Σύνδεση συνδρομητών

Τι απέγινε το τραπέζι του Παπαδιαμάντη

Κυριακή, 28 Αυγούστου 2022 08:35
Φωτογραφία του τραπεζιού του Παπαδιαμάντη στο σπίτι της Δεξαμενής, από την εφημερίδα Ακρόπολις, 1939. 
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Φωτογραφία του τραπεζιού του Παπαδιαμάντη στο σπίτι της Δεξαμενής, από την εφημερίδα Ακρόπολις, 1939. 

Λογοτέχνες που τον γνώρισαν, συγκράτησαν στη μνήμη τους την ενδυμασία του. Το παλτό του λόγου χάριν, που το φορούσε χειμώνα καλοκαίρι και ήταν κάτι σαν σήμα κατατεθέν της όλης του εμφάνισης, λεπτομερώς περιέγραψε ο λογοτέχνης Στέφανος Στεφάνου. «Κανελί λερωμένο» το θυμόταν ο πολυγράφος Σπύρος Μελάς «που κάτω απ’ αυτό φυσούσε το πιο γνήσιο αεράκι ποιήσεως». Ο κρητικός πεζογράφος Ιωάννης Κονδυλάκης πρόσεξε ότι ο Σκιαθίτης «εκράτει με το χέρι τα δύο επί του στήθους άκρα του ενδύματός του διά να το κρατή κλειστόν, διότι ίσως δεν έκλειεν όσον ήθελεν ή, το πιθανότερον, διότι του έλειπεν το κουμπί».

Οι περισσότερες όμως εικόνες, που διατηρήθηκαν και πέρασαν σε δημοσιεύματα, παρουσιάζουν το τελευταίο σπίτι που νοίκιασε στη Δεξαμενή πριν αποσυρθεί στη Σκιάθο. Το έχει σχεδιάσει μάλιστα επί τόπου ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου. Αυτά όμως έχουν γίνει λίγο πολύ γνωστά.

Ένα από εκείνα που διαφεύγουν είναι η ιστορία του τραπεζιού που πάνω του έγραφε τα διηγήματά του: Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του, το σπίτι όπου έμενε στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου 9 σωζόταν ακόμη αναλλοίωτο και η κάμαρη δεν είχε καν αδειάσει από τα παλιά αντικείμενα χρήσης. Από το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου “Σ.” στην εφημερίδα Ακρόπολις (12/4/1939) αποσπώ την περιγραφή του εσωτερικού χώρου:

Στο δωμάτιο μόλις χωρούν να βολευτούν όπως-όπως ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπεζάκι και μια καρέκλα. Πλάι στο παραθυράκι υπάρχει ένα μικρό ντουλαπάκι με δύο παλιά ράφια που εξεπλήρωνε χρέη βιβλιοθήκης. Ακριβώς πλάι στο ντουλάπι σώζεται το ίδιο μικροσκοπικό τραπεζάκι που χρησιμοποιούσε ως γραφείο ο Παπαδιαμάντης. Μοιάζει σαν ένα κοινότατο τραπεζάκι νησιώτικου φτωχού καφενείου, φτιαγμένο μάλιστα από τεχνίτη όχι πολύ επιδέξιον∙ σώζεται και η παλαιά καρέκλα που είχε στο δωμάτιό του.

Μετά τον πόλεμο, ο ποιητής και δημοσιογράφος Παύλος Κριναίος επισκέφτηκε το ιστορικό σπίτι και δημοσίευσε πρωτοσέλιδο, στην εφημερίδα Η Βραδυνή (25/3/1954), τις πληροφορίες που συνέλεξε. Οι νέοι ιδιοκτήτες, η οικογένεια Γ. Τσιγγρή, αν και ανακαίνισαν ολόκληρο το κτίριο διατήρησαν «προς τιμήν του μεγάλου συγγραφέως το παλιό κελί του αγίου κάτω από τη μαρμαρένια σκάλα». Μέχρι το 1944 οι νέοι ιδιοκτήτες φύλαγαν σαν κειμήλιο το «κουτσό τραπεζάκι» το οποίο, σύμφωνα με παλιότερη μαρτυρία της Μαρουδιάς Κουμιώτισσας, «ήταν χοντροφτιαγμένο από τον μπαρμπα - Αλέξανδρο». Στα Δεκεμβριανά όμως εξεμέτρησεν το ζην: «κάηκε ένα βράδυ που έκανε τσουχτερό κρύο για να ζεσταθούν οι Ελασίτες που είχαν καταλάβει το σπίτι».

Το τραπέζι δεν στήριζε μόνο υπομονετικά τα γραψίματα του Παπαδιαμάντη αλλά «συμμετείχε» και στην αφηγηματική πλοκή δίνοντας θεατρικότητα στον περιβάλλοντα χώρο πολλών διηγημάτων του («Έρως – Ήρως», «Βαρδιάνος στα σπόρκα», «Θεοπόντι», «Κακόμης», «Χήρα του Νεομάρτυρος» κ.ά.). Στο εξαίρετο «Για την περηφάνια» (1899), το τραπέζι «το μαύρο και κρασωμένο» πρωταγωνιστεί, αποκτά κίνηση και χορεύει σε σουρεαλιστικούς ρυθμούς. Φαντασία και πραγματικότητα διαπλέκονται και συνθέτουν μια ονειρική εικόνα.

Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα (από την κριτική έκδοση των Απάντων του συγγραφέα από τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, τόμος 3, Δόμος, σ. 207-214):

Εἶχεν εἰς τὴν ἐνθύμησίν του τὸ τραπέζι, τὸ μαῦρο καὶ κρασωμένο, τοῦ καπήλου, καὶ τόσον τοῦ εἶχε καθίσει ἐπάνω στὸ στῆθός του τὸ τραπέζι ἐκεῖνο, ὥστε ἐπὶ τέλους ἐπίστευσεν ὅτι τὸ στῆθός του ἦτον αὐτὸ τὸ τραπέζι τοῦ καπηλείου. Ἐνθυμεῖτο ἀκόμα καὶ τὰ τέσσαρα ξύλινα πόδια τοῦ τραπεζιοῦ, καὶ τὰ ἐμέτρα, καὶ τὰ εὕρισκε πολὺ ἄσχημα ξύλινα πόδια. Καὶ τὰ δικά του τὰ πόδια εἶχον ξυλιάσει, καὶ τοῦ ἐφαίνοντο ὅτι ἦσαν αὐτὰ τὰ τέσσαρα ποδάρια τοῦ τραπεζιοῦ ἐκείνου, μ᾽ ὅλον ὅτι ἦσαν δύο μόνον. Ὕστερον ἐσκέφθη ὅτι ἴσως τὰ δύο νὰ ἐκόλλησαν ἐπάνω στὰ ἄλλα δύο, κ᾽ ἔτσι ἔγιναν ὅλα δύο. Τέλος ᾐσθάνθη καὶ τὰ χέρια του ποὺ ἦσαν βαριά, ξυλιασμένα ―τὰ εἶχε ξεχάσει ἕως τότε― κ᾽ ἔλεγεν ὅτι τὰ δύο πάλιν θὰ ἐσχίσθησαν εἰς τέσσαρα, κ᾽ ἔτσι εὑρίσκετο αὐτὸς νὰ ἔχῃ ἀκόμα, τὴν ὥραν αὐτήν, δύο πόδια καὶ δύο χέρια.  

  

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.