«Θέλω έναν ήρωα». Aυτό ήθελε. Και μ’ αυτές τις λέξεις ξεκίνησε (πρώτο άσμα, Canto the First) τον Δον Ζουάν του αυτός που υπήρξε πριν και πάνω απ’ όλα επινοημένος, κατασκευασμένος, τελειοποιημένος και μυθοποιημένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Τζορτζ Γκόρντον, 6ος Βαρόνος Μπάιρον, θέλησε έναν ήρωα ρομαντικό, ερωτικό, εξωτικό, ασυμβίβαστο, θαρραλέο, ακαταμάχητο για όλους και για όλες· τον θέλησε με πάθος, τον οραματίστηκε και τον έφτιαξε με λόγια και με εικόνες και με πράξεις και με τρέλα, και με το ίδιο πάθος και την ίδια τρέλα τον υπηρέτησε μέχρι το τέλος. Αυτός ήταν παντού και πάντα ο ήρωάς του: ο «τρελός, κακός κι επικίνδυνος» εαυτός του, το τελειότερό του δημιούργημα.
Όμως, υπήρξε και η ποίηση.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή
Η ειρωνεία της τύχης (που αρέσκεται ιδιαίτερα στην ειρωνεία) είναι ότι το λιγότερο ηρωικό κομμάτι της ζωής του Μπάιρον είναι αυτό που τον καταχώρησε επίσημα κι ανεξίτηλα στους ενδοξότερους μύθους της Ελλάδας μας: ο θάνατός του. Ο άντρας που πέθανε στις 19 Απριλίου 1824, στα τριάντα έξι του χρόνια, στο Μεσολόγγι, δεν κρατούσε όπλα ούτε φορούσε τη θεαματική στολή με την υπερθεαματική περικεφαλαία που είχε επινοήσει ο ίδιος, εμπνευσμένος από την Ιλιάδα· κι ούτε πέθανε στο ηλιόλουστο πεδίο κάποιας επικής μάχης, αλλά στο κρεβάτι μιας υγρής και λασπωμένης παραγκούπολης, εν μέσω καταιγίδας· και κυρίως, δεν σκοτώθηκε χτυπημένος από το γιαταγάνι ενός εχθρού, αλλά από τις θανάσιμες ιατρικές «θεραπείες» της εποχής του. Όπως είχε πει ο ίδιος, «πολλοί περισσότεροι πεθαίνουν από το νυστέρι παρά από τις λόγχες» κι οι «καταραμένοι χασάπηδες», οι γιατροί δηλαδή, παρά τις αδύναμες διαμαρτυρίες του έπεσαν πάνω του με ό,τι είχαν – και αυτό που είχαν ήταν βδέλλες και κλύσματα. Τον αφαίμαξαν ώς τον αφανισμό του (έχει υπολογιστεί ότι τις τελευταίες του μέρες τού έβγαλαν δυόμισι λίτρα αίμα). Ο «Τσάιλντ Χάρολντ» ξεψύχησε πάνω σε βρόμικα σεντόνια, φοβισμένος, παραληρηματικός, με ένα τσούρμο υπηρέτες και ακολούθους ολόγυρά του που μιλούσαν αγγλικά, ιταλικά και ελληνικά. Παρ’ όλα αυτά, ένας παριστάμενος ανέφερε ότι πεθαίνοντας μουρμούρισε, με κάτι σαν χαμόγελο στα χείλη, «Questa e una bella scena»: Να μια ωραία σκηνή. Γιατί προπαντός, παντού και πάντα, έπρεπε να υπάρχει μια σκηνή – και πάνω της έπρεπε να πρωταγωνιστεί αυτός.
Η ζωή του ήταν μια ατέρμονη θύελλα γεγονότων που ή του συνέβαιναν ή δημιουργούσε ο ίδιος. Από γενιά ευγενών μεν αλλά και όσο έπρεπε (για την απαραίτητη κυτταρική αύρα «σκοτεινού παρελθόντος») ανυπόληπτων προγόνων, όμορφος αλλά και με μια δυσπλασία στο ένα του πόδι που τον ανάγκαζε να το σέρνει και ενέτεινε τη ρομαντικότητα της μορφής του, κληρονόμησε αναπάντεχα στα δέκα του χρόνια έναν τίτλο και μια περιουσία. Στα εννιά του τον κακοποιούσε σεξουαλικά η σκοτσέζα νταντά του απαγγέλλοντάς του ταυτόχρονα κομμάτια από τη Βίβλο· παντρεύτηκε μια γυναίκα που επιθύμησε δυσανάλογα και κατόπιν εξευτέλισε δυσανάλογα· πέρασε όλη του τη ζωή με αμέτρητες ερωτικές περιπέτειες από τις οποίες οι πιο παράφορες ήσαν με την ετεροθαλή αδελφή του (με την οποία ενδεχομένως έκανε και παιδί) και με τον 15χρονο Λουκά που γνώρισε στην Κεφαλονιά – ο οποίος, αντίθετα από τον 16χρονο Νικολό που γνώρισε στην Αθήνα και πάμπολλους άλλους νεαρούς ανά τον κόσμο, δεν δέχτηκε ποτέ να γίνει εραστής του· και στην ποίησή του ύμνησε τον έρωτα με τον ίδιο δυσερμήνευτο συνδυασμό αφέλειας και σοφίας, πονηράδας και αγνότητας, επιπολαιότητας και βαθιάς δέσμευσης που εμπότισε κάθε φάση της ζωής του – συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής του δράσης. Πράγματι, ο «φιλέλληνας Μπάιρον» δεν ήταν παρά ένας ακόμα Μπάιρον ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ένας ακόμα ρόλος δηλαδή: η Ελλάδα υπήρξε το ιδανικό σκηνικό για να ξεδιπλώσει το προσωπικό του μελόδραμα της στιγμής. Όμως πέρα από το ντεκόρ και τα σκηνικά υπήρξε και η αληθινή πεισματική πίστη του για τον αγώνα ενός λαού που είχε τόσο δικαίωμα να ελευθερωθεί όσο είχε και η Δύση καθήκον να τον βοηθήσει.
Ρομαντική αυτο-δραματοποίηση, βρετανικός κυνισμός και αυτοσαρκασμός, αλλά και υπέρβαση προς κάτι παραπάνω που αφήνει όλα τα άλλα πίσω· λαχτάρα για μια ζωή που τελικά δεν επινοείται, μια ομορφιά που δεν σαρκάζεται: αυτά τα περίεργα υλικά πρέπει να μην ξεχνάμε μιλώντας για την «περίπτωση Μπάιρον». Γιατί πολύ σπάνια έλειπε από το «δράμα» της ζωής και του έργου του εκείνο το μισοχαμόγελο που έβλεπε από μακριά, μακριά. Και αυτή η ικανότητα να ζεις το θέατρό σου ενώ παράλληλα στέκεσαι παραπέρα και το παρατηρείς με ματιά υποψιασμένη, η ικανότητα να αγωνιάς για τα θυελλώδη δρώμενα αλλά συγχρόνως να διασκεδάζεις με την ιλαρότητα της ανθρώπινης κωμωδίας, να παρασύρεσαι αλλά και να παραμένεις εν μέρει ασυγκίνητος, να ελπίζεις και να μην ελπίζεις, σε κάνει κάτι παραπάνω από έναν ναρκισσιστή, έκλυτο, προνομιούχο κακομαθημένο βρετανό αριστοκράτη που «γράφει και ποίηση». Εκείνο το ειρωνικό μισοχαμόγελο του Μπάιρον όταν πια ήταν άρρωστος, πρώιμα γερασμένος, άσχημος, ταπεινωμένος κι εξευτελισμένος, πρέπει να μας υποψιάζει ότι υπάρχει εδώ κάτι παραπάνω από μια εφήμερη μόδα, ένα success story εποχής. Κι αυτό το «κάτι» βρίσκεται στο έργο του.
Γιατί τελικά ήταν καλύτερος από τον εαυτό που επινόησε.
«–Κι ίσως κι ένα όνομα»
Το συνολικό έργο του Μπάιρον φαντάζει σήμερα σαν κάστρο απόρθητο. Από πού να ξεκινήσει κανείς, πώς να το ξεδιαλύνει, και πώς να το μεταφράσει; Πώς αλήθεια μεταφράζεται η μουσικότητα των στίχων «She walks in beauty, like the night», όπου ό,τι υπάρχει ωραιότερο στα σκοτάδια και τις λάμψεις μιας ζεστής βραδιάς με ανέφελο ουρανό γεμάτο αστέρια συναντιέται στη μορφή και τη ματιά της αγαπημένης;[1] Πώς απομονώνονται κάποιοι στίχοι απαράμιλλης ομορφιάς, στίχοι που καρφώνονται κατευθείαν μέσα μας με τον αλάνθαστο τρόπο της αληθινής τέχνης, από άλλους που αποπνέουν ελαφρά οσμή παλιό-(και κακο-)καιρισμένου ρομαντισμού; Τα πρώτα δύο Cantos του Τσάιλντ Χάρολντ δημοσιεύθηκαν το 1812, όταν ο Μπάιρον ήταν 24 χρονών και, όπως είπε ο ίδιος, «ξύπνησα ένα πρωί και ανακάλυψα ότι ήμουν διάσημος». Από εκεί και πέρα, η διασημότητα ακολουθούσε σαν πιστό σκυλάκι. Ο Κουρσάρος πούλησε δέκα χιλιάδες αντίτυπα την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του, το 1814. Δεν χρειαζόταν να το διαβάσεις: αρκούσε να περπατάς στους δρόμους κρατώντας το βιβλίο και γινόσουν κι εσύ «βυρωνικός» – ένας τύπος δηλαδή με τεράστια ταλέντα, ελαττώματα και πάθη, δυσφορία και αντίσταση απέναντι στις κοινωνικές συμβάσεις, αδιαφορία για τίτλους και προνόμια (αν και κατέχοντάς τα), έρωτες μοιραίους και ματαιωμένους από την κοινωνία ή το θάνατο, παρελθόν γεμάτο εξεγέρσεις, εξορίες και κρυμμένα μυστικά και μέλλον προκαθορισμένα αυτοκαταστροφικό. Κρατώντας τον Κουρσάρο κουβαλούσες μαζί σου μέρη αλλόκοτα, πειρατείες και φευγαλέες αισθήσεις άλλων κόσμων όπου μπορούσες να είσαι και γενναίος και νικηφόρος και να φοράς κατάλευκα πουκάμισα σιδερωμένα στην εντέλεια από νεαρές και νεαρούς πρόθυμους για όλα. Κρατώντας τον Κουρσάρο ήσουν cool.
Αλλά όταν, οκτώ χρόνια αργότερα, το 1822, δημοσιεύθηκε ο Δον Ζουάν των 17 ασμάτων, η αρχικά επιφυλακτική αποδοχή του κοινού μετατράπηκε σε σκανδαλισμένη κατακραυγή και ο εκδότης του αρνήθηκε να συνεχίσει να το εκδίδει. Σήμερα ο Δον Ζουάν μπορεί να διαβαστεί, όπως προτείνει ο Άντονι Λέιν[2], «σαν μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, που κατά πολύ είναι». Αλλά βέβαια είναι και κάτι παραπάνω. Σατιρικό, ωμό, βλάσφημο κι ασελγές (για να μην πούμε καν περί πολιτικά μη ορθού), το έργο επιδιώκει να είναι «αισχρό» – επιδιώκει δηλαδή να προσβάλλει αφηγούμενο με ottava rima (ιταλική οκτάβα αβ-αβ-αβ-γγ) λεηλασίες, βιασμούς, βιαιότητες και φρικαλεότητες που η τότε «ευγενική κοινωνία» προτιμούσε είτε να αγνοεί είτε να αποδίδει στα κακά κι αναπότρεπτα του πολέμου και των εξωτικών «περιπετειών». Ο Μπάιρον όμως ήξερε ότι οι αληθινές περιπέτειες δεν είναι αγνά όμορφες και, με τον Δον Ζουάν, αποφάσισε να το ξεκαθαρίσει: αποφάσισε δηλαδή να πάρει ο ίδιος απόσταση από τον βυρωνικό ήρωα και να απομακρυνθεί από το μύρο του ηρωισμού, τις σάλπιγγες των στρατιωτικών θριάμβων και τις γλυκιές αποχρώσεις του ρομαντισμού. Και μ’ εκείνο το πικρό μισοχαμόγελο, γράφει:
Ε ναι λοιπόν, η γη γύρω από τον άξονά της πρέπει να γυρνάει
Κι η ανθρωπότητα μαζί της, ανάποδοι ή όρθιοι στα κανιά μας
Και να ζούμε ή να πεθαίνουμε, να κάνουμε έρωτα και να πληρώνουμε τους φόρους
Και καταπώς αλλάζει ο άνεμος, να γυρνάμε τα πανιά μας.
Ο βασιλιάς προστάζει, ο γιατρός ψευτογιατρεύει,
Ο ιερέας συμβουλεύει, κι έτσι η ζωή μας νεύει,
Μια ανάσα, έρωτας, κρασί, φιλοδοξίες, δόξα, το δόλωμα,
Πόλεμοι, πίστη, σκόνη – κι ίσως κι ένα όνομα.[3]
Μοιάζει περίεργο να αποδίδει μια χώρα τόσο καίρια συμβολή στη ελευθερία της σε κάποιον ευμετάβλητο και φευγαλέο σαν ψευδάργυρος. Ο Μπάιρον δεν μπορεί παρά να δραπετεύει από κάθε προσπάθεια βαλσάμωσης και προσκόλλησής του σ’ οποιοδήποτε επίσημο κάδρο. Ξέρουμε ότι λίγο αφού έφτασε στο Μεσολόγγι συγκρούστηκε ολομέτωπα με την ελληνική πραγματικότητα: οι Σουλιώτες του ζητούσαν όλο και περισσότερα χρήματα, ο Κολοκοτρώνης κι ο Καραϊσκάκης χόρευαν στο γαϊτανάκι των δικών τους διχασμών και ο ωραίος, καθαρός, καλός αγώνας που είχε φανταστεί βυθιζόταν κάθε μέρα στις λάσπες. Όμως ίσως η εθνική μας ευγνωμοσύνη προς αυτόν να μην οφείλεται μόνο στην ανάγκη μας για όσο γίνεται πιο ακτινοβόλα εθνικά σύμβολα (χρειαζόμασταν πάντα, κι εμείς, «έναν ήρωα») αλλά και σε κάποιο σοφό λαϊκό ένστικτο. Ίσως κάτι στον «τρελό, κακό κι επικίνδυνο» Βρετανό να επικοινώνησε με τους απελπισμένους, εξαθλιωμένους ανθρώπους που τον υποδέχτηκαν όχι μόνο σαν ένα πουγκί γεμάτο λίρες. Και χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε ένα στίχο του, ίσως επειδή ήσαν κι εκείνοι κάπως τρελοί, κακοί κι επικίνδυνοι, αισθάνθηκαν ότι στη ματιά που έριξε προς τον ουρανό υπήρξε πράγματι η απάντηση, Είμ’ εδώ.[4]
[1] “She walks in beauty, like the night / Of cloudless climes and starry skies; / And all that’s best of dark and bright / Meet in her aspect and her eyes;” (1814).
[2] Anthony Lane, Lording It, The New Yorker, 4/3/2024.
[3] “Well—well, the world must turn upon its axis, / And all mankind turn with it, heads or tails, / And live and die, make love and pay our taxes, / And as the veering wind shifts, shift our sails; / The king commands us, and the doctor quacks us, /The priest instructs, and so our life exhales, / A little breath, love, wine, ambition, fame, /Fighting, devotion, dust,—perhaps a name.” Δον Ζουάν, Άσμα 2ο.
[4] «Και Συ εχύθηκες, πετώντας / μια ματιά στον Ουρανό, / που τα δίκια σου θωρώντας, / αποκρίθηκε: Είμ’ εδώ.» Διονυσίου Σολωμού, Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάϋρον.