Σύνδεση συνδρομητών

Η ελληνική οικονομία στη σκιά του Νόμπελ

Τρίτη, 09 Οκτωβρίου 2018 16:00
Ο William D. Nordhaus και ο Paul M. Romer, που τιμήθηκαν με το Νόμπελ οικονομικών επιστημών.
Nobel Prize
Ο William D. Nordhaus και ο Paul M. Romer, που τιμήθηκαν με το Νόμπελ οικονομικών επιστημών.

Η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία των Επιστημών πάντοτε προσπαθεί να συνδέει τις επιλογές της για το βραβείο Νομπέλ οικονομικών επιστημών με το διαρκή στόχο κοινωνικής ευημερίας και η φετινή επιλογή δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η επιλογή του Αμερικανού οικονομολόγου Ουίλιαμ Νορντχάους για την έρευνά του στο πεδίο της οικονομικής διάστασης της κλιματικής αλλαγής καθώς και του επίσης Αμερικανού Πολ Ρόμερ αναφορικά με τις επιπτώσεις της τεχνολογικής εξέλιξης στην οικονομική διαδικασία, αναδεικνύουν το αυξημένο ενδιαφέρον της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας για τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό διότι η κλιματική και η τεχνολογική αλλαγή εμφανίζονται ως οι μεγάλοι «διαταράκτες» (disruptors) της οικονομική προόδου στην εποχή μας. Και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται να θολώνει η «υπόσχεση του καπιταλισμού», δηλαδή η ανεμπόδιστη διαρκής οικονομική πρόοδος για την πλειονότητα του πληθυσμού δείχνει αβέβαιη. Και στις δύο περιπτώσεις επιχειρείται να αντιμετωπιστούν δύο από τις σημαντικότερες περιπτώσεις «αποτυχιών της αγοράς».

Στην πρώτη περίπτωση, η οικονομική δραστηριότητα προκαλεί συχνά ανυπολόγιστες ζημιές στο ανθρωπογενές περιβάλλον και αντίστροφα η κλιματική αλλαγή καταστρέφει την παραγωγική διαδικασία. Στη δεύτερη περίπτωση, που ενδιαφέρει περισσότερο αυτό το σημείωμα, η τεχνολογική εξέλιξη μεταβάλλει ραγδαία το οικονομικό περιβάλλον προκαλώντας θετικές και αρνητικές αλλαγές στις εργασιακές και τις κοινωνικές σχέσεις. Τα οφέλη της διαχέονται σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, η παραγωγή της όμως είναι εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση. Η ενδογενής θεωρία της ανάπτυξης (endogenous growth theory) ενσωματώνει την τεχνολογική αλλαγή ως τον καθοριστικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης. Η καινοτομία όμως βασίζεται σε ιδέες που δεν παραγγέλνονται και δεν προγραμματίζονται. Η παραγωγή όμως των ιδεών μπορεί να υποβοηθηθεί κάνοντας την αναζήτησή τους περισσότερο οργανωμένη και επικερδή (βλ. Romer, P.M. 1993. “Two Strategies for Economic Development: Using Ideas and Producing Ideas,” in Proceedings of the World Bank Annual Conference of Development Economics 1992, Washington, DC: World Bank). Το ενδιαφέρον του Ρόμερ επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους οι αγορές μπορούν να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στην καινοτομική έρευνα, ξεπερνώντας το γεγονός πως οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν το «υπολογισμένο ρίσκο», σε αντίθεση με την εγγενή «αβεβαιότητα» που συνοδεύει τις καινοτομικές επενδύσεις. Πολιτικές που συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την κατοχύρωση δικαιωμάτων καινοτομίας (πατέντες), πολιτικές επιμερισμού του κόστους έρευνας, κλπ.

Η χαμηλή παραγωγικότητα των τελευταίων δεκαετιών συμπιέζει τα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων στον αναπτυγμένο κόσμο, τα οποία την περίοδο 1988-2008 γνώρισαν τη σχεδόν απόλυτη στασιμότητα. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκόρντον χαρακτηρίζει αυτό το φαινόμενο «παρατεταμένη στασιμότητα» και το αποδίδει στην εξάντληση της δυναμικής της καινοτομίας (“Secularstagnation: Asupply-sideview”, American Economic Review, vol. 105, no. 5, May 2015).

Έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε την ελληνική οικονομία υπό το πρίσμα της ανάλυσης του Ρόμερ. Στη μετα-μνημονιακή περίοδο όπου η διεθνής αβεβαιότητα και κυρίως η αναξιόπιστη κυβερνητική πολιτική καθηλώνουν την οικονομία στην «παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης», οι μεσο-μακροπόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι. Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις οικονομικών οργανισμών (ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τελευταία εξαμηνιαία έκθεση του ΔΝΤ, κλπ.) οι ρυθμοί ανάπτυξης μετά το 2022 προσγειώνονται κοντά στο, πρακτικά μηδενικό για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, ποσοστό του 1%.

Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας συνδέεται άμεσα με τη χαμηλή παραγωγικότητα που κατακρημνίζεται διαρκώς και η οποία βέβαια δεν βελτιώνεται με τη συρρίκνωση των αμοιβών των εργαζομένων. 

Το κύριο ζήτημα είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν ενσωματώνει την απαιτούμενη «παραγωγική γνώση» προκειμένου να επιτύχει μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Δεν παράγουμε δηλαδή σύνθετα και επαρκώς διαφοροποιημένα προϊόντα. Σύμφωνα με τον ετήσιο δείκτη οικονομικής πολυπλοκότητας (Atlas of Economic Complexity, 2015), η Ελλάδα καταλαμβάνει μόλις την 59η θέση ανάμεσα σε 124 κράτη, πίσω από χώρες όπως η Βοσνία, η Αγκόλα, τα Εμιράτα και η Κόστα Ρίκα. Στον πυρήνα αυτής της υστέρησης βρίσκεται η ανεπαρκής (κυρίως τεχνολογική) καινοτομία της οικονομίας συγκριτικά με τα άλλα αναπτυγμένα κράτη. Με βάση τον Παγκόσμιο Κατάλογο Καινοτομίας για το 2018 (Global Innovation Index) η ελληνική οικονομία καταλαμβάνει την 42η θέση ανάμεσα στα 126 κράτη της έρευνας και την 29η θέση ανάμεσα σε 39 ευρωπαϊκά κράτη. Ενδεικτικά, η Ελλάδα καταγράφει σημαντική υστέρηση σε κρίσιμους δείκτες, όπως στην ενσωμάτωση της καινοτομίας στην οικονομία (European Innovation Scoreboard 2017) και στο δείκτη ψηφιακής οικονομίας όπου καταλαμβάνει την 26η θέση ανάμεσα στις 28 χώρες της Ε.Ε. (Έκθεση Ψηφιακής Προόδου της Ευρώπης 2017).

Οι πολιτικές που μπορούν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση πυροδοτώντας μία καινοτομική δυναμική και δίνοντας κατ’ επέκταση σημαντική αναπτυξιακή ώθηση, είναι γνωστές. Περιλαμβάνουν τις επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο καθώς και την απελευθέρωση και διάχυση της γνώσης, τις δημόσιες επενδύσεις και τη μόχλευση ιδιωτικών επιχειρηματικών κεφαλαίων που προορίζονται για την Έρευνα και Ανάπτυξη. Είναι καιρός τα ζητήματα αυτά να τεθούν οργανωμένα στον εγχώριο δημόσιο διάλογο ώστε οι υστερήσεις της οικονομίας να μην προσδώσουν σε αυτή περισσότερο μόνιμα χαρακτηριστικά.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.