Σύνδεση συνδρομητών

Τζίνα Πολίτη (1930-2023). Aσέβεια και γνώση: για την προάσπιση της λογοτεχνίας*

Σάββατο, 06 Ιανουαρίου 2024 23:40
Θάλεια Φλωρά-Καραβία, Η νέα Σίβυλλα (πορτρέτο της 19χρονης Τζίνας Πολίτη), 1949. Από το οπισθόφυλλο της συλλογής δοκιμίων Δοκιμασία της ανάγνωσης (Άγρα, 2010).
Θάλεια Φλωρά-Καραβία / Άγρα
Θάλεια Φλωρά-Καραβία, Η νέα Σίβυλλα (πορτρέτο της 19χρονης Τζίνας Πολίτη), 1949. Από το οπισθόφυλλο της συλλογής δοκιμίων Δοκιμασία της ανάγνωσης (Άγρα, 2010).

«YΙΕ ΜΟΥ, ΦΥΛΑΞΑΙ, τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά· οὐκ ἔστι περασμός, καὶ μελέτη πολλὴ κόπωσις σαρκός». Με την εναρκτήρια εδώ ρήση επιλόγιζε ο βιβλικός Εκκλησιαστής (ΙΒ´ 12) τις προτροπές του στη βάση της ματαιότητας της ανθρώπινης σοφίας και ευτυχίας· την αυτάρκεια των συμβουλών που είχαν προηγηθεί, λόγων αληθείας, την υπογράμμιζε έτσι ως εξής σε μεταφραστική απόδοση: Παιδί μου, πρόσεξε να μη μαζέψεις πολλά βιβλία· τούτο δεν έχει τέλος και η πολλή μελέτη είναι καταπόνηση του πνεύματος και του σώματος. Η Τζίνα Πολίτη έχει ασεβήσει, καθ’ έξιν και κατ’ εξακολούθησιν, προς την προτροπή αυτή και μάλιστα, όπως ευθύς θα δούμε, προς αμφότερες τις δυνατές σημασίες της γενικής «τοῦ ποιῆσαι», τόσο δηλαδή στη συγγραφή όσο και στην ανάγνωση των βιβλίων.

Πρώτ’ απ’ όλα, έχει ασεβήσει με τον αριθμό των τόμων που συνέταξε: με τις ένδεκα συναγωγές δοκιμίων, αλλά και άλλων δοκιμών σε κειμενικά είδη, από το 1996 έως το 2010 στην πάντοτε φιλόξενη Άγρα του Σταύρου Πετσόπουλου, με τις δύο παλαιότερες συλλογές κειμένων της, στον Παρατηρητή (1997) και στο Ε.Λ.Ι.Α. (1979), καθώς φυσικά και με την έκδοση της διδακτορικής της διατριβής στον Adolf M. Hakkert το 1976 στο Άμστερνταμ, με τίτλο The Novel and its Presuppositions: Changes in the Conceptual Structure of Novels in the 18th and 19th Centuries [Το μυθιστόρημα και οι προϋποθέσεις του: αλλαγές στην εννοιολογική δομή των μυθιστορημάτων του 18ου και 19ου αιώνα], τόμος στον οποίο θα επανέλθουμε. Δεν προτίθεμαι, άλλωστε, να απαριθμήσω σήμερα τα πολυπληθή μελετήματα της Τζίνας Πολίτη, συνομιλίες της αναγνώστριας με τα κείμενα, ορισμένα αθησαύριστα στις παραπάνω συναγωγές, μεταξύ των οποίων και ένα κοινό άρθρο με τον ομιλούντα, δημοσιευμένο το 2004,[1] για την πρόσληψη του James Joyce στην Ελλάδα – και το αναφέρω χώρια για να την ευχαριστήσω και εδώ από καρδιάς για την ευκαιρία που μου έδωσε να την γνωρίσω εντός του αναγνωστικού της εργαστηρίου, επ’ ωφελεία μεγάλη του μαθητευομένου.

Πρόκειται πάντως στην περίπτωση της Τζίνας Πολίτη για ασέβεια ομολογημένη, εάν όχι προγραμματική. Αρκεί να προσέξουμε την τύχη που επιφυλάσσεται για τη ρήση του Εκκλησιαστή από την ίδια, στην επιγραφή του «Προλόγου» της συναγωγής δοκιμίων Η Ανεξακρίβωτη Σκηνή.[2] Το γεγονός ότι στην αποστροφή «υἱὲ μου» επιφυλάσσεται η διαγραφή δεν αποτελεί έκπληξη, φυσικά, για την πένα μιας ευαίσθητης στα ζητήματα της φεμινιστικής κριτικής και του κοινωνικού φύλου αναγνώστριας. Η παράθεση, όμως, θα λησμονήσει επιπλέον επιδεικτικά την προσταγή φύλαξαι, ώστε η Ανεξακρίβωτη Σκηνή χειρονομεί εμφαντικά, εν είδει παρωδιακής αντιστροφής, προς την αντίθετη κατεύθυνση, της κατασκευής και συγκέντρωσης δηλαδή, της συγγραφής και της ανάγνωσης πολλών βιβλίων: «τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά». Δεν βρισκόμαστε πάντως μπροστά σε μιαν επιπολαιότητα, που κατανεύει ανέξοδα στο ιδιωτικό παιχνίδι μιας ευχάριστης και ψυχαγωγικής ποιητικής του βιβλίου· η διαγεγραμμένη προστακτική συνεχίζει, αντίθετα, να σημαίνει μέσω της απουσίας της, να ακούγεται μέσα από τη σιωπή της λευκής σελίδας. Παραθέτοντας κατά γράμμα, στη συνέχεια, τα λόγια του πένθιμου και μελαγχολικού Εκκλησιαστή, η Τζίνα Πολίτη έχει πλήρη συνείδηση ότι για τη σοβαρή εργασία της έρευνας και της συγγραφής «οὐκ ἔστι περασμός» και πως η μελέτη είναι «κόπωσις σαρκός». Το έχει, άλλωστε, αναπτύξει και η ίδια πρόσφατα, αποκαλώντας την προσώρας τελευταία της συναγωγή δοκιμίων Η δοκιμασία της ανάγνωσης. «Ο τίτλος αυτού του βιβλίου», διαβάζουμε στο προλογικό σημείωμα, «δεν αφορά τα περιεχόμενά του αλλά την εργασία που προϋποθέτει η συγγραφή του».[3] Καταφεύγοντας έτσι, όπως συχνά το πράττει στα δοκίμιά της, στα λεξικά, στους ορισμούς των λέξεων και στη σκιά τους, που κάποιες λέξεις την έχουν και κάποιες άλλες την έχουν απωλέσει, θα αναφερθεί στη δοκιμασία της ανάγνωσης σαν πολύ μεγάλη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, υπολογισμένη σε πολύμοχθες εργατοώρες του κριτικού αναγνώστη-ερευνητή.

Μολονότι η Τζίνα Πολίτη γνωρίζει καλά πως μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζεται ο αναγνώστης-ερευνητής απ’ τη δούλεψή της, πως και αυτός μπορεί, σαν άλλος ευπροσήγορος Dr. Jekyll, να παραδοθεί στη γοητεία της καλοδουλεμένης αφήγησης, αναγνώρισε, την ίδια στιγμή, πως η στράτευση του αναγνώστη-ερευνητή κρύβει σχιζοειδώς τον «μυστηριώδη, μονήρη, ανελέητο Mr. Hyde», τον αναγνώστη εκείνον που υπέφερε από μιαν ιδεώδη αυπνία, για να θυμηθούμε τον Ιρλανδό. Στα χέρια αυτών των άγρυπνων εργατών και εργατριών της γραμματολογικής έρευνας, γράφει η Πολίτη, «το απολαυστικό μυθιστόρημα έχανε ξαφνικά τη διαφάνεια και τη συνοχή του, μετατρεπόταν σε μιαν άμορφη σκοτεινή ύλη, από την οποία έπρεπε, υποβάλλοντας τον εαυτό του[ς] σε μεγάλη ψυχική και σωματική δοκιμασία, να κατασκευάσ[ουν] ένα άλλο, ανοίκειο γλωσσικό αντικείμενο, το οποίο, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, θα εξασφάλιζε την επιβίωση του λογοτεχνικού έργου μέσα στο χρόνο και θα το έσωζε από την ακινησία».[4]

Η Τζίνα Πολίτη είναι, έτσι, όπως με αξιοζήλευτη ευστοχία την αποκάλεσε η Λίζυ Τσιριμώκου σε ομιλία της πάλι στο Μουσείο Μπενάκη στις 18 Μαρτίου 2011, με αφορμή την απονομή στη σημερινή τιμώμενη του βραβείου «Διδώ Σωτηρίου» της Εταιρείας Συγγραφέων, «μια ευαίσθητη αναγνώστρια που διανυκτερεύει»· ως Νέα Σίβυλλα (όπως την είχε ήδη στα 1949 απεικονίσει η Θάλεια Φλωρά-Καραβία στο πορτρέτο που κοσμεί τώρα το οπισθόφυλλο της Δοκιμασίας της ανάγνωσης) επιλέγει να θέτει αυθορμήτως, σαν τις αρχαίες Σίβυλλες, νέα ερωτήματα στα λογοτεχνικά κείμενα του παρελθόντος: εκείνα τα ερωτήματα που πασχίζουν στη βάση των ερμηνευτικών τρόπων του παρόντος να διασφαλίσουν τη μελλοντική ανάγνωση.[5] Στη θέση των παραδεδομένων λόγων αληθείας, στους οποίους μας καλούσε να αρκεστούμε ο Εκκλησιαστής, προβάλλει, έτσι, η άγρυπνη εργασία στη βιβλιοθήκη, μια εργασία ασεβής, που την κεντρίζουν «ὡς τὰ βούκεντρα καὶ ὡς ἧλοι πεφυτευμένοι» (ΙΒ´ 11) τα άλυτα προβλήματα των σχέσεων της μυθοπλασίας και του πραγματικού, της λογοτεχνίας ως επιτήδειου ψέματος, από τη μια μεριά, και, από την άλλη, της γλώσσας και της γνώσης, της ιστορίας και της αλήθειας.

Με τον τίτλο The Skilful lieΤο επιτήδειο ψέμα, στη μετάφραση του Άρη Μπερλή[6]– είχε ονοματίσει η Τζίνα Πολίτη το πρώτο κεφάλαιο της διδακτορικής της διατριβής για τις προϋποθέσεις του μυθιστορήματος τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Η ευθύβολη διατύπωση επιχειρούσε να αποδώσει την υπεράσπιση του Ομήρου από τον Αριστοτέλη, για την οποία ο ποιητής που εγκαινιάζει την ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας εδίδαξε και τους άλλους «ψευδῆ λέγειν ὡς δεῖ» (κεφ. 24, 1460a 9). Το επιτήδειο ψέμα της λογοτεχνίας και η πρόκληση που αυτό θέτει στη γνωστική αξία της ενασχόλησης με τη μυθοπλασία, συγγραφικής και αναγνωστικής, αποβαίνει έτσι το κόκκινο νήμα, για να ξεκαθαρίσει η ερευνήτρια τους λογαριασμούς της με τις εννοιολογήσεις και την ποιητική της μιμήσεως και να διαμορφώσει το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, μέσα από το οποίο έβλεπε εφεξής την πράξη όλων εκείνων, όσοι ποιούν βιβλία.

Ας μην παρεξηγηθώ: δεν ισχυρίζομαι πως το αφετηριακό αυτό κείμενο της Τζίνας Πολίτη αποτυπώνει ένα θεωρητικό στίγμα, κερδισμένο ήδη τη δεκαετία του 1970 και δογματικά στάσιμο στη συνέχεια. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν άτοπος στην περίπτωση ενός στοχασμού σε διαρκή κίνηση, ας πούμε κατά τις διαδρομές του στη βιβλιοθήκη της θεωρίας (της λογοτεχνίας), από τη μαρξιστική κριτική του Fredric Jameson στη δομιστική φυλακή της γλωσσολογίας ή την απόπειρα του Lucien Goldmann να συμφιλιώσει τον δομισμό και τον μαρξισμό τη δεκαετία του 1970 μέχρι τη λακανική Αριστερά της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας, καθώς δηλαδή η Τζίνα Πολίτη καλλιεργεί, τα τελευταία σαράντα χρόνια στη μελέτη της λογοτεχνίας, ό,τι είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε δυτικό μαρξισμό, συναντώντας γόνιμα τις εννοιολογικές παραδόσεις της ψυχανάλυσης, του φεμινισμού και, φυσικά, του μεταδομισμού. Ωστόσο: το εισαγωγικό κεφάλαιο του 1976 ξεκλειδώνει, θα υποστήριζα, τις προϋποθέσεις των αναγνωστικών αυτών διαδρομών της ερευνήτριας, ονομάζει το πρόβλημα, στην επίλυση του οποίου θα αναλωθεί ο μόχθος της ίδιας αλλά και αρκετών άλλων κριτικών της γενιάς της, εντός αλλά ιδίως εκτός των συνόρων του ελληνικού πανεπιστημίου.

Χωρίς αυτό να μπορεί να γίνει σήμερα, ακριβώς επειδή το κριτικό εγχείρημα της Τζίνας Πολίτη –μελετήτριας της αγγλικής και της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εντέλει συγκριτολόγου– υπήρξε καίριο και έγκαιρο διεθνώς, θα ήταν διαφωτιστικό να το αντιπαραβάλει κανείς με το εγχείρημα λ.χ. ενός άλλου αγγλιστή και συγκριτολόγου, από τον γερμανόφωνο αυτή τη φορά χώρο. Εννοώ το εγχείρημα της πραγματολογίας της λογοτεχνίας του Wolfgang Iser, που στα ίδια πάνω-κάτω χρόνια επιχείρησε τη συγγραφή μιας ιστορίας του αγγλόφωνου μυθιστορήματος στη βάση της αναλυτικής κατηγορίας του λανθάνοντος αναγνώστη –του ρόλου δηλαδή που προόριζε για τον αναγνώστη του το εκάστοτε ιστορικά προσδιορισμένο μυθοπλαστικό έργο– για να οδηγηθεί τη δεκαετία του 1990, μη μαρξιστής εκείνος, σε μιαν ανθρωπολογική προάσπιση της λογοτεχνίας κατά τη διαπλοκή του φαντασιακού, του μυθοπλαστικού και του πραγματικού.[7] Όπως κι αν έχουν τα πράγματα με τα κοινά ερωτήματα και τις διακριτές απαντήσεις σε αυτά, η απόφαση της Τζίνας Πολίτη να αποδεχθεί τη μετοικεσία από τα αγγλοσαξονικά ακαδημαϊκά ιδρύματα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μετέφερε, σε χρόνο προδρομικό για τη νεοελληνική επιστήμη, μια δέσμη ερωτημάτων που σφράγισαν την εποχή της υποψίας των γραμματολογικών σπουδών, μετασχηματίζοντας τη στόχευσή τους πέραν του Dr. Jekyll του κοινού νου προς την ιδεώδη αυπνία του Mr. Hyde.

Στη βάση των αναγνωστικών πρακτικών της Τζίνας Πολίτη βρίσκεται, έτσι, ο έλεγχος της οντολογίας της λογοτεχνίας, της κοινολεκτούμενης αντίληψης πως η λογοτεχνία μιμείται την πραγματικότητα· και συνακόλουθα του επιστημολογικού της κύρους, της γνωστικής της αξίας ως λόγου αληθείας. Σε αντίθεση ωστόσο προς τη, δεσπόζουσα τη δεκαετία του 1970, μεταδομιστική τάση της απόλαυσης του κειμένου –που στην κατεύθυνση του Roland Barthes ή της Julia Kristeva θα αρκείτο (η Πολίτη) να καταγγείλει ως ψευδαίσθηση την αναφορικότητα της λογοτεχνίας, το ότι δηλαδή αναφέρεται σε κάτι έξω από τη γλώσσα, και να αναγάγει την αληθοφάνεια της αφήγησης σε τέχνασμα του επιτήδειου ψέματος, που ισχυρίζεται πως είναι καθρέφτης κρύβοντας πως δεν είναι παρά γραφή, écriture– η Πολίτη αφορμάται από τη διαπίστωση μιας ανιστόρητης και μη αναστοχαστικής στιγμής στις μιμητικές θεωρίες της λογοτεχνίας: στην αβασάνιστη, από τον μελετητή της λογοτεχνίας, αποδοχή της ίδιας της έννοιας του πραγματικού που υποτίθεται ότι κατοπτρίζει η λογοτεχνία. Εφόσον έχεις αντιστρέψει την οπτική σου γωνία, από την ποιητική της λογοτεχνίας σε εκείνη της πραγματικότητας, τότε η ιστορία της φιλοσοφίας και των επιστημών, δηλαδή τα συστήματα θεώρησης του πραγματικού και οι εννοιολογικές δομές τους, αποβαίνουν στο κρίσιμο πεδίο εντός του οποίου βρίσκουν τη θέση τους η μιμητική περί λογοτεχνίας θεωρία και η αληθοτιμή της μυθοπλασίας, το διάφορο που μας διασφαλίζει η ανάγνωση των επιτήδειων ψεμάτων.

Η Τζίνα Πολίτη βρίσκεται έτσι στη μακρά διάρκεια της ποιητικής από τη μεριά του Αριστοτέλη παρά του Πλάτωνα, από τη μεριά του Λογγίνου παρά του Οράτιου· στον τελευταίο μάλιστα χρεώνει την απώθηση της αριστοτελικής γνώσης, πως τα έργα δηλαδή της λογοτεχνίας βασίζονται σε υποθέσεις που έρχονται σε αντίφαση με τις αντιλήψεις του κοινού νου, απώθηση που επέτρεψε στον κλασικισμό του Αιώνα των Φώτων και του Ορθού Λόγου να αντικατασταθεί η αριστοτελική «πιθανή αδυνατότητα» με τον κανόνα της αληθοφάνειας, το ρεαλισμό του κοινού νου και μια λογοτεχνική αλήθεια στα μέτρα των λογικών και ηθικών κανόνων. Αφηγούμενη στο πρώτο κεφάλαιο της διδακτορικής της διατριβής τις αλλαγές παραδείγματος στις θεωρήσεις του πραγματικού κατά την ιστορία της μιμήσεως τον 19ο αιώνα, η Πολίτη θα εστιάσει στο ιδεαλιστικό και ρομαντικό οργανικό σύμπαν, καθώς το υποκείμενο συμπράττει μετά την καντιανή επανάσταση στη δημιουργία της φύσης εντός ενός εξανθρωπισμένου κόσμου, και στη συνέχεια, φυσικά, στη θετικιστική εξίσωση του πραγματικού με την κοινωνία ή στον τοποθετημένο πλέον εντός του επιστημονικού εργαστηρίου νατουραλιστικό καθρέφτη, για να οδηγηθεί στην απόρριψη της μιμητικής θεώρησης και, συνακόλουθα, της γνωστικής λειτουργίας της τέχνης από τους αισθητιστές. Η ιδεώδης αυπνία της αναγνώστριας θα αναλωθεί έτσι στην ιστορικοποίηση των εννοιολογικών προϋποθέσεων των επιτήδειων ψεμάτων, στην εργασία πάνω στην εννοιολογική ανάσταση του παρελθόντος, που ευελπιστεί να μας επιτρέψει να προβάλουμε πάνω στον κόσμο, να επιστρέψουμε με την ανάγνωσή μας πίσω στον κόσμο τα γνωρίσματα της γλώσσας.

***

Στη συνομιλία του με τα κείμενα, την επιστροφή αυτή των λέξεων στα πράγματα θα ισχυριζόμουν πως επιδιώκει ο ιστορισμός της Τζίνας Πολίτη, την επιστροφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας στη γνωστική, την επιστροφή του τραγικού ή υπαρξιακού φόβου και ελέου στην επικοινωνιακή κάθαρση, του εντός της λογοτεχνίας στο εκτός του πολιτικού. Η ασεβής προτροπή «τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά» βρίσκει το έρεισμα της εκκοσμικευμένης πίστης της στην πεποίθηση πως οι ποικιλώνυμοι Dr. Jekyll του κοινού νου των ημερών μας, προσχηματικά, αποκλείουν το μυθοπλαστικό από την περιοχή του πραγματικού, απαξιώνουν από τη σκηνή της πραγματικότητας την ανεξακρίβωτη σκηνή της μυθοπλασίας· για τη σημερινή τιμώμενη στη βάση αυτή «συντελείται η κοινωνική “εξαπάτηση” και διαμορφώνονται στον κοινωνικό ορίζοντα τα δίπολα: πιθανόν/απίθανον, δυνατόν/αδύνατον, καθώς και οι αντίστοιχες κλίμακές τους, που κατευθύνουν και ελέγχουν την επιθυμία».[8]

Οι εργατοώρες της ανάγνωσης και της συγγραφής για την προάσπιση των επιτήδειων ψεμάτων αφιερώνονται, έτσι, στα διαδοχικά δοκίμια της Τζίνας Πολίτη, σε ένα σύμπαν «αμοιβαίων αντικατοπτρισμών» του κοινωνικού και του μυθιστορηματικού κειμένου, για να ελεγχθούν οι αρμοί της πολιτικής απόκρυψης και της ιδεολογικής πειθούς και να αναδειχθεί η χρεία της αποκωδικοποιητικής ερμηνείας των αντικατοπτριζόμενων κειμένων. Λ.χ. με την ανάδειξη της μυθιστορηματικής κατεργασίας της ιδεολογίας στη Λυγερή του Ανδρέα Καρκαβίτσα – η ανάλυση θα αναδείξει εκεί την ταλάντευση του αφηγητή εντός των ιδεολογικών αντιθέσεων που θα καλλιεργήσει το κείμενο, έως ότου ο μύθος, «το δράμα της παραδοσιακής υπαίθρου που η ιστορία καταχώρισε στον έμπορα με τα “ευρωπαϊκά φορέματα”», θα εξουσιάσει και εκείνον όπως και τον αποδέκτη της αφήγησής του, αναγνώστη: στο «τέλος της οργανικής κοινότητας, του “τότε” του αφηγητή, του ονειροπολήματος της ειδυλλιακής γραφής», οι νόμοι της φύσης και της εξαφάνισης των ειδών θα δοξολογήσουν «τη γέννηση της νέας κοινωνίας, το τώρα του αφηγητή, τη θετικότητα της ρεαλιστικής γραφής», του αστικού ρεαλισμού.[9] Είτε πάλι με τη συνανάγνωση της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη με ό,τι αποκαλεί η Τζίνα Πολίτη «δαρβινικό κείμενο» – η ερμηνεία θα αποκωδικοποιήσει εδώ έναν άλλο περί πραγματικότητας λόγο που κατοπτρίζεται στη Φραγκογιαννού και είχε διαφύγει της αναγνωστικής προσοχής: ο λόγος της γραίας Χαδούλας, θα υποστηρίξει η Τζίνα Πολίτη, «δεν είναι ούτε δικός της ούτε της “κοινής σοφίας”», αλλά «ένας επιστημονικοφανής λόγος» προερχόμενος από το δαρβινικό κείμενο, που εδώ «διαλογίζεται, μιλά και “παραλογίζεται”».[10] Είτε, τρίτο και τελευταίο παράδειγμα, με την αναζήτηση του βουβού προσώπου της ιστορίας στην Ορθοκωστά του Βαλτινού, στην οποία η Πολίτη θα αρνηθεί «να προβάλει [...] “διακυβεύματα” της εποχής», αποποιούμενη το ρόλο «του κατήγορου, του δικαστή» στο «“λαϊκό” δικαστήριο που στήθηκε από ορισμένους διανοουμένους της Aριστεράς» – στην αφηγηματολογική της ανάγνωση ο Βαλτινός «τον φιμωμένο λαϊκό λόγο προσπαθεί να αφουγκραστεί και να ανασύρει», από μια αφηγηματολογική θέση που είναι, όπως σημειώνει η αναγνώστρια, «βαθύτατα “αριστερή”»: «η πάλη αυτή κατά της εξουσίας, η πάλη της μνήμης κατά της λήθης», καταλήγει η Τζίνα Πολίτη, «σώζεται μόνο στις ανεπίσημες σελίδες της λογοτεχνίας».[11]

Θα περίσσευε να προσθέσουμε οτιδήποτε στην εύγλωττη αυτή μνεία του Μίλαν Κούντερα. Στην προάσπιση της λογοτεχνίας, των ανεπίσημών της σελίδων, συγκλίνει η αναγνωστική και συγγραφική δέσμευση της ερευνήτριας που το Μουσείο Μπενάκη αποφάσισε σήμερα να τιμήσει – και ορθά, «αν λάβει κανείς υπόψη το “διωγμό” που υφίσταται, στην εκχυδαϊσμένη εποχή μας, ο κανόνας της μεγάλης Λογοτεχνίας», όπως υποσημείωνε η ίδια στη συναγωγή Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών.[12] Αποχαιρετώντας έπειτα από δεκαεπτάχρονη παρουσία συναδέλφους και μαθητές στο Αριστοτέλειο κατά την επίδοση του τιμητικού τόμου Η λογοτεχνία και οι προϋποθέσεις της. Τιμητικό αφιέρωμα στην Τζίνα Πολίτη, η σημερινή τιμώμενη έγραφε έτσι προς την αντίθετη κατεύθυνση:

Το μόνο που ξέρω είναι πως όντας πλέον «ώριμη στα χρόνια» έχω αρχίσει να γίνομαι πολύ συντηρητική και ευλογώ, όπως και ο Μαρξ, τον Όμηρο και τον Σοφοκλή, τον Ντάντε και τον Σαίξπηρ, τον Μίλτωνα και την Jane Austen, τον Walter Scott και τον Balzac, τον Ντοστογιέφσκι και την George Eliot, τον Proust και τον Καβάφη, τον μεγάλο Ελύτη. Γιατί σ’ αυτούς και σ’ αυτές, όπως ο νοσταλγός, συνέχεια επιστρέφω.[13]

Η επιστροφή αυτή, η αναγνωστική επιστροφή συνάμα, όπως ελπίζω να έδειξα, του επιτήδειου ψέματος στην αλήθεια (με την ετυμολογική διαφάνεια της λέξης) του πολιτικού, η επιστροφή των λέξεων στο πράγμα, συνιστά –ας μου επιτραπεί ο αφορισμός– μιαν υπόσχεση που εκ των προτέρων το γνωρίζουμε πως πέπρωται να μείνει εκκρεμής: οὐκ ἔστι περασμός. Και πρώτη το γνωρίζει τούτο η ίδια η Τζίνα Πολίτη, ακόμη κι όταν (ή ακριβώς διότι) ονομάζει με τον τίτλο Επιστροφή τη δοκιμή της στη συγγραφή επιτήδειων ψεμάτων, τη συλλογή διηγημάτων που έχει δημοσιεύσει.[14] Αρκεί, κρίνω, να σας θυμίσω τα όσα η ίδια σημείωνε, συνομιλώντας με τον «Φιλόπατρι» του Ανδρέα Κάλβου και ξετυλίγοντας, καθώς ό,τι επιστρέφει στη χαμένη γενέτειρα δεν είναι ο ποιητής αλλά το τραγούδι του, το αφήγημα του παντοτινά ανεκπλήρωτου νόστου: «Φαίνεται», έγραφε η Τζίνα Πολίτη, «πως η φιλοπατρία ζητά από τον νοσταλγό να κατοικεί μονίμως στην εξορία, στο πένθος και στην επιθυμία. Η Επιστροφή σημαίνει λήθη».[15]

 

* Το παρόν κείμενο  δημοσιεύεται με θλιβερή αφορμή το θάνατο της Τζίνας Πολίτη. Διατηρήθηκε η μορφή στην οποία εκφωνήθηκε στην τιμητική εκδήλωση για την καθηγήτρια και συγγραφέα, στο Μουσείο Μπενάκη, στις 14 Δεκεμβρίου 2012. Στην εκδήλωση εκείνη είχαν συμμετάσχει, πέραν του υπογράφοντος, η Karin Boklund-Λαγοπούλου και η Μαίρη Μικέ, ενώ χαιρετισμό είχε απευθύνει ο αείμνηστος Άγγελος Δεληβοριάς.

[1] «Hellenize it: James Joyce in Greece», στο The Reception of James Joyce in Europe, επιμ. Geert Lernout και Wim Van Mierlo, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Continuum, 2004, τ. 2, σ. 455-468 και 512-515. [Κατά την τελευταία δεκαετία του βίου της Τζίνας Πολίτη, πέραν της ελληνικής έκδοσης της διδακτορικής διατριβής (Νήσος, 2018), θα πρέπει πλέον να προσμετρηθούν 6 ακόμη τόμοι στις εκδόσεις Άγρα, Νήσος, Ερατώ και Πόλις.]

[2] Η Ανεξακρίβωτη Σκηνή. Δοκίμια για τους Ν. Καζαντζάκη, Α. Τερζάκη, Μ. Καραγάτση, Γ. Πάνου, Σ. Τσίρκα – Λ. Ντάρρελλ, Ρ. Γαλανάκη, Γ. Κιουρτσάκη, Δ. Δημητριάδη, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 2001, σ. 9.  

[3] Η δοκιμασία της ανάγνωσης. Δοκίμια, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 2010, σ. 9.

[4] Αυτόθι, σ. 11-12.

[5] Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή θερμά τη Λίζυ Τσιριμώκου για την αποστολή του αδημοσίευτου ακόμη κειμένου της. [Βλ. τώρα: Λίζυ Τσιριμώκου, «Τζίνα Πολίτη, μια ακάματη αναγνώστρια», Το Βήμα, 28/5/2023.]

[6] Σπείρα, 5 (1977), σ. 38-56 και 6 (1977), σ. 184-205.

[7] Βλ. σχετικά Der implizite Leser. Kommunikationsformen des Romans von Bunyan bis Beckett, Μόναχο, Fink, 1972 [αγγλ. μτφ.: The Implied Reader: Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett, Βαλτιμόρη και Λονδίνο, Johns Hopkins University Press, 1974] και Das Fiktive und das Imaginäre. Perspektiven literarischer Anthropologie, Φρανκφούρτη, Suhrkamp, 1991 [αγγλ. μτφ.: The Fictive and the Imaginary: Charting Literary Anthropology, Βαλτιμόρη και Λονδίνο, Johns Hopkins University Press, 1993].

[8] Ό.π. (σημ. 2), σ. 10.

[9] «Η μυθιστορηματική κατεργασία της ιδεολογίας: Ανάλυση της Λυγερής του Ανδρέα Καρκαβίτσα», τώρα στο Συνομιλώντας με τα κείμενα. Δοκίμια για τους Α. Κάλβο, Α. Καρκαβίτσα, Μίλτωνα – Φιλαρά – Ρηγόπουλο, Α. Παπαδιαμάντη, Ο. Ελύτη, Δ. Δημητριάδη και Θ. Βαλτινό, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 1996, σ. 63-127.

[10] «Δαρβινικό κείμενο και Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη (Πρόταση ανάγνωσης)», αυτόθι, σ. 155-181.

[11] «Το βουβό πρόσωπο της ιστορίας: Ορθοκωστά», αυτόθι, σ. 229-245.

[12] «Επίλογος. Το τέλος της λογοτεχνίας», τώρα στο Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών. Δοκίμια, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 2006, σ. 209.

[13] «Η λογοτεχνία και οι προϋποθέσεις της», στο Λόγοι, αντίλογοι, σατιρικά. Η γραφή (μου) ως πολιτική πράξη, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 2009, σ. 72.

[14] Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 2011.

[15] «Πένθος και μελαγχολία: Ο Φιλόπατρις του Κάλβου», ό.π. (σημ. 9), σ. 15.

Μίλτος Πεχλιβάνος

Καθηγητής νεοελληνικών σπουδών στο Freie Universität του Βερολίνου και διευθυντής του Κέντρου Νέου Ελληνισμού στο ίδιο Πανεπιστήμιο (www.cemog.fu-berlin.de). Έχει συνεπιμεληθεί μεταξύ άλλων τους τόμους Einführung in die Literaturwissenschaft (1995) και Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Παν. Mουλλά (2005), έχει συνεργαστεί στην ελληνική έκδοση του Cambridge History of Literary Criticism (μέχρι στιγμής δύο τόμοι, 2004 και 2010) και έχει συστήσει στα ελληνικά το θεωρητικό έργο του Hans Robert Jauss (H θεωρία της πρόσληψης. Tρία μελετήματα, 1995). Εκτός από τη διδακτορική του διατριβή (Eκδοχές νεοτερικότητας στην κοινωνία του γένους: Nικόλαος Mαυροκορδάτος - Iώσηπος Mοισιόδαξ - Aδαμάντιος Kοραής, 1999) έχει δημοσιεύσει τη μονογραφία Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης (2008).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.