουν απ’ όλα. Όταν υπηρέτησα στο στρατό επί χούντας, τα μεγαλύτερα καρφιά που υπήρχαν ήταν αριστεροί. Διότι προσπαθούσαν να εξευμενίζουν τους ανωτέρους τους, να εξασφαλίσουν μια άδεια ή να φανούν αρεστοί τους αξιωματικούς.

 

Δεν θα ήταν δόκιμο για έναν συγγραφέα του διαμετρήματός σας ένα βιβλίο για τη δεκαετία της μεγάλης κρίσης;

Η μεγάλη κρίση προκύπτει ως συνέχεια των καταστάσεων που περιγράφω τόσο στη Μεγάλη πομπή όσο και στις Βραδιές μπαλέτου αλλά και στον Κουτσό Άγγελο. Και σε μεγάλο βαθμό συμβολοποιείται στην Κρυφή πόρτα, στον ήρωα που αρνείται να δει κατάματα τις δικές του ευθύνες για την τραγωδία που ζει. Έτσι αντιλαμβάνομαι τη λειτουργία της τέχνης όσο αφορά τις κρίσεις της οικονομίας και της κοινωνίας και όχι σαν ευκαιρία για να ψαρέψουμε στο επικαιρικό ενδιαφέρον του κοινού μας. Η τέχνη αυτό το ρόλο παίζει: να μετατρέπει τα στοιχεία της πραγματικότητας σε σύμβολα… Δεν ξέρω πώς να το πω καλύτερα: να μεταφέρει τα γεγονότα στην περιοχή των ιδεών. Εμείς στην κρίση θέλαμε να πιστεύουμε πως οι κακοί είναι οι ξένοι κ.τ.τ., αλλά εν τω μεταξύ επί δεκαετίες τρώγαμε τα έτοιμα, ζούσαμε με δανεικά, διασπαθίζαμε τα χρήματα για να αποκτήσουμε τζιπ και πολυτελή σπίτια, οι αγρότες χρησιμοποιούσαν τις επιδοτήσεις για τέτοια πράγματα. Μετά ξαφνικά πτωχεύσαμε και δεν μας άρεσε. Την πλήρωσε ο κόσμος λέγαμε όλοι χωρίς να φταίει. Αλλά γιατί δεν φταίει; Κάθε λαός έχει την ευθύνη της ιστορικής του μοίρας. Τις κυβερνήσεις οι οποίες διασπάθισαν τα χρήματα που δανειζόμασταν εμείς τις διαλέξαμε. Και όσοι μούντζωναν τη Βουλή το 2012 τα μούτρα τους μούντζωναν, γιατί εκεί ήταν οι άνθρωποι που εκείνοι είχαν στείλει μέσα. Και τους είχαν στείλει, γιατί; Όχι γιατί ήταν δεξιοί ή αριστεροί, αλλά γιατί θα τους βόλευαν το γιο τους, θα τους ενέκριναν την παρανομία, θα ρύθμιζαν την εκκρεμότητα με την πολεοδομία και θα τους επέτρεπαν ατιμωρητί να χτίσουν στα ρέματα. Να γράψω για τι πράγμα λοιπόν για τη δεκαετία της μεγάλης κρίσης; Καλά να πάθουμε ό,τι πάθαμε.

 

Αυτή η προσέγγιση δεν υπάρχει στην πεζογραφία μας. Γιατί;

Γιατί δεν είναι πολύ δημοφιλές να στήνεις τον καθρέφτη απέναντί σου και οι συγγραφείς αρέσκονται να πηγαίνουν με το ρεύμα της εποχής. Αλλά τι να διαβάσει ο αναγνώστης από μένα και να μάθει για την κρίση που δεν το έχει δει στην τηλεόραση, στο Ίντερνετ, στα πολιτικά περιοδικά, στις πολιτικές εφημερίδες. Όλοι ήμασταν μες στην επικαιρότητα της εποχής και παρακολουθούσαμε τι λέει ο Σόιμπλε, τι λέει η Μέρκελ, τι λέει η Λαγκάρντ. Ε, δεν μάθαμε; Δεν καταλάβαμε τι έλεγε ο Βαρουφάκης και τι δεν έλεγε ο Τσίπρας;

 

Έχετε λογοτεχνικό κύκλο;

Εγώ, η Λουκία και λίγοι φίλοι, όχι παραπάνω. Παλιά δεν έκανα συγγραφικές παρέες διότι δεν προλάβαινα να κάνω. Δεν μπορείς να είσαι όλη μέρα στις παρουσιάσεις και στις ταβέρνες, ιδίως όταν δουλεύεις. Κι εγώ δούλευα κάτι τρελές ώρες. Ξυπνούσα μεν αργά, διότι ενδιαφερόμουν πότε θα ανοίξει το Λονδίνο, το οποίο ως γνωστόν άνοιγε στις 11 ώρα δική μας αλλά έκλεινε και στις 9, οπότε είχα να γυρίσω στο σπίτι, να φάω, να κοιμηθώ, να γράψω κιόλας 12 με 3 το πρωί – πού να βγω να κάνω παρέα; Όμως, για να τα λέμε όλα, δεν υπήρχαν και πολλοί άνθρωποι τους οποίους θα ήθελα να κάνω παρέα, τουλάχιστον από τα (λίγα) βιβλία που είχα διαβάσει. Έχω λίγους συγγραφείς φίλους με τους οποίους συναντιόμαστε. Το σινάφι πάντως πιστεύω πως είναι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, άνθρωποι τους οποίους πρέπει να σέβεται κανείς, διότι είτε σου αρέσει αυτό που κάνουν είτε δεν σου αρέσει, πάντως κάνουν κάτι πολύ σπουδαίο: γράφουν βιβλία.

 

Υπάρχει πάντως μια κακή διάθεση ανάμεσα σε λογοτέχνες, έτσι δεν είναι;

Επειδή έχουμε πολύ μικρό αναγνωστικό κοινό και είμαστε πάρα πολλοί συγγραφείς σήμερα, υπάρχει μια κακή διάθεση, δηλαδή είναι λίγο φαρμακερό το σινάφι. Όταν είσαι παρών είναι όλοι όλο αγκαλιές, φιλιά και τα λοιπά, μετά ακολουθεί κακογλωσσιά που πάει γόνα. Θα μου πεις, σε όλα τα συνάφια υπάρχει αυτό. Τελευταία, πολλοί νέοι συγγραφείς μπαίνουν στη λογοτεχνία για να γίνουν διάσημοι, νομίζουν ότι γίνεσαι διάσημος βγάζοντας ένα βιβλίο. Και για να το πετύχουν αυτό επιλέγουν θέματα της επικαιρότητας, π.χ. την έμφυλη βία – έχουν γραφτεί αμέτρητα διηγήματα και βιβλία για γυναίκες τις οποίες δέρνουν ή σκοτώνουν οι άντρες. Άλλοι ψαρεύουν στις έμφυλες διακρίσεις και στην αδικία της κοινωνίας απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Οι συγγραφείς αυτοί –νέοι κυρίως– θίγουν τα θέματα «που καίνε» και νομίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσουν αναγνωστικό κοινό. Αλλά το κοινό της λογοτεχνίας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά για μεγάλο διάστημα – η επικαιρότητα έχει το πρόβλημα ότι είναι... επικαιρική. Περνά πολύ γρήγορα. Και τα βιβλία αυτά σε μερικές βδομάδες είναι ήδη αδιάφορα. Όταν διαβάζεις λογοτεχνία θες λογοτεχνία, όχι επικαιρότητα.

 

Υπάρχει όμως ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, αυτό φαίνεται και από τα πολλά βραβεία που έχουν δημιουργηθεί και απονέμονται.

Νομίζω ότι ο θεσμός σε όλο τον κόσμο έχει καπελωθεί από τα επιτελεία προώθησης των εκδοτών και, επίσης, έχουν πολλαπλασιαστεί σε ύποπτο βαθμό. Τα ίδια συμβαίνουν κι εδώ. Ώς κάποια εποχή το να βραβευτείς σήμαινε κάτι – βλέπεις παίζει ρόλο και το ποιοι είναι αυτοί που σε βραβεύουν. Και σήμερα στις επιτροπές μπαίνει όποιος έχει τις απαραίτητες γνωριμίες. Έτσι φτάσαμε στο σημείο όπου, στην Ελλάδα τουλάχιστον, τα βραβεία προωθούν πιο πολύ την καριέρα εκείνων που τα δίνουν παρά εκείνων που βραβεύονται.

 

Περιγράφετε ένα επάγγελμα που περισσότερο ασχολείται με τον εαυτό του και όχι με αυτό που συμβαίνει γύρω μας;

Στην ουσία αυτό ακριβώς συμβαίνει. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα κυρίως με τους συγγραφείς που γράφουν για τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής. Γυναικοκτονίες, έμφυλη βία, δικαιωματισμούς παντός είδους.

 

Ποια είναι λοιπόν η δουλειά του συγγραφέα;

Ποια είναι η δουλειά του συγγραφέα; Η δουλειά του συγγραφέα είναι να είναι ευτυχισμένος κάνοντας τέχνη, υπηρετώντας την τέχνη του. Και υπηρετείς την τέχνη σου μόνο όταν ξέρεις πόσο μεγαλύτερη είναι από σένα. Αν πιστέψεις ότι εσύ είσαι σπουδαιότερος από αυτό που κάνεις την έχεις πατήσει. Γιατί; Πρώτον, επειδή είσαι γελοίος. Δεύτερον, επειδή αρνείσαι στον εαυτό σου το δικαίωμα στη μαθητεία. Άμα πω εγώ ότι είμαι ο έλληνας Ντοστογιέφσκι, τελείωσα, δεν έχω να πάω παρακάτω. Αν πω ότι είμαι ένα τίποτα μπροστά στον Μαν, τον Προυστ, τον Τζόυς, τον Κάφκα, τον Καμύ ή δεν ξέρω σε ποιον άλλο μεγάλο συγγραφέα, θα προσπαθώ όλη μου τη ζωή να τους φτάσω, Μπορεί να μην τους φτάσω ποτέ, αλλά θα βελτιωθώ από το πρώτο μου βιβλίο ώς το δέκατο, θα είμαι ένας πιο καλός συγγραφέας, πιο βαθύς, πιο σημαντικός – και θα έχω προσφέρει και στον εαυτό μου μια απόλαυση, γιατί είναι μεγάλη απόλαυση να δημιουργείς. Το να γράφω είναι η χαρά μου: αν δεν έγραφα θα ήμουν ένας άνθρωπος όχι απλώς δυστυχισμένος, δεν θα υπήρχα. Αν ο καλλιτέχνης δεν παίρνει χαρά και απόλαυση από αυτό που κάνει, ούτε το κοινό του θα νιώσει κάποια απόλαυση και κάποια χαρά. Και μόνο μέσα από την απόλαυση επικοινωνεί το κοινό με τα νοήματα – γιατί πρέπει να υπάρχουν και νοήματα σ' ένα μυθιστόρημα, μέσα σε κάθε μορφή τέχνης. Και φαίνονται οι καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν ζοριστεί για να βγάλουν κάτι που νομίζουν ότι θίγει πράγματα, αλλά είναι τόσο ζορισμένο και τόσο φτιαχτό, τόσο στημένο, που κανείς δεν βρίσκει εκεί μέσα τίποτα.

 

Καταλαβαίνω σωστά ότι παρουσιάζετε τον συγγραφέα ως έναν χειρώνακτα του πνεύματος, ο οποίος στο τέλος της ημέρας είναι απλώς ένας κουρασμένος άνθρωπος από την υπερπροσπάθεια;

Ειδικά αν είναι πεζογράφος. Η πεζογραφία είναι –πώς να το πω;– είναι γιαπί. Είναι να ρίξεις θεμέλια, να ρίξεις μπετά, να κάνεις τοιχοποιία, να βάλεις τα υδραυλικά, τα ηλεκτρικά, δηλαδή έχει ιδρώτα – αλλά ο ιδρώτας που χύνεις είναι μεγάλη απόλαυση. Γιατί το βλέπεις σιγά σιγά το μυθιστόρημα να χτίζεται και να γίνεται. Να γίνεται βιβλίο που θα αγγίξει ανθρώπους. Είναι ωραίο να μιλάς στους ανθρώπους. Όταν έχει πετύχει η συνταγή, ο αναγνώστης δεν πρέπει να διακρίνει ούτε ίχνος από τον χυμένο ιδρώτα.

 

Συνομιλείτε με τους αναγνώστες;

Πολύ σπάνια. Όταν έβγαλα το πρώτο βιβλίο στο Κέδρο, πήγαινα και στηνόμουν στο βιβλιοπωλείο τους που ήταν απέναντι, στη Γεωργίου Γενναδίου, και καραδοκούσα μήπως δω κάποιον που θα ζητήσει το βιβλίο και θα το πάρει, να τον δω πώς είναι. Δεν έτυχε να δω ποτέ κανέναν. Αργότερα, στις παρουσιάσεις, η επαφή με όποιο κοινό προσέλθει εκεί πέρα είναι απόμακρη. Έτυχε κάποια φορά που κράτησα ανοιχτή μια πόρτα σε ένα ζευγάρι που ερχόταν πίσω μου να αρνηθούν λέγοντάς μου «όχι κύριε Πανσέληνε, εσείς πρώτα». Με ήξεραν!  Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα από κάποιον να λέει ότι με διαβάζει. Και δεν πάνε και τόσο πολλά χρόνια από τότε.

 

Αν δεν είναι τα λεφτά ούτε η φήμη, τι κίνητρο έχει ένας συγγραφέας;

Απευθυνόμαστε σε ένα κοινό, δηλαδή στους ανθρώπους – ιδανικά σε όσο περισσότερους είναι δυνατό. Δεν τους βλέπεις βέβαια σχεδόν ποτέ. Όταν γράφεις έχεις στο νου σου ένα φανταστικό κοινό, ένα κοινό το οποίο λίγο-πολύ σου μοιάζει και το συγκινούν τα πράγματα που συγκινούν κι εσένα. Αυτό φαντάζεσαι. Έχεις και δυο τρεις ανθρώπους που μετράει η γνώμη τους και η επίνευσή τους. Με αυτά πορεύεσαι. Προσωπικά πορεύομαι και με την ικανοποίηση ότι με διαβάζουν πολλοί που δεν τους ξέρω – και το αποδεικνύουν οι εκδόσεις των βιβλίων μου που είναι διαρκώς διαθέσιμα επί σαράντα δύο χρόνια τώρα.

 

Εσείς, με τους ανοιχτούς ορίζοντες και με την ευχέρεια στις γλώσσες, δεν αναλογίζεστε ότι θα μπορούσατε να έχετε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό στο εξωτερικό, ως μεταφρασμένος;

Ειλικρινά αυτό δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία απευθύνεται στον τόπο της και στη γλώσσα της.

 

Λέγεται όμως ότι το τοπικό είναι παγκόσμιο.

Το τοπικό είναι παγκόσμιο. Γι’ αυτό διαβάζουμε τους ξένους συγγραφείς και μας αρέσουν. Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι αυτό που διαβάζουμε είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο που έχει γραφτεί. Γιατί όταν μιλάμε για βιβλία αγγλικά ή γαλλικά ή γερμανικά αλλιώς τα διαβάζει αυτά ο ντόπιος, άλλα πράγματα του μιλάνε και άλλα πράγματα αναδύονται μέσα από την πρωτότυπη γλώσσα και τον ήχο της, τις συνηχήσεις και τις αναφορές τις οποίες δεν πιάνουν όσοι τα διαβάζουν από μια μετάφραση, όσο καλή κι αν είναι. Προσωπικά, έχω μεταφραστεί στο εξωτερικό – αλλά πάντα σκέπτομαι τι θα καταλάβει κάποιος ο οποίος δεν θα διαβάσει τη Ζαΐδα στη γλώσσα στην οποία έχει γραφτεί. Τι θα καταλάβει;

 

Η αλήθεια είναι ότι και στην Ελλάδα συγγραφείς όπως ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης είναι πια ακατάληπτοι και απ’ αυτούς που διαβάζουν ελληνικά.

Αν δεν τους διαβάσεις στα ελληνικά έχεις χάσει πάνω από το μισό – και πιστεύω ότι και με πολλούς ξένους συγγραφείς συμβαίνει αυτό. Φερ’ ειπείν, έχω διαβάσει Ντοστογιέφσκι και στα γαλλικά και στα αγγλικά. Οι Άγγλοι τον Ντοστογιέφσκι είναι δύσκολο να τον κατανοήσουν. Τους είναι πολύ ξένο πράγμα για τη νοοτροπία τους, Ντοστογιέφσκι στα αγγλικά είναι ένα τοπίο θολό, διότι η ίδια η γλώσσα κλωτσάει το ρωσικό στοιχείο και την εκφορά της, χαρακτηριστικά και της συμπεριφοράς των ηρώων. Οι Γάλλοι είναι πιο κοντά στον Ντοστογιέφσκι, νομίζω. Εμείς ακόμη πιο κοντά. Λόγω ορθοδοξίας; Λόγω του ότι πήραν το αλφάβητό μας; Λόγω του ότι είχαμε κάποιους πολύ καλούς ρωσόφωνους μεταφραστές όπως ο Άρης Αλεξάνδρου, ο οποίος ως δίγλωσσος κατάφερε να μεταφέρει τα κείμενα έτσι που να είναι ο μεταφρασμένος Ρώσος ελληνική λογοτεχνία; Όπως είναι ελληνική λογοτεχνία ο Δον Κιχώτης του Καρθαίου και ο Σαίξπηρ του Καρθαίου και του Ρώτα… Εκεί είναι το στοίχημα του καλού μεταφραστή. Αυτό προσπάθησα κι εγώ στις μεταφράσεις που έκανα. Ο Βλακοχορτοφάγος (The sot-weed factor), ένα βιβλίο το οποίο λάτρεψα, ένα αμερικανικό βιβλίο που γράφει για πειρατές, για Ινδιάνους, για φυλές, για διεφθαρμένους δικαστές, για πόρνες, για κτηνοβάτες, για ό,τι μπορείς να φανταστείς, ένα τελείως τρελό βιβλίο, ραμπελαισιανό, προσπάθησα να το κάνω (και νομίζω το έκανα) ελληνική λογοτεχνία. Τέτοιου είδους μεταφράσεις είναι σπάνιες διότι θέλουν χρόνια. Οι μεταφραστές δουλεύουν με στενές προθεσμίες. Πάντως υπάρχουν πολλοί καλοί μεταφραστές σήμερα και εξαιρετικές μεταφράστριες, που κάνουν σπουδαία δουλειά. Ειλικρινά το πιστεύω. Υπάρχει όμως και μια πληθώρα ξένων βιβλίων που δεν αξίζουν τον κόπο, τα οποία διαφημίζονται τρελά, διότι έρχονται ήδη διαφημισμένα από το εξωτερικό, έρχονται με κριτικές από διάφορα έντυπα και από δεν ξέρω τι, τα οποία όμως είναι ασήμαντα.

 

Κάνετε μια δουλειά που όταν κανείς την ξεκινάει, πιστεύοντας ότι είναι ξεχωριστός, έχει την αίσθηση ότι θα του δώσει την αιωνιότητα. Όταν αποχωρεί; Τι μένει από τη δοσοληψία του συγγραφέα με τη δουλειά του, με τις λέξεις, με τον κόσμο;

Μένει η ικανοποίηση ότι έκανες ό,τι μπορούσες. Ότι άντεξες. Ότι μπορείς καλύτερα, πάντοτε μπορείς. Και λίγο πριν πεθάνεις μπορείς ακόμα καλύτερα. Αλλά το θέμα είναι πόσο αντέχεις. Κάποιος είπε ότι ένα καλό βιβλίο το δουλεύουμε, το δουλεύουμε, και κάποτε το εγκαταλείπουμε. Δεν τελειώνει δηλαδή η δουλειά πάνω σε ένα βιβλίο. Και τώρα που ξαναβλέπω τα ανατυπωμένα βιβλία μου σίγουρα θα τα έγραφα διαφορετικά, αλλά δεν θα είχε νόημα γιατί είναι ο εαυτός μου όταν τα έγραφα. Οι Ιστορίες με σκύλους είναι ο εαυτός μου το 1982. Οι Βραδιές μπαλέτου είναι ο εαυτός μου το 1991. H  Ζαΐδα είναι ο εαυτός μου το 1996. Κι αν σήμερα θα τα έκανα αλλιώς, πάντως για τότε ήταν τόσο όσο άντεχα.

 

Τι θα λέγατε σε έναν επίδοξο ομότεχνο που ξεκινάει αύριο το γράψιμο;

Να διαβάζει, να διαβάζει, να διαβάζει. Το διάβασμα, αυτή είναι η μαθητεία και η πηγή της έμπνευσης. Να διαβάζει βιβλία. Να βρει τους συγγραφείς που του αρέσουν και να τους ξαναδιαβάζει πολλές φορές. Δεν είναι ανάγκη να διαβάζεις τα πάντα. Να βρεις τα βιβλία που σε κάνουν να χαίρεσαι και να επανέρχεσαι σε αυτά. Αυτά σου μαθαίνουν. Κι ακόμα να έχεις ταπεινότητα. Να ξέρεις ότι αυτό που υπηρετείς είναι πολύ μεγαλύτερο από σένα. Να έχεις φιλοδοξία, γιατί αυτή σε κάνει να προχωράς, αλλά και σεμνότητα, γιατί αυτή σου επιτρέπει να μαθαίνεις και να γίνεσαι καλύτερος κάθε φορά.

 

 

Ηλίας Κανέλλης

Δημοσιογράφος, εκδότης του περιοδικού Books' Journal. Σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και κινηματογράφο. Εξέδωσε και διεύθυνε το περιοδικό Κάμερα, υπήρξε κριτικός κινηματογράφου και αρχισυντάκτης του περιοδικού Αντί, εργάστηκε ως επιφυλλιδογράφος στην Εποχή, στην Ελευθεροτυπία, στην Εξουσία, στην Athens Voice, στο Βήμα, στο Protagon.gr και, τα τελευταία χρόνια, στα Νέα. Για πολλά χρόνια έκανε καθημερινή εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 ενώ συνεργάστηκε ως πολιτικός αναλυτής με την τηλεόραση της ΕΡΤ. Ίδρυσε και διεύθυνε την εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών εφ. Έχει γράψει το βιβλίο Εθνοχουλιγκανισμός: Εκφράσεις της νεοελληνικής ιδεολογίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 της Αθήνας (εκδόσεις Οξύ) και έχει επιμεληθεί τις κινηματογραφικές μονογραφίες Σταύρος Τορνές (με τον Σταύρο Καπλανίδη και, για την ιταλική έκδοση, με την επιπλέον συνεργασία του Sergio Grmek Germani), Κώστας Γαβράς και Σταύρος Τσιώλης. Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του, Το κιτς του ΣΥΡΙΖΑ.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.