Aναφορά σχoλίου

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ καθ. BYRNE ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ.
Η ανθρώπινη ζωή ξεκινάει στα έσω γεννητικά όργανα της γυναίκας μετά τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το ανδρικό σπερματοζωάριο και την εμφύτευσή του στη μήτρα και θα αρχίσει ο πολλαπλασιασμός των πολυδύναμων βλαστοκυττάρων (stem cells) και η ανάπτυξη του εμβρύου αρχικά υπό την καθοδήγηση των 23 ζευγών χρωμοσωμάτων του ανθρώπου. Σταδιακά τις πρώτες εβδομάδες της εμβρυικής ανάπτυξης θα αρχίσει η διαφοροποίηση των βλαστοκυττάρων και η μεταμόρφωσή τους σε κύτταρα των διαφόρων ιστών του σώματος και από αυτά θα προκύψουν οι επί μέρους ιστοί του εμβρύου.
Το 23ο ζεύγος χρωμοσωμάτων αν αποτελείται από τα χρωμοσώματα ΧΧ το έμβρυο θα ολοκληρώσει την εμβρυική ανάπτυξή του και θα γεννηθεί κορίτσι ή εάν αποτελείται από τα χρωμοσώματα ΧΥ θα γεννηθεί αγόρι. Μόνο το ανδρικό χρωμόσωμα Υ κληρονομούμενο από τον πατέρα φέρει το γονίδιο SRΥ, υπό την καθοδήγηση και την επιρροή του οποίου θα αρχίσουν να αναπτύσσονται τα κύτταρα των όρχεων του εμβρύου και θα αρχίσουν να παράγουν τεστοστερόνη. Η ύπαρξη και η βιολογική δράση της τεστοστερόνης θα καθορίσει τα σωματικά χαρακτηριστικά και έως το τέλος της κύησης το βρέφος θα γεννηθεί αγόρι, με τα γεννητικά όργανα του αρσενικού ή απουσία τεστοστερόνης και υπό την επιρροή των μικρών ποσοτήτων υπαρχόντων οιστρογόνων το έμβρυο θα αναπτύξει τα σωματικά χαρακτηριστικά και τα γεννητικά όργανα του θηλυκού και στο τέλος της εμβρυικής ανάπτυξης θα γεννηθεί κορίτσι. Οι γυναικείες ωοθήκες θα αναπτυχθούν υπό την καθοδήγηση των γονιδίων DAX1 του θηλυκού χρωμοσώματος Χ . Συμπερασματικά το ανθρώπινο έμβρυο στην αρχή της εμβρυικής ηλικίας είναι θηλυκό ή αδιαφοροποίητο, έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε αρσενικό ή θηλυκό και η παραγωγή ή όχι της τεστοστερόνης κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της εμβρυικής ηλικίας θα καθορίσει το φύλο, θα δώσει τη βιολογική και σωματική ταυτότητα φύλου του κάθε βρέφους κατά τη γέννησή του.
Τι συμβαίνει όμως στον ανθρώπινο εγκέφαλο;
Το 5-10 % των ενήλικων ανδρών και γυναικών παρότι φέρουν τα σωματικά χαρακτηριστικά και τα χρωμοσώματα του φύλου, ΧΥ για τους άνδρες και ΧΧ για τις γυναίκες, δεν φέρουν και την αντίστοιχη σεξουαλική συμπεριφορά και τον αντίστοιχο σεξουαλικό προσανατολισμό και αυτοπροσδιορίζονται ως ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι ή τρανς ή ενδιάμεσοι. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ως έννοια σχεδόν ταυτίζεται με την σεξουαλική έλξη, δηλαδή αν ένας άνδρας έλκεται σεξουαλικά από τις γυναίκες ή από τους άνδρες και αν μία γυναίκα έλκεται ερωτικά από τους άνδρες ή από τις γυναίκες ή έλκονται και από τους άνδρες και από τις γυναίκες (αμφιφυλόφιλος-bisexual ) οπότε και ως ενήλικες θα αναπτύξουν ανάλογη σεξουαλική συμπεριφορά.
Όσον αφορά το σεξουαλικό προσανατολισμό και τη σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων η επιστημονική κοινότητα έχει δείξει το μέγιστο ενδιαφέρον και έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες, στηριζόμενες σε σημαντικά ευρήματα, ικανά να υποστηρίξουν τις υποθέσεις, αλλά καμία δεν είναι ικανή να επεξηγήσει συνολικά το φαινόμενο. Είναι αυτονόητο ότι πειραματικές επιστημονικές μελέτες για ηθικούς και νομικούς λόγους δεν μπορούν να εφαρμοστούν στα ανθρώπινα έμβρυα αλλά μόνο σε ζώα.
1) Η κλασική θεώρηση είναι η διασημότερη στην επιστημονική κοινότητα, σύμφωνα με την οποία το πρώιμο ορμονικό περιβάλλον τις πρώτες εβδομάδες της εμβρυικής ηλικίας, με πρωταγωνιστές την τεστοστερόνη ή τα οιστρογόνα, εκτός των σωματικών χαρακτηριστικών θα διαμορφώσουν και το μόνιμο σχηματισμό και προσανατολισμό των εγκεφαλικών κέντρων και θα καθορίσουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τη σεξουαλική συμπεριφορά στην ενήλικη ζωή. Αυτή η υπόθεση υποστηρίζεται κυρίως από το ότι μπορεί να αναπαράγεται σε πειραματόζωα. Ζώα στα οποία έχουν γίνει πειραματικές αλλαγές στα επίπεδα των ορμονών, της τεστοστερόνης και οιστρογόνων, κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της κύησης του εμβρύου, επηρεάζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά στην ενήλικη ζωή τους. Επίσης υποστηρίζεται από τα ευρήματα ότι κορίτσια που έχουν αναπτυχθεί σε αλλοιωμένο ορμονικό περιβάλλον λόγω νόσων κατά τη διάρκεια της εμβρυικής ηλικίας τους π.χ. στη συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων του εμβρύου, με υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης, εμφανίζουν υψηλά ποσοστά ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής συμπεριφοράς στην ενήλική ζωή τους, έχουν ανδρική τραχιά και εριστική συμπεριφορά, αλλά όχι όλα, γεγονός που μάλλον αποδεικνύει και την ύπαρξη και άλλων παραγόντων που εμπλέκονται σε αυτή τη βιολογική λειτουργία.
2) Τα γονίδια και η κληρονομικότητα παίζουν σημαντικό ρόλο στη ταυτότητα φύλου και στο σεξουαλικό προσανατολισμό στην ενήλικη ζωή και υπολογίζεται ότι μπορούν να επεξηγήσουν το 40% της ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής συμπεριφοράς των ανδρών και το 20% των γυναικών. Η υπόθεση των γονιδίων υποστηρίζεται σθεναρά από ευρήματα σε δίδυμους αδελφούς, όπου όταν ένας δίδυμος ομοζυγώτης αδελφός είναι ομοφυλόφιλος κατά 65 % θα είναι και ο άλλος δίδυμος αδελφός ομοφυλόφιλος. Τα ποσοστά ομοφυλοφιλίας σε δίδυμους ετεροζυγώτες αδελφούς μειώνονται στο 15%. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι όταν υπάρχει ομοφυλόφιλο άτομο σε μία οικογένεια υπάρχουν πολλοί συγγενείς ή θείοι της μητέρας του με ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Στο γονίδιο Xq28 του χρωμοσώματος Χ της μητέρας αποδίδεται αυτή η κληρονομικότητα. Και σε άλλα κληρονομούμενα γονίδια, μη συνδεδεμένα με το χρωμόσωμα Χ, κυρίως στο ζεύγος του χρωμοσώματος 8 έχει αποδοθεί η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.
3) Η ύπαρξη μεγαλύτερου άρρενος αδελφού σε μία οικογένεια αυξάνει κατά 33% την πιθανότητα ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς των επόμενων αρρένων αδελφών. Αυτή η επεξήγηση όσον αφορά την ομοφυλοφιλία αναφέρεται στη δημιουργία αντισωμάτων από τη μητέρα έναντι πρωτεϊνών συνδεδεμένων με το ανδρικό χρωμόσωμα Υ κατά τη διάρκεια της πρώτης εγκυμοσύνης της και η δράση τους στο ορμονικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της εγκυμοσύνης των δεύτερο ή τριτογέννητων αρρένων αδελφών.
4) Από νεκροτομικό υλικό σε περιοχές του εγκεφάλου τρανς ανδρών προκύπτουν διαφορές της δομής και του μεγέθους του πυρήνα ΙΝΑΗ-3 του εμπρόσθιου υποθαλάμου και του βασικού πυρήνα της τελικής ταινίας (bed nucleus) του υποθαλάμου σε άτομα με διαταραχή (δυσφορία) ταυτότητας φύλου. Οι περιοχές αυτές του εγκεφάλου εικάζεται ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων.
5) Άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις όσον αφορά την ομοφυλοφιλία έχουν αναπτυχθεί σύμφωνα με ψυχοκοινωνικές θεωρίες, στηριζόμενες κυρίως στη μαθημένη κοινωνική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της βρεφικής, της νηπιακής και της παιδικής ηλικίας αλλά στερούνται στιβαρών αποδεικτικών στοιχείων. Τα μικρά παιδιά από την ηλικία του ενός έτους δείχνουν προτιμήσεις, τα κορίτσια να παίζουν με κούκλες και τα αγόρια δείχνουν εντονότερη δραστηριότητα με αρσενικά παιχνίδια ή με τουβλάκια και στην ηλικία των 2-3 ετών επιλέγουν να παίξουν με άλλα παιδιά του ιδίου φύλου. Οπωσδήποτε διαφορετικά μεγαλώνουν οι γονείς τα παιδιά αναλόγως του φύλου τους και τα προτρέπουν να ασχοληθούν με τα ανάλογα παιχνίδια για κορίτσια ή αγόρια. Η μάθηση μέσω της μίμησης αποτελεί τη βάση των θεωριών της κοινωνικής μάθησης όσον αφορά τη συμπεριφορά φύλου και οι συμπεριφορές που υιοθετούνται από τα παιδιά προέρχονται από σημαντικά πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος και αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς και θαυμασμού. Με αυτό τον τρόπο αν κάτι συμβεί στο πρότυπο η συμπεριφορά του παιδιού- δέκτη μπορεί να τροποποιηθεί και να συμπαρασύρει τη συμπεριφορά φύλου και το μελλοντικό σεξουαλικό προσανατολισμό του.
6) Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες είναι σύνθετες και ακολουθούν διαφορετική κατεύθυνση και θεώρηση όσον αφορά την ομοφυλοφιλία και τη διαταραχή (δυσφορία) ταυτότητας φύλου.
Σύμφωνα με τη διασημότερη θεωρία (Person et Ovesey) η διαφυλική διαταραχή προκαλείται από άλυτο άγχος αποχωρισμού κατά τη φάση αποχωρισμού της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Για την αντιμετώπιση αυτού του άγχους το αγόρι καταφεύγει σε μία επαναλαμβανόμενη φαντασίωση συμβιωτικής ταύτισης με τη μητέρα του. Στην ενήλικη ζωή του ως προσπάθεια ελέγχου του άγχους καταφεύγει σε χειρουργικές επεμβάσεις για να πραγματοποιήσει τις ασυνείδητες φαντασιώσεις του και συμβολικά να γίνει η μητέρα του. Και άλλες σύνθετες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις και υποθέσεις έχουν αναπτυχθεί, οι οποίες δεν αποτελούν σημεία αναφοράς σε αυτό το βιβλίο.
Συμπερασματικά ο ανθρώπινος σεξουαλικός προσανατολισμός παρομοιάζει με βεντάλια, όπου στα δύο άκρα είναι άνδρες και γυναίκες που έχουν σεξουαλική συμπεριφορά ανάλογη και αντίστοιχη του ανατομικού τους φύλου και ενδιάμεσα πολλές μικτές εκδοχές.