Σύνδεση συνδρομητών

Είναι Αλβανός!

Παρασκευή, 23 Απριλίου 2021 11:48
Σεπτέμβριος 2004, Αθήνα. Βιαιοπραγία εναντίον Αλβανού επειδή πανηγύριζε μετά τη νίκη της Εθνικής Αλβανίας επί της (πρωταθλήτριας Ευρώπης, εκείνη τη χρονιά) Εθνικής Ελλάδος. Λήψη από μακριά με τηλεφακό.
Φωτογραφία Αρχείου
Σεπτέμβριος 2004, Αθήνα. Βιαιοπραγία εναντίον Αλβανού επειδή πανηγύριζε μετά τη νίκη της Εθνικής Αλβανίας επί της (πρωταθλήτριας Ευρώπης, εκείνη τη χρονιά) Εθνικής Ελλάδος. Λήψη από μακριά με τηλεφακό.

Αθήνα, αρχές Σεπτεμβρίου 2004. Η εθνική ομάδα της Ελλάδας αντιμετωπίζει, εκτός έδρας, την εθνική ομάδα της Αλβανίας. Ο αγώνας είναι επίσημος και λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο των προκριματικών αγώνων για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που θα γίνει το καλοκαίρι του 2006 στην Γερμανία (Mουντιάλ 2006). Το ενδεχόμενο της ήττας δεν συζητείται καν. Πολύ πρόσφατα, τον Ιούλιο 2004, η εθνική μας ομάδα κατήγαγε τη μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία της. Σήκωσε την κούπα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου που διεξήχθη στην Πορτογαλία (Euro 2004), νικώντας εθνικά συγκροτήματα χωρών με σπουδαία ποδοσφαιρική αξία. Ασφαλώς, δεν ισχυρίζεται κανείς ότι η εθνική μας ομάδα κατέστη παγκόσμια ποδοσφαιρική υπερδύναμη, αλλά πάντως το ενδεχόμενο της ήττας από την εθνική ομάδα της Αλβανίας δεν συζητείται καν. Πώς είναι δυνατόν να χάσει μία κοτζάμ Πρωταθλήτρια Ευρώπης από την ποδοσφαιρικά άσημη Αλβανία;

Τελικό αποτέλεσμα: Αλβανία-Ελλάδα 2-1. Με το καλημέρα, μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο, η εθνική ομάδα της Αλβανίας κοπανάει δύο γκολ από τα αποδυτήρια. Το πρώτο με κεφαλιά ψαράκι και το δεύτερο με απευθείας χτύπημα φάουλ. Ψυχρολουσία. Εκεί που πίναμε μπύρες και καλαμπουρίζαμε χαλαρά, ξαφνικά μουδιάζουμε. Στην πλατεία επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή. Είμαστε όλοι συνοφρυωμένοι και καρφωμένοι στις τηλεοράσεις, κρατώντας την αναπνοή μας και τρώγοντας τα νύχια μας. Σιγά-σιγά, η εθνική μας ομάδα συνέρχεται κάπως και, λίγο πριν από την λήξη του πρώτου ημιχρόνου, βάζει ένα γκολ. Ακούγονται κάποιοι συγκρατημένοι πανηγυρισμοί ανακούφισης, αλλά καθόμαστε ακόμη σε αναμμένα κάρβουνα. Το δεύτερο ημίχρονο ξεκινάει αρκετά καλά. Η απόδοσή μας είναι αισθητά βελτιωμένη. Δημιουργούμε πολλές ευκαιρίες. Πραγματοποιούμε αρκετές τελικές προσπάθειες. Τελικά, φτάσαμε κοντά στην πηγή αλλά νερό δεν ήπιαμε. Χάσαμε.

Ο αγώνας έχει τελειώσει. Κοιταζόμαστε μεταξύ μας κακόκεφα. Κανείς μας δεν έχει διάθεση για κουβέντα. Από τα διπλανά τραπέζια ακούγονται σκόρπιες συζητήσεις. Κάποιοι αισιόδοξοι ισχυρίζονται ότι δεν χάθηκε κι ο κόσμος, αρκεί να κερδίσουμε το επόμενο παιχνίδι στην έδρα μας, με την εθνική ομάδα της Τουρκίας, και στην συνέχεια να αποσπάσουμε μερικά καλά αποτελέσματα εκτός έδρας. Κάποιοι άλλοι αναλύουν την εξέλιξη του αγώνα και επισημαίνουν τις κρίσιμες φάσεις όπου το παιχνίδι θα μπορούσε να έχει γυρίσει, αλλά δεν μας ήθελε η μπάλα. Κάποιοι τρίτοι εκφράζονται επιτιμητικά κατά του προπονητή μας (Ότο Ρεχάγκελ), επειδή δεν ξεκίνησε τον αγώνα με τους Τσιάρτα και Γιαννακόπουλο στην αρχική ενδεκάδα και τους έβαλε αλλαγή αργότερα. Πρόκειται για τον ίδιο προπονητή που, μόλις προ δύο μηνών, είχε θεωρηθεί περίπου ημίθεος, έχοντας οδηγήσει την εθνική μας ομάδα στην μεγαλύτερη επιτυχία της ιστορίας της.

Κάποτε, αποφασίζουμε πως ήρθε η ώρα να πληρώσουμε και να φύγουμε. Σηκωνόμαστε βαριεστημένα και παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής, έκαστος προς διαφορετική κατεύθυνση. Μετά από λίγα βήματα, ακούω αμυδρά μία υπόκωφη βοή. Δεν δίνω σημασία. Καθώς περπατάω, διαπιστώνω πως η υπόκωφη βοή σταδιακά αυξάνεται. Ωστόσο, δεν καταλαβαίνω από πού προέρχεται. Και μόλις στρίβω στην επόμενη γωνία, αντικρίζω αίφνης μπροστά μου έναν άνθρωπο να τρέχει πανικόβλητος στην μέση του δρόμου και, από πίσω του, έναν απείθαρχο όχλο που βρίσκεται σε ομαδικό παραλήρημα να τον κυνηγάει μανιασμένα. Κάνω στην άκρη, για να μην περάσουν από πάνω μου. Είναι δυνατόν τόσο πολλοί άνθρωποι (πολλές δεκάδες, ίσως εκατοντάδα και βάλε) να κυνηγούν έναν μόνον άνθρωπο, με τέτοια λύσσα; Κοντοστέκομαι για να δω τι θα γίνει. Σε μερικές δεκάδες μέτρα, τον προλαβαίνουν και τον ακινητοποιούν. Αυτό που ακολουθεί δεν περιγράφεται.

Ένας απείθαρχος όχλος που βρίσκεται σε ομαδικό παραλήρημα ξυλοφορτώνει ανελέητα έναν μόνον άνθρωπο. Αυτός κείται στο έδαφος εντελώς ανήμπορος και όλοι οι άλλοι γύρω του τον δέρνουν αλύπητα. Διαγκωνίζονται μεταξύ τους για να τον προσεγγίσουν και να τον χτυπήσουν όπως και όπου μπορούν, με μπουνιές και κλωτσιές, εκστομίζοντας ταυτόχρονα τις χυδαιότερες των ύβρεων για τον ίδιον, την μάνα του και όλο του το σόι. Σκέφτομαι πως σίγουρα θα έχει διαπράξει κάποια εντελώς αποτρόπαια πράξη με πολύ βαριά απαξία, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ το είδος της πράξης. Προσπαθώ να καταλάβω περί τίνος πρόκειται από διάφορες ακριτομυθίες που ακούγονται δεξιά και αριστερά, αλλά δεν καταφέρνω να βγάλω άκρη. Βρίσκω επιτέλους κάποιον σε σχετικά ήρεμη κατάσταση και τον ρωτάω με έκδηλη απορία: «Μα τι συνέβη;». «Είναι Αλβανός!», μου απαντάει.

Έχω μείνει ενεός. Δυσκολεύομαι να επεξεργαστώ αυτό που ακούω. Δυσκολεύομαι, δηλαδή, να συνδέσω την απάντηση με την ερώτηση. Πώς είναι δυνατόν η αλβανική ιθαγένεια κάποιου, αυτή καθαυτήν, να έχει πυροδοτήσει μία αντίδραση τέτοιας έντασης; Στην αρχή αμφιβάλλω αλλά, όταν συνειδητοποιώ ότι αυτό πράγματι ισχύει, τρομάζω. Θέλω να βοηθήσω τον Αλβανό, αλλά φοβάμαι για την σωματική μου ακεραιότητα. Είναι φανερό πως οποιοσδήποτε τολμήσει να εναντιωθεί στο έγκλημα που βρίσκεται σε εξέλιξη θα αντιμετωπίσει την μήνιν του όχλου. Εν τω μεταξύ, όσο εγώ αναζητώ έναν ασφαλή τρόπο για να βοηθήσω τον Αλβανό, ο τελευταίος ξυλοκοπείται αλύπητα. Αντιλαμβάνομαι πως δεν είναι δυνατόν να παραμένω άπραγος, φοβούμενος για την σωματική μου ακεραιότητα, όταν μπροστά στα μάτια μου διαπράττεται ένα τέτοιο ειδεχθές ρατσιστικό έγκλημα. Θυμώνω με τον εαυτό μου και παίρνω επιτέλους την μεγάλη απόφαση να παρέμβω, αυθωρεί και παραχρήμα, πάση θυσία.

Δεν παρεμβαίνω. Απομακρύνομαι από τον τόπο του εγκλήματος με βήμα γοργό. Σκύβω διακριτικά το κεφάλι μου για να μην τυχόν διασταυρωθεί το βλέμμα μου με άλλα βλέμματα. Νιώθω ότι συνήργησα τρόπον τινά στο έγκλημα διά παραλείψεως. Ταυτόχρονα, όμως, για να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια, απαλλάσσω τον εαυτό μου λόγω ελλείψεως δόλου. Αφού είχα όλη την καλή διάθεση να βοηθήσω. Αφού οι προθέσεις μου ήταν όλως αγαθές. Αυτό δεν αρκεί; Αυτό δεν έχει σημασία; Από τότε μέχρι σήμερα έχει παρέλθει ικανός χρόνος, πλέον των δεκαέξι (16) ετών. Χιλιάδες φορές έχει περάσει από τον νου μου εκείνη η σκηνή και έχω αναρωτηθεί εάν υπήρχε οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης από πλευράς μου. Πάντοτε καταλήγω στο βολικό συμπέρασμα πως δεν υπήρχε απολύτως καμία τέτοια δυνατότητα και πως οποιοσδήποτε επιχειρούσε να παρέμβει σε εκείνον τον μαινόμενο όχλο θα αντιμετώπιζε την τύχη του Αλβανού.

Λονδίνο, Trafalgar Square, 13/6/2020. Με αφορμή την δολοφονία του μαύρου πολίτη George Floyd από τον λευκό αστυνομικό Derek Chauvin στη Μινεάπολη των ΗΠΑ στις 25/5/2020, λαμβάνει χώρα μία άγρια συμπλοκή μεταξύ μαύρων διαδηλωτών του κινήματος «Black Lives Matter» και διαφόρων ακροδεξιών οργανώσεων. Ο ακροδεξιός Bryn Male είναι πεσμένος στο έδαφος και η ζωή του βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο. Ο μαύρος διαδηλωτής Patrick Hutchinson του κινήματος Black Lives Matter παρεμβαίνει, τον σηκώνει στους ώμους του και τον σώζει από βέβαιο λυντσάρισμα. Αργότερα, δηλώνει:

On arrival [...] the guy was already on the floor. It was pretty hectic, it was almost like a stampede [...] He was under physical harm. His life was under threat. And [...] I thought, ‘well, if he stays here he’s not going to make it’. So, I just went under, scooped him up, put him on my shoulders and sort of started marching [...] Yeah, it was a very scary moment. You don’t think about that though at the time. You just do what you’ve got to do. (Όταν έφτασα [...] ο τύπος ήταν ήδη στο έδαφος. Υπήρχε πολλή ταραχή, υπήρχε πολύς πανικός [...] Ήταν τραυματισμένος. Η ζωή του βρισκόταν υπό απειλή. Και [...] σκέφτηκα, «καλά, αν μείνει εδώ δεν πρόκειται να τα καταφέρει». Έτσι, πλησίασα, τον σήκωσα, τον έβαλα στους ώμους μου και άρχισα να βαδίζω [...] Ναι, ήταν μια πολύ τρομακτική στιγμή. Αλλά δεν το σκέφτεσαι εκείνη την στιγμή. Απλώς κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις.)

Όπως έχει πει ο Timothy Snyder (Απέναντι στην τυραννία – 20 μαθήματα από τον 20ό αιώνα, μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2017, σ. 45επ.), ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα που μας δίδαξε ο 20ός αιώνας είναι ότι, εάν κάποτε χρειαστεί να ξεχωρίσουμε από το πλήθος, εάν κάποτε χρειαστεί να πάμε κόντρα στο ρεύμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν πρέπει να διστάσουμε. Αφού, «[κ]άποιος πρέπει να το κάνει. Κάποιος πρέπει να υψώσει το ανάστημά του. Είναι εύκολο να ακολουθούμε τη μάζα. Ενδέχεται να αισθανθούμε παράξενα αν κάνουμε ή αν πούμε κάτι διαφορετικό. Όμως χωρίς αυτήν την αμηχανία, αυτήν την εσωτερική αναστάτωση, δεν υπάρχει ελευθερία».

Ο Patrick Hutchinson είπε ακριβώς το ίδιο, με λιγότερες λέξεις: «You just do what youve got to do». Και το έκανε.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.