Σύνδεση συνδρομητών

Μετα-αλήθεια: δημαγωγοί πολιτικοί και αγχωμένοι πολίτες

Δευτέρα, 25 Μαρτίου 2019 23:43
Μια απεικόνιση της έννοιας της μετα-αλήθειας.
Manu Melwin Joy
Μια απεικόνιση της έννοιας της μετα-αλήθειας.

Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες της διάδοσης διαστρεβλωμένων πληροφοριών και της κατανόησης των πολιτικών προβλημάτων μέσα από απλές και συναισθηματικές αφηγήσεις. Η εξέλιξη αυτή διευκολύνει την κατασκευή φερόμενων ως ‘κρυφών αληθειών’ πίσω από την πραγματικότητα. Ενθαρρύνει την πεποίθηση ότι τα γεγονότα δεν θα πρέπει να καθοδηγούν τη γνώση/τις πράξεις των πολιτών. Το επιχείρημα είναι ότι η επιστημονική ή η εμπειρική ‘αλήθεια’ δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά να αντιμετωπίζεται, όχι μόνο ως κάτι σχετικό αλλά και ως κάτι εξαρτώμενο από ισχυρά πολιτικά/οικονομικά συμφέροντα.

Αυτή η εξέλιξη φαίνεται να έχει προκαλέσει ουσιαστικές αλλαγές στον ρόλο που παίζουν τα γεγονότα και η αλήθεια στην πολιτική επικοινωνία και την δημοσιογραφική κάλυψη. Το λεξικό της Οξφόρδης χαρακτηρίζει την εξέλιξη αυτή ως «μετά-αλήθεια», ορίζοντάς την

ως σχετική με ή υποδηλωτική καταστάσεων στις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης απ 'ό,τι οι εκκλήσεις στο συναίσθημα και στις προσωπικές πεποιθήσεις.

          

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Σημαντικός παράγων είναι οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η γνώση και η πληροφορία φτάνουν στο κοινό. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την μετατόπιση στην κουλτούρα της επικοινωνίας και ενημέρωσης, με τους πολιτικούς να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να επικοινωνούν απευθείας με τους οπαδούς τους, και την προσαρμογή των δημοσιογράφων/ΜΜΕ στο επιχειρηματικό μοντέλο της ψηφιακής εποχής, όπου όλα βασίζονται σε “κλικ”, “viral ιστορίες” και όχι σε “γεγονότα”. Χωρίς, όμως, την πρακτική της εκτεταμένης έρευνας και την επιστράτευση επιχειρημάτων βασισμένων σε γεγονότα και εμπειρογνωσία, η δημόσια επικοινωνία χάνει τη διαλογική ζωτικότητά τηςκαι ειδικότερα όταν δημαγωγοί πολιτικοί, που διατείνονται ότι υπάρχει μόνο η αυθεντική βούληση του «λαού» και μιλούν στο όνομα του, ενισχύουν και καλλιεργούν την κατασκευή υπεραπλουστευτικών επιχειρημάτων πίσω από την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα οι ακόλουθες ευλογοφανείς και υπεραπλουστευτικές θέσεις/προτάσεις,

Þ     ότι η ΕΕ είναι μια συνωμοσία «καπιταλιστών», ένας κακόβουλος παράγοντας, που «στραγγίζει» και επιδιώκει την πολιτισμική σύνθλιψη των λαών της

Þ     ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεί χρήματα από την Κίνα και την Ρωσία και έτσι να αποφύγει τους όρους της «τρόικας» - έτσι παρά το δημοψήφισμα του 2015, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΑΝΕΛ υπέγραψε ένα νέο μνημόνιο, περιγράφοντάς το ως αποτέλεσμα ‘εκβιασμού’ από τις Ευρωπαϊκές ελίτ

Δεν αρκεί, όμως, να κατηγορούμε μόνο τα κοινωνικά δίκτυα, τον Τραμπ, τον Τσίπρα ή τον Πούτιν, ότι έφεραν τη μετα-αλήθεια. Οι περίπλοκες εσωτερικές και παγκόσμιες καιδιασυνδεμένεςκρίσεις (τραπεζική, δημοσιονομική, αναπτυξιακή, δημογραφική κά), έχουν δημιουργήσειμιακρίσηεμπιστοσύνης, με τις κοινωνίες να έχουν απωλέσει την ικανότητα για προβολή στο μέλλον, φοβούμενες να αναλάβουν δράση, να επιλέξουν και να αποφασίσουν. Υπάρχει το χάσμα ανάμεσα στην προβαλλόμενη από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ πολιτική του «προσκηνίου» (εθνικός πολιτικός και κομματικός ανταγωνισμός) και τις πιο σύνθετης διαδικασίας χάραξης πολιτικής στο «παρασκήνιο» (υπερεθνικό ευρωπαϊκό επίπεδο), όπου οι πολίτες είναι «λήπτες» και όχι «διαμορφωτές» δημόσιων πολιτικών (Γιάννης Παπαδόπουλος, 2018, Οι Δημοκρατίες σε Κρίση, Επίκεντρο). Ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτικών ζητημάτων έχει, επίσης, προσλάβει παγκόσμιο χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι τα ζητήματα αυτά επηρεάζουν, ουσιαστικά ή δυνητικά, όλα τα μέρη του κόσμου, και κατ’ επέκταση όλους τους ανθρώπους επάνω στη γη. Οι ζωές μας ολοένα και περισσότερο διαμορφώνονται από γεγονότα που συμβαίνουν, και αποφάσεις που λαμβάνονται, μακριά από μας.

Οι πολιτικές ηγεσίες, ωστόσο, φαίνονται ανίκανες να χειριστούν τις συνέπειες που έχουν προκύψει από αυτές τις αλλαγές. Προσδιορίζονται και χαρακτηρίζονται από μια μοιρολατρική παθητικότητα(IvanKrastev, 2018, Μετά την Ευρώπη, Παπαδόπουλος). H πραγματικότητα αυτή αναπτύσσεται στη βάση μιας ελλιπούς και ανεπαρκούς πολιτικής στρατηγικής. Στην ΕΕ, για παράδειγμα, οι ηγέτες και πολιτικοί των κρατών-μελών κρύβονται πίσω από πολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογίες. Τείνουν να εμφανίσουν σαν ορθές τις εθνικές απόψεις και σαν λανθασμένες εκείνες των άλλων κρατών μελών. Τόσο η κρίση χρέους όσο και η κρίση του προσφυγικού εντάθηκαν, επειδή οι διαφορές στις ιδέες των ηγετών της ΕΕ δεν τους επέτρεψαν να συντονιστούν και να εφαρμόσουν κατάλληλες λύσεις. Δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν το βάθος των σύγχρονων αλλαγών και των διλημμάτων που δημιουργούν, δίχως να καταφεύγουν στα κλισέ και τις ευκολίες των εκάστοτε πολιτικών διαιρέσεων/παρατάξεων. Η πολιτική σήμερα χαρακτηρίζεται από αποτυχία εκπροσώπησης, αποτυχία στην παραγωγή ευέλικτων και όχι δογματικών πολιτικών και αποτυχία διασφάλισης της συμμετοχής των πολιτών.

Αυτό έχει δημιουργήσει και το χάσμα ανάμεσα σε ανθρώπους που βλέπουν τον κόσμο από Παντού (γλομπαλιστές) και εκείνους που το βλέπουν από Κάπου (νατιβιστές). Πρόκειται για τοχάσμα μεταξύ δύο διαφορετικών κοινωνικών χρόνων(Νικόλας Σεβαστάκης, Το Βήμα της Κυριακής, Δεκέμβριος 2019). Μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου, που εγκωμιάζει το μέλλον και τις δυνατότητές του, και αυτών που βλέπουν το άμεσο παρόν (το επείγον της προθεσμίας της εβδομάδας ή του δεκαπενθήμερου).

Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς/περιφερειακοί θεσμοί, ωστόσο, αγκιστρωμένοι στη λογική της αέναης προσαρμογής στην οικονομική/χρηματιστική παγκοσμιοποίηση, δεν αναπτύσσουν τις κατάλληλες διαδικασίες και χώρους που θα τους επιτρέψει να «ακούσουν καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και το φόβο – που έχουν κατακλυστεί από μια παραλυτική αβεβαιότητα. Η μετα-αλήθεια (ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός) είναι το αποτέλεσμα αυτού του ελλείμματος στην πολιτική. Με αποτέλεσμα σήμερα να είμαστε αντιμέτωποι με δημαγωγούς πολιτικούς, μη-έγκυρους ιστότοπους και ΜΜΕ που αναμειγνύουν μισές αλήθειες, ψέματα, θεωρίες συνομωσίας σε ένα τοξικό μείγμα που αποδέχονται πρόθυμα οι οργισμένοι, οι αγανακτισμένοι (και οι επικίνδυνοι όπως απέδειξε η περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας). Στην προσπάθειά τους κατανοήσουν το σήμερα οι άνθρωποι καταφεύγουν σε απλές, υπεραπλουστευτικές ιστορίες, και την επινόηση θεωριών συνωμοσίας. Έχουν άγνοια ή φοβούνται την πολυπλοκότητα του κόσμου, με αποτέλεσμα να αναζητούν την εμπιστοσύνη σε δόγματα ή δημαγωγούς λαϊκιστές αρχηγούς/πολιτικούς που τους προσφέρουν ανακούφιση και βεβαιότητα. Κατά πόσο παρέχουν όμως ανακούφιση και βεβαιότητα είναι συζητήσιμο. Το Brexit αποδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ότι οι ψηφοφόροι θα πρέπει να μην παρασύρονται με εύκολες λύσεις και προτάσεις στα προβλήματα τους. Οδηγούν σε αδιέξοδα, τα οποία τα πολιτικά συστήματα δεν μπορούν να ελέγξουν.

Οι λαϊκιστές/δημαγωγοί πολιτικοί μιλούν στο όνομα του «λαού», και ισχυρίζονται ότι η άμεση νομιμοποίηση από το «λαό» επισκιάζει τις δημοκρατικές και νομικές μορφές οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας. Πρόκειται για ένα ηθικό τρόπο φαντασίωσης της πολιτικής σύμφωνα με το σκεπτικό ενός ομοιογενούς ηθικά και πολιτικά σωστού λαού ενάντια στην ομοιογενή ηθικά και πολιτικά διεφθαρμένη ελίτ. Που μεταφέρει την ευθύνη σε ‘άλλους’. Έτσι, ενώ οι οικονομικές δυσκολίες και η ανασφάλεια είναι αυτές που οξύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ ατόμων και ομάδων για πρόσβαση στον πλούτο, στην Ευρώπη, για παράδειγμα, υπάρχει σήμερα μια έντονη τάση να κατηγορούνται για αυτή την όξυνση οι μετανάστες. Ευρωπαίοι λαϊκιστές, όπως οι Φάρατζ και Γουίλκερς, εκμεταλλευόμενοι, την πραγματικότητα, ότι μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης δεν ωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση στρέφουν την εργατική τους τάξη εναντίον εργαζομένων από αναδυόμενες οικονομίες καλλιεργώντας ανταγωνισμούς όπως «Εμείς οι Ευρωπαίοι» εναντίον «Αφρικανών» ή «μουσουλμάνων μεταναστών» ή «οι δουλειές μας» εναντίον «φθηνών εισαγωγών από την Κίνα». Μεταμορφώνεται, έτσι ένα οικονομικό ζήτημα σε ζήτημα ταυτότητας που εκτρέπει την προσοχή μακριά από ταξικούς ανταγωνισμούς, μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Ο λόγος αυτός συνδυάζει, έτσι, το αφήγημα μιας φανταστικής πολιτικής κοινότητας περιχαρακωμένης σε εθνικές, εθνοτικές, πολιτιστικές ή θρησκευτικές διαχωριστικές γραμμές, με περιορισμένες υλικές υποσχέσεις όσον αφορά τη διάθεση περισσότερων θέσεων εργασίας για τους υποστηρικτές του.

Επίσης, η οπισθοδρόμηση στον υπεραπλουστευτικό λόγο είναι αντίθετη με τη διαδικασία συμβιβασμού, την αναγνώριση του «άλλου», την ανάγκη για κριτική και την αφοσίωση στην ιδέα περί εφαρμογής δίκαιων κανόνων που ισχύουν για όλους. Η πολιτική αυτή κουλτούρα χαρακτηρίζεται από την δραματοποιημένη λατρεία στην ηγεσία, τις ισχυρές επιδείξεις εξουσίας και την αδίστακτη χρήση της γλώσσας σε συνδυασμό με άρνηση γεγονότων και εκφοβισμό αντιπάλων. Η δολοφονία της βουλευτή των Εργατικών, Τζο Κοξ, η οποία έκανε εκστρατεία υπέρ των προσφύγων και των μεταναστών το 2016, από κάποιον που υποστήριζε ότι η «η Βρετανία έρχεται πρώτη», είναι ενδεικτική του πώς ένα περιβάλλον μετά-αλήθειας μπορεί να καλλιεργήσει τις συνθήκες που την μετέτρεψαν σε «εχθρό». Η δολοφονική επίθεση σε τεμένη της Νέας Ζηλανδίας, μια από τις πιο ήσυχες και απομακρυσμένες χώρες του κόσμου, υπογραμμίζει με τον πλέον δραματικό τρόπο, τη μισαλλοδοξία και τον λόγο περί μίσους που ελλοχεύουν σε μεγάλο βαθμό στην μετα-αλήθεια που κυριαρχεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και που πολύ συχνά μονοπωλεί πρωτοσελίδα, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές αλλά και διάφορες δημόσιες συζητήσεις.

Πως μπορεί, λοιπόν, να καταπολεμηθεί η μετα-αλήθεια; Οι κρίσεις ή οι αλλαγές, δεν θα έπρεπε να παράγουν απαραίτητα δημαγωγούς που επενδύουν στην μετα-αλήθεια. Οι δημοκρατίες συνεχώς αντιμετωπίζουν και δημιουργούν αλλαγές και κρίσεις και θα έπρεπε να διαθέτουν πόρους για την επίλυσή τους. Που σημαίνει ότι απαιτείται η ευελιξία και όχι η ακαμψία των πολιτικών. Πως θα επιλυθούν τα σημερινά προβλήματα αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι πολιτικοί δεν αναγνωρίσουν τις ανεπάρκειες και τους περιορισμούς της πολιτικής τους; Πως θα μπορέσουν οι πολίτες να γνωρίζουν την αλήθεια για τον κόσμο σήμερα αν δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σύνθετα είναι τα προβλήματα και πόσο περίπλοκες είναι οι πολιτικές διαδικασίες; Σημειώνεται, μάλιστα, σύμφωνα με τα ευρήματα της Ευρωπαϊκής δημοσκόπησης «Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 477» (2018) με θέμα τη Δημοκρατία και τις Εκλογές, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε 27.474 άτομα σε 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Σεπτέμβριο του 2018, το 43% των πολιτών της Ε.Ε. απάντησαν ότι θα ήθελαν να έχουν περισσότερη πληροφόρηση σχετικά με την Ε.Ε. και τον αντίκτυπό της στην καθημερινή́ τους ζωή. Ειδικότερα, για την Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό των πολιτών που έδωσε την ίδια απάντηση ήταν αυξημένο στο 51%.

Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί και οι περιφερειακοί/διεθνείς θεσμοί οφείλουν να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών αναφορικά με τα κυρίαρχα, και θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής εποχής, με στόχο όχι μόνο την ενίσχυση ενίσχυσης της διαφάνειας, της νομιμότητας και επομένως και της αποτελεσματικότητάς της, αλλά και την ανάπτυξη λογικών που διαχωρίζουν την πραγματικότητα από τη φαντασία, που στηρίζονται σε έγκυρα στοιχεία και γεγονότα, και διευκολύνουν την επιδιόρθωση των ατελειών της παρά την καταστροφή της. Δεν αρκεί, όμως, μόνο οι πολιτικοί να ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών στις προκλήσεις του πραγματικού κόσμου. Είναι ευθύνη όλων μας να αφιερώνουμε χρόνο και προσπάθεια,

  1. να αντιμετωπίζουμε τις προκαταλήψεις μας
  2. να εξετάζουμε προσεκτικά τις πηγές πληροφόρησης που προτιμάμε – και να πληρώσουμε για αξιόπιστες πληροφορίες. Μόνο έτσι υποχωρήσει η δραματοποίηση και η εμπορευματοποίηση των δημοσιογράφων/ΜΜΕ και θα ενισχυθεί η ερευνητική και κριτική δημοσιογραφία
  3. να διαβάζουμε περισσότερα βιβλία, να κοπιάσουμε με θεωρίες και γεγονότα πριν τα απορρίψουμε

Το ζητούμενο είναι να επενδύσουμε στην εγκυρογνωμοσύνη και να εκφέρουμε απόψεις βασισμένες στην πραγματικότητα, στηριγμένες σε γεγονότα, θεμελιωμένες σε αναμφισβήτητα στοιχεία και δεδομένα, αποφεύγοντας εικασίες και λύσεις αβάσιμες που οφείλονται σε συναισθήματα και προκαταλήψεις. Να δούμε πέρα και μακριά από λογικές της φοβίας, του χάσματος (που διαιρεί τον κόσμο σε «εμάς» και «εκείνους») της γενίκευσης (που μας οδηγεί να σκεφτόμαστε ότι «εκείνοι» είναι όλοι ίδιοι), του μη-συμβιβασμού, της επίρριψης ευθυνών. Ο τρόμος, ο φόβος και η ανασφάλεια δεν είναι στρατηγική, οδηγούν σε δημαγωγικά, λαϊκιστικά και εθνικιστικά παραληρήματα. Η επένδυση στο παρελθόν είναι αυτοκτονία. Δεν είναι όλα ρόδινα. Είναι, όμως, εξίσου παράλογο να μην αναγνωρίζουμε και τα επιτεύγματα. Μόνο έτσι μπορούμε θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την μετα-αλήθεια και να επενδύσουμε στον ποσιμπιλισμό (Hans Rosling, 2018, Factfullness, Κάτοπτρο). Σε μια κατάσταση όπου μπορούμε να πιστέψουμε ότι τα προβλήματα μπορούν να λυθούν και να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των υπαρχουσών δυνατοτήτων και του εφικτού, που αντιμάχεται την υπερδραματική κοσμοθεώρηση, και που αναγνωρίζει την συντελεσθείσα πρόοδο. Αυτό δεν οπτιμισμός, σαφή και έγκυρη αντίληψη για το πως έχουν τα πράγματα, με μια εποικοδομητική και χρήσιμη θεώρηση του κόσμου μας.

 

Κείμενο ομιλίας στην εκδήλωση του ΙΜΧΑ (Ινστιτούτο Μελετών Χερσονήσου του Αίμου) με θέμα: Μετα-αλήθεια, ψευδοειδήσεις, που εκφωνήθηκε στις 19 Μαρτίου

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος

Kαθηγητής διεθνών σχέσεων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κάτοχος έδρας Jean Monnet European Union Public Diplomacy. Βιβλία του: Ο παγκόσμιος ρόλος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (2007), Ο εκδημοκρατισμός της παγκόσμιας διακυβέρνησης: Μια εισαγωγή στην Κοσμοπολιτική Δημοκρατία (μαζί με τον Φ. Προέδρου, 2010), Τα «εθνικά θέματα» στη δίνη των ΜΜΕ (μαζί με τον Γ. Πλειό (2011), Διεθνείς Διενέξεις: Αντιμετώπιση και Επίλυση (μαζί με Α. Ηρακλείδη και Γ. Κωστάκο, 2004).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.