Σύνδεση συνδρομητών

Περί αφορισμού

Τρίτη, 19 Μαϊος 2020 07:11
12 Δεκεμβρίου 1916, Αθήνα. Στην κορύφωση του Εθνικού Διχασμού, μια τεράστια διαδήλωση με επικεφαλής τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, κατέληξε στο Πεδίον του Άρεως, όπου ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αφόρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον φυλακίσαντα αρχιερείς και επιβουλευθέντα την βασιλείαν και την πατρίδα. Η τελετουργία του μίσους ξεκίνησε με τέσσερις πέτρες τις οποίες ο ιερωμένος έριξε σε ένα λάκκο φωνάζοντας: «ανάθεμα και τρις ανάθεμα». Χιλιάδες πολίτες, μιμούμενοι τον Θεόκλητο, περνούσαν από το σημείο ρίχνοντας τις δικές τους πέτρες του αναθέματος. Αριστερά, η φωτογραφία από εκείνο το συμβάν, δεξιά η γελοιογραφική αναπαράστασή του σε εφημερίδα της εποχής.
Αρχείο The Books’ Journal
12 Δεκεμβρίου 1916, Αθήνα. Στην κορύφωση του Εθνικού Διχασμού, μια τεράστια διαδήλωση με επικεφαλής τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, κατέληξε στο Πεδίον του Άρεως, όπου ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αφόρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον φυλακίσαντα αρχιερείς και επιβουλευθέντα την βασιλείαν και την πατρίδα. Η τελετουργία του μίσους ξεκίνησε με τέσσερις πέτρες τις οποίες ο ιερωμένος έριξε σε ένα λάκκο φωνάζοντας: «ανάθεμα και τρις ανάθεμα». Χιλιάδες πολίτες, μιμούμενοι τον Θεόκλητο, περνούσαν από το σημείο ρίχνοντας τις δικές τους πέτρες του αναθέματος. Αριστερά, η φωτογραφία από εκείνο το συμβάν, δεξιά η γελοιογραφική αναπαράστασή του σε εφημερίδα της εποχής.

Ο αφορισμός, ως βαρύτατη θρησκευτική ποινή, αλλά και ως τελετουργικό, είναι ένας έκδηλος αναχρονισμός και εντελώς παράταιρος στις σημερινές κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. 

Ο αφορισμός του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη , της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως και του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας Νίκο Χαρδαλιά από τον μητροπολίτη πρώην   Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο αντιμετωπίστηκε εξ αρχής ως ένα γκροτέσκο γεγονός. Και πράγματι, έτσι ήταν. Ο αφορισμός, ως βαρύτατη θρησκευτική ποινή, αλλά και ως τελετουργικό, είναι ένας έκδηλος αναχρονισμός και εντελώς παράταιρος στις σημερινές κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Είχε σημασία και βαρύτητα στον κόσμο εκείνων των περασμένων εποχών όπου κυρίαρχος και προσδιοριστικός λόγος των πραγμάτων ήταν ο λόγος της Εκκλησίας. Ο συγκεκριμένος ιεράρχης (ενδεχομένως και άλλοι) προφανώς θα επιθυμούσε ο κόσμος να ήταν ακόμα έτσι.

Στα καθ’ ημάς, ο πιο κοντινός τέτοιος κόσμος είναι η εποχή της τουρκοκρατίας. Τότε, η Εκκλησία κατείχε ειδική θέση στον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκπροσωπούσε τους υπόδουλους χριστιανούς με σημαντικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Είχε δε τη δυνατότητα να επιβάλει στους χριστιανούς διάφορες ποινές, οι οποίες στην εκκλησιαστική διάλεκτο λέγονται επιτίμια. Οι ποινές αυτές, αρχικά, επιβάλλονταν μόνο για θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και μία από τις βαρύτερες ήταν (και είναι ακόμα) ο αφορισμός. Με την ποινή αυτή αποκλείεται ο πιστός από την επικοινωνία με την Εκκλησία και στερείται τα μυστήριά της. Ανακοινώνεται στο ποίμνιο και φυσικά στην ευρύτερη μικροκοινωνία με επίσημη ανάγνωσή του στην εκκλησία, με αυτόν που τον εκφωνεί να φορά οπωσδήποτε συγκεκριμένα άμφια.

Ο αφορισμός, τότε, είχε άμεσο ορατό αποτέλεσμα την εκκλησιαστική αλλά και τη γενική κοινωνική απομόνωση εκείνου στον οποίο επιβλήθηκε. Λειτουργούσε όμως και τρομοκρατικά, με την έντονη μεταφυσική απειλή ότι το σώμα του αφορισμένου δεν θα έλιωνε μετά το θάνατό του και ότι θα όδευε στην αιώνια κόλαση. Την περίοδο της τουρκοκρατίας και των εκκλησιαστικών προνομίων και εξουσιών, ο αφορισμός, όπως και τα άλλα επιτίμια, γρήγορα ξέφυγαν από τα όρια των ποινών για θρησκευτικές παραβάσεις και επεκτάθηκαν σχεδόν σε όλα τα πεδία των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων της εποχής. Ο εκκλησιαστικός αυτός έλεγχος των πραγμάτων αμφισβητήθηκε έντονα όταν άρχισαν οι ιδέες του Διαφωτισμού να προσλαμβάνονται από την υπόδουλη κοινωνία. Η ανάπτυξη των κοινοτήτων και των άλλων θεσμών άρχισε να περιορίζει την εκκλησιαστική δικαιοδοσία και τις ποινές της. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους, αργότερα, επέβαλε την κοσμική νομική ρύθμιση των πολυποίκιλων σχέσεων.[1]

Ο αφορισμός χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως μέσον άσκησης πολιτικής τις περιόδους των μεγάλων εντάσεων ή ως άμυνα της Εκκλησίας απέναντι στη δογματική και την ηθική αμφισβήτησή της. Είναι γνωστό ότι αφορίστηκε ο πρωτεργάτης της Επανάστασης του 1821, Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αφορίστηκε επίσης και αναθεματίστηκε ο μεγαλύτερος πολιτικός της σύγχρονης Ελλάδας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, την εποχή του Εθνικού Διχασμού, μέρος του οποίου ήταν και η Εκκλησία. Οι συγγραφείς Ανδρέας Λασκαράτος και Εμμανουήλ Ροΐδης αφορίστηκαν και αυτοί. Για το βιβλίο του, Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς, με το οποίο στηλίτευε τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες και τη διαφθορά του κλήρου o πρώτος, για το πασίγνωστο μυθιστόρημά του, Η πάπισσα Ιωάννα, ο δεύτερος.

Έκτοτε, ο αφορισμός συχνά εκφέρεται ως απειλή από διαφόρους ιεράρχες. H Ιερά Σύνοδος, επειδή προφανώς αντελήφθη το γελοίον του πράγματος, αλλά και για να δείξει ταυτόχρονα   ότι διατηρεί το βάρος της εκκλησιαστικής παράδοσης, υπενθύμισε ότι ο αφορισμός ανήκει στη δική της αρμοδιότητα.

 


[1] Για μια πολύπλευρη και σφαιρική αντιμετώπιση του ζητήματος υπάρχει η μελέτη του Παναγιώτη Μιχαηλάρη, Αφορισμός. Η προσαρμογή μιας ποινής στις αναγκαιότητες της τουρκοκρατίας, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004.                                                      

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.